Το κόστος της επιχείρησης για τη μετεγκατάσταση των Αφγανών αναθεωρήθηκε από τα αρχικά 7 δισεκατομμύρια λίρες σε περίπου 2 δισεκατομμύρια λίρες
Η βρετανική κυβέρνηση προχώρησε στη δημιουργία ενός μυστικού σχεδίου για τη μετεγκατάσταση χιλιάδων Αφγανών στη Βρετανία, μετά από διαρροή προσωπικών δεδομένων που έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή αυτών και των οικογενειών τους εξαιτίας των αντιποίνων από τους Ταλιμπάν.
Η διαρροή, η οποία περιλάμβανε τα ονόματα, τα στοιχεία επικοινωνίας και άλλες προσωπικές πληροφορίες περίπου 25.000 Αφγανών που συνεργάστηκαν στενά με το Ηνωμένο Βασίλειο πριν από την πτώση της κυβέρνησης στο Αφγανιστάν το 2021, έγινε τον Φεβρουάριο του 2022 και προήλθε από έναν Βρετανό στρατιώτη.
Όπως αποκαλύπτουν τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης, η διαρροή αυτή, που συνέβη μέσω email, αποκάλυψε τα προσωπικά δεδομένα αυτών των ατόμων και μελών των οικογενειών τους, οι οποίοι κινδύνευαν από βίαιες αντιδράσεις των Ταλιμπάν λόγω της συνεργασίας τους με τη βρετανική κυβέρνηση.
Η διαρροή αυτή δεν ανακαλύφθηκε παρά τον Αύγουστο του 2023, όταν κάποιος ανώνυμος χρήστης δημοσίευσε τις πληροφορίες σε ομάδα στο Facebook, απειλώντας να αποκαλύψει ολόκληρη τη βάση δεδομένων.
Παρά τις σοβαρές συνέπειες, η κυβέρνηση του Rishi Sunak προχώρησε σε έναν μυστικό επιχειρησιακό μηχανισμό για τη μετεγκατάσταση των Αφγανών, με σκοπό να προστατευτούν από τις επιθέσεις των Ταλιμπάν.
Τι περιελάμβανε το σχέδιο
Το σχέδιο αυτό, το οποίο εγκρίθηκε υπό τη συντηρητική κυβέρνηση Sunak, είχε ως στόχο τη μετεγκατάσταση 25.000 Αφγανών στη Βρετανία, με εκτιμώμενο κόστος περίπου 7 δισεκατομμυρίων λιρών, σύμφωνα με εκτιμήσεις της κυβέρνησης.
Ωστόσο, η εφαρμογή αυτού του σχεδίου, το οποίο αφορούσε άτομα που κρίθηκαν υψηλού κινδύνου λόγω της διαρροής, δεν ήταν χωρίς αντιφάσεις.
Η διαρροή είχε προκαλέσει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια των Αφγανών που είχαν εκτεθεί στους Ταλιμπάν, οι οποίοι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της βρετανικής κυβέρνησης, θα μπορούσαν να τους επιτεθούν με φόντο τα δεδομένα που διέρρευσαν.
Ωστόσο, η απάντηση της κυβέρνησης υπό το καθεστώς Sunak περιλάμβανε τη δημιουργία του λεγόμενου "Afghan Response Route", ενός ειδικού προγράμματος για να επιτευχθεί η γρήγορη και ασφαλής μετεγκατάσταση των Αφγανών, αποφεύγοντας το ενδεχόμενο εκδίκησης από τους Ταλιμπάν.
Το σχέδιο αυτό, το οποίο ήταν σε πλήρη εφαρμογή μέχρι πρόσφατα, εξακολουθεί να παραμένει κρυφό για το κοινό και τα μέσα ενημέρωσης λόγω ενός «super-injunction» (υπερ-απαγόρευσης) που επιβλήθηκε από το δικαστήριο και εμπόδιζε οποιαδήποτε δημοσιοποίηση στοιχείων για την υπόθεση.
Η απόφαση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστεί η διαφάνεια γύρω από τις ενέργειες της κυβέρνησης, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκαν έντονες πολιτικές και νομικές αντιδράσεις.
Η διαρροή και οι συνέπειές της, τόσο για τους Αφγανούς όσο και για τη βρετανική κυβέρνηση, αποτέλεσαν έναν εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα, με τη δικαστική διαδικασία να συνεχίζεται παρά τις πιέσεις για διαφάνεια.
Το κόστος της επιχείρησης για τη μετεγκατάσταση των Αφγανών αναθεωρήθηκε από τα αρχικά 7 δισεκατομμύρια λίρες σε περίπου 2 δισεκατομμύρια λίρες, καθώς μειώθηκε ο αριθμός των δικαιούχων.
Αντιδράσεις
Οι εξελίξεις γύρω από την υπόθεση αυξάνουν τις πολιτικές πιέσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς η κοινή γνώμη εκφράζει ανησυχίες για τις συνέπειες αυτών των μυστικών διαρροών και τη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, ενώ η κοινή γνώμη ανησυχεί για την ασφάλεια των Αφγανών που είχαν εμπλακεί στην αμερικανοβρετανική στρατιωτική παρουσία στη χώρα.
Μάλιστα, η πολιτική αυτή ενδέχεται να ενισχύσει την επιρροή του αντι-μεταναστευτικού κόμματος Reform UK, το οποίο φαίνεται να κερδίζει έδαφος στις τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Η Βρετανία βρίσκεται, λοιπόν, μπροστά σε μία δύσκολη κατάσταση: πώς να προστατεύσει τους πολίτες της και να εκπληρώσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις, ενώ ταυτόχρονα να διαχειριστεί τις έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό.
Η υπόθεση αναμένεται να έχει συνέπειες και στη στρατηγική προσέγγιση της Βρετανίας απέναντι στην προστασία των προσφύγων και των ανθρώπων σε κίνδυνο διεθνώς.
Η τελευταία αυτή εξέλιξη έρχεται τη στιγμή που η κυβέρνηση Sunak και η δικαστική εξουσία προσπαθούν να διαχειριστούν τις πολιτικές συνέπειες της διαρροής, με τη δημοσιοποίηση των πρώτων πληροφοριών να γίνεται μόνο μετά την ανάκληση της «super-injunction».
Παρά τις περιορισμένες δυνατότητες δημοσιοποίησης, η δικαστική διαδικασία συνεχίζεται και μένει να φανεί πώς θα επηρεάσει αυτή η υπόθεση την πορεία των επόμενων πολιτικών αποφάσεων.
www.bankingnews.gr
Η διαρροή, η οποία περιλάμβανε τα ονόματα, τα στοιχεία επικοινωνίας και άλλες προσωπικές πληροφορίες περίπου 25.000 Αφγανών που συνεργάστηκαν στενά με το Ηνωμένο Βασίλειο πριν από την πτώση της κυβέρνησης στο Αφγανιστάν το 2021, έγινε τον Φεβρουάριο του 2022 και προήλθε από έναν Βρετανό στρατιώτη.
Όπως αποκαλύπτουν τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης, η διαρροή αυτή, που συνέβη μέσω email, αποκάλυψε τα προσωπικά δεδομένα αυτών των ατόμων και μελών των οικογενειών τους, οι οποίοι κινδύνευαν από βίαιες αντιδράσεις των Ταλιμπάν λόγω της συνεργασίας τους με τη βρετανική κυβέρνηση.
Η διαρροή αυτή δεν ανακαλύφθηκε παρά τον Αύγουστο του 2023, όταν κάποιος ανώνυμος χρήστης δημοσίευσε τις πληροφορίες σε ομάδα στο Facebook, απειλώντας να αποκαλύψει ολόκληρη τη βάση δεδομένων.
Παρά τις σοβαρές συνέπειες, η κυβέρνηση του Rishi Sunak προχώρησε σε έναν μυστικό επιχειρησιακό μηχανισμό για τη μετεγκατάσταση των Αφγανών, με σκοπό να προστατευτούν από τις επιθέσεις των Ταλιμπάν.
Τι περιελάμβανε το σχέδιο
Το σχέδιο αυτό, το οποίο εγκρίθηκε υπό τη συντηρητική κυβέρνηση Sunak, είχε ως στόχο τη μετεγκατάσταση 25.000 Αφγανών στη Βρετανία, με εκτιμώμενο κόστος περίπου 7 δισεκατομμυρίων λιρών, σύμφωνα με εκτιμήσεις της κυβέρνησης.
Ωστόσο, η εφαρμογή αυτού του σχεδίου, το οποίο αφορούσε άτομα που κρίθηκαν υψηλού κινδύνου λόγω της διαρροής, δεν ήταν χωρίς αντιφάσεις.
Η διαρροή είχε προκαλέσει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια των Αφγανών που είχαν εκτεθεί στους Ταλιμπάν, οι οποίοι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της βρετανικής κυβέρνησης, θα μπορούσαν να τους επιτεθούν με φόντο τα δεδομένα που διέρρευσαν.
Ωστόσο, η απάντηση της κυβέρνησης υπό το καθεστώς Sunak περιλάμβανε τη δημιουργία του λεγόμενου "Afghan Response Route", ενός ειδικού προγράμματος για να επιτευχθεί η γρήγορη και ασφαλής μετεγκατάσταση των Αφγανών, αποφεύγοντας το ενδεχόμενο εκδίκησης από τους Ταλιμπάν.
Το σχέδιο αυτό, το οποίο ήταν σε πλήρη εφαρμογή μέχρι πρόσφατα, εξακολουθεί να παραμένει κρυφό για το κοινό και τα μέσα ενημέρωσης λόγω ενός «super-injunction» (υπερ-απαγόρευσης) που επιβλήθηκε από το δικαστήριο και εμπόδιζε οποιαδήποτε δημοσιοποίηση στοιχείων για την υπόθεση.
Η απόφαση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστεί η διαφάνεια γύρω από τις ενέργειες της κυβέρνησης, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκαν έντονες πολιτικές και νομικές αντιδράσεις.
Η διαρροή και οι συνέπειές της, τόσο για τους Αφγανούς όσο και για τη βρετανική κυβέρνηση, αποτέλεσαν έναν εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα, με τη δικαστική διαδικασία να συνεχίζεται παρά τις πιέσεις για διαφάνεια.
Το κόστος της επιχείρησης για τη μετεγκατάσταση των Αφγανών αναθεωρήθηκε από τα αρχικά 7 δισεκατομμύρια λίρες σε περίπου 2 δισεκατομμύρια λίρες, καθώς μειώθηκε ο αριθμός των δικαιούχων.
Αντιδράσεις
Οι εξελίξεις γύρω από την υπόθεση αυξάνουν τις πολιτικές πιέσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς η κοινή γνώμη εκφράζει ανησυχίες για τις συνέπειες αυτών των μυστικών διαρροών και τη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, ενώ η κοινή γνώμη ανησυχεί για την ασφάλεια των Αφγανών που είχαν εμπλακεί στην αμερικανοβρετανική στρατιωτική παρουσία στη χώρα.
Μάλιστα, η πολιτική αυτή ενδέχεται να ενισχύσει την επιρροή του αντι-μεταναστευτικού κόμματος Reform UK, το οποίο φαίνεται να κερδίζει έδαφος στις τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Η Βρετανία βρίσκεται, λοιπόν, μπροστά σε μία δύσκολη κατάσταση: πώς να προστατεύσει τους πολίτες της και να εκπληρώσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις, ενώ ταυτόχρονα να διαχειριστεί τις έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό.
Η υπόθεση αναμένεται να έχει συνέπειες και στη στρατηγική προσέγγιση της Βρετανίας απέναντι στην προστασία των προσφύγων και των ανθρώπων σε κίνδυνο διεθνώς.
Η τελευταία αυτή εξέλιξη έρχεται τη στιγμή που η κυβέρνηση Sunak και η δικαστική εξουσία προσπαθούν να διαχειριστούν τις πολιτικές συνέπειες της διαρροής, με τη δημοσιοποίηση των πρώτων πληροφοριών να γίνεται μόνο μετά την ανάκληση της «super-injunction».
Παρά τις περιορισμένες δυνατότητες δημοσιοποίησης, η δικαστική διαδικασία συνεχίζεται και μένει να φανεί πώς θα επηρεάσει αυτή η υπόθεση την πορεία των επόμενων πολιτικών αποφάσεων.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών