Η πίεση στις τιμές αποδίδεται κυρίως στην αύξηση της παραγωγής από τις χώρες του ΟΠΕΚ+ αλλά και από παραγωγούς εκτός καρτέλ…
Σε περίοδο έντονης αβεβαιότητας εισέρχεται η διεθνής αγορά πετρελαίου, καθώς οι αναλυτές προειδοποιούν ότι μέσα στα επόμενα τρίμηνα οι τιμές του αργού ενδέχεται να υποχωρήσουν κάτω από τα 60 δολάρια ανά βαρέλι.
Σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, η υπερπροσφορά αναμένεται να κορυφωθεί στο ιστορικό ρεκόρ των 4,63 εκατ. βαρελιών ημερησίως (bpd) στο πρώτο τρίμηνο του 2026 και να περιοριστεί στα 3,33 εκατ. bpd μέχρι το τέλος του ίδιου έτους.
Η πίεση στις τιμές αποδίδεται κυρίως στην αύξηση της παραγωγής από τις χώρες του ΟΠΕΚ+ αλλά και από παραγωγούς εκτός καρτέλ.
Οι προβλέψεις για το WTI έχουν ήδη αναθεωρηθεί προς τα κάτω, με τη μέση τιμή για το 2026 να τοποθετείται στα 57 δολάρια ανά βαρέλι (από 60 δολάρια προηγουμένως), ενώ για το Brent οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 57 δολάρια το πρώτο τρίμηνο και 59 δολάρια το δεύτερο – από τα περίπου 65 δολάρια που διαπραγματεύεται σήμερα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Brent έχει ήδη υποχωρήσει κατά 11% από τις αρχές του έτους, κυρίως λόγω της χαλάρωσης των περιορισμών παραγωγής.
Στις 7 Σεπτεμβρίου, οι υπουργοί των χωρών που συμμετέχουν στις εθελοντικές μειώσεις παραγωγής (μεταξύ αυτών η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία) αποφάσισαν αύξηση παραγωγής κατά 137.000 βαρέλια ημερησίως από τον Οκτώβριο, απόφαση που οδήγησε σε βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη των τιμών.
Στις 5 Οκτωβρίου έχει προγραμματιστεί νέα συνάντηση των χωρών-μελών του ΟΠΕΚ+, όπου θα συζητηθεί το ενδεχόμενο επιτάχυνσης της παραγωγής κατά 500.000 βαρέλια ημερησίως σε διάστημα τριών μηνών.
Ωστόσο, ο ΟΠΕΚ έσπευσε να διαψεύσει ότι υπάρχει τέτοιο σχέδιο, καλώντας να αποφευχθούν οι «αβάσιμες εικασίες» που αποσταθεροποιούν την αγορά.
Eπαναφορά ισορροπίας
Οι αναλυτές τονίζουν ότι η επαναφορά ισορροπίας θα απαιτήσει έναν συνδυασμό παραγόντων: χαμηλότερες τιμές ώστε να περιοριστεί η προσφορά από χώρες εκτός ΟΠΕΚ, ενδεχόμενες διαταραχές στην παραγωγή, αλλαγές στην πολιτική του οργανισμού αλλά και χρόνο ώστε η ζήτηση να απορροφήσει την πλεονάζουσα προσφορά.
Σε διαφορετική περίπτωση, η αγορά θα παραμείνει υπό την πίεση χαμηλών τιμών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ενίσχυση της ρωσικής νάφθας στην Ασία.
Η Ταϊβάν έχει εξελιχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς, αυξάνοντας τις μηνιαίες αγορές σχεδόν έξι φορές από το 2022, με ένα ιδιωτικό διυλιστήριο να ανεβάζει το μερίδιο ρωσικών εισαγωγών του από 9% σε 90%.
Ο Igor Yushkov, ειδικός του Χρηματοοικονομικού Πανεπιστημίου και του Εθνικού Ταμείου Ενεργειακής Ασφάλειας, υπογραμμίζει ότι «ο κίνδυνος το Brent να υποχωρήσει στα 60 δολάρια παραμένει υπαρκτός», ενώ σημειώνει πως η χειμερινή περίοδος, με χαμηλότερη κατανάλωση καυσίμων στο Βόρειο Ημισφαίριο, ενδέχεται να εντείνει την πτώση.
Ωστόσο, προσθέτει πως «δεν διαφαίνεται ισχυρός παράγοντας που να δικαιολογεί μια πιο απότομη πτώση, καθώς οι αυξήσεις παραγωγής του ΟΠΕΚ+ έχουν ήδη ενσωματωθεί στις τρέχουσες τιμές».
Στην Ινδία και την Κίνα, που απορροφούν το 80-90% των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου, η ζήτηση φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί, ενώ στην Ευρώπη το ζήτημα δεν είναι τόσο η διάθεση αλλά το κόστος, καθώς οι μακροπρόθεσμες συμβάσεις δεν προστατεύουν από την επίδραση των χαμηλότερων διεθνών τιμών.
Τέλος, αναλυτές επισημαίνουν ότι ακόμη και η διαφοροποίηση προϊόντων (νάφθα, ντίζελ) δεν αποτελεί λύση, καθώς όλες οι κατηγορίες διύλισης ακολουθούν παράλληλες διακυμάνσεις με το αργό πετρέλαιο.
Επομένως, η αγορά πετρελαίου μπαίνει σε έναν κρίσιμο κύκλο όπου η ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης θα καθορίσει τις αντοχές των παραγωγών και τις προοπτικές των τιμών.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, η υπερπροσφορά αναμένεται να κορυφωθεί στο ιστορικό ρεκόρ των 4,63 εκατ. βαρελιών ημερησίως (bpd) στο πρώτο τρίμηνο του 2026 και να περιοριστεί στα 3,33 εκατ. bpd μέχρι το τέλος του ίδιου έτους.
Η πίεση στις τιμές αποδίδεται κυρίως στην αύξηση της παραγωγής από τις χώρες του ΟΠΕΚ+ αλλά και από παραγωγούς εκτός καρτέλ.
Οι προβλέψεις για το WTI έχουν ήδη αναθεωρηθεί προς τα κάτω, με τη μέση τιμή για το 2026 να τοποθετείται στα 57 δολάρια ανά βαρέλι (από 60 δολάρια προηγουμένως), ενώ για το Brent οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 57 δολάρια το πρώτο τρίμηνο και 59 δολάρια το δεύτερο – από τα περίπου 65 δολάρια που διαπραγματεύεται σήμερα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Brent έχει ήδη υποχωρήσει κατά 11% από τις αρχές του έτους, κυρίως λόγω της χαλάρωσης των περιορισμών παραγωγής.
Στις 7 Σεπτεμβρίου, οι υπουργοί των χωρών που συμμετέχουν στις εθελοντικές μειώσεις παραγωγής (μεταξύ αυτών η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία) αποφάσισαν αύξηση παραγωγής κατά 137.000 βαρέλια ημερησίως από τον Οκτώβριο, απόφαση που οδήγησε σε βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη των τιμών.
Στις 5 Οκτωβρίου έχει προγραμματιστεί νέα συνάντηση των χωρών-μελών του ΟΠΕΚ+, όπου θα συζητηθεί το ενδεχόμενο επιτάχυνσης της παραγωγής κατά 500.000 βαρέλια ημερησίως σε διάστημα τριών μηνών.
Ωστόσο, ο ΟΠΕΚ έσπευσε να διαψεύσει ότι υπάρχει τέτοιο σχέδιο, καλώντας να αποφευχθούν οι «αβάσιμες εικασίες» που αποσταθεροποιούν την αγορά.
Eπαναφορά ισορροπίας
Οι αναλυτές τονίζουν ότι η επαναφορά ισορροπίας θα απαιτήσει έναν συνδυασμό παραγόντων: χαμηλότερες τιμές ώστε να περιοριστεί η προσφορά από χώρες εκτός ΟΠΕΚ, ενδεχόμενες διαταραχές στην παραγωγή, αλλαγές στην πολιτική του οργανισμού αλλά και χρόνο ώστε η ζήτηση να απορροφήσει την πλεονάζουσα προσφορά.
Σε διαφορετική περίπτωση, η αγορά θα παραμείνει υπό την πίεση χαμηλών τιμών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ενίσχυση της ρωσικής νάφθας στην Ασία.
Η Ταϊβάν έχει εξελιχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς, αυξάνοντας τις μηνιαίες αγορές σχεδόν έξι φορές από το 2022, με ένα ιδιωτικό διυλιστήριο να ανεβάζει το μερίδιο ρωσικών εισαγωγών του από 9% σε 90%.
Ο Igor Yushkov, ειδικός του Χρηματοοικονομικού Πανεπιστημίου και του Εθνικού Ταμείου Ενεργειακής Ασφάλειας, υπογραμμίζει ότι «ο κίνδυνος το Brent να υποχωρήσει στα 60 δολάρια παραμένει υπαρκτός», ενώ σημειώνει πως η χειμερινή περίοδος, με χαμηλότερη κατανάλωση καυσίμων στο Βόρειο Ημισφαίριο, ενδέχεται να εντείνει την πτώση.
Ωστόσο, προσθέτει πως «δεν διαφαίνεται ισχυρός παράγοντας που να δικαιολογεί μια πιο απότομη πτώση, καθώς οι αυξήσεις παραγωγής του ΟΠΕΚ+ έχουν ήδη ενσωματωθεί στις τρέχουσες τιμές».
Στην Ινδία και την Κίνα, που απορροφούν το 80-90% των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου, η ζήτηση φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί, ενώ στην Ευρώπη το ζήτημα δεν είναι τόσο η διάθεση αλλά το κόστος, καθώς οι μακροπρόθεσμες συμβάσεις δεν προστατεύουν από την επίδραση των χαμηλότερων διεθνών τιμών.
Τέλος, αναλυτές επισημαίνουν ότι ακόμη και η διαφοροποίηση προϊόντων (νάφθα, ντίζελ) δεν αποτελεί λύση, καθώς όλες οι κατηγορίες διύλισης ακολουθούν παράλληλες διακυμάνσεις με το αργό πετρέλαιο.
Επομένως, η αγορά πετρελαίου μπαίνει σε έναν κρίσιμο κύκλο όπου η ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης θα καθορίσει τις αντοχές των παραγωγών και τις προοπτικές των τιμών.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών