Η Ουάσιγκτον φαίνεται έτοιμη να επαναλάβει το ίδιο επικίνδυνο λάθος που έχει ήδη καταστρέψει ολόκληρες χώρες επί δεκαετίες.
Ο Michael O’Hanlon, κάτοχος της έδρας Phil Knight Chair in Defense and Strategy στο Brookings Institution, και η Caitlin Talmadge, αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο MIT και Senior Non-Resident Fellow στο Brookings, επισημαίνουν -σε άρθρο τους στο National Interest- πως η αμερικανική κυβέρνηση κινδυνεύει να βυθίσει τη Βενεζουέλα στη δίνη μιας νέας, ατέρμονης κρίσης, επαναλαμβάνοντας το ίδιο αποτυχημένο στρατιωτικό μοντέλο που γέννησε τις καταστροφές της Μέσης Ανατολής.
Καθώς η Ουάσιγκτον ενισχύει τη στρατιωτική της παρουσία ανοιχτά των ακτών της Βενεζουέλας και κυκλοφορούν πληροφορίες για ενδεχόμενη χρήση αεροπορικών και πυραυλικών πληγμάτων με στόχο την ανατροπή του Nicolas Maduro, οι δύο αναλυτές υπενθυμίζουν ότι η πίστη στην «παντοδυναμία» της αμερικανικής αεροπορικής ισχύος έχει επανειλημμένα οδηγήσει σε στρατηγικά αδιέξοδα.
«Η ιστορία της σύγχρονης πολεμικής ισχύος είναι αποκαρδιωτική για όσους πιστεύουν ότι μπορούν να πετύχουν γρήγορα και θεαματικά αποτελέσματα με περιορισμένα μέσα», σημειώνουν χαρακτηριστικά.
Από το Κόσοβο του 1999 ως το Ιράκ του 2003, το Αφγανιστάν του 2001, τη Λιβύη του 2011 και τις επιχειρήσεις κατά του ISIS μετά το 2014, το δόγμα των αεροπορικών επιθέσεων χωρίς ισχυρή παρουσία στο έδαφος έχει αποτύχει να επιτύχει μόνιμη πολιτική σταθερότητα.
Από το Κόσοβο μέχρι την Τρίπολη
Θυμίζουν ότι στο Κόσοβο το 1999, το ΝΑΤΟ ξεκίνησε τις επιχειρήσεις του υποτιμώντας τη σκληρότητα του σερβικού καθεστώτος.
Ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε λιγότερο από μία εβδομάδα βομβαρδισμών· τελικά χρειάστηκαν 77 ημέρες και δεκαπλάσια ισχύ πυρός, για να επιτευχθεί μια αμφιλεγόμενη νίκη που στηρίχθηκε περισσότερο στην πολιτική πίεση παρά στα πλήγματα.
Στο Αφγανιστάν (2001), η αμερικανική αεροπορία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πτώση των Ταλιμπάν, αλλά μόνο επειδή συνεργάστηκε με τις δυνάμεις της Βόρειας Συμμαχίας στο έδαφος και με ειδικές δυνάμεις της CIA. Παρ’ όλα αυτά, η «νίκη» αποδείχθηκε προσωρινή. Είκοσι χρόνια μετά, οι Ταλιμπάν επανήλθαν στην εξουσία και οι ΗΠΑ αποχώρησαν ταπεινωμένες.
Στο Ιράκ (2003), η επιχείρηση “Shock and Awe” σχεδιάστηκε για να παραλύσει το καθεστώς του Saddam Hussein μέσω μαζικών αεροπορικών και πυραυλικών επιθέσεων.
Ωστόσο, το καθεστώς δεν κατέρρευσε. Οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να στείλουν εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες στο έδαφος και να παραμείνουν σχεδόν μία δεκαετία, πληρώνοντας τεράστιο πολιτικό, οικονομικό και ανθρώπινο κόστος. Το αποτέλεσμα; Ένα κατεστραμμένο κράτος και η γέννηση του ISIS.
Η Λιβύη (2011) αποτέλεσε το πιο πρόσφατο παράδειγμα του ίδιου μοτίβου.
Η πτώση του Muammar Gaddafi παρουσιάστηκε ως «νίκη της δημοκρατίας», αλλά η χώρα βυθίστηκε στο χάος, διαιρέθηκε σε φατρίες και σήμερα παραμένει πεδίο αντιπαράθεσης ξένων δυνάμεων.
Αν αυτό είναι επιτυχία, τότε η αποτυχία δεν χρειάζεται ορισμό.
Η περίπτωση του ISIS
Η αμερικανική επιχείρηση Operation Inherent Resolve κατά του ISIS από το 2014 έως το 2021 απέδειξε ότι η αεροπορική ισχύς απαιτεί συμμάχους στο έδαφος.
Χρειάστηκαν επτά χρόνια, τρεις προεδρικές διοικήσεις και δεκάδες χιλιάδες βόμβες, προκειμένου να εξουδετερωθεί ο πυρήνας του ISIS στο Ιράκ. Και αυτό κατέστη δυνατό μόνο χάρη στις κουρδικές δυνάμεις Peshmerga, στις σιιτικές πολιτοφυλακές υποστηριζόμενες από το Ιράν, και σε μια ανασυγκροτημένη ιρακινή κυβέρνηση.
Χωρίς σταθερούς συμμάχους στο έδαφος, η αμερικανική στρατιωτική δύναμη μπορεί να καταστρέψει, αλλά όχι να σταθεροποιήσει.
Στοχευμένα πλήγματα χωρίς αποτέλεσμα
Πριν λίγα χρόνια, ο Donald Trump διέταξε τη δολοφονία του Qassem Soleimani, του ισχυρού διοικητή της ιρανικής Δύναμης Quds. Παρά το γεγονός ότι η ενέργεια αυτή αποδυνάμωσε προσωρινά το Ιράν, δεν μείωσε την περιφερειακή του επιρροή, ούτε άλλαξε το καθεστώς.
Ανάλογα, στο Ισραήλ, οι παρατεταμένοι βομβαρδισμοί στη Γάζα και οι επιθέσεις κατά της Hezbollah στον Λίβανο έδειξαν πως, ακόμη και με υπερσύγχρονα όπλα, η εξόντωση ενός εχθρού χωρίς πολιτική στρατηγική είναι ανέφικτη. Η Hezbollah, παρά τις βαριές απώλειες, παραμένει υπαρκτή δύναμη. Και η Hamas, ύστερα από δύο χρόνια βομβαρδισμών, δεν έχει εξαφανιστεί.
Η Βενεζουέλα ως νέα παγίδα
Όπως τονίζουν οι O’Hanlon και Talmadge, οι δικτάτορες έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ζουν για να επιβιώνουν. Κανένα καθεστώς δεν κατέρρευσε απλώς και μόνο επειδή δέχθηκε αεροπορικά πλήγματα.
Αντιθέτως, οι ελίτ συσπειρώνονται γύρω από τον ηγέτη και οι λαοί, αντί να εξεγείρονται, φοβούνται και υποφέρουν.
Η πιθανή στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ στη Βενεζουέλα θα έχει, όπως όλα δείχνουν, το ίδιο αποτέλεσμα με το Ιράκ και τη Λιβύη: ένα διαλυμένο κράτος, διάχυτη βία, ανθρωπιστική κρίση, και μια νέα γενιά προσφύγων.
Η Λατινική Αμερική, μια περιοχή που για δεκαετίες έχει πληρώσει βαρύ τίμημα για τις «επεμβάσεις υπέρ της δημοκρατίας», θα μετατραπεί ξανά σε πεδίο αντιπαράθεσης μεγάλων δυνάμεων.
Η Ρωσία και η Κίνα ήδη στηρίζουν τη Βενεζουέλα οικονομικά και ενεργειακά και μια αμερικανική επίθεση θα κλιμακώσει την παγκόσμια γεωπολιτική ένταση.
Οι δύο καθηγητές υπενθυμίζουν στον D. Trump –και σε κάθε Αμερικανό ηγέτη– ότι η υπόσχεση να μπει τέλος στους «forever wars» δεν μπορεί να συμβαδίζει με την επιστροφή σε πολιτικές βομβαρδισμών και αλλαγής καθεστώτων.
Η χρήση βίας χωρίς σαφή πολιτική στρατηγική και χωρίς σχέδιο για την «επόμενη ημέρα» οδηγεί πάντοτε στο ίδιο σημείο: καταστροφή, χάος, και απώλεια της αμερικανικής αξιοπιστίας.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών