Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Bruegel: Τα τρία απαραίτητα στοιχεία για συμφωνία Ελλάδας – δανειστών

Bruegel: Τα τρία απαραίτητα στοιχεία για συμφωνία Ελλάδας – δανειστών
«H Ευρωζώνη μπορεί να αποφύγει μια έξοδο μόνο εάν επανέλθουν η συνεργασία και η εμπιστοσύνη»
Χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα απ’ αυτά που ζητούν οι δανειστές σε αυτή τη φάση της διαπραγμάτευσης, λίγη δράση αναφορικά με το χρέος με εξαίρεση τη συμφωνία καθυστέρησης αποπληρωμής του ΔΝΤ και σοβαρές θεσμικές μεταρρυθμίσεις σε συνδυασμό με αξιόπιστα μέτρα από την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να ανακτήσει την εμπιστοσύνη η χώρα, είναι τα τρία απαραίτητα στοιχεία για συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και δανειστών σύμφωνα με δημοσίευμα του Bruegel.
Όπως σχολιάζει το δημοσίευμα, πιστωτές και οφειλέτης έχουν σκληρύνει τη στάση τους και φαίνεται να τους χωρίζει μεγάλη απόσταση.
Το πρώτο στοιχείο, στην αντιπαράθεση για τους δημοσιονομικούς στόχους, οι δανειστές ζητούν πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ για εφέτος, 2% για το 2016, 3% για το 2017 και 3,5% για το 2018.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιθέτως ζητά μια πιο ήπια προσαρμογή μέχρι 0,75% για το 2015, 1,75% για το 2016 και 2,5% για το 2017.
Αν συσσωρεύσει κανείς τα ποσά αυτά για την τριετία 2015-2017 η διαφορά αγγίζει το 1% του ΑΕΠ, που ζητούν επιπλέον οι δανειστές.
Αυτή η διαφορά, σχολιάζει το Bruegel, είναι σημαντική από κάθε μέτρηση, αναφορικά με τις επιπτώσεις της στο ΑΕΠ παρά άσχετη αν συγκριθεί με το συνολικό χρέος.
Για την ακρίβεια, προσθέτει, θα σημάνει απώλειες του ΑΕΠ μεγαλύτερες του 1% και ειδικά μετά τη συρρίκνωσή του κατά 25% η Ελλάδα έχει δίκιο να ζητά χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα.
Το δεύτερο θέμα αφορά στο ύψος του δημοσίου χρέους.
Επ’ αυτού, και αφού σχολιάζει ότι αρκετοί αναλυτές παγκοσμίως και ακαδημαϊκοί ζητούν «κούρεμα», προκύπτουν κάποια ερωτήματα.
«Τα υψηλά επίπεδα χρέους απαιτούν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που πλήττουν την ανάπτυξη και πολιτικά είναι άπιαστα;
Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι πιστωτές φαίνεται να συμφωνούν για 3,5% από το 2018.
Ωστόσο γνωρίζουμε από τους οικονομολόγους Eichengreen και Panizzathat ότι τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σπάνια επιτυγχάνονται για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο και συνοδεύονται από υψηλό πολιτικό και οικονομικό κόστος.
Τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα δεν είναι απαραίτητα στην πραγματικότητα», σχολιάζει ακόμα.
Όπως υπογραμμίζει στο απαισιόδοξο σενάριο που προβλέπει ανάπτυξη 2% ο ρυθμός του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ και πάλι θα μειώνεται και εξάλλου μια μικρότερη μείωση του ρυθμού χρέους προς ΑΕΠ απαιτεί είτε πρόσβαση στις αγορές ώστε η Ελλάδα να μπορεί να πληρώνει εγκαίρως τους επίσημους πιστωτές της ή καθυστερήσεις στις αποπληρωμές των δανείων που εκ των πραγμάτων οδηγεί σε ελάφρυνση του χρέους.
Εφόσον η Ελλάδα σχεδόν ξαναμπήκε στις αγορές το 2014 θα είναι σε θέση να ξεκινήσει τις αποπληρωμές προς την ΕΕ με πρόσβαση στις αγορές από το 2020.
Και βέβαια ένα χρέος που θα αντιστοιχεί στο 115% του ΑΕΠ από το 2030 είναι συμβατό με την πρόσβαση στις αγορές.
Το τρίτο και πιο σημαντικό θέμα, σύμφωνα με το δημοσίευμα, αφορά την εμπιστοσύνη.
Ίσως το μεγαλύτερο μάθημα της πρόσφατης κρίσης είναι ότι μια οικονομία δεν μπορεί να αναπτυχθεί αν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη σε αυτήν.
Όπως σχολιάζει, «μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ και την έναρξη διαπραγματεύσεων σε τόνους αντιπαράθεσης για μια νέα συμφωνία για το χρέος, σημειώθηκε μια δραματική μείωση της εμπιστοσύνης.
Ειδικότερα κυρίαρχες αποδόσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες.
Την ίδια ώρα η Κομισιόν αναθεώρησε τις προβλέψεις της ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ, παρά την σημαντική μείωση της λιτότητας και την ουδέτερη δημοσιονομική πολιτική που υιοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Χωρίς να αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη, αυτό δείχνει ότι μια χώρα όπως η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερη εμπιστοσύνη πάνω απ’ όλα.
Η εμπιστοσύνη είναι αποτέλεσμα της πολιτικής και χτίζεται με τους Ευρωπαίους εταίρους».
Όσο για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σημειώνει ότι είναι σημαντικές για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης και τη βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης ( ο ΟΟΣΑ έχει ταυτοποιήσει περισσότερες από 320 διατάξεις που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό στην ελληνική αγορά).
Ακόμα επικαλείται έρευνα του ΔΝΤ που υποστηρίζει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να έχουν θετικά και στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα συνολικά στον τομέα της παραγωγικότητας.
Τέλος, σημειώνει ότι είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας και των δανειστών της να καταλήξουν σε μια ολοκληρωμένη συμφωνία.
Μια τέτοια συμφωνία, εξηγεί, «απαιτεί από την Ελλάδα να υιοθετήσει μεγάλες μεταρρυθμίσεις και να επιστρέψει σε μια συνεργατική πολιτική προσέγγιση, που είναι απαραίτητη σε μια νομισματική ένωση που βασίζεται στην κοινή κυριαρχία.
Από την πλευρά των δανειστών απατεί να είναι λιγότερο απαιτητικοί στο θέμα της δημοσιονομικής λιτότητας τα επόμενα χρόνια».
Και καταλήγει εκφράζοντας την άποψη ότι «η Ευρωζώνη μπορεί να αποφύγει μια έξοδο μόνο εάν επανέλθουν η συνεργασία και η εμπιστοσύνη».

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης