"Η ελληνική εμπειρία έχει δείξει ότι παρά τις πρόσκαιρες δυσκολίες, μια συμφωνία μπορεί τελικά να επιτευχθεί προς αποφυγή κάποιου δυσμενέστερου σεναρίου"
Η χρηματιστηριακή αξία των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων έχει επηρεαστεί σημαντικά κυρίως από την εξέλιξη των γεγονότων στην ελληνική οικονομία, και συγκεκριμένα από την πορεία αξιολόγησης του ελληνικού οικονομικού προγράμματος, την έλλειψη κλίματος πολιτικής σταθερότητας, καθώς και την τραυματισμένη εμπιστοσύνη των επενδυτών/μετόχων στην επίτευξη των οικονομικών στόχων (εντός των χρονικών περιθωρίων) που έχουν υποβληθεί στα επιχειρηματικά πλάνα των ελληνικών τραπεζών. Βέβαια, δεν πρέπει να παραβλεφθεί η συνεχιζόμενη πτωτική τάση των διεθνών χρηματαγορών και ιδιαίτερα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.
Για του λόγου το αληθές, στην αρχή της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008, οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες (Εθνική, Alpha, Eurobank, Πειραιώς) είχαν χρηματιστηριακή αξία €36,6 δις (08/09/2008).
Όμως από το τέλος του 2009, όπου η Ελλάδα στην ουσία αποκλείστηκε από την πρόσβαση στις διεθνής κεφαλαιαγορές, η χρηματιστηριακή αξία παρουσίασε πτωτική τάση φθάνοντας σε χαμηλά περιόδου €1,7 δις (05/06/2012), λόγω της αβεβαιότητας για ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδος από την Ευρωζώνη ενόψει και της κρίσιμης τότε εκλογικής αναμέτρησης. Στη συνέχεια κατά το 2013 παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη αναδιοργάνωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, ενώ το 2014 η χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών αυξήθηκε σημαντικά, λόγω της επιτυχούς ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και της βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών, φθάνοντας στην υψηλότερη τιμή €37,9 στις 10 Ιουνίου 2014.
Ωστόσο, το πρώτο εξάμηνο του 2015 η πολιτική αβεβαιότητα για την εξεύρεση συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και διεθνών δανειστών οδήγησε σε μεγάλη μείωση της χρηματιστηριακής αξίας των ελληνικών συστημικών τραπεζών, ενώ η εφαρμογή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων στις 28 Ιουνίου 2015 είχε ως αποτέλεσμα και το κλείσιμο του χρηματιστηρίου για περίοδο ενός μήνα.
Με την επανέναρξη του χρηματιστηρίου, οι ελληνικές τράπεζες έχασαν ένα μεγάλο μέρος της χρηματιστηριακής τους αξίας, ενώ μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των stress tests από την ΕΚΤ στις 30 Οκτωβρίου 2015, η χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών μειώνεται σημαντικά και συστηματικά, δεδομένης και της αναγκαιότητας προσαρμογής των τιμών των μετοχών τους σε νέα επίπεδα ώστε να προσελκύουν διεθνείς επενδυτές. Ως επακόλουθο αυτού, οι συστημικές τράπεζες είχαν χρηματιστηριακή αξία μόλις €1,2 δις (01/12/2015), με την Εθνική να κυμαίνεται στα €286 εκατομμύρια, την Alpha Bank στα €600 εκατομμύρια, την τράπεζα Πειραιώς στα €61 εκατομμύρια και την Eurobank στα €206 εκατομμύρια.
Κατόπιν, μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών τα τέλη του 2015 και την προσμέτρησή της στους χρηματιστηριακούς δείκτες, η χρηματιστηριακή αξία των συστημικών τραπεζών διαμορφώθηκε στα €11,6 δις (17/12/2015).
Συγκεκριμένα η Εθνική Τράπεζα είχε €2,7 δις, η Alpha Bank είχε €3,8 δις, η Πειραιώς €2,6 δις και η Eurobank €2,4 δις. Στη συνέχεια εξαιτίας της αυξημένης αβεβαιότητας για την πορεία της αξιολόγησης του οικονομικού προγράμματος (και του χρόνου επίτευξης) που εφαρμόζεται στην ελληνική οικονομία (λόγω των περαιτέρω διευκρινίσεων που απαιτούνται σχετικά με το ασφαλιστικό και τα επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα), αλλά και της γενικευμένης πτωτικής πορείας των διεθνών χρηματαγορών, η χρηματιστηριακή αξία των ελληνικών τραπεζών μειώθηκε σημαντικά, και διαμορφώθηκε στα €4,2 δις (11/02/2016).
Αναλυτικά, η Εθνική Τράπεζα είχε €1,1 δις, η Alpha Bank έχει €1,8 δις, η Πειραιώς €707 εκατ. και η Eurobank €643 εκατ.
Για να γίνει κατανοητή η επίδραση των τεσσάρων αυτών τραπεζών στον ελληνικό τραπεζικό δείκτη, εξετάζεται διαχρονικά (Γράφημα 2) το ποσοστό συνεισφοράς της κάθε συστημικής τράπεζας (και του συνόλου αυτών) στην συνολική χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων τραπεζών του ελληνικού τραπεζικού δείκτη, η οποία έχει μεταβληθεί σημαντικά από την αρχή της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης μέχρι σήμερα.
Ενώ στις 8 Σεπτεμβρίου 2008 (πριν την πτώση της Lehman Brothers) η συνεισφορά των 4 συστημικών τραπεζών στη συνολική χρηματιστηριακή αξία όλων των τραπεζών του τραπεζικού δείκτη ήταν 71%, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 72,2% στις 31/05/2012 και 99,4% στις 10/04/2014. Στις 01/12/2015, ημερομηνία πριν ξεκινήσουν οι συστημικές τράπεζες τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου το ποσοστό συνεισφοράς ήταν 98.8%.
Μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και την προσμέτρησή της στους χρηματιστηριακούς δείκτες το ποσοστό συνεισφοράς ήταν 99,8% (17/12/2015), χωρίς ωστόσο την συμμετοχή της Attica bank. Τέλος, στις 10/02/2016 το ποσοστό συνεισφοράς των 4ων συστημικών διαμορφώνεται στα 95,8% λόγω και της προσμέτρησης της ολοκλήρωσης της ανακεφαλαιοποίησης από την Attica Bank.
Για τη μεταστροφή του αρνητικού κλίματος στο ελληνικό χρηματιστήριο και συγκεκριμένα του ελληνικού τραπεζικού δείκτη, θα πρέπει να επανακτηθεί το συντομότερο δυνατόν η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία των Ελλήνων πολιτών αλλά και των διεθνών αγορών. Αυτό προϋποθέτει τα εξής:
1. Την άμεση επίτευξη μιας ορθολογιστικής συμφωνίας της Κυβέρνησης με τους δανειστές για το ασφαλιστικό αλλά και τυχόν επιπρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα, ώστε να «κλείσει» θετικά η τρέχουσα αξιολόγηση του συμφωνηθέντος οικονομικού προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελλάδος.
2. Δηλώσεις εμπιστοσύνης των Ευρωπαίων αξιωματούχων και της Ελληνικής Κυβέρνησης, ότι η συμφωνία που έχει υπογραφεί τον Ιούλιο του 2015 θα τηρηθεί κατά γράμμα, και ότι θα γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες τόσο από την πλευρά της Κυβέρνησης (με την επίτευξη πολιτικής συναίνεσης) όσο και από την πλευρά των πιστωτών (με την εκλογίκευση των απαιτήσεών τους) για την πιο άμεση προώθηση των μεταρρυθμίσεων σε αμοιβαίο κλίμα εμπιστοσύνης.
3. Την ορθή και δίκαιη διαχείριση των καθυστερούμενων δανείων (κόκκινων δανείων) των τραπεζών, με στόχο μεν την επίτευξη κερδών τα επόμενα έτη, μέσω της αναδιάρθρωσης των δανειακών χαρτοφυλακίων τους και την βελτίωση της ποιότητάς τους, αλλά συνάμα την διατήρηση της συνοχής του κοινωνικού ιστού της χώρας.
4. Ενέργειες για τον άμεσο επαναπατρισμό και αύξηση των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, με βασικό κίνητρο ότι δεν θα υπόκεινται σε περιορισμούς κίνησης κεφαλαίων οι νέες καταθέσεις.
5. Άμεσες αλλαγές στη διάρθρωση της χρηματοδότησης των τραπεζών από το Ευρωσύστημα, με αντικατάσταση της ακριβότερης χρηματοδότησης από τον μηχανισμό έκτακτης παροχής ρευστότητας (ELA) με επιτόκιο 1,55, με την φθηνότερη χρηματοδότηση απευθείας από την ΕΚΤ με επιτόκιο των 0,05%.
Παρά τη διαμόρφωση ενός δυσμενούς περιβάλλοντος το τελευταίο διάστημα, ένα ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι οι ξένοι θεσμικοί (στρατηγικοί) επενδυτές έχουν παραμείνει στις ελληνικές τράπεζες. Επιπλέον, οι αποτιμήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών είναι ιδιαίτερα χαμηλές σε σχέση με την θεωρητική και λογιστική τους αξία, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για αξιόλογες επενδυτικές ευκαιρίες σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Η ελληνική εμπειρία έχει δείξει ότι παρά τις πρόσκαιρες δυσκολίες, μια συμφωνία μπορεί τελικά να επιτευχθεί προς αποφυγή κάποιου δυσμενέστερου σεναρίου που όλοι απευχόμαστε.
*Ο Νικόλαος Γεωργικόπουλος είναι επισκέπτης Καθηγητής έρευνας χρηματοοικονομικών στο Stern School of Business του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (NYU).
www.bankingnews.gr
Για του λόγου το αληθές, στην αρχή της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008, οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες (Εθνική, Alpha, Eurobank, Πειραιώς) είχαν χρηματιστηριακή αξία €36,6 δις (08/09/2008).
Όμως από το τέλος του 2009, όπου η Ελλάδα στην ουσία αποκλείστηκε από την πρόσβαση στις διεθνής κεφαλαιαγορές, η χρηματιστηριακή αξία παρουσίασε πτωτική τάση φθάνοντας σε χαμηλά περιόδου €1,7 δις (05/06/2012), λόγω της αβεβαιότητας για ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδος από την Ευρωζώνη ενόψει και της κρίσιμης τότε εκλογικής αναμέτρησης. Στη συνέχεια κατά το 2013 παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη αναδιοργάνωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, ενώ το 2014 η χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών αυξήθηκε σημαντικά, λόγω της επιτυχούς ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και της βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών, φθάνοντας στην υψηλότερη τιμή €37,9 στις 10 Ιουνίου 2014.
Ωστόσο, το πρώτο εξάμηνο του 2015 η πολιτική αβεβαιότητα για την εξεύρεση συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και διεθνών δανειστών οδήγησε σε μεγάλη μείωση της χρηματιστηριακής αξίας των ελληνικών συστημικών τραπεζών, ενώ η εφαρμογή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων στις 28 Ιουνίου 2015 είχε ως αποτέλεσμα και το κλείσιμο του χρηματιστηρίου για περίοδο ενός μήνα.
Με την επανέναρξη του χρηματιστηρίου, οι ελληνικές τράπεζες έχασαν ένα μεγάλο μέρος της χρηματιστηριακής τους αξίας, ενώ μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των stress tests από την ΕΚΤ στις 30 Οκτωβρίου 2015, η χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών μειώνεται σημαντικά και συστηματικά, δεδομένης και της αναγκαιότητας προσαρμογής των τιμών των μετοχών τους σε νέα επίπεδα ώστε να προσελκύουν διεθνείς επενδυτές. Ως επακόλουθο αυτού, οι συστημικές τράπεζες είχαν χρηματιστηριακή αξία μόλις €1,2 δις (01/12/2015), με την Εθνική να κυμαίνεται στα €286 εκατομμύρια, την Alpha Bank στα €600 εκατομμύρια, την τράπεζα Πειραιώς στα €61 εκατομμύρια και την Eurobank στα €206 εκατομμύρια.

Συγκεκριμένα η Εθνική Τράπεζα είχε €2,7 δις, η Alpha Bank είχε €3,8 δις, η Πειραιώς €2,6 δις και η Eurobank €2,4 δις. Στη συνέχεια εξαιτίας της αυξημένης αβεβαιότητας για την πορεία της αξιολόγησης του οικονομικού προγράμματος (και του χρόνου επίτευξης) που εφαρμόζεται στην ελληνική οικονομία (λόγω των περαιτέρω διευκρινίσεων που απαιτούνται σχετικά με το ασφαλιστικό και τα επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα), αλλά και της γενικευμένης πτωτικής πορείας των διεθνών χρηματαγορών, η χρηματιστηριακή αξία των ελληνικών τραπεζών μειώθηκε σημαντικά, και διαμορφώθηκε στα €4,2 δις (11/02/2016).
Αναλυτικά, η Εθνική Τράπεζα είχε €1,1 δις, η Alpha Bank έχει €1,8 δις, η Πειραιώς €707 εκατ. και η Eurobank €643 εκατ.
Για να γίνει κατανοητή η επίδραση των τεσσάρων αυτών τραπεζών στον ελληνικό τραπεζικό δείκτη, εξετάζεται διαχρονικά (Γράφημα 2) το ποσοστό συνεισφοράς της κάθε συστημικής τράπεζας (και του συνόλου αυτών) στην συνολική χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων τραπεζών του ελληνικού τραπεζικού δείκτη, η οποία έχει μεταβληθεί σημαντικά από την αρχή της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης μέχρι σήμερα.
Ενώ στις 8 Σεπτεμβρίου 2008 (πριν την πτώση της Lehman Brothers) η συνεισφορά των 4 συστημικών τραπεζών στη συνολική χρηματιστηριακή αξία όλων των τραπεζών του τραπεζικού δείκτη ήταν 71%, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 72,2% στις 31/05/2012 και 99,4% στις 10/04/2014. Στις 01/12/2015, ημερομηνία πριν ξεκινήσουν οι συστημικές τράπεζες τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου το ποσοστό συνεισφοράς ήταν 98.8%.
Μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και την προσμέτρησή της στους χρηματιστηριακούς δείκτες το ποσοστό συνεισφοράς ήταν 99,8% (17/12/2015), χωρίς ωστόσο την συμμετοχή της Attica bank. Τέλος, στις 10/02/2016 το ποσοστό συνεισφοράς των 4ων συστημικών διαμορφώνεται στα 95,8% λόγω και της προσμέτρησης της ολοκλήρωσης της ανακεφαλαιοποίησης από την Attica Bank.

Για τη μεταστροφή του αρνητικού κλίματος στο ελληνικό χρηματιστήριο και συγκεκριμένα του ελληνικού τραπεζικού δείκτη, θα πρέπει να επανακτηθεί το συντομότερο δυνατόν η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία των Ελλήνων πολιτών αλλά και των διεθνών αγορών. Αυτό προϋποθέτει τα εξής:
1. Την άμεση επίτευξη μιας ορθολογιστικής συμφωνίας της Κυβέρνησης με τους δανειστές για το ασφαλιστικό αλλά και τυχόν επιπρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα, ώστε να «κλείσει» θετικά η τρέχουσα αξιολόγηση του συμφωνηθέντος οικονομικού προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελλάδος.
2. Δηλώσεις εμπιστοσύνης των Ευρωπαίων αξιωματούχων και της Ελληνικής Κυβέρνησης, ότι η συμφωνία που έχει υπογραφεί τον Ιούλιο του 2015 θα τηρηθεί κατά γράμμα, και ότι θα γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες τόσο από την πλευρά της Κυβέρνησης (με την επίτευξη πολιτικής συναίνεσης) όσο και από την πλευρά των πιστωτών (με την εκλογίκευση των απαιτήσεών τους) για την πιο άμεση προώθηση των μεταρρυθμίσεων σε αμοιβαίο κλίμα εμπιστοσύνης.
3. Την ορθή και δίκαιη διαχείριση των καθυστερούμενων δανείων (κόκκινων δανείων) των τραπεζών, με στόχο μεν την επίτευξη κερδών τα επόμενα έτη, μέσω της αναδιάρθρωσης των δανειακών χαρτοφυλακίων τους και την βελτίωση της ποιότητάς τους, αλλά συνάμα την διατήρηση της συνοχής του κοινωνικού ιστού της χώρας.
4. Ενέργειες για τον άμεσο επαναπατρισμό και αύξηση των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, με βασικό κίνητρο ότι δεν θα υπόκεινται σε περιορισμούς κίνησης κεφαλαίων οι νέες καταθέσεις.
5. Άμεσες αλλαγές στη διάρθρωση της χρηματοδότησης των τραπεζών από το Ευρωσύστημα, με αντικατάσταση της ακριβότερης χρηματοδότησης από τον μηχανισμό έκτακτης παροχής ρευστότητας (ELA) με επιτόκιο 1,55, με την φθηνότερη χρηματοδότηση απευθείας από την ΕΚΤ με επιτόκιο των 0,05%.
Παρά τη διαμόρφωση ενός δυσμενούς περιβάλλοντος το τελευταίο διάστημα, ένα ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι οι ξένοι θεσμικοί (στρατηγικοί) επενδυτές έχουν παραμείνει στις ελληνικές τράπεζες. Επιπλέον, οι αποτιμήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών είναι ιδιαίτερα χαμηλές σε σχέση με την θεωρητική και λογιστική τους αξία, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για αξιόλογες επενδυτικές ευκαιρίες σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Η ελληνική εμπειρία έχει δείξει ότι παρά τις πρόσκαιρες δυσκολίες, μια συμφωνία μπορεί τελικά να επιτευχθεί προς αποφυγή κάποιου δυσμενέστερου σεναρίου που όλοι απευχόμαστε.
*Ο Νικόλαος Γεωργικόπουλος είναι επισκέπτης Καθηγητής έρευνας χρηματοοικονομικών στο Stern School of Business του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (NYU).
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών