Τελευταία Νέα
Οικονομία

ΚΕΠΕ: Για κάθε πτώση 1% του ΑΕΠ της Ελλάδας, τα στεγαστικά NPEs των ελληνικών τραπεζών θα αυξάνονται κατά 3%

tags :
ΚΕΠΕ: Για κάθε πτώση 1% του ΑΕΠ της Ελλάδας, τα στεγαστικά NPEs των ελληνικών τραπεζών θα αυξάνονται κατά 3%

Η πανδημία του κορωνοϊού ανέκοψε (προσωρινά) τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας στις αρχές του 2020
Για κάθε πτώση 1% του ΑΕΠ της Ελλάδας, τα στεγαστικά NPEs των ελληνικών τραπεζών θα αυξάνονταν κατά 3%.
Αυτή είναι η εκτίμηση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), το οποίο αναλύει το πως θα διαμορφωθούν τα μη εξηπηρετούμενα δάνεια λόγω της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας που προκάλεσε η κρίση του κορωνοϊού.
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) αποτελούν μία από τις μείζονος σημασίας συνέπειες της μακροχρόνιας κρίσης της ελληνικής οικονομίας που εκδηλώθηκε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων επί του συνόλου των πιστώσεων έφτασε κατά μέσο όρο το 29,6% στην Ελλάδα εν συγκρίσει με 6,5% στη ζώνη του Ευρώ για την περίοδο 2009-2015.
Ο λόγος αυτός εκτοξεύτηκε στην Ελλάδα στο 47,8% κατά μέσο όρο την επόμενη περίοδο έως τον Σεπτέμβριο του 2018, δεδομένου ότι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν πια κάτω του 4%, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2019 μειώθηκε στο 42,1%.
Τα παραπάνω καταδεικνύουν τη σοβαρότητα του ζητήματος αυτού και τη μεγάλη απόσταση που οφείλει να καλύψει η χώρα μας στη διαχείρισή του.
Άλλωστε σε αυτό το πλαίσιο εντάχθηκε και η κυβερνητική πρωτοβουλία για το σχέδιο «Ηρακλής» που ψηφίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων τον Δεκέμβριο του 2019.
Το ερώτημα που ανακύπτει στη νέα οικονομική κατάσταση που δημιουργείται λόγω της εξάπλωσης της πανδημίας του COVID-19 είναι σε ποιο βαθμό θα επηρεαστεί η προσπάθεια μείωσης των ΜΕΔ από την ύφεση της ελληνικής οικονομίας μέσα στους επόμενους μήνες.
Σε μελέτη που πραγματοποίησε το ΚΕΠΕ διαπίστωσε ότι η επίδραση της οικονομικής ανάπτυξης, και εν προκειμένω του ρυθμού μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ και της απασχόλησης στην εξέλιξη των ΜΕΔ, εμφανίζεται να είναι στατιστικά ο πιο ισχυρός παράγοντας επηρεασμού του αριθμού των ΜΕΔ.
Συγκεκριμένα, η επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης της ανεργίας κατά 1% θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντίστοιχη επιτάχυνση της αύξησης των ΜΕΔ σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ 0,33% και 0,96% για τα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια.
Από την άλλη πλευρά, η μείωση του ρυθμού μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1% θα είχε ιδιαίτερα ισχυρή επίδραση, ceteris paribus, καθώς θα οδηγούσε σε αύξηση των στεγαστικών ΜΕΔ κατά 3% περίπου.
Με δεδομένη τη δυσχέρεια στην ιδιωτική οικονομία, σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής ως κύριος αντισταθμιστικός παράγοντας μπορεί να αναδειχθεί η αύξηση των κρατικών δαπανών για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας.
Στην περίπτωση της χώρας μας αυτό μπορεί να σημαίνει μείωση των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων του Κρατικού Προϋπολογισμού για όσο διάστημα απαιτείται, προκειμένου να στηριχθεί η οικονομία υπό τις έκτακτες συνθήκες ανοικοδόμησής της.
Η σχετικά μικρή επίδραση του ύψους του δημοσίου χρέους στην αύξηση των ΜΕΔ αποτελεί ένα ενθαρρυντικό μήνυμα προς τους υπεύθυνους χάραξης μιας περισσότερο παρεμβατικής πολιτικής στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Επιπλέον, ο ρόλος του δημοσιονομικού ισοζυγίου και του ελλείμματος του Κρατικού Προϋπολογισμού σχετικά με την εξέλιξη των ΜΕΔ θα πρέπει να εκτιμηθεί σε συνδυασμό με την προσδοκώμενη θετική επίδραση των δημοσίων δαπανών στη στήριξη του εισοδήματος και του ΑΕΠ, τα οποία αποτελούν τον κύριο παράγοντα επίδρασης στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Από την άλλη πλευρά, η χρηματοοικονομική ευρωστία των τραπεζικών ιδρυμάτων, όπως τουλάχιστον αυτή αντανακλάται στη διατήρηση ισχυρής κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, αποτελεί τη δεύτερη σημαντική γραμμή άμυνας για την ανάσχεση νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων όλων των κατηγοριών στο μέλλον, καθώς συμβάλλει στη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα και στη χρηματοοικονομική σταθερότητα γενικότερα.
Τέλος, η αρνητική επίπτωση που θα έχουν πιθανές δυσμενείς μεταβολές στις τιμές των ακινήτων στα στεγαστικά ΜΕΔ είναι αναμενόμενη αλλά μικρή, ενώ η αύξηση των παρεχόμενων κινήτρων προς τα πιστωτικά ιδρύματα για την ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης προς την οικονομία θα έχουν βραχυπρόθεσμα ευεργετική, αν και μικρή, επίδραση στη μείωση ή συγκράτηση της αύξησης των ΜΕΔ.
Επομένως, τον κύριο μοχλό στήριξης της οικονομίας και ανάσχεσης των ΜΕΔ πρέπει να αποτελέσει η αύξηση των κρατικών δαπανών ως βασικός στυλοβάτης του εισοδήματος σε περιόδους κρίσης, με την παράλληλη μέριμνα για διατήρηση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας των τραπεζών ως την αναγκαία γέφυρα για την «επόμενη μέρα» της ελληνικής οικονομίας.

Η πανδημία του κορωνοϊού ανέκοψε (προσωρινά) τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας στις αρχές του 2020

Στις αρχές του 2020 η ελληνική οικονομία (με την εξαίρεση των ιδιωτικών επενδύσεων) είχε αρχίσει να εμφανίζει μια αξιοσημείωτη δυναμική.
Έχοντας επιλύσει τα βασικά μακροοικονομικά της προβλήματα, αναπτυσσόταν με ρυθμούς υψηλότερους από αυτούς των άλλων χωρών της Ευρωζώνης.
Είχε περάσει ήδη μια δεκαετία από τότε που η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη της οικονομικής κρίσης.
Στον δημόσιο διάλογο είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται προβληματισμοί σχετικά με το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας.
Η κυβέρνηση, μάλιστα, συνέστησε, ήδη από τον Ιανουάριο 2020, μια επιτροπή με επικεφαλής τον νομπελίστα οικονομολόγο Χριστόφορο Πισσαρίδη προκειμένου να υποβάλει σχετικό αναπτυξιακό σχέδιο.
Την ώρα που υπήρχαν αυτοί οι προβληματισμοί, μια μη οικονομική εξωτερική-παγκόσμια διαταραχή, η πανδημία του κορωνοϊού, ήρθε να ανατρέψει τη δυναμική που με κόπο και θυσίες του ελληνικού λαού είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στην ελληνική οικονομία.
Η ύφεση πήρε τη θέση της μεγέθυνσης και η απογοήτευση πήρε τη θέση της χαράς.
Οι πρώτες επιπτώσεις από την εμφάνιση της πανδημίας έγιναν ορατές από την αντίδραση του δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών και από την άνοδο των επιτοκίων των ομολόγων.
Μεγάλη είναι επίσης και η επίπτωση του κορωνοϊού στον τουρισμό, που αποτελεί τη βασική συνιστώσα του ΑΕΠ της χώρας.
Τα 30 εκατ. τουριστών που παραδοσιακά έρχονταν στην Ελλάδα, κινούσαν μια σειρά από συμπληρωματικές δραστηριότητες στην εστίαση, την ψυχαγωγία και τις μεταφορές.
Μια άλλη συνέπεια είναι η επίδραση του κορωνοϊού στον φόβο των επενδυτών.
Η εμπειρία δείχνει ότι, όταν διαχέεται φόβος λόγω εξωτερικών γεγονότων, οι επενδυτές προσπαθούν να βρουν ασφαλή «λιμάνια» για τα κεφάλαιά τους.
Τέλος, ένα κανάλι άμεσων επιπτώσεων σχετίζεται με το προσωρινό κλείσιμο επιχειρήσεων και οργανισμών καθώς επίσης και με το επίσης προσωρινό πάγωμα κάποιων δραστηριοτήτων.
Οι μακροοικονομικές προβλέψεις, όπως αποτυπώθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, εκτιμούν ύφεση από 4,7% (βασικό σενάριο) έως 7,9% (δυσμενές σενάριο), ενώ υπάρχουν προβλέψεις και για ύφεση γύρω στο 10% (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΔΝΤ) ή και πολύ περισσότερο (ΟΟΣΑ).
Αντίστοιχα, η πρόβλεψη για το πρωτογενές έλλειμμα κυμαίνεται από 1,9% του ΑΕΠ στο πρώτο και 2,8% του ΑΕΠ στο δεύτερο σενάριο του ΥΠΟΙΚ (το ΔΝΤ προβλέπει 5,1% του ΑΕΠ).
Οι προβλέψεις για το ύψος του ακαθάριστου χρέους της Γενικής Κυβέρνησης για το 2020 είναι αντίστοιχα δυσοίωνες.
Η πρόβλεψη του Προγράμματος Σταθερότητας της ελληνικής κυβέρνησης είναι για αύξηση κατά 6,1 δισ. ευρώ (θα ανέλθει στα 337 δισ.), όμως, με την παράλληλη πτώση του ΑΕΠ, θα αυξηθεί κατά 12,2 μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ, φθάνοντας στο 188,8%.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει αύξηση 20 ποσοστιαίων μονάδων αγγίζοντας το 196,4% του ΑΕΠ, ενώ το ΔΝΤ θεωρεί ότι το χρέος θα ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ.
Η πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για ύφεση 0,9% το πρώτο τρίμηνο σε ετήσια βάση καταδεικνύει αντοχή από την πλευρά της οικονομίας και πως συγκριτικά με τη Γερμανία (-2,3% το πρώτο τρίμηνο σε ετήσια βάση), τη Γαλλία (-5,3%), την Ισπανία (-4,1%), και την Ιταλία (-5,4%) η επίδοση της Ελλάδας ήταν σαφώς καλύτερη.
Σήμερα οι περισσότεροι αναλυτές προχωρούν σε επανεκτίμηση της κατάστασης προβλέποντας μικρότερη ύφεση.
Για παράδειγμα, ο ΟΟΣΑ θεωρεί ότι θα έχουμε ύφεση (μόνο) 8% το 2020 και ανάπτυξη 4,5% το 20213.
Στο ΚΕΠΕ, εκτιμούμε πλέον την ύφεση στο εύρος 5,67% με 7,16%.
Το σημαντικότερο στοιχείο της αλλαγής αυτής είναι η εμπιστοσύνη και αξιοπιστία που δημιουργήθηκε στη χώρα μας από τη διαχείριση της υγειονομικής και της οικονομικής κρίσης από την ελληνική πολιτεία.
Εμπιστοσύνη και αξιοπιστία ήταν τα «χαμένα» όπλα της ελληνικής οικονομικής πολιτικής για δεκαετίες.
Αξιοπιστία σημαίνει προσήλωση στους στόχους της πολιτικής της χώρας με ειλικρίνεια, συνέπεια, μεθοδικότητα και υπευθυνότητα.
Η αξιοπιστία ενισχύει έμπρακτα την εμπιστοσύνη τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας.
Με τη σειρά της, η εμπιστοσύνη βελτιώνει τις προσδοκίες και αυτές πριμοδοτούν τις προσπάθειες της κυβέρνησης, φέρνοντας το επιθυμητό αποτέλεσμα, που δεν είναι άλλο από τη γρήγορη και σταθερή επανόρθωση της οικονομίας.
Τα πρώτα δείγματα γραφής συνηγορούν στην παραπάνω υπόθεση.
Αντανακλώνται στην επιτυχή έξοδο της χώρας όπου δανείστηκε για 10ετές ομόλογο με επιτόκιο 1,5%4.
Δεν είναι η πρώτη φορά που βγήκε η χώρα στις αγορές.
Είναι όμως η πρώτη φορά κατά την οποία το κόστος δανεισμού είναι τόσο μικρό για ένα δεκαετές ομόλογο.
Τον Μάρτιο του 2019, το αντίστοιχο επιτόκιο δανεισμού ήταν 3,9%.
Άρα η εμπιστοσύνη είναι το άλφα και το ωμέγα στην οικονομία.
Και αυτό είναι ένα σημαντικό μήνυμα που πρέπει να το κρατήσουμε για τουςεπόμενους μήνες.
Οι ξένοι επενδυτές δανείζουν στις σημερινές συνθήκες την Ελλάδα με ευνοϊκό επιτόκιο.
Και μάλιστα σε μια περίοδο γεωπολιτικών εντάσεων όπου η Ελλάδα απειλείται από την επιθετικότητα της Τουρκίας.
Απόδειξη και αυτό του πόσο σημαντικό είναι ότι η χώρα μας είναι «δεμένη» με το ευρώ.

Ο τουρισμός επηρεάζεται αρνητικά

Ο τουριστικός τομέας αναμένεται να αντιμετωπίσει ένα από σημαντικότερα πλήγματα από τη διεθνή εξάπλωση του νέου κορωνοϊού (COVID-19), γιατί συμβάλλει σημαντικά στην ελληνική οικονομία.
Η πρακτική που συνήθως ακολουθείται για την εκτίμηση της συμβολής του τουρισμού στην ελληνική οικονομία είναι να διαιρείται η εγχώρια τουριστική δαπάνη με το ΑΕΠ της οικονομίας.
Μια τέτοια εκτίμηση θα έδινε μια συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία για το έτος 2018 της τάξης του 9,7%.
Ωστόσο, η σύγχρονη αναγνωρισμένη προσέγγιση για την εκτίμηση της συμβολής του τουριστικού τομέα στην οικονομία είναι μέσω του συστήματος των Δορυφόρων Λογαριασμών Τουρισμού (ΔΛΤ), όπου εκτιμάται η τουριστική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, το τουριστικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και ο δείκτης της συμβολής του τουρισμού στην οικονομία (tourism ratio).
Ο δείκτης της συμβολής του τουρισμού στην οικονομία (tourism ratio), ο οποίος ορίζεται ως ο λόγος της συνολικής (εισερχόμενη και εσωτερική) τουριστικής κατανάλωσης προς τη συνολική προσφορά της οικονομίας, αποτελεί έναν διεθνώς αναγνωρισμένο δείκτη μέτρησης του ειδικού βάρους του τουριστικού τομέα σε μια οικονομία.
Στο σχετικό Ειδικό θέμα το ΚΕΠΕ εκτίμησε τον δείκτη συμβολής του τουρισμού στην οικονομία (tourism ratio) χρησιμοποιώντας στοιχεία της εγχώριας τουριστικής δαπάνης (€17,9 δισ.), καθώς και τη συνολική προσφορά στην οικονομία για το 2018, και διαπίστωσε ότι αυτός διαμορφώνεται στο 5,6%.
Το εν λόγω μέγεθος μπορεί να φαίνεται «μικρό» σε σχέση με όσα συνήθως δημοσιεύονται για τη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία, αλλά είναι σε απόλυτη αντιστοιχία με τα σχετικά μεγέθη που ανακοινώνουν και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συμβολή του τουρισμού στην οικονομία δεν θα πρέπει να συγχέεται με τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις που προκαλούνται από μεταβολές στην τουριστική ζήτηση.
Σε πρόσφατη Ανάλυση Επικαιρότητας του ΚΕΠΕ υπολογίστηκε ότι στο υποθετικό-ακραίο σενάριο μηδενισμού των διεθνών ταξιδιωτικών εισπράξεων της χώρας, η μείωση στο ΑΕΠ της οικονομίας θα είναι, σταθερών όλων των άλλων παραγόντων, της τάξης του 10,4%, η μείωση στην απασχόληση της τάξης του 11,2% και η αύξηση του ελλείμματος του Ισοζυγίου Αγαθών και Υπηρεσιών κατά περίπου €12,226 δις.
Την ίδια ώρα όμως, οι πολλαπλασιαστικές επιδράσεις των κρατικών καταναλωτικών δαπανών στην ελληνική οικονομία είναι σημαντικά ισχυρότερες από αυτές του τουριστικού τομέα.
Δεδομένου ότι ο δημόσιος τομέας καταλαμβάνει το 1/5 περίπου της ελληνικής οικονομίας σε όρους παραγωγής και απασχόλησης, η άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη άσκηση κατάλληλων κλαδικών πολιτικών, είναι εφικτό να αντισταθμίσει σημαντικό μέρος των αρνητικών επιπτώσεων της μείωσης των διεθνών ταξιδιωτικών εισπράξεων.
Κατά συνέπεια, οι εκτιμήσεις τουΥπουργείου Οικονομικών για ύφεση 4,7% έως 7,9% φαίνονται, με τα σημερινά δεδομένα, αρκετά βάσιμες.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης