Σύμφωνα με τους Financial Times, οι πρόσφατες συμφωνίες των ΗΠΑ με τη Μαλαισία και την Καμπότζη περιλαμβάνουν ρήτρες που χαρακτηρίζονται ως «δηλητηριώδη χάπια» (poison pills): όρους που επιτρέπουν στην Ουάσινγκτον να τερματίσει μονομερώς μια συμφωνία εάν η χώρα-εταίρος συνάψει εμπορική ή τεχνολογική συνεργασία που θεωρείται ότι πλήττει την εθνική ασφάλεια ή τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ.
Τι ισχύει στην πραγματικότητα
Πρόκειται για μια θεμελιώδη μετατόπιση: οι εμπορικές σχέσεις παύουν να αποτελούν απλώς οικονομικό εργαλείο και μετατρέπονται σε μηχανισμό γεωπολιτικής πίεσης. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Σάιμον Έβενετ (IMD Lausanne), τέτοιες ρυθμίσεις ουσιαστικά αναπροσδιορίζουν τον ρόλο των εμπορικών συμφωνιών, όχι ως μέσα αμοιβαίας ανάπτυξης, αλλά ως τρόπους καθορισμού γεωπολιτικής ευθυγράμμισης.
Η στόχευση είναι σαφής: η ανάσχεση της αυξανόμενης επιρροής της Κίνας στη Νοτιοανατολική Ασία.
Ωστόσο, για χώρες όπως η Μαλαισία και η Καμπότζη, το δίλημμα που δημιουργείται δεν είναι εύκολο. Η Κίνα αποτελεί για αυτές βασικό επενδυτή, εμπορικό εταίρο και κεντρικό πυλώνα της οικονομικής τους ανάπτυξης, ιδίως μέσω πρωτοβουλιών όπως η «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος».
Όταν καλούνται να αποδεχθούν συμφωνίες που μπορεί να ακυρωθούν αν συνεργαστούν με το Πεκίνο, στην πράξη δεν τους ζητείται εμπορική δέσμευση, αλλά πολιτική τοποθέτηση.
Οι αποκαλύψεις από Ελληνίδα
Η Μαρία Δεμερτζή, από το think tank Conference Board, τονίζει ότι ο στόχος της Ουάσινγκτον δεν περιορίζεται στον αποκλεισμό κινεζικών προϊόντων, αλλά επεκτείνεται στον περιορισμό ολόκληρου του κινεζικού οικονομικού οικοσυστήματος — τεχνολογίας, εφοδιαστικής αλυσίδας και επενδυτικών ροών — ώστε να μην αποκτήσει έμμεση πρόσβαση στις ΗΠΑ μέσω τρίτων χωρών. Στην ουσία, βλέπουμε μια προσπάθεια αναδιαμόρφωσης των εμπορικών αλυσίδων της ασιατικής αγοράς με κριτήριο τη στρατηγική και όχι την οικονομική συμβατότητα.
Η προσέγγιση αυτή εντάσσει το εμπόριο στον πυρήνα μιας νέας αντιπαλότητας, όπου η οικονομία και η ασφάλεια δεν διαχωρίζονται. Η Ουάσινγκτον δεν επιδιώκει απλώς συμφωνίες — επιδιώκει επιρροή, έλεγχο και αποκλεισμό του ανταγωνιστή της από κρίσιμες ζώνες οικονομικής δικτύωσης.
Αυτό συνιστά ένα νέο είδος παγκόσμιας οικονομικής πραγματικότητας, όπου οι εμπορικοί όροι μετατρέπονται σε εργαλεία γεωπολιτικής πειθάρχησης.
Ωστόσο, αυτή η στρατηγική έχει και κόστος.
Η πίεση για επιλογή στρατοπέδου μπορεί να κλονίσει την εμπιστοσύνη προς τις ΗΠΑ ως σταθερό οικονομικό εταίρο.
Οι χώρες του ASEAN, που μέχρι σήμερα επιδίωκαν να ισορροπούν μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου, δεν επιθυμούν να μετατραπούν σε πιόνια μιας διπολικής αντιπαράθεσης. Εάν οι συμφωνίες μετατραπούν σε εργαλεία πολιτικού αποκλεισμού, υπάρχει ο κίνδυνος η περιοχή να στραφεί σε λύσεις περιφερειακής αυτονόμησης, μειώνοντας την εξάρτηση από κάθε εξωτερικό κέντρο ισχύος.
Το πιο σημαντικό είναι ότι αυτές οι ρήτρες εγκαθιδρύουν ένα νέο προηγούμενο στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις: το εμπόριο δεν αξιολογείται πια με βάση το αμοιβαίο όφελος, αλλά με βάση την πολιτική ευθυγράμμιση. Αν αυτή η προσέγγιση γενικευτεί, η παγκόσμια οικονομία θα απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από τη λογική της διασύνδεσης και θα εισέλθει σε μια εποχή ανταγωνιστικών οικονομικών μπλοκ, όπου χώρες και αγορές θα υποχρεώνονται να επιλέγουν στρατόπεδο.
Η πραγματικότητα της Ασίας όμως δεν είναι μονοδιάστατη. Τα κράτη της περιοχής διαθέτουν οικονομική αυτοτέλεια, στρατηγική αντίληψη και κυρίως δεν επιδιώκουν να υπαχθούν αποκλειστικά σε μία δύναμη. Η επόμενη δεκαετία θα κρίνει εάν η αμερικανική στρατηγική θα εδραιώσει την επιρροή της ή εάν, τελικά, θα επιταχύνει την τάση πολυπολικότητας και θα οδηγήσει τις χώρες του ASEAN στην αναζήτηση νέων, ανεξάρτητων μορφών οικονομικής και γεωπολιτικής ισορροπίας.
Σχόλια αναγνωστών