Τελευταία Νέα
Τραπεζικά νέα

Γ. Προβόπουλος - Είχαμε προειδοποιήσει για την κρίση από το 2008 αλλά οι πολιτικοί μας αγνόησαν - Η ΤτΕ ξεπέρασε τον εαυτό της

Γ. Προβόπουλος - Είχαμε προειδοποιήσει για την κρίση από το 2008 αλλά οι πολιτικοί μας αγνόησαν -  Η ΤτΕ ξεπέρασε τον εαυτό της
Η Ελλάδα σώθηκε από την κατάρρευση τον Ιούνιο του 2012, γιατί μεταφέρθηκαν χρήματα από Αυστρία και Ιταλία
Η Τράπεζα της Ελλάδος είχε προειδοποιήσει την πολιτική ηγεσία από το 2008, ότι η Ελλάδα ζούσε με δανεικά, ωστόσο οι προειδοποιήσεις αυτές αγνοήθηκαν, τόνισε ο απερχόμενος διοικητής, Γιώργος Προβόπουλος, κατά την παρουσίαση ιστορικών βιβλίων από την ΤτΕ. 
Παράλληλα, αποκάλυψε ότι η Ελλάδα απέφυγε την κατάρρευση και την έξοδο από το ευρώ τον Ιούνιο του 2012, χάρη στις συντονισμένες προσπάθειες, όταν μεταφέρθηκαν χαρτονομίσματα από τις Κεντρικές Τράπεζες της Αυστρίας και της Ιταλίας.
Όσον αφορά την τοποθέτηση του Γιάννη Στουρνάρα στη θέση του διοικητή της ΤτΕ, την χαρακτήρισε ως την καλύτερη δυνατή επιλογή. 
Όπως τόνισε ο Γ. Προβόπουλος, η δράση της ΤτΕ στην περίοδο της κρίσης 2008-2013, υπήρξε πλούσια και πυκνή κατά της κρίσης την περίοδο 2008 – 2013.
Η ΤτΕ αντιμετώπισε μεγάλες προκλήσεις, κυρίως σε ότι αφορά την εποπτεία και την αναδιοργάνωση των ελληνικών τραπεζών.
Σύμφωνα με τον απερχόμενο διοικητή, η ανάκαμψη της Ελλάδας βρίσκεται προ των πυλών, σημειώνοντας ωστόσο ότι η προσαρμογή δεν έχει ολοκληρωθεί.
Η Ελλάδα από εδώ και στο εξής χρειάζεται συνέχιση της προσπάθειας για παραμονή στο ευρώ, εφαρμογή των συμφωνηθέντων με συνέπεια, νέο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης, εκλογίκευση δαπανών και μέγιστη συσπείρωση πολιτικών δυνάμεων.
Ο Γ. Προβόπουλος χαρακτήρισε ταραχώδη την περίοδο 2008-2013 και βαρύ το καθήκον της ΤτΕ, η οποία ωστόσο ξεπέρασε τον εαυτό της, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στην Ελλάδα έγινε εξυγίανση των τραπεζών χωρίς να χαθεί ούτε ένα ευρώ από καταθέσεις, ενώ οι πρόσφατες ΑΜΚ των τραπεζών ολοκληρώθηκαν με επιτυχία.
Η συμβολή της ΤτΕ στην ανασύνταξη του κλάδου, κρίνεται εκ του αποτελέσματος, τόνισε ο Γ. Προβόπουλος, σημειώνοντας ότι αποτράπηκε μια ανοιχτή τραπεζική κρίση.

Τι προκάλεσε την κρίση

Η Τράπεζα της Ελλάδος αντιμετώπισε την κρίση εκτιμώντας κατ’ αρχάς τα γενεσιουργά αίτια.
Τα αίτια βεβαίως προϋπήρχαν, αναδείχθηκαν όμως με ιδιαίτερη οξύτητα μετά το 2008.
Το 2001 οι προσδοκίες ήταν πως η ένταξη της χώρας στον σκληρό πυρήνα των ευρωπαϊκών οικονομιών θα ήταν ο καταλύτης που θα επιτάχυνε την πραγματική σύγκλιση με τις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες.
Δυστυχώς οι προσδοκίες δεν επαληθεύθηκαν.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η οικονομική ανάπτυξη βασίστηκε κυρίως στην κατανάλωση έναντι της αποταμίευσης και της επένδυσης, ενώ εκδηλώνονταν έντονες αντιδράσεις στις όποιες απόπειρες αλλαγής κατεστημένων δομών. Οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονταν σταθερά, ενώ τα έσοδα ήταν αδύνατο να τις παρακολουθήσουν, οδηγώντας σε διογκωμένα ελλείμματα και σε ιστορικά υψηλό δημόσιο χρέος παρά τα πρωτόγνωρα χαμηλά επιτόκια. Το πολιτικό σύστημα δίσταζε να αναλάβει αποφασιστικές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες. Η χώρα απολάμβανε τα οφέλη του ενιαίου νομίσματος, χωρίς να δείχνει σεβασμό για τις υποχρεώσεις που συνεπαγόταν η συμμετοχή στη νομισματική ένωση.
Οι στρεβλώσεις στο οικονομικό πρότυπο που ακολουθούσε η χώρα είχαν επισημανθεί επανειλημμένα από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι προειδοποιήσεις όμως δεν εισακούονταν. Η χώρα συνέχιζε να πορεύεται αμέριμνα, δανειζόμενη και σωρεύοντας χρέη, για να καταναλώνει όλο και περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες, που η ίδια δεν παρήγε. Με την εκδήλωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, το διεθνές περιβάλλον επιδεινώθηκε δραματικά και οι χώρες με μεγάλες διαρθρωτικές ανισορροπίες υπέστησαν τα σοβαρότερα πλήγματα. Από τα τέλη του 2008 η Τράπεζα της Ελλάδος προειδοποιούσε ότι η κρίση που ερχόταν και στην Ελλάδα θα ήταν βαθιά και διαρθρωτική. Και τόνιζε ότι η υπέρβασή της θα απαιτούσε μακρά, μεθοδική και επίπονη προσπάθεια, καθώς έπρεπε να αντιμετωπιστούν επειγόντως ανισορροπίες και δομικές αγκυλώσεις, που είχαν συσσωρευθεί από χρόνια.
Από τα τέλη του 2008 ήταν ήδη φανερό ότι έπρεπε να εφαρμοστεί ένα πολυετές πρόγραμμα για τη μείωση του δημόσιου ελλείμματος, τον έλεγχο της δυναμικής του χρέους και την πραγματοποίηση εκτεταμένων διαρθρωτικών αλλαγών για την ενίσχυση της αδύναμης ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν ωστόσο ήταν άτολμες, παρά το γεγονός ότι οι αγορές άρχισαν να κινούνται σ’ ένα πλαίσιο συνολικής επανεκτίμησης του πιστωτικού κινδύνου, που δεν απέκλειε πλέον και τη χρεοκοπία της χώρας. Έτσι, έθεταν νέους επαχθέστερους όρους δανεισμού.
Στις αρχές του 2010 κατέστη πλέον αδύνατο τα ελλείμματα να χρηματοδοτηθούν από τις αγορές. Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση μεταλλασσόταν στην Ελλάδα σε κρίση δημόσιου χρέους. Τον Απρίλιο του 2010, η ελληνική κυβέρνηση απηύθυνε στις χώρες της ζώνης του ευρώ και στο ΔΝΤ αίτημα χρηματοδοτικής στήριξης και το Μάιο υπογράφηκε το πρώτο Μνημόνιο. Εγκαινιάστηκε έτσι μια πορεία απότομης προσαρμογής, προκειμένου να αποφευχθεί η χρεοκοπία και να τεθούν οι βάσεις για την επάνοδο της οικονομίας σε κατάσταση ισορροπίας.
Η πορεία αυτή, που σήμερα βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο, δεν ήταν ούτε ευθύγραμμη ούτε εύκολη. Δεν ήταν εξάλλου βέβαιο εξαρχής ότι η χώρα θα είχε τη δυνατότητα να προσαρμοστεί συντεταγμένα. Γι’ αυτό συχνά η έξοδος από το ευρώ προβαλλόταν ως επικείμενη, ή αναπόφευκτη. Κρίσιμες διακυμάνσεις υπήρξαν εξάλλου και ως προς την οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε. Η τελευταία ταλαντεύθηκε ανάμεσα στη συνεπή εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής και τη διστακτικότητα λόγω πολιτικού κόστους. Στο κλίμα αυτό, χρειάστηκε να γίνουν τροποποιήσεις στις αρχικές συμφωνίες με τους εταίρους, για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες των κατά καιρούς καθυστερήσεων ή των λανθασμένων αρχικών προβλέψεων.
Η κατάρρευση και η έξοδος από τη ζώνη του ευρώ ευτυχώς αποτράπηκαν, χάρη στην επιλογή της κοινωνίας να υποστηρίξει την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, τη στήριξη των εταίρων και τις προσπάθειες διαδοχικών κυβερνήσεων. Έτσι, μπορούμε σήμερα να προσβλέπουμε με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο μέλλον και να προσδοκούμε ότι η οικονομία θα ανακάμψει και, υπό προϋποθέσεις, θα εισέλθει σ’ ένα νέο, ενάρετο, κύκλο.
Το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της προσαρμογής ήταν και είναι ακόμη μεγάλο. Οι θυσίες των πολιτών υπήρξαν ιδιαίτερα επώδυνες. Οι απώλειες όμως στην παραγωγή, την απασχόληση και τα εισοδήματα ήταν το τίμημα που απαιτήθηκε προκειμένου να αποτραπεί η κατάρρευση της οικονομίας. Αν δεν αποτρεπόταν αυτή η κατάρρευση, οι απώλειες θα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες. Ενδεχόμενη έξοδος από το ευρώ, όπως είχα αναφέρει σε συνέντευξή μου, θα άνοιγε τις πύλες της κολάσεως.
2. Κατευθυντήριες γραμμές για την υπέρβαση της κρίσης
Στη σημερινή ευνοϊκότερη για τη χώρα συγκυρία η ανάκαμψη φαίνεται προ των πυλών. Το έτος 2014 σηματοδοτεί την ανακοπή μιας βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης. Η προσαρμογή της οικονομίας δεν έχει βέβαια ολοκληρωθεί. Καθώς όμως φαίνεται να κλείνει θετικά ο πρώτος δύσκολος κύκλος, αξίζει να αποτιμήσουμε πράξεις και παραλείψεις, κυρίως όμως να αντλήσουμε διδάγματα για το μέλλον.
Οι θέσεις της Τράπεζας για την έξοδο από την κρίση εκφράστηκαν με βάση μια σειρά από κατευθυντήριες γραμμές, που αποτυπώνονται στα δημοσιευμένα κείμενά της και αναλύονται λεπτομερώς στο βιβλίο. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές συνοψίζονται στα ακόλουθα:
• Πρώτον, η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ και να αποφύγει τη χρεοκοπία, που θα είχε ανυπολόγιστες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
• Δεύτερον, το Πρόγραμμα Προσαρμογής και οι συμφωνίες με τους εταίρους εξασφαλίζουν τη χρηματοδότηση της οικονομίας. Χωρίς αυτά η χρεοκοπία θα ήταν αναπόφευκτη. Γι’ αυτό πρέπει να εφαρμόζονται με συνέπεια. Οι όροι άλλωστε των Προγραμμάτων αφορούν, σε μεγάλο βαθμό, αλλαγές που έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί πριν από πολλά χρόνια.
• Τρίτον, για να επανέλθει η χώρα στην ανάπτυξη, διασφαλίζοντας την ευρωπαϊκή της προοπτική, έπρεπε να εξαλείψει τις δημοσιονομικές ανισορροπίες, να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και να ενισχύσει την εξωστρέφεια της οικονομίας, να εκσυγχρονίσει το κράτος, να καταστήσει ανταγωνιστική τη λειτουργία των αγορών και να περιορίσει το βάρος του δημόσιου χρέους. Η Ελλάδα χρειάζεται επίσης ένα νέο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης.
• Τέταρτον, η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να στηριχθεί κατά κύριο λόγο στην εκλογίκευση των δαπανών. Τα έσοδα οφείλουν να ενισχυθούν με περιορισμό της φοροδιαφυγής και διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ώστε να γίνει εφικτή στη συνέχεια η αναγκαία μείωση των φορολογικών συντελεστών και της φορολογικής επιβάρυνσης.
• Πέμπτον, η ιστορική πρόκληση που αντιμετωπίζει η χώρα επιβάλλει τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, την εθνική συνεννόηση και την ευρύτερη δυνατή σύγκλιση.
• Τέλος, τα προγράμματα προσαρμογής αποτελούν αναγκαία συνθήκη για την έξοδο από την κρίση, όχι όμως και επαρκή. Για το ριζικό αναπροσανατολισμό της οικονομίας προς ένα νέο πρότυπο, απαιτείται ολοκληρωμένο Εθνικό Σχέδιο για την ανάπτυξη, με μακρόπνοη στόχευση και συνεπή εφαρμογή.
Με γνώμονα αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές, άσκησε η Τράπεζα της Ελλάδος τη θεσμική της δραστηριότητα, ενημέρωσε τους πολίτες και συμβούλευσε την Πολιτεία.
3. Η προστασία της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας
Εκτός όμως από το συμβουλευτικό της ρόλο στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής, η Τράπεζα της Ελλάδος είχε αποφασιστικές αρμοδιότητες στη χάραξη της στρατηγικής για τον τραπεζικό τομέα, με σταθερή επιδίωξη τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Αν και η κρίση στην Ελλάδα ξεκίνησε από το δημόσιο τομέα, η μετάδοσή της στο τραπεζικό σύστημα ήταν αναπόφευκτη. Το τραπεζικό σύστημα επλήγη κατ’ αρχάς από τις διαδοχικές υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου, που συμπαρέσυραν και τις διαβαθμίσεις των τραπεζών. Το γεγονός αυτό αφενός μείωσε την αξία των ενεχύρων που είχαν στη διάθεσή τους οι τράπεζες για δανεισμό από το Ευρωσύστημα και αφετέρου καθιστούσε ιδιαίτερα δύσκολη και ακριβή την πρόσβασή τους στη διατραπεζική αγορά, από την οποία σταδιακά αποκλείστηκαν. Με την αναδιάρθρωση του χρέους το 2012 η αξία των ομολόγων που είχαν στην κατοχή τους οι τράπεζες υπέστη μεγάλες περικοπές. Έτσι τα κεφάλαιά τους εξανεμίστηκαν ή και κατέστησαν αρνητικά. Παράλληλα η ύφεση οδηγούσε σε συνεχή διόγκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ η περιρέουσα αβεβαιότητα ενθάρρυνε τη διαρροή καταθέσεων.
Για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας η Τράπεζα της Ελλάδος παρενέβη με πολλαπλές και στοχευμένες δράσεις . Θα επικεντρωθώ στις πιο σημαντικές.
Πρώτον, η Τράπεζα της Ελλάδος διασφάλισε την αδιάλειπτη παροχή ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, στο βαθμό που απαιτήθηκε και με έκτακτη χρηματοδότηση. Η παροχή έκτακτης ρευστότητας κρινόταν ανά δύο εβδομάδες και το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα μπορούσε να τη διακόψει για διάφορους λόγους (έλλειψη ενεχύρων, χαμηλοί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, ελλιπής εφαρμογή του προγράμματος κ.λπ.). Χρειαζόταν επομένως σημαντική προετοιμασία των θέσεών μας και επίμονες παρεμβάσεις για να αποτραπούν αρνητικές εξελίξεις.
Δεύτερον, για να μη διαταραχθεί περαιτέρω η εμπιστοσύνη των καταθετών χρειαζόταν συνεχής εφοδιασμός του τραπεζικού δικτύου με χρηματικό απόθεμα, ώστε να μην εκδηλωθούν κρούσματα έλλειψης μετρητών σε τράπεζες και αυτόματα μηχανήματα. Στο κεφάλαιο 8 του βιβλίου, παρατίθενται για πρώτη φορά τα στοιχεία για την αύξηση της ζήτησης μετρητών και τη διαχείριση του χρηματικού από την Τράπεζα της Ελλάδος κατά τη διάρκεια της κρίσης, που νομίζω ότι θα διαβάσετε με μεγάλο ενδιαφέρον.
Τρίτον, χρειάστηκε να χαραχθεί μια στρατηγική για την ανακεφαλαιοποίηση, εξυγίανση και αναδιάταξη του τραπεζικού συστήματος. Σημείο εκκίνησης για τη στρατηγική αυτή ήταν η πρώτη διαγνωστική μελέτη που διεξήχθη με τη βοήθεια της BlackRock το 2011 και η μελέτη βιωσιμότητας των τραπεζών που ακολούθησε το 2012.
Η Τράπεζα της Ελλάδος προσέλαβε ξένους οίκους για να τη συνδράμουν στα έργα αυτά, με πρωταρχικό στόχο να εμπεδώσει διεθνώς την εμπιστοσύνη στην αντικειμενικότητα και ανεξαρτησία των εκτιμήσεων ως προς τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Οι τέσσερις τράπεζες που αναδείχθηκαν βιώσιμες ανακεφαλαιοποιήθηκαν με έναν συνδυασμό ιδιωτικών και κρατικών κεφαλαίων. Οι μη βιώσιμες τράπεζες, που δεν κατάφεραν να βρουν ιδιωτικά κεφάλαια, εξυγιάνθηκαν χωρίς να χαθεί έστω και ένα ευρώ καταθέσεων. Συνολικά έγιναν δώδεκα εξυγιάνσεις τραπεζών, χρησιμοποιώντας τις διατάξεις ενός νέου νομοθετικού πλαισίου του 2011, στη διαμόρφωση του οποίου η Τράπεζα της Ελλάδος είχε κρίσιμη συμβολή.
Η αναδιάταξη του τραπεζικού συστήματος συνεχίστηκε με την απορρόφηση θυγατρικών ή υποκαταστημάτων ξένων τραπεζών από μεγάλες ελληνικές τράπεζες. Έτσι, φτάσαμε στο 2014 με τέσσερις μεγάλες τράπεζες και δύο-τρεις μικρότερες, από 20 περίπου που είχαμε στην αρχή της κρίσης.
Το 2013 ζητήθηκε από τη BlackRock η διεξαγωγή νέας διαγνωστικής μελέτης. Με βάση τα αποτελέσματα της νέας αυτής άσκησης, η Τράπεζα της Ελλάδος επικαιροποίησε τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών.
Η αξιοπιστία της άσκησης και η εμπιστοσύνη των αγορών τεκμαίρονται από την επιτυχία των πρόσφατων αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου, που διενήργησαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες μέσα σε χρονικό διάστημα δύο μόλις μηνών, προσελκύοντας το ενδιαφέρον διεθνών επενδυτών. Οι δύο από τις τέσσερις κάλυψαν μάλιστα όχι μόνο τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που προέκυψαν από την άσκηση προσομοίωσης, αλλά και τα κεφάλαια που απαιτούνταν για την επαναγορά των προνομιούχων μετοχών.
Η συμβολή της Τράπεζας της Ελλάδος στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και στην αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα κρίνεται βεβαίως εκ του αποτελέσματος. Χάρη στις ενέργειες της Τράπεζας και στη στήριξη που παρείχε το Ευρωσύστημα με κρίσιμης σημασίας αποφάσεις του, οι τράπεζες συνέχισαν να λειτουργούν εύρυθμα, ακόμη και στις περιόδους γενικευμένης αβεβαιότητας. Αποτράπηκε έτσι μια ανοικτή τραπεζική κρίση, που θα είχε άμεση επίπτωση και ως προς την πορεία της χώρας εντός ή εκτός της ζώνης του ευρώ. Συγχρόνως, το τραπεζικό σύστημα, παρά τις μεγάλες ζημιές που υπέστη, αντιμετώπισε αποτελεσματικά τα προβλήματά του και αναδιατάχθηκε σε στέρεες βάσεις με την ενεργό καθοδήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος ως εποπτικής αρχής.
Συνοψίζοντας, στο βιβλίο περιγράφονται οι προσπάθειες της χώρας – άλλοτε επιτυχείς κι άλλοτε ανεπιτυχείς – οι μεταπτώσεις, οι κίνδυνοι, τα επιτεύγματα και οι καθυστερήσεις που χαρακτήρισαν την ταραχώδη και πολυκύμαντη περίοδο 2008-2013. Ελπίζω ότι αυτή η εξιστόρηση θα χρησιμεύσει στον ιστορικό του μέλλοντος που θα ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη περίοδο.
Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να θυμίσω ότι η Τράπεζα της Ελλάδος χρειάστηκε τα τελευταία χρόνια να αντιμετωπίσει ιστορικά πρωτόγνωρες συνθήκες, που απαιτούσαν ταχύτατες αποφάσεις, δύσκολους και λεπτούς χειρισμούς. Σ’ αυτό το βαρύ καθήκον η Τράπεζα ανταποκρίθηκε «ξεπερνώντας και τον εαυτό της», χάρη στην εργατικότητα, το ήθος και την αφοσίωση του προσωπικού της. Σε εσάς λοιπόν, την οικογένεια της Τράπεζας της Ελλάδος, που σηκώσατε επιτυχώς ένα μεγάλο βάρος, θα ήθελα να απευθύνω ένα μεγάλο ευχαριστώ και να σας αφιερώσω αυτό το βιβλίο.


Τέσσερα είναι τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από τα δύο ιστορικά βιβλία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα οποία παρουσίασε σε ειδική εκδήλωση της ΤτΕ. 
1. Οι πολιτικές της ΤτΕ διαφέρουν από το 1928, έτος ίδρυσής της έως σήμερα, ωστόσο οιι ομοιότητες των δύο εποχών αλλά και οι διαφορές, είναι διδακτικές. Παρά τις διαφορές, οι πολιτικές της ΤτΕ είχαν πάντα την ίδια σταθερά, που δεν είναι άλλη από την προσήλωση στο δημόσιο συμφέρον.
2. Η ανεξαρτησία της ΤτΕ είναι τεράστια. Υπήρξε οργανωτική αυτονομία από την πρώτη στιγμή, με γνώμονα πάντα την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
3. Η ΤτΕ διασφάλισε πάντα μια ανεξάρτητη στάση χάρη στην ισχυρή προσωπικότητα και το κύρος των διοικητών που ευτύχησε να έχει.
4. Η ΤτΕ δεν έχει εμμονές σε ότι αφορά τις συστάσεις για την πορεία της οικονομίας. Είναι διορατική και βλέπει τις χρόνιες αδυναμίες της οικονομίας
Στην εκδήλωση παρουσιάζονται τα βιβλία «Ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος 1928 – 2008» και «Το Χρονικό της Μεγάλης Κρίσης - Η Τράπεζα της Ελλάδος 2008 -2013».
Την εκδήλωση συντονίζει ο δημοσιογράφος Αντ. Καρακούσης, ενώ θα μιλήσουν οι καθηγητές Μιχ. Ψαλιδόπουλος, Γ. Παγουλάτος.

Η εισαγωγική ομιλία του Γ. Προβόπουλου

Η σημερινή εκδήλωση είναι πρωτίστως μια οικογενειακή συνάντηση των ανθρώπων της Τράπεζας της Ελλάδος. Καλωσορίζω τα στελέχη χάρη στα οποία το ίδρυμα αυτό κατορθώνει να εκπληρώνει με επάρκεια – όπως πιστεύω – τη δύσκολη αποστολή του. Είναι μαζί μας σήμερα και πρώην Διοικητές και στελέχη, που έβαλαν το λιθαράκι τους στο οικοδόμημα. Σας ευχαριστώ για την παρουσία σας και για το έργο που επιτελέσθηκε. Σήμερα δίνουμε στη δημοσιότητα δύο βιβλία: την Ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος: 1928-2008, γραμμένη από τον καθηγητή Μιχάλη Ψαλιδόπουλο, και το Χρονικό της Μεγάλης Κρίσης – Η Τράπεζα της Ελλάδος: 2008-2013, προϊόν συλλογικής εργασίας των στελεχών μας.

Γιατί πήραμε την πρωτοβουλία να γραφτούν και να δημοσιευθούν αυτά τα βιβλία;
Η τελευταία αναλυτική συμβολή στην ιστορία του ιδρύματος ανάγεται στο 1978, όταν εκδόθηκαν Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος: 1928 – 1978, ένα συλλογικό έργο της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών. Κρίναμε όμως αναγκαίο να υπάρξει μια νέα Ιστορία, που να καλύπτει πιο συστηματικά τα πρώτα 80 χρόνια της Τράπεζας.
Για τη συγγραφή της αξιοποιήθηκε για πρώτη φορά το διαθέσιμο στην Τράπεζα της Ελλάδος αρχειακό υλικό (αποφάσεις του Γενικού Συμβουλίου, αρχείο της Νομισματικής Επιτροπής, αρχεία παλαιών Διοικητών), σε συνδυασμό με τις ετήσιες Εκθέσεις του Διοικητή. Θεωρώ ότι η εξιστόρηση που προέκυψε θα αποτελέσει στέρεη βάση για μονογραφίες, οι οποίες στο μέλλον θα εμβαθύνουν σε επιμέρους ζητήματα. Στην κατεύθυνση αυτή, το Κέντρο Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης, που ιδρύσαμε πρόσφατα, θα επιδιώξει την περαιτέρω αξιοποίηση του Ιστορικού Αρχείου μας.
Για το βιβλίο αυτό θα μας μιλήσει ο ίδιος ο συγγραφέας, ενώ θα το σχολιάσει ο καθηγητής Γιώργος Παγουλάτος, που έχει ασχοληθεί με την ελληνική τραπεζική ιστορία.
Από την πλευρά μου, θα περιοριστώ σε τέσσερις σύντομες επισημάνσεις:
Πρώτον, οι ομοιότητες και οι διαφορές ανάμεσα στο μακρινό 1928, όταν ιδρύθηκε η Τράπεζα, και στο σήμερα είναι διδακτικές. Το ίδιο ισχύει και για τις διαφορετικές πολιτικές με τις οποίες η Τράπεζα αντιμετώπισε άλλοτε τρέχοντα προβλήματα κι άλλοτε μείζονες κρίσεις στη διάρκεια των 80 χρόνων έως το 2008. Ένα από τα συμπεράσματα του βιβλίου είναι ότι οι πολιτικές μπορεί κατά καιρούς να διέφεραν, αλλά διέπονταν όλες από μία σταθερά: την προσήλωση στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, μέσα από την προστασία της νομισματικής και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ως βασικών προϋποθέσεων για την προαγωγή της οικονομικής ανάπτυξης.
Δεύτερον, το βιβλίο αναδεικνύει την τεράστια σημασία της ανεξαρτησίας της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς εξιστορεί τη μετεξέλιξη της σχέσης της με την πολιτική εξουσία. Παρόλο που η ανεξαρτησία αυτή ήταν κατοχυρωμένη μόνο στην τελευταία δεκαετία της ογδοντάχρονης διαδρομής που καλύπτει το βιβλίο, η οργανωτική αυτονομία της Τράπεζας ίσχυε εν πολλοίς από την πρώτη στιγμή. Αυτό της επέτρεψε να είναι ένας δημόσιος φορέας που λειτουργούσε αποτελεσματικά και μπορούσε να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες με σταθερό γνώμονα την επιδίωξη του δημόσιου συμφέροντος.
Τρίτον, στη διαδρομή 1928-2008 φαίνεται σαφώς η ανεξάρτητη κριτική στάση που κατά κανόνα τηρούσε η Τράπεζα, η οποία στηριζόταν αρχικά στην οργανωτική της αυτονομία και αργότερα στη θεσμικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία της. Οφειλόταν όμως κυρίως, κατά τη γνώμη μου, στην ισχυρή προσωπικότητα και το κύρος των Διοικητών, που ευτύχησε να έχει.
Τέταρτον, η συνέχεια των θέσεων της Τράπεζας δεν αντανακλά κάποιες «εμμονές» του ιδρύματος και των Διοικητών του.
Αντιθέτως, επιβεβαιώνει τη διαχρονικότητα ορισμένων αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τη διορατικότητα της Τράπεζας, η οποία αντιμετώπισε τις αδυναμίες αυτές με μακροχρόνιο ορίζοντα και όχι με βάση τις ανάγκες της συγκυρίας.
Για το Χρονικό της Κρίσης, θα σας μιλήσω πιο αναλυτικά στο δεύτερο μέρος της σημερινής παρουσίασης.
Είχαμε ζητήσει από τον καθηγητή Γκίκα Χαρδούβελη να το σχολιάσει, και υπό το φως των προσωπικών του εμπειριών.
Λόγω όμως των νέων σοβαρών καθηκόντων που του ανατέθηκαν, αδυνατεί να βρίσκεται σήμερα μαζί μας και γι’ αυτό παρακάλεσε ο ίδιος και παρακαλέσαμε κι εμείς τον Γιώργο Παγουλάτο να σχολιάσει και το δεύτερο βιβλίο.
Θέλω να τον ευχαριστήσω που ανταποκρίθηκε παρά τα στενά χρονικά περιθώρια.
Το βιβλίο αυτό καταγράφει λεπτομερώς τις δημόσιες παρεμβάσεις και τις θεσμικές ενέργειες της Τράπεζας της Ελλάδος στα χρόνια 2008-2013, μέσα σε ένα ταχύτατα μεταβαλλόμενο και ρευστό περιβάλλον, λόγω της διάρκειας και της έντασης της κρίσης.
Μ’ αυτές τις δράσεις επιδιώξαμε γενικότερα μεν την ταχύτερη δυνατή υπέρβαση της κρίσης, ειδικότερα δε την προστασία της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και την αναδιάταξη του τραπεζικού συστήματος.
Το βιβλίο αυτό δεν φιλοδοξεί να «ανταγωνιστεί» τις πρόσφατες εξιστορήσεις του ελληνικού και του ξένου τύπου για τα παρασκήνια κρίσιμων αποφάσεων για την Ελλάδα.
Επιδίωξή του είναι να παράσχει μία συνεκτική παρουσίαση της πολυκύμαντης πρόσφατης οικονομικής πορείας, χρησιμεύοντας ως βιβλίο αναφοράς για τους ερευνητές. Στην έκδοση συγκεντρώσαμε, μεταξύ άλλων, λεπτομερή στατιστικά στοιχεία, π.χ. για την προσφυγή των ελληνικών τραπεζών σε πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και στον μηχανισμό έκτακτης χρηματοδότησης της Τράπεζας της Ελλάδος, για την πορεία των καταθέσεων, για την κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων ευρώ και τις έκτακτες χρηματαποστολές, για τις διακυμάνσεις των αγοραπωλησιών χρυσών λιρών κ.α., ενώ περιλάβαμε και χρήσιμα χρονολόγια των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα και την Ευρώπη καθώς και των αποφάσεων των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων για τη χώρα μας.
Τέλος, και τα δύο βιβλία περιέχουν ευρετήρια και συνοδεύονται από ψηφιακούς δίσκους που περιλαμβάνουν όλες τις Εκθέσεις Διοικητή για τα έτη 1928-2008, στην περίπτωση του πρώτου βιβλίου, καθώς και τις Εκθέσεις Διοικητή και τις Εκθέσεις Νομισματικής Πολιτικής για τα έτη 2008-2013, στην περίπτωση του δεύτερου βιβλίου.
Η συγκέντρωση και ψηφιοποίηση του υλικού αυτού πιστεύουμε ότι αποτελεί σημαντική συμβολή στη μελέτη της σύγχρονης ελληνικής οικονομικής ιστορίας.
Τη σημερινή συζήτηση θα συντονίσει ο έγκριτος δημοσιογράφος και Διευθυντής της εφημερίδας ΒΗΜΑ, κ. Αντώνης Καρακούσης. Τον ευχαριστώ για το έργο που ανέλαβε, όπως επίσης ευχαριστώ και τον καθηγητή Γιώργο Παγουλάτο που δέχθηκε να μιλήσει για τα δύο βιβλία και να καταθέσει την προσωπική του εμπειρία.
Τέλος, ευχαριστώ ιδιαιτέρως τα στελέχη της Τράπεζας που με αυταπάρνηση και υψηλό αίσθημα ευθύνης έγραψαν την πραγματική ιστορία της Τράπεζας, σταθερά προσανατολισμένα στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης