Όταν πραγματοποιείται μια επένδυση ειδικά στο χώρο των τραπεζών ακούγονται διθυραμβικές εκφράσεις τύπου για νέα εποχή, μέγα deal, κοκ ενώ η πολιτική και οικονομική εξουσία μιλά για ψήφο εμπιστοσύνης στα πεπραγμένα της. Είναι όμως έτσι;
Στην χώρα μας η πολιτική ορθότητα επιβάλει κατά διαστήματα τον στρουθοκαμηλισμό ή τον εξωραϊσμό και πολλές φορές τον συνδυασμό τους.
Όταν πραγματοποιείται μια επένδυση ειδικά στο χώρο των τραπεζών ακούγονται διθυραμβικές εκφράσεις τύπου, νέα εποχή, μέγα deal, νέοι ορίζοντες, συναλλαγή προς μίμηση, στρατηγικός επενδυτής υψηλού κύρους, καύσιμο για την αγορά, ενώ η πολιτική και οικονομική εξουσία θεώρει την συγκεκριμένη επένδυση ως ψήφο εμπιστοσύνης στα πεπραγμένα της.
Έναυσμα για τα παραπάνω η πρόσφατη εξαγορά ενός επιπλέον πoσoστού της Alpha Bank από την Unicredit. Συγκεκριμένα η ιταλική τράπεζα εξαγόρασε έναντι 619 εκατ. ευρώ το 9,73% της Ολλανδικής Reggeborgh αυξάνοντας την συμμετοχή της στο ύψος του 19,3%. Το κόστος κτήσης του πακέτου που πούλησε η Reggeborgh ήταν 298 εκατ. ευρώ που σημαίνει κέρδος 321 εκατ. ευρώ για το ολλανδικό family fund που απλά επενδύει σε τράπεζες κατασκευαστικές και όπου προσδοκά κέρδος.
Τι είναι τα Family Fund; Είναι μια σειρά από ταμεία διαχείρισης επενδύσεων που προσφέρουν οι εταιρείες διαχείρισης επενδύσεων, προσφέροντας στους επενδυτές επιπλέον επιλογές και προσαρμογή στην επενδυτική τους στρατηγική.
Όταν μπήκε στο μετοχικό κεφάλαιο της Alpha Βank η Reggeborgh ακούστηκαν ακριβώς τα ίδια που ακούγονται τώρα για την Unicredit και κυρίως τα ίδια που ακούστηκαν στο παρελθόν για ανάλογες επενδύσεις.
Το 2000 η γαλλική Credit Agricole αρχικά αποκτά το 6,7% της Εμπορικής Τράπεζας και τον Νοέμβριο του 2006 προχώρα στην συνολική εξαγορά της.
Τον Μάρτιο του 2004 η επίσης γαλλική Societe Generale έγινε ο κύριος μέτοχος της Γενικής Τράπεζας αποκτώντας αρχικά το 50% και το Σεπτέμβριο του 2005 ένα επιπλέον 2,32%.
Και τότε η είσοδος των γαλλικών τραπεζών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα χαρακτηρίστηκε ως ψήφος εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία.
Βέβαια η εμπιστοσύνη είχε διάρκεια έως το Δεκέμβριο του 2012 για την Societe Generale και στις αρχές του 2013 για την Credit Agricole οι οποίες έφυγαν κακήν κακώς από την χώρα βάζοντας τέλος στις πιο αποτυχημένες τραπεζικές επενδύσεις στην τραπεζική ιστορία της χώρας μας.
Περίπου μια δεκαετία ήταν και η διάρκεια της ψήφου εμπιστοσύνης του Αμερικανού μεγαλοεπενδυτή Τζόν Πόλσον στην Alphabank μιας και τον Μάρτιο του 2025 πώλησε τον ποσοστό του 5% που κατείχε έναντι 226,6 εκατ. ευρώ αποχωρώντας με απώλειες 50 εκατ. ευρώ τις οποίες φυσικά κάλυψε με κέρδη από την συμμετοχή του στην Τράπεζα Πειραιώς.
Οι μετοχικές μεταβολές στον τραπεζικό χώρο με επίπεδα συμμετοχής άνω του 10% στα μετοχικά κεφάλαια υφιστάμενων τραπεζών σε καμία περίπτωση δεν είναι παραγωγικές επενδύσεις παρότι λογιστικά απεικονίζονται στις άμεσες ξένες επενδύσεις. Είναι καθαρά μια ευκαιριακή επένδυση με στόχο το κέρδος χωρίς καμία άλλη επίδραση στην οικονομία παρά τις πανηγυρικές εκφράσεις τύπου ψήφου εμπιστοσύνης.
Ειδικά στην σημερινό τραπεζικό περιβάλλον όπου η εξυγίανση των τραπεζών μέσω ανακεφαλαιοποιήσεων, αναβαλλόμενου φόρου, κρατικών εγγυήσεων τύπου ΗΡΑΚΛΗΣ, hive down, έχει διαμορφώσει όρους υψηλής κερδοφορίας και η ελκυστικότητα τους έχει αυξηθεί θα πρέπει να αναμένουμε αρκετές αγοραπωλησίες μετοχικών πακέτων.
Το περιβάλλον είναι ιδανικό για την κερδοσκοπία αφού πέραν των υπεραξιών που δημιουργούνται από την αύξηση των τιμών στο χρηματιστήριο, οι δεσμεύσεις των τραπεζών για διανομή κερδών στους μετόχους σε επίπεδα που θα προσεγγίζουν το 70% μετά από φόρους, το εντυπωσιακό 5% ως ποσοστό φορολόγησης των μερισμάτων (από τα χαμηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τον αντίστοιχο φόρο στην Ιταλία στο 26% που αφορά την Unicredit) καθώς και τις επιστροφές κεφαλαίων που έχουν αρχίσει να γίνονται μόδα με κεφαλαιοποίηση των κερδών που δεν διανέμονται, διαμορφώνουν όρους Ελντοράντο για την διεθνή κερδοσκοπία.
Στο πιθανό ερώτημα ποιοι κερδίζουν, πέρα από τους μετόχους η απάντηση είναι και η κατά J. K. Galbraith τεχνοδομή, δηλαδή όσοι διοικούν και όσα στελέχη βρίσκονται στις παρυφές της διοίκησης.
Η τεχνοδομή διοικεί και αυτοπλουτίζει με αυξήσεις μισθών, δωρεάν μετοχών, ασφαλιστικών προγραμμάτων, πιστωτικών καρτών, αυτοκινήτων κτλ, με τους μετόχους να σιωπούν όσο εισπράττουν.
Κανένας άλλος δεν κερδίζει, καμία ψήφος εμπιστοσύνης δεν υφίσταται, μόνο κέρδη για αυτούς που επενδύουν και για όσο διάστημα διαρκεί η ευφορία.
Ο δε απλός φορολογούμενος πολίτης την ώρα που βλέπει όλα τα παραπάνω καλείται να καλύψει την τρύπα των εσόδων από τον αναβαλλόμενο φόρο και μελλοντικά την αποπληρωμή της αύξησης του δημοσίου χρέους από την κατάπτωση των εγγυήσεων του προγράμματος ΗΡΑΚΛΗΣ.
Σαράντος Λέκκας, οικονομολόγος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών