Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Fitch: Διατηρεί αμετάβλητη την αξιολόγηση CCC για την Ελλάδα - Υψηλός ο κίνδυνος μη εφαρμογής του προγράμματος

Fitch: Διατηρεί αμετάβλητη την αξιολόγηση CCC για την Ελλάδα - Υψηλός ο κίνδυνος μη εφαρμογής του προγράμματος
Η βασική πρόκληση που το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζει είναι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΝΡΕs) τα οποία παραμένουν εξαιρετικά υψηλά, σε πάνω από το 45% των χορηγήσεων, υποστηρίζει η Fitch
Αμετάβλητη στο «CCC» διατηρεί την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας ο οίκος Fitch.
Ειδικότερα, ο αμερικανικός οίκος διατήρησε αμετάβλητη σε «CCC» την μακροπρόθεσμη αξιολόγηση των ελληνικών κρατικών ομολόγων, αλλά και το ανώτατο όριο αξιολόγησης (country ceiling) σε «Β-».
Όπως επισημαίνει στη σχετική έκθεση που δημοσιοποίησε η Fitch σήμερα, Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου, η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και η έγκριση της δεύτερης δόσης (10,3 δισ. ευρώ, 6% του ΑΕΠ), από το πρόγραμμα του ESM των 86 δισ. ευρώ, τον Μάιο, υπογραμμίζει τις βελτιωμένες σχέσεις της Ελλάδας με τους πιστωτές, ωστόσο η Fitch εκτιμά πως οι κίνδυνοι για την υλοποίηση του προγράμματος παραμένουν υψηλοί.
Η συμφωνία επήλθε με καθυστέρηση αρκετών μηνών, σε σύγκριση με ό,τι είχε προγραμματιστεί, ωστόσο η καθυστέρηση δεν είχε περαιτέρω επιπτώσεις στην καταγεγραμμένη οικονομική μεταβλητότητα της χώρας.
Το πρωτογενές πλεόνασμα της χώρας επιβεβαιώθηκε για το 2015 στο 0,7% επί του ΑΕΠ, καλύτερο του στόχου για έλλειμμα 0,25%.
Η συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών της κυβέρνησης, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές, οδήγησε σε συρρίκνωση του χρέους της κυβέρνηση στο 177% του ΑΕΠ το 2015 από 180% του ΑΕΠ το 2014, ωστόσο αυτό παραμένει το δεύτερο υψηλότερο ανάμεσα στα χρέη των χωρών που αξιολογεί η Fitch.
Οι έως τώρα δημοσιονομικές επιδόσεις της τρέχουσας χρονιάς είναι σύμφωνες με τους στόχους που έχουν τεθεί για το πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ το 2016, ωστόσο οι υπόλοιποι δημοσιονομικοί στόχοι, για πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ το 2017 και 3,5% του ΑΕΠ το 2018, θα είναι προοδευτικά ολοένα και πιο δύσκολοι να επιτευχθούν, εκτιμά ο αμερικανικός οίκος.
Στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος, η ελληνική κυβέρνηση νομοθέτησε ορισμένα μέτρα ως «προαπαιτούμενα» για την κάλυψη του εκτιμώμενου δημοσιονομικού ελλείμματος 3% του ΑΕΠ το 2018, εκ των οποίων τα 2/3 προέρχονται από τις συντάξεις και τη μεταρρύθμιση της φορολογίας εισοδήματος.
Η σχετικά αδύναμη εγχώρια «ιδιοκτησία» των πολιτικών του προγράμματος, εντούτοις καθιστά δύσκολη την πλήρη εφαρμογή των μέτρων, τονίζει η Fitch.
Η συμφωνία περιλαμβάνει επίσης ένα προληπτικό δημοσιονομικό μηχανισμό, για την εκ των υστέρων ενεργοποίηση περαιτέρω μέτρων, εάν ένας από τους δημοσιονομικούς στόχους χαθεί, καθώς και μία μεταρρύθμιση για τη φορολογική αποτελεσματικότητα, που ωστόσο είναι λιγότερο βέβαιο ότι θα υλοποιηθεί.
Η δεύτερη αναθεώρηση αναμένεται να ξεκινήσει το δ’ τρίμηνο του 2016, με τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας να εκτιμάται ότι θα είναι το πλέον αμφιλεγόμενο σημείο.
Η Fitch εκτιμά ότι η κυβέρνηση θα έχει επαρκή κεφαλαιακά μαξιλάρια (μετρητά, repos και πιθανή συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών) για να αντέξει ως το β’ τρίμηνο του 2017, χωρίς να χρειαστεί την αποδέσμευση των κονδυλίων για την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης, γεγονός που ενισχύει το ενδεχόμενο οι διαπραγματεύσεις να συνεχιστούν ως το επόμενο έτος (2017).
Η φύση της συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα είναι πιθανό να εξαρτηθεί από το πεδίο εφαρμογής της χαλάρωσης των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων και τον βαθμό δέσμευσης για την ελάφρυνση του χρέους.
Προς το παρόν, το Eurogroup έχει καθορίσει μόνο γενικές παραμέτρους μιας πιθανής συμφωνίας για το χρέος, δηλαδή ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα πρέπει να παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ «μεσοπρόθεσμα» και κάτω από 20% στη συνέχεια, αλλά και ότι η πιο σημαντική ελάφρυνση, όπως οι επεκτάσεις ωριμότητας του χρέους και το πλαφόν στα επιτόκια εξυπηρέτησης, εξαρτώνται από την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος το 2018.
Η παροχή ελάφρυνση του χρέους σε στάδια και η εξάρτηση αυτής από την υλοποίηση του προγράμματος θα μπορούσε να δώσει κίνητρο στην ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο θα μπορούσε να έχει και το αντίθετο αποτέλεσμα αν καταστεί στην εκτίμηση των πολιτικών ή του λαού στην Ελλάδα ως μια μακρινή ή ανέφικτη προοπτική.
Η αβεβαιότητα γύρω από την πιθανή έκβαση περιορίζει επίσης τα οικονομικά οφέλη, μέσω της τόνωσης της εμπιστοσύνης στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αρχίσει να χάνει έδαφος στις δημοσκοπήσεις, έναντι του κεντροδεξιού κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, που έχει λιγότερες ιδεολογικές διαφορές με μια σειρά από πολιτικές του προγράμματος, αλλά υπερασπίζεται την επαναδιαπραγμάτευσή του, ιδίως στο ζήτημα των δημοσιονομικών στόχων.
Παρά την ισχνή πλειοψηφία, η Fitch αναμένει πως ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας θα συνεχίσει να στηρίζεται στις ψήφους των κεντρώων κομμάτων, υπογραμμίζει, όμως, παράλληλα ότι ρεαλιστικό είναι το ενδεχόμενο πολιτικών εκπλήξεων.
Το να διατηρήσει επαρκή υποστήριξη για να παραδώσει στις απαιτητικές συνθήκες μέσα έως το 2018 είναι ιδιαίτερα δύσκολο, ιδίως δεδομένου του ιστορικού της χώρας, με βάση τα προηγούμενα προγράμματα, να αποκλίνει από τους στόχους.
Συνεχίζοντας, η Fitch αναφέρει πως το ΑΕΠ της χώρας συρρικνώθηκε κατά 0,75% το α’ εξάμηνο του 2016, ενώ ο αμερικανικός οίκος αναμένει μια μέτρια επιτάχυνση το υπόλοιπο 2016, με το ΑΕΠ να υποχωρεί κατά 0,5% συνολικά το έτος.
Παράλληλα, προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,8% το 2017, ανάπτυξη που θα υποστηριχθεί από την αύξηση των επενδύσεων και, σε μικρότερο βαθμό, την ιδιωτική κατανάλωση, και μια μέτρια θετική καθαρή συμβολή του εμπορίου.
Η ανεργία μειώθηκε στο 23,5% τον Μάιο του 2016 από περίπου 25,9% στις αρχές του 2015, με τη Fitch να αναμένει περαιτέρω σταδιακή πτώση, σε 21,9% το 2018, ποσοστό που θα παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη.
Η χαμηλή τιμή του πετρελαίου και η απότομη συρρίκνωση των εισαγωγών μετά την επιβολή των ελέγχων κεφαλαίου έχει φέρει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πλησίον της ισορροπίας, από έλλειμμα 2,1% του ΑΕΠ το 2014.
Η Fitch αναμένει μικρά πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών το 2016 και το 2017, με το καθαρό εξωτερικό χρέος να παραμένει αυξημένο, κοντά στο 130% το 2016.
Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών το 2015 βοήθησε στη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, ωστόσο η καταναλωτική και επενδυτική εμπιστοσύνη ανακάμπτει με αργούς ρυθμούς.
Οι τραπεζικές καταθέσεις έχουν αυξηθεί μόλις 2%, μετά την κατά 25% πτώση (38 δισ. ευρώ) το α’ εξάμηνο του 2015, αν και η χαλάρωση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων τον Ιούλιο, ιδίως με την απόσυρση των περιορισμών των νέων καταθέσεων, αναμένεται να οδηγήσει σε κάποια μέτρια τόνωση των καταθέσεων το β’ εξάμηνο του 2016.
Ως αποτέλεσμα, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλες ανισορροπίες της χρηματοδότησης, με τη βοήθεια από τον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας (ELA) να αντιπροσωπεύει το 20% της χρηματοδότησης του συστήματος.
Η επαναφορά του waiver από την ΕΚΤ τον περασμένο Ιούνιο καθιστά επιλέξιμα ως collateral τα ελληνικά ομόλογα, κάτι που θα επιτρέψει ένα αρκετά μικρό μερίδιο της χρηματοδότησης μέσω ELA (περίπου 7%) να μεταφερθεί στις δραστηριότητες τακτικής χρηματοδότησης της ΕΚΤ, σε ένα επιτόκιο κατά 150 μ.β. χαμηλότερο.
Η βασική πρόκληση που το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζει είναι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΝΡΕs) τα οποία παραμένουν εξαιρετικά υψηλά, σε πάνω από το 45% των χορηγήσεων, υποστηρίζει η Fitch.
Βελτίωση έχει καταγραφεί στο νομικό και θεσμικό πλαίσιο για την επίλυση των δανείων, αλλά η πρόοδος στη διαχείριση των προβληματικών περιουσιακών στοιχείων είναι σχετικά αργή.
Τα υψηλά ΝΡΕs, οι ανισορροπίες της χρηματοδότησης και η ασθενής ζήτηση πιστώσεων εξακολουθούν να περιορίζουν τον καθαρό δανεισμό του ιδιωτικού τομέα, με τη Fitch να προβλέπει συρρίκνωση κατά 2,8% το 2016 και κατά 1,5% το 2017.

Παράγοντες για αλλαγή της αξιολόγησης

Οι μελλοντικές εξελίξεις που θα μπορούσαν, ανεξάρτητα ή συλλογικά, να έχουν ως αποτέλεσμα μία αναβάθμιση συμπεριλαμβάνουν:
- Η παρουσίαση επαρκών δειγμάτων επιτυχούς εφαρμογής του προγράμματος του ESM, που θα προκύψουν από τη βελτιωμένη συνεργασία μεταξύ της Ελλάδας και των επίσημων δανειστών της και ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον.
- Μία οικονομικά ανάκαμψη, περαιτέρω πρωτογενή πλεονάσματα και ελάφρυνση του χρέους του δημοσίου τομέα θα παρείχε ένα ανοδικό momentum για τις αξιολογήσεις μεσοπρόθεσμα.

Οι εξελίξεις που θα μπορούσαν, ανεξάρτητα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε μία υποβάθμιση περιλαμβάνουν:
- Μία επανάληψη της παρατεταμένης κατάρρευσης των σχέσεων της Ελλάδας με τους δανειστές της, όπως καταγράφηκε πέρυσι, για παράδειγμα στο γενικό πλαίσιο μίας αποτυχίας να επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος και εν μέσω επιδεινούμενων συνθηκών ρευστότητας.
- Τη μη πληρωμή, τον επανακαθορισμό της ονομαστικής αξίας και/ή την ανταλλαγή κρατικών ομολόγων προβληματικού χρέους ή ένα μονομερές μορατόριουμ εξυπηρέτησης όλων των υποχρεώσεων χρέους.

Βασικά συμπεράσματα
Οποιαδήποτε ελάφρυνση χρέους και αν παρασχεθεί στην Ελλάδα, υπό το πρόγραμμα του ESM, θα αφορά μόνο το χρέος του επίσημου τομέα και γι' αυτό δεν θα συνιστούσε γεγονός χρεοκοπίας, με βάση τα κριτήρια του οίκου αξιολόγησης.

Εταιρείες Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητες

Πιστοληπτική Ικανότητα

Προοπτική

Ημερομηνία

MOODY'S

Caa3

Σταθερή

Σεπτέμβριος 2015

FITCH

CCC

Σταθερή

Μάρτιος 2016

STANDARD & POOR'S

B-

Σταθερή

Ιανουάριος 2016

RATING AND INVESTMENT

CC

Σταθερή

Ιούνιος 2015 


Κλίμακα αξιολογήσεων διεθνών οίκων και βαθμολογία της Ελλάδος











Moody's

S&P

Fitch

Άριστη

Aaa

AAA

AAA

Υψηλής Διαβάθμισης

Aa1

AA+

AA+



Aa2

AA

AA



Aa3

AA-

AA-

Υψηλότερα της Μεσαίας 
αξιολόγηση


Α1 Ελλάδα
2005


Α+ Ελλάδα 2005




Α+Ελλάδα 2005















Α2

Α

Α



Α3

Α-

Α-

Χαμηλότερα της Μεσαίας αξιολόγησης

Baa1

BBB+

BBB+



Baa2

BBB

BBB



Baa3

BBB-

BBB-

Μη επενδυτικά ομόλογα 
(junk - σκουπίδια)


Ba1

BB+

BB+



Ba2

BB

BB



Ba3

BB-

BB-

Κερδοσκοπικά

B1

B+

B+



B2

B

B



B3

B- *Eλλάδα

B- 

Υψηλού κινδύνου

Caa1 

CCC+

CCC+



Caa2

CCC 

CCC* Ελλάδα



Caa3* Ελλάδα

CCC-

CCC-

Υψηλός Κίνδυνος Χρεοκοπίας

Ca

CC

CC





C

C

Χρεοκοπία

C Ελλάδα

D Ελλάδα

D Ελλάδα


Τι μετέδιδε νωρίτερα το BankingNews.gr, που επιβεβαιώθηκε πλήρως:

Πιθανότατα αμετάβλητη η βαθμολογία της Ελλάδος σε CCC από την Fitch σήμερα 2/9/2016 - To outlook στο επίκεντρο

Αμετάβλητη θα διατηρήσει κατά το πιθανότερο σενάριο την βαθμολογία της Ελλάδος σε CCC ο οίκος πιστοληπτικής ικανότητας Fitch rating, ωστόσο δεν αποκλείεται να αλλάξει την προοπτική της οικονομίας outlook από ουδέτερη σε θετική...ωστόσο και αυτό το ενδεχόμενο είναι περιορισμένο.
Σήμερα 2 Σεπτεμβρίου του 2016 περί τις 23:30 θα δημοσιεύσει έκθεση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας ο αμερικανικός οίκος Fitch.
Με βάση την Fitch η Ελλάδα βαθμολογείται στην κλίμακα CCC χαμηλότερα κατά δύο βαθμίδες από την ανάλογη βαθμολογία της Standard and Poor’s (Β-) και 4 κλίμακες υψηλότερα από το Default.
Η Fitch έχει αναφέρει – και σε συνέντευξη στο bankingnews – ότι στις 2 Σεπτεμβρίου θα υπάρξει αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας και είτε μεμονωμένα, είτε συνδυαστικά αν υπάρχει προοπτική ανάπτυξης και πρόοδος με τους δανειστές η οικονομία θα μπορούσε να αναβαθμιστεί.
Βασικό σενάριο (πιθανότητες 80%) είναι ότι η Fitch θα αφήσει αμετάβλητη την βαθμολογία της Ελλάδος και πιθανότητες 80% είναι να αναβαθμίσει την οικονομία στην κλίμακα CCC+ δηλαδή κατά 1 βαθμίδα.

Η πορεία της ελληνικής οικονομίας δεν εμπνέει - Τι είχε αναφέρει η Moody's

Μικρές πιθανότητες να επιτύχει η Ελλάδα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% από το 2018 και για τα επόμενα 10 χρόνια με βιώσιμο τρόπο, δίνει το στέλεχος της Moody’s και υπεύθυνος για τις ελληνικές τράπεζες, Νώντας Νικολαΐδης, με συνέντευξή του στο bankingnews.gr.
Η Ελλάδα ολοκλήρωσε με επιτυχία την πρώτη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος διάσωσης τον Ιούνιο.
Η ολοκλήρωση αυτή σταθεροποιεί τις πιστωτικές συνθήκες στη χώρα και υποστηρίζει την τρέχουσα αξιολόγηση της Moody’s στο Caa3, με σταθερή προοπτική (σ.σ. πρόκειται για αξιολόγηση που παραπέμπει σε κράτος που βρίσκεται ένα βήμα πριν τη χρεοκοπία).
Τούτων δοθέντων, η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές οικονομικές και δημοσιονομικές προκλήσεις.
Οι κίνδυνοι υλοποίησης που συνδέονται με το πακέτο διάσωσης παραμένουν επίσης αυξημένοι, δεδομένης της ισχνής πλειοψηφίας της κυβέρνησης στο κοινοβούλιο και των αδύναμων επιδόσεων και ικανότητας της δημόσιας διοίκησης να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις.
H σταθερή προοπτική για το αξιόχρεο της Ελλάδας στο Caa3 αντικατοπτρίζει την άποψή μας ότι οι οικονομικοί, χρηματοοικονομικοί και πολιτικοί κίνδυνοι είναι ισορροπημένοι.
Οι ανοδικές πιέσεις στην αξιολόγηση θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στις περιπτώσεις:
Πρώτον, της αύξησης του ρυθμού της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Δεύτερον, της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης και των πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία θα υποστηρίξουν τη μείωση των επιπέδων του χρέους.
Τρίτον, της μεγαλύτερης βεβαιότητας και ορατότητας στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Οι πιέσεις για υποβάθμιση στην αξιολόγηση θα μπορούσαν να ασκηθούν εφόσον αποτύχει η εφαρμογή της τρίτης δέσμης των μέτρων.
Δηλαδή, εάν η οικονομική ανάκαμψη είναι ουσιαστικά χαμηλότερη από την αναμενόμενη, αν η κυβέρνηση συνασπισμού αποδειχθεί αναποτελεσματική στο να επιτύχει μία συμφωνία για το πώς θα ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των πιστωτών ή αν προκύψει ότι οι ευρύτερες πολιτικές ή κοινωνικές εντάσεις υπονομεύουν τη λαϊκή ή τη νομοθετική υποστήριξη για το τρίτο πρόγραμμα.
Ο προϋπολογισμός του 2016 που εγκρίθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 0,53% του ΑΕΠ, το οποίο είναι σύμφωνο με τους στόχους του προγράμματος.
Το πρόγραμμα προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 0,5%του ΑΕΠ το 2016 και 1,75% το 2017, τα οποία κατά την άποψή μας είναι εφικτά, δεδομένων των προβλέψεών μας για ανάπτυξη.
Από το 2018 και για 10 χρόνια μετά ο στόχος είναι πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, κατά την άποψή μας, υπάρχει μικρή πιθανότητα η κυβέρνηση να είναι σε θέση να διατηρήσει αυτά τα επίπεδα πρωτογενούς πλεονάσματος με βιώσιμο τρόπο.
Αυτό συμβαίνει επειδή περιμένουμε η μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη να παραμείνει κάτω από τον μέσο όρο του 2,7% που προβλέπει το πρόγραμμα και οι πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις που συνδέονται με την συνεχιζόμενη δημοσιονομική λιτότητα να συνεχίσουν να συμβάλλουν στις προκλήσεις της εφαρμογής του προγράμματος.
Αναμένουμε πως μια λεπτομερής συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους να αρχίσει αφότου η Ελλάδα εξέλθει από το τρέχον πρόγραμμα.
Ωστόσο, η μορφή που θα πάρει η ελάφρυνση του χρέους και πόσο εκτεταμένη θα είναι τελικά παραμένει ασαφές.
Το υψηλό επίπεδο των προβληματικών δανείων συνιστούν σημαντικό αποσταθεροποιητικό κίνδυνο για το τραπεζικό σύστημα και μια τεράστια πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες, προκειμένου να βελτιωθεί το πιστωτικό προφίλ τους.
Είναι στην πραγματικότητα ένας από τους κύριους παράγοντες που περιορίζουν τις αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών και την πιστοληπτική ικανότητα.
Είναι ύψιστης σημασίας για τις τράπεζες να μειώσουν το επίπεδο των ΝΡΕ (non performing exposures, μη εξυπηρετούμενη έκθεση), προκειμένου να ξεκλειδώσουν κεφάλαια και να αυξήσουν την ικανότητά τους να παρέχουν νέα δάνεια στην πραγματική οικονομία, η οποία με τη σειρά της θα βοηθήσει επίσης να δοθεί το έναυσμα για την οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα μετά από χρόνια ύφεσης.
Πιστεύουμε ότι οι στόχοι που έχουν τεθεί από τις τράπεζες και την Τράπεζα της Ελλάδος να μειώσουν το απόθεμα των ΝΡΕs κατά 30% -40% μέχρι το τέλος του 2019, είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση που θα επιτρέψει στις τράπεζες να αφιερώσουν πόρους και να επικεντρωθούν σε αυτό έργο.
Η λύση για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα επιτευχθεί με έναν συνδυασμό δράσεων, μεταξύ των οποίων:
1) Αναδιάρθρωση των ΝΡΕ σε βιώσιμους δανειολήπτες που θα είναι σε θέση να αποπληρώσουν με τη σταδιακή ανάκαμψη του πιστωτικού κύκλου.
2) Διαγραφές που θα περιλαμβάνουν μη βιώσιμους δανειολήπτες με αδύναμα collateral, για τους οποίους οι τράπεζες έχουν ήδη υιοθετήσει σημαντικές διατάξεις και δεν υπάρχει η ελάχιστη δυνατότητα για ανάκαμψη.
3) Μεταφορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ξένες εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, όπως η KKR.
4) Πώληση των ΝΡΕ σε ενδιαφερόμενους αγοραστές, αν και δεν έχουμε δει τυχόν τέτοιες συναλλαγές μέχρι στιγμής.
Ο συνδυασμός αυτών δράσεων είναι η πιο πιθανή πορεία προς τα εμπρός για τις ελληνικές τράπεζες, για τις οποίες θα είναι ιδιαίτερα μεγάλη πρόκληση να μειώσουν μειωθεί το απόθεμα των ΝΡΕ από τα 116 δισ. ευρώ (Μάρτιος 2016) σε περίπου 70 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019.
Αυτό θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και από το πως η οικονομική ανάπτυξη θα επανεκκινηθεί.
Tα αποτελέσματα των stress tests των ελληνικών τραπεζών, που ανακοινώθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβριο και στα οποία συμπεριλήφθηκε και ένα αρνητικό σενάριο (οικονομικού σοκ) ως τα τέλη του 2017, προκειμένου να καθοριστούν τα επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων, κατόρθωσαν να περιορίσουν τις άμεσες ανησυχίες σε επίπεδο κεφαλαίων.
Ωστόσο, παραμένουν οι ανησυχίες αναφορικά με την ποιότητα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών, δεδομένου ότι στους υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής τους επάρκειας (CET1 ratios) που ανακοινώθηκαν τον Μάρτιο, είχαν περιληφθεί και σημαντικές προβλέψεις για τον αναβαλλόμενο φόρο (deferred tax asset, DTAs), οι οριστικές και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις έναντι του Δημοσίου (deferred tax credits, DTCs), καθώς και τα μετατρέψιμα ομόλογα (CoCos) και οι προνομιούχες μετοχές, που κάποια στιγμή στο μέλλον θα πρέπει να αποπληρωθούν.
Εάν εξαιρεθούν αυτά τα χαμηλότερης ποιότητας συστατικά της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών - τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις ανέρχονται σε ποσοστό άνω του 70% της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών - τότε προκύπτει πως οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών (CET1 ratios) δεν είναι τόσο υψηλοί, όσο ανακοινώθηκαν τον Μάρτιο, ήτοι στα επίπεδα του 16,9% κατά μέσο όρο.
Ο βασικός λόγος που «κρύβεται» πίσω από τις ανησυχίες μας, αναφορικά με τα DTCs, είναι η αδύναμη πιστοληπτική ικανότητα της κυβέρνησης (Caa3, σταθερό outlook), γεγονός το οποίο μειώνει την ικανότητά της να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις αυτές εγκαίρως.
Για την ώρα, οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές θα συνεχίσουν να αναγνωρίζουν τα DTCs στα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών, ωστόσο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα πως αυτό θα συνεχιστεί και στο μέλλον, στην περίπτωση μάλιστα που βελτιωθεί η ικανότητα των τραπεζών να ισχυροποιήσουν την κεφαλαιακή τους βάση.
Επιπροσθέτως, είναι ενθαρρυντικό το γεγονός πως οι ελληνικές τράπεζες πιθανότατα θα εμφανίσουν περιθώρια κέρδους το 2016.
Εάν αυτό συμβεί, τότε θα είναι πιθανή η αναστροφή της τάσης «κατανάλωσης κεφαλαίου», στην οποία έχουν επιδοθεί τα τελευταία χρόνια.
Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών θα ενισχύσει σταδιακά και τους δείκτες κεφαλαιακής τους επάρκειας, ενώ θα μειώσει αυτόματα και την εξάρτησή τους από τα χαμηλότερης ποιότητας κεφάλαια.

www.bankingnews.gr 

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης