γράφει : Αλεξάνδρα Τόμπρα
Βρισκόμαστε για μια ακόμη φορά σε μια καμπή στην πορεία σταθεροποίησης και ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, με ένα μέρος του πολιτικού κόσμου να προσπαθεί να αναδείξει την αποτυχία της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής για προφανείς ιδιοτελείς σκοπούς, χωρίς να αναλογίζεται τις ανεξέλεγκτες δυσμενείς επιπτώσεις που αυτό μπορεί να έχει στην ανάκαμψη της οικονομίας και στην ήδη άσχημη οικονομική κατάσταση των πολιτών, αναφέρει στο Εβδομαδιαίο Δελτίο της η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Οι κήρυκες της Ελλάδος που αποτυγχάνει, χωρίς, δυστυχώς, να έχουν εναλλακτικές προτάσεις πέραν της μεταφυσικής επίκλησης των μαγικών λύσεων και της ανάδειξης του voodoo ως ανωτάτου μέσου εξορκισμού των προβλημάτων, γίνονται όλο και λιγότερο πιστευτοί. Αν και μπορείς να ξεγελάσεις μερικούς ανθρώπους κάθε φορά που το επιχειρείς, και κάποιες φορές όλους τους ανθρώπους, είναι σχεδόν αδύνατο να κοροϊδεύεις τους πάντες συνεχώς. Έτσι, παρά τις εμφανείς προσπάθειες εκτροχιασμού του οικονομικού κλίματος, τα καλά νέα είναι ότι η οικονομία έχει αρχίσει να αυτονομείται.
Τελευταίο ενθαρρυντικό μήνυμα είναι η εκτόξευση του δείκτη οικονομικού κλίματος τον Μάιο 2013 σε 93,8, από 89,2 τον Απρ.΄13, επίπεδο που τελευταία φορά παρατηρήθηκε προ κρίσεως το 2008. Ακόμη, σημαντικότερο είναι ότι, πέραν των θετικών προσδοκιών των επιχειρηματιών για τις προοπτικές της οικονομίας, η βελτίωση του δείκτη ενσωματώνει για πρώτη φορά μετά από πολλούς μήνες, μια θεαματική κίνηση προς τα πάνω της καταναλωτικής εμπιστοσύνης (από -71,6 μέσο όρο στο τετράμηνο Ιαν.- Απρ.΄13 σε -63,4 τον Μάιο΄13), που είναι πρόδρομος δείκτης για την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Τα στοιχεία που δημοσιεύονται αφενός επιβεβαιώνουν την καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας προς την σταθεροποίηση και αφετέρου θέτουν τις βάσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας που μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε έξοδο από τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της, που οδήγησε σε πτώση του ΑΕΠ της χώρας κατά -24% περίπου και σε αύξηση της ανεργίας στο 27%.
Από κάποιες πλευρές, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η δραματική βελτίωση που παρατηρείται στους μακροοικονομικούς δείκτες δεν είναι άξια λόγου και ότι η ελληνική οικονομία θα βρεθεί «σε πλήρες τέλμα εντός της επόμενης 3ετίας». Αυτό θα συμβεί διότι, όπως υποστηρίζεται, εκτός των άλλων, η Ελλάδα θα πρέπει να πετύχει σε μονιμότερη βάση υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα προκειμένου να σημειώσει ουσιαστική μείωση του δημοσίου χρέους της, το οποίο αναμένεται να αυξηθεί στο 175,2% του ΑΕΠ το 2013 (συμπεριλαμβάνοντας και τα € 50 δις που διατίθενται για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών). Αυτό, βεβαίως, δεν ακυρώνει την επιτυχία της μετατροπής του τεράστιου πρωτογενούς ελλείμματος του 2009 σε πλεόνασμα το 2013, με ταυτόχρονη βελτίωση και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας με αποτέλεσμα τη δραστική μείωση και του ελλείμματος του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ).
Επιπλέον, τα αναγκαία δημοσιονομικά μέτρα για πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 4,5% του ΑΕΠ το 2016, έχουν εν πολλοίς ήδη ληφθεί. Με την προωθούμενη δε έγκαιρη ανάκαμψη και της οικονομίας και τη δραστική μείωση των δαπανών εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους που εξασφαλίσθηκε λόγω PSI και της επαναγοράς των ομολόγων τον Δεκέμβριο του 2012, η βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι δύσκολο να επιτευχθεί.
Επίσης, το χρέος μπορεί να μειωθεί επιπλέον με μεγαλύτερα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις και με την άσκηση (στα επόμενα 4,5 έτη) των δικαιωμάτων αγοράς τραπεζικών μετοχών που θα προκύψουν από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που είναι ήδη σε εξέλιξη και πραγματοποιείται με αξιοσημείωτη επιτυχία. Οι ξένοι επενδυτές συμμετέχουν μαζικά στις αυξήσεις κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών αναγνωρίζοντας με την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους τις σημαντικές προοπτικές της Ελλάδος για έγκαιρη έξοδο από την κρίση.
Η διαφαινόμενη μεγάλη επιτυχία του προγράμματος ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών δείχνει ότι το δημόσιο χρέος μπορεί να μειωθεί γρήγορα, και ιδίως όσον αφορά στα € 50 δις των τραπεζών, με κεφάλαια από τον ιδιωτικό τομέα.
Από άλλες πλευρές, η επιτυχία της μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και των ελλειμμάτων στο ΙΤΣ υποβαθμίζεται με την παρατήρηση ότι τα ελλείμματα μειώθηκαν αλλά με τεράστια ύφεση και διαδοχικές βαθιές περικοπές δαπανών και έκτακτους φόρους, με την κατάσταση να παραμένει εύθραυστη εάν αρχίσει να ανακάμπτει η οικονομία. Κατ’ αρχήν κανένα θέμα εύθραυστης κατάστασης δεν υπάρχει διότι στην Ελλάδα η μείωση των ελλειμμάτων πραγματοποιήθηκε με μέτρα αποκλειστικά και μόνο μόνιμου και σε μεγάλο βαθμό διαρθρωτικού χαρακτήρα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος και η δραστική περικοπή της σπατάλης στον τομέα της υγείας.
Επίσης, η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που πραγματοποιήθηκε, οδήγησε σε αύξηση των εξαγωγών αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία από 5,0% του ΑΕΠ το 2009 στο 7,2% του ΑΕΠ το 2012 και με εκτίμηση να ανέλθουν στο 8,0% του ΑΕΠ το 2013. Επίσης, τα δημοσιονομικά πλεονάσματα θα ενισχυθούν με την ομαλοποίηση της διαδικασίας είσπραξης των φορολογικών εσόδων και την αντιμετώπιση της αυξημένης τα τελευταία χρόνια φοροδιαφυγής, καθώς θα ανακάμπτει η οικονομική δραστηριότητα.
Επιπλέον, η αναγκαία αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού θα επιτρέψει την μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης σε τομείς όπου έχουν επιβαρυνθεί δυσανάλογα στην περίοδο της κρίσης.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το έλλειμμα του ΙΤΣ διογκώθηκε πριν την κρίση για να αυξηθούν οι μισθοί και οι συντάξεις που πληρώνει η κεντρική κυβέρνηση από € 18,1 δις το 2005 σε € 25,1 δις το 2009, ενώ ανάλογη ήταν η αύξηση και πολλών άλλων κρατικών και ιδιωτικών δαπανών και παροχών στην ίδια περίοδο. Ως εκ τούτου, η σταθεροποίηση πραγματοποιείται μέσω της μείωσης των δαπανών για μισθούς και συντάξεις του δημόσιου τομέα από τα € 25,1 δις το 2009 στα € 18,4 δις το 2013 και με την ανάλογη μείωση και των άλλων δαπανών και των παροχών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Διορθώνεται, έτσι, η υπερβολή που μας οδήγησε στη χρεοκοπία, έστω και αν σε πολλές περιπτώσεις αυτή η διόρθωση είναι άδικη ή/και εξαιρετικά επώδυνη για πολλούς που θίγονται.
Η σταθεροποίηση της οικονομίας αποτελεί τη βάση για την σταδιακή αποκατάσταση του οικονομικού κλίματος και της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και, κατά συνέπεια, για τη βελτίωση της ρευστότητας (ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, επιστροφή των καταθέσεων) και την έναρξη της διαδικασίας της σταδιακής ανάκαμψης της οικονομίας. Βέβαια τον Απρίλιο του 2013 σημειώθηκε μείωση των καταθέσεων των νοικοκυριών στην Ελλάδα ύψους €1,3 δισ. (όπως και σε όλες τις χώρες της Νότιας Ευρώπης), προφανώς λόγω της διαταραχής από την κρίση στην Κύπρο και των συζητήσεων που προέκυψαν για «κούρεμα» των καταθέσεων και στην Ελλάδα. Συζητήσεις που είναι προφανώς ανεδαφικές αφού η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών στην Ελλάδα ήδη πραγματοποιείται, όχι μόνο με την σημαντική συμβολή του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας, αλλά και με την εξαιρετικά ενεργή συμμετοχή και του ιδιωτικού τομέα. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η εισροή σημαντικών κεφαλαίων στην αγορά κρατικών ομολόγων και στο χρηματιστήριο δείχνουν ότι η αρνητική επίπτωση από την Κυπριακή κρίση στην Ελλάδα ήταν σχετικά περιορισμένη.
Επειδή δε η ύφεση έλαβε τεράστιες διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες από ότι μπορεί να δικαιολογήσει η όποια δημοσιονομική προσαρμογή και σταθεροποίηση της οικονομίας που πράγματι επιτεύχθηκε – είναι λογικό να αναμένεται ότι και η ανάκαμψη που θα προκύψει θα είναι αρκετά ταχεία, αφού η πτώση του ΑΕΠ το 2013 θα οφείλεται μόνο στη δημοσιονομική προσαρμογή και όχι και στους πρόσθετους παράγοντες (δραματικά περιορισμένη ρευστότητα, εξαιρετικά υποβαθμισμένο οικονομικό κλίμα, πτώση του τουρισμού, κ.ά.) που επηρέασαν αρνητικά την ανάπτυξη το 2012 και το 2011, επιπλέον της αναμενόμενης αρνητικής επίπτωσης της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Με βάση τα ανωτέρω, για την εκτίμηση της πτώσης του ΑΕΠ το 2013 λαμβάνονται υπόψη: α) το πολύ βελτιωμένο οικονομικό κλίμα στη χώρα στους πρώτους 5-μήνες του 2013 (με εξαίρεση τις βραχυχρόνιες επιπτώσεις από την κρίση στην Κύπρο), β) την σημαντικά βελτιωμένη ρευστότητα με την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου, την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την επιστροφή των καταθέσεων (με μειωμένα επιτόκια καταθέσεων και χρηματοδότησης των τραπεζών από την ΕΚΤ), γ) την σχετικά μικρή πτώση του ΑΕΠ στο 1ο 3μηνο του 2013 κατά -5,3% σε ετήσια βάση, αλλά όχι μεγαλύτερη του -0,4% σε 3μηνιαία βάση, δ) την αναμενόμενη σημαντική άνοδο του εξωτερικού τουρισμού στο 2ο και στο 3ο 3μηνο του 2013, και ε) το θετικό αποτέλεσμα από το πολύ χαμηλό επίπεδο του ΑΕΠ στο 4ο 3μηνο του 2012.
Με αυτά τα δεδομένα, γίνεται η εκτίμηση ότι η πτώση του πραγματικού ΑΕΠ το 2013 δεν θα υπερβεί το -3,5%, έναντι του -4,2% που προβλέπει η Τρόικα, του -4,6% που προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος και του ακόμη πιο δραματικού -4,8% που προβλέπει ο ΟΟΣΑ. Ακόμη και αν αυτή η μικρότερη πτώση του πραγματικού ΑΕΠ προκύψει με αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 0,7% (2012: +1,9%) και πτώση της απασχόλησης κατά -4,2%, η αύξηση της ανεργίας είναι αναπόφευκτη και θα διαμορφωθεί στο 27,2% το 2013, από 24,1% το 2012, πριν να αρχίσει να μειώνεται από τα μέσα του 2014 και μετά.
Αυτό συνηγορεί στην όσο το δυνατόν ταχύτερη ανάκαμψη των επενδύσεων (ιδιαίτερα εκείνων που εξαρτώνται από το κράτος) και της οικονομικής δραστηριότητας, που είναι η μόνη διέξοδος για την αντιμετώπιση του υψηλού αυτού επιπέδου ανεργίας, και κυρίως της ανεργίας των νέων.
Εν κατακλείδι, η σταθεροποίηση γίνεται με εξαιρετικά επώδυνα μέτρα, τα οποία ωστόσο είναι κυρίως το αποτέλεσμα της δημοσιονομικής εκτροπής της περιόδου 2005-2009 και πολύ λιγότερο αποτέλεσμα του Προγράμματος Προσαρμογής, όπως προπαγανδίζεται ανεξελέγκτως από πολλές πλευρές. Η αλήθεια είναι ότι το Πρόγραμμα επέτυχε την εξάλειψη των τεράστιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και των ελλειμμάτων στο ΙΤΣ της χώρας, τον δραστικό περιορισμό των προνομίων διαφόρων τάξεων και των διαρθρωτικών ανισορροπιών που ταλάνιζαν την ελληνική κοινωνία σε βάρος των εργαζομένων και των μη προνομιούχων, και την εντυπωσιακή βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας. Χρειάζεται ασφαλώς πολύ δουλειά ακόμη ώστε να επιτευχθεί η αναγκαία πρόοδος στον τομέα της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, της αναδιοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, του πραγματικού ανοίγματος στον ανταγωνισμό των κλειστών επαγγελμάτων και της ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και της ανάπτυξης της χώρας, τα οποία, ωστόσο, επίσης θα υλοποιηθούν και θα θεσμοθετηθούν κατά το 2013 και στα επόμενα έτη, σε βάσεις που έχουν ήδη τεθεί.
Το κυριότερο ωστόσο είναι να εκμεταλλευτούμε τις νέες πιο ευνοϊκές συνθήκες που προσδιορίζουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας στις αρχές του 2013 και να ενταθεί και να ενισχυθεί η προσπάθεια της Κυβέρνησης τόσο για τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής με την είσπραξη των βεβαιωμένων κρατικών εσόδων, όσο και για τον περιορισμό της ύφεσης από το 2013 και για επίτευξη ουσιαστικής ανάκαμψης από το 2014.
www.bankingnews.gr
Τελευταίο ενθαρρυντικό μήνυμα είναι η εκτόξευση του δείκτη οικονομικού κλίματος τον Μάιο 2013 σε 93,8, από 89,2 τον Απρ.΄13, επίπεδο που τελευταία φορά παρατηρήθηκε προ κρίσεως το 2008. Ακόμη, σημαντικότερο είναι ότι, πέραν των θετικών προσδοκιών των επιχειρηματιών για τις προοπτικές της οικονομίας, η βελτίωση του δείκτη ενσωματώνει για πρώτη φορά μετά από πολλούς μήνες, μια θεαματική κίνηση προς τα πάνω της καταναλωτικής εμπιστοσύνης (από -71,6 μέσο όρο στο τετράμηνο Ιαν.- Απρ.΄13 σε -63,4 τον Μάιο΄13), που είναι πρόδρομος δείκτης για την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Τα στοιχεία που δημοσιεύονται αφενός επιβεβαιώνουν την καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας προς την σταθεροποίηση και αφετέρου θέτουν τις βάσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας που μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε έξοδο από τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της, που οδήγησε σε πτώση του ΑΕΠ της χώρας κατά -24% περίπου και σε αύξηση της ανεργίας στο 27%.
Από κάποιες πλευρές, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η δραματική βελτίωση που παρατηρείται στους μακροοικονομικούς δείκτες δεν είναι άξια λόγου και ότι η ελληνική οικονομία θα βρεθεί «σε πλήρες τέλμα εντός της επόμενης 3ετίας». Αυτό θα συμβεί διότι, όπως υποστηρίζεται, εκτός των άλλων, η Ελλάδα θα πρέπει να πετύχει σε μονιμότερη βάση υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα προκειμένου να σημειώσει ουσιαστική μείωση του δημοσίου χρέους της, το οποίο αναμένεται να αυξηθεί στο 175,2% του ΑΕΠ το 2013 (συμπεριλαμβάνοντας και τα € 50 δις που διατίθενται για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών). Αυτό, βεβαίως, δεν ακυρώνει την επιτυχία της μετατροπής του τεράστιου πρωτογενούς ελλείμματος του 2009 σε πλεόνασμα το 2013, με ταυτόχρονη βελτίωση και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας με αποτέλεσμα τη δραστική μείωση και του ελλείμματος του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ).
Επιπλέον, τα αναγκαία δημοσιονομικά μέτρα για πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 4,5% του ΑΕΠ το 2016, έχουν εν πολλοίς ήδη ληφθεί. Με την προωθούμενη δε έγκαιρη ανάκαμψη και της οικονομίας και τη δραστική μείωση των δαπανών εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους που εξασφαλίσθηκε λόγω PSI και της επαναγοράς των ομολόγων τον Δεκέμβριο του 2012, η βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι δύσκολο να επιτευχθεί.
Επίσης, το χρέος μπορεί να μειωθεί επιπλέον με μεγαλύτερα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις και με την άσκηση (στα επόμενα 4,5 έτη) των δικαιωμάτων αγοράς τραπεζικών μετοχών που θα προκύψουν από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που είναι ήδη σε εξέλιξη και πραγματοποιείται με αξιοσημείωτη επιτυχία. Οι ξένοι επενδυτές συμμετέχουν μαζικά στις αυξήσεις κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών αναγνωρίζοντας με την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους τις σημαντικές προοπτικές της Ελλάδος για έγκαιρη έξοδο από την κρίση.
Η διαφαινόμενη μεγάλη επιτυχία του προγράμματος ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών δείχνει ότι το δημόσιο χρέος μπορεί να μειωθεί γρήγορα, και ιδίως όσον αφορά στα € 50 δις των τραπεζών, με κεφάλαια από τον ιδιωτικό τομέα.
Από άλλες πλευρές, η επιτυχία της μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και των ελλειμμάτων στο ΙΤΣ υποβαθμίζεται με την παρατήρηση ότι τα ελλείμματα μειώθηκαν αλλά με τεράστια ύφεση και διαδοχικές βαθιές περικοπές δαπανών και έκτακτους φόρους, με την κατάσταση να παραμένει εύθραυστη εάν αρχίσει να ανακάμπτει η οικονομία. Κατ’ αρχήν κανένα θέμα εύθραυστης κατάστασης δεν υπάρχει διότι στην Ελλάδα η μείωση των ελλειμμάτων πραγματοποιήθηκε με μέτρα αποκλειστικά και μόνο μόνιμου και σε μεγάλο βαθμό διαρθρωτικού χαρακτήρα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος και η δραστική περικοπή της σπατάλης στον τομέα της υγείας.
Επίσης, η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που πραγματοποιήθηκε, οδήγησε σε αύξηση των εξαγωγών αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία από 5,0% του ΑΕΠ το 2009 στο 7,2% του ΑΕΠ το 2012 και με εκτίμηση να ανέλθουν στο 8,0% του ΑΕΠ το 2013. Επίσης, τα δημοσιονομικά πλεονάσματα θα ενισχυθούν με την ομαλοποίηση της διαδικασίας είσπραξης των φορολογικών εσόδων και την αντιμετώπιση της αυξημένης τα τελευταία χρόνια φοροδιαφυγής, καθώς θα ανακάμπτει η οικονομική δραστηριότητα.
Επιπλέον, η αναγκαία αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού θα επιτρέψει την μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης σε τομείς όπου έχουν επιβαρυνθεί δυσανάλογα στην περίοδο της κρίσης.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το έλλειμμα του ΙΤΣ διογκώθηκε πριν την κρίση για να αυξηθούν οι μισθοί και οι συντάξεις που πληρώνει η κεντρική κυβέρνηση από € 18,1 δις το 2005 σε € 25,1 δις το 2009, ενώ ανάλογη ήταν η αύξηση και πολλών άλλων κρατικών και ιδιωτικών δαπανών και παροχών στην ίδια περίοδο. Ως εκ τούτου, η σταθεροποίηση πραγματοποιείται μέσω της μείωσης των δαπανών για μισθούς και συντάξεις του δημόσιου τομέα από τα € 25,1 δις το 2009 στα € 18,4 δις το 2013 και με την ανάλογη μείωση και των άλλων δαπανών και των παροχών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Διορθώνεται, έτσι, η υπερβολή που μας οδήγησε στη χρεοκοπία, έστω και αν σε πολλές περιπτώσεις αυτή η διόρθωση είναι άδικη ή/και εξαιρετικά επώδυνη για πολλούς που θίγονται.
Η σταθεροποίηση της οικονομίας αποτελεί τη βάση για την σταδιακή αποκατάσταση του οικονομικού κλίματος και της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και, κατά συνέπεια, για τη βελτίωση της ρευστότητας (ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, επιστροφή των καταθέσεων) και την έναρξη της διαδικασίας της σταδιακής ανάκαμψης της οικονομίας. Βέβαια τον Απρίλιο του 2013 σημειώθηκε μείωση των καταθέσεων των νοικοκυριών στην Ελλάδα ύψους €1,3 δισ. (όπως και σε όλες τις χώρες της Νότιας Ευρώπης), προφανώς λόγω της διαταραχής από την κρίση στην Κύπρο και των συζητήσεων που προέκυψαν για «κούρεμα» των καταθέσεων και στην Ελλάδα. Συζητήσεις που είναι προφανώς ανεδαφικές αφού η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών στην Ελλάδα ήδη πραγματοποιείται, όχι μόνο με την σημαντική συμβολή του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας, αλλά και με την εξαιρετικά ενεργή συμμετοχή και του ιδιωτικού τομέα. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η εισροή σημαντικών κεφαλαίων στην αγορά κρατικών ομολόγων και στο χρηματιστήριο δείχνουν ότι η αρνητική επίπτωση από την Κυπριακή κρίση στην Ελλάδα ήταν σχετικά περιορισμένη.
Επειδή δε η ύφεση έλαβε τεράστιες διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες από ότι μπορεί να δικαιολογήσει η όποια δημοσιονομική προσαρμογή και σταθεροποίηση της οικονομίας που πράγματι επιτεύχθηκε – είναι λογικό να αναμένεται ότι και η ανάκαμψη που θα προκύψει θα είναι αρκετά ταχεία, αφού η πτώση του ΑΕΠ το 2013 θα οφείλεται μόνο στη δημοσιονομική προσαρμογή και όχι και στους πρόσθετους παράγοντες (δραματικά περιορισμένη ρευστότητα, εξαιρετικά υποβαθμισμένο οικονομικό κλίμα, πτώση του τουρισμού, κ.ά.) που επηρέασαν αρνητικά την ανάπτυξη το 2012 και το 2011, επιπλέον της αναμενόμενης αρνητικής επίπτωσης της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Με βάση τα ανωτέρω, για την εκτίμηση της πτώσης του ΑΕΠ το 2013 λαμβάνονται υπόψη: α) το πολύ βελτιωμένο οικονομικό κλίμα στη χώρα στους πρώτους 5-μήνες του 2013 (με εξαίρεση τις βραχυχρόνιες επιπτώσεις από την κρίση στην Κύπρο), β) την σημαντικά βελτιωμένη ρευστότητα με την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου, την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την επιστροφή των καταθέσεων (με μειωμένα επιτόκια καταθέσεων και χρηματοδότησης των τραπεζών από την ΕΚΤ), γ) την σχετικά μικρή πτώση του ΑΕΠ στο 1ο 3μηνο του 2013 κατά -5,3% σε ετήσια βάση, αλλά όχι μεγαλύτερη του -0,4% σε 3μηνιαία βάση, δ) την αναμενόμενη σημαντική άνοδο του εξωτερικού τουρισμού στο 2ο και στο 3ο 3μηνο του 2013, και ε) το θετικό αποτέλεσμα από το πολύ χαμηλό επίπεδο του ΑΕΠ στο 4ο 3μηνο του 2012.
Με αυτά τα δεδομένα, γίνεται η εκτίμηση ότι η πτώση του πραγματικού ΑΕΠ το 2013 δεν θα υπερβεί το -3,5%, έναντι του -4,2% που προβλέπει η Τρόικα, του -4,6% που προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος και του ακόμη πιο δραματικού -4,8% που προβλέπει ο ΟΟΣΑ. Ακόμη και αν αυτή η μικρότερη πτώση του πραγματικού ΑΕΠ προκύψει με αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 0,7% (2012: +1,9%) και πτώση της απασχόλησης κατά -4,2%, η αύξηση της ανεργίας είναι αναπόφευκτη και θα διαμορφωθεί στο 27,2% το 2013, από 24,1% το 2012, πριν να αρχίσει να μειώνεται από τα μέσα του 2014 και μετά.
Αυτό συνηγορεί στην όσο το δυνατόν ταχύτερη ανάκαμψη των επενδύσεων (ιδιαίτερα εκείνων που εξαρτώνται από το κράτος) και της οικονομικής δραστηριότητας, που είναι η μόνη διέξοδος για την αντιμετώπιση του υψηλού αυτού επιπέδου ανεργίας, και κυρίως της ανεργίας των νέων.
Εν κατακλείδι, η σταθεροποίηση γίνεται με εξαιρετικά επώδυνα μέτρα, τα οποία ωστόσο είναι κυρίως το αποτέλεσμα της δημοσιονομικής εκτροπής της περιόδου 2005-2009 και πολύ λιγότερο αποτέλεσμα του Προγράμματος Προσαρμογής, όπως προπαγανδίζεται ανεξελέγκτως από πολλές πλευρές. Η αλήθεια είναι ότι το Πρόγραμμα επέτυχε την εξάλειψη των τεράστιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και των ελλειμμάτων στο ΙΤΣ της χώρας, τον δραστικό περιορισμό των προνομίων διαφόρων τάξεων και των διαρθρωτικών ανισορροπιών που ταλάνιζαν την ελληνική κοινωνία σε βάρος των εργαζομένων και των μη προνομιούχων, και την εντυπωσιακή βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας. Χρειάζεται ασφαλώς πολύ δουλειά ακόμη ώστε να επιτευχθεί η αναγκαία πρόοδος στον τομέα της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, της αναδιοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, του πραγματικού ανοίγματος στον ανταγωνισμό των κλειστών επαγγελμάτων και της ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και της ανάπτυξης της χώρας, τα οποία, ωστόσο, επίσης θα υλοποιηθούν και θα θεσμοθετηθούν κατά το 2013 και στα επόμενα έτη, σε βάσεις που έχουν ήδη τεθεί.
Το κυριότερο ωστόσο είναι να εκμεταλλευτούμε τις νέες πιο ευνοϊκές συνθήκες που προσδιορίζουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας στις αρχές του 2013 και να ενταθεί και να ενισχυθεί η προσπάθεια της Κυβέρνησης τόσο για τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής με την είσπραξη των βεβαιωμένων κρατικών εσόδων, όσο και για τον περιορισμό της ύφεσης από το 2013 και για επίτευξη ουσιαστικής ανάκαμψης από το 2014.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών