Τελευταία Νέα
Διεθνή

University of California: Οι κεντρικοί τραπεζίτες ανησυχούν για τις φούσκες στις χρηματιστηριακές αγορές

University of California: Οι κεντρικοί τραπεζίτες ανησυχούν για τις φούσκες στις χρηματιστηριακές αγορές
Άρθρο του Barry Eichengreen, καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια Berkeley
Οι κεντρικοί τραπεζίτες συνεχίζουν να φοβούνται για τις φούσκες στις χρηματιστηριακές αγορές, όπως και θα έπρεπε δεδομένης της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009.
Έχοντας καεί μια φορά, τώρα είναι διπλά ανήσυχοι και η πρόσφατη βουτιά στο χρηματιστήριο της Κίνας δεν βοήθησε για να μετριαστούν οι φόβοι τους.
Οι τιμές των ομολόγων έχουν εκτοξευθεί λόγω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης από την Τράπεζα της Ιαπωνίας, την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, FED και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Οι τιμές των ακινήτων από το Λονδίνο έως το Σαν Φρανσίσκο έχουν αυξηθεί υπερβολικά, επομένως τι θα έπρεπε να γίνει για να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι από μια γρήγορη και απότομη αντιστροφή τιμών στα περιουσιακά στοιχεία (assets);
Για πολλά χρόνια αυτό το ερώτημα διατυπωνόταν βάσει της συζήτησης αν θα έπρεπε οι κεντρικές τράπεζες να τάσσονται ενάντια στις φούσκες, μειώνοντας τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων που δημιουργούν κινδύνους στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή απλώς να καθαρίζουν το χάος όταν σκάνε οι φούσκες.
Οι υποστηρικτές της δεύτερης προσέγγισης, όπως ο πρώην πρόεδρος της Fed, Alan Greenspan, εκφράζουν αμφιβολία ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να εντοπίζουν με αξιόπιστο τρόπο τις φούσκες και είναι γενικά ανήσυχοι σχετικά με τη διαχείριση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων.
Σίγουρα, οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν μπορούν να γνωρίζουν με βεβαιότητα πότε οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων έχουν φθάσει σε μη αποδεκτά ύψη, ούτε επίσης πότε ο πληθωρισμός είναι έτοιμος να απογειωθεί.
Η νομισματική πολιτική είναι τέχνη, δεν είναι επιστήμη.
Είναι η τέχνη του καλύτερου μαντέματος και όπως αποδείχθηκε από την κρίση 2008-2009, το να καθαρίζεις απλώς μετά το σκάσιμο της φούσκας είναι πολύ δαπανηρό και αναποτελεσματικό.
Επομένως, τι πρέπει να κάνουν αντ' αυτού οι κεντρικοί τραπεζίτες;
Ιδανικά, θα πρέπει να αναπτύξουν ένα σύνολο ειδικά προσαρμοσμένων χρηματοοικονομικών εργαλείων, όπως για παράδειγμα, η αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων όταν η πίστωση ανθεί, μπορεί να συγκρατήσει τον δανεισμό και να ενισχύσει το μαξιλάρι των τραπεζών για την κάλυψη ζημιών, ενώ ο καθορισμός ανωτάτων ορίων για τον δείκτη δάνεια προς αξία θα μπορούσε να χαλιναγωγήσει τις υπερβολικές αγορές ακινήτων, μειώνοντας τους υπερβολικούς κινδύνους τόσο για τους δανειζόμενους όσο και τους δανειστές.
Σε αντίθεση με αυτά τα εργαλεία, η πολιτική των επιτοκίων είναι ένα αμβλύ όργανο για την αντιμετώπιση των οικονομικών ανισορροπιών και το να χρησιμοποιείς τα επιτόκια για να αντιμετωπίσεις αυτές τις ανησυχίες, μπορεί να αλληλεπιδράσει με τον πρωταρχικό στόχο της κεντρικής τράπεζας για διατήρηση του πληθωρισμού κοντά στον στόχο.
Δυστυχώς, η ανάπτυξη και η χρήση των εργαλείων μακροπροληπτικής αντιμετωπίζει σημαντικά οικονομικά και πολιτικά εμπόδια.
Η μακροπροληπτική πολιτική μπορεί επίσης να αποτύχει όταν η ρυθμιστική περίμετρος είναι πολύ στενή.
Το 1929 η Fed προσπάθησε να συγκρατήσει Wall Street με την πολιτική της «άμεσης πίεσης», εξαναγκάζοντας τις τράπεζες-μέλη να μην δανείζουν σε μεσίτες ασφαλειών και εμπόρους.
Το 2006, ενθάρρυνε τα μέλη της να μην δανείζουν σε εργολάβους εμπορικών ακινήτων.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, άλλοι δανειστές παρενέβησαν για να ικανοποιηθεί η ζήτηση για πίστωση, εξουδετερώνοντας τη μακροπροληπτική πρωτοβουλία των αρχών.
Οι πολιτικοί θα πρέπει να ανταποκριθούν σε αυτές τις προκλήσεις δουλεύοντας σκληρά, όχι μόνο για την ανάπτυξη αποτελεσματικών εργαλείων μακροπροληπτικής, αλλά και για να αποδείξουν ότι μπορούν να αναπτυχθούν αμερόληπτα.
Αλλά ακόμη και με τις καλύτερες προσπάθειες, η διαδικασία θα πάρει χρόνο.
Εν τω μεταξύ, ενδέχεται να προκύψουν καταστάσεις στις οποίες το επιτόκιο να είναι το μόνο μέσο που διαθέτουν για τον περιορισμό των οικονομικών υπερβολών.
Όπως φάνηκε από την πρόσφατη κρίση, υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι κεντρικοί τραπεζίτες θα πρέπει να το χρησιμοποιήσουν.
Μερικές φορές, το κόστος της αδράνειας - για να επιτραπεί στους χρηματοοικονομικούς κινδύνους να αναπτυχθούν - είναι απλώς πάρα πολύ υψηλό.
Υπάρχουν δύο βασικές προϋποθέσεις για τη χρησιμοποίηση των επιτοκίων ως εργαλείο μακροπροληπτικής.
Η πρώτη - και πιο προφανής- είναι ότι οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα πρέπει να είναι ουσιαστικοί, όμως η δεύτερη προϋπόθεση είναι εξίσου σημαντική:
η προσαρμογή του επιτοκίου δεν θα πρέπει να θέτει σε κίνδυνο άλλους βασικούς στόχους της κεντρικής τράπεζας, όπως αυτόν του πληθωρισμού.
Η σουηδική Riksbank παρέχει ένα προειδοποιητικό παράδειγμα: το 2010, όταν ξεκίνησε να αυξάνει το επιτόκιο για να αντισταθμίσει τις οικονομικές υπερβολές, έθεσε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των τιμών.
Πριν από καιρό, η Σουηδία είχε υποκύψει στον αποπληθωρισμό, από τον οποίο ακόμη αγωνίζεται να ξεφύγει.
Ομοίως, μετά την αποτυχία της πολιτική της άμεσης πίεσης το 1929, η FED αύξησε τα επιτόκια για να χαλιναγωγήσει το χρηματιστήριο.
Η προσπάθειά της να αποτρέψει μια φούσκα ήρθε εις βάρος της επαγωγής στην ύφεση.
Στόχος του να επιζητάς μια πιο αποτελεσματική μακροπροληπτική πολιτική είναι να αποφευχθούν τέτοιες τραγικά περιστατικά.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης