Οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες διαπραγματεύονται σήμερα στη ή κάτω από τή λογιστική τους αξία
Η διάλυση των αποτιμήσεων των ευρωπαϊκών τραπεζικών μετοχών και το χρέος ήταν ένα σοκ αφύπνισης.
Η οικονομική ανάπτυξη και η χρηματοοικονομική σταθερότητα απειλούνται από τη ζοφερή πραγματικότητα της χαμηλής απόδοσης των τραπεζικών ιδίων κεφαλαίων, την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων, την πιο άκαμπτη δομή της διαδικασίας εξυγίανσης των τραπεζών και της ρυθμιστικής αβεβαιότητας.
Αυτό αναφέρει σε ανάλυσή του ο Gene Frieda, στρατηγικός αναλυτής της Moore Europe Capital Management, ο οποίος διαπιστώνει ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες διαπραγματεύονται σήμερα στη ή κάτω από τή λογιστική τους αξία.
Αλλά υπάρχει μια διαφοροποίηση.
Μια πρώτη ομάδα καλά κεφαλαιοποιημένων τραπεζών διαπραγματεύονται με discount προς τη λογιστική τους αξία, διότι ο δείκτης ROE είναι καλυμμένος.
Μια δεύτερη ομάδα θεωρείται ότι έχει ανεπάρκεια κεφαλαίων ή στερείται των βιώσιμων επιχειρηματικών μοντέλων συναλλαγών, με το discount της διαπραγμάτευσης να είναι μεγάλο.
Όπως αυτό που είδαμε κατά τη διάρκεια της αιχμής της κρίσης του δημόσιου χρέους.
Το αποτέλεσμα είναι ένα αρνητικό feedback μεταξύ των μέσων που συνδέονται με το bail-in και στα ίδια κεφάλαια, οδηγώντας σε απώλεια της εμπιστοσύνης.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ιταλία και την Πορτογαλία, άλλωστε, έχουν προκαλέσει στους επενδυτές τον φόβο νέων κινδύνων.
Επίσης, η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων είναι η πιο πρόσφατη απειλή για την κερδοφορία των τραπεζών.
Οι τιμές δεν μπορούν να πέσουν αρκετά γρήγορα καταπολεμώντας τη μείωση του πληθωρισμού.
Αυτό αμβλύνει τον αντίκτυπο για τη ζήτηση δανείων και συμπιέζει τα περιθώρια επιτοκιακών εσόδων.
Έτσι τα κέρδη των τραπεζών παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα.
Το συμπέρασμα είναι ότι αριθμός των τραπεζών που θεωρείται βιώσιμος συρρικνώνεται.
Η περισσότερη ρύθμιση θα φέρει όμως τη βοήθεια που χρειάζονται οι αγορές;
Η ώθηση για πάντα υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις στη θεωρία κάνει τις τράπεζες ασφαλέστερες αλλά στην πράξη τις καθιστά μη επενδύσιμες (uninvestable).
Οι πιστωτές όλο και περισσότερο προσπαθούν να κατανοήσουν αν μια τράπεζα μπορεί να καλύψει το κόστος των ιδίων κεφαλαίων.
Αυτό, με τη σειρά του, διαβρώνει την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων και ωθεί προς τα πάνω το κόστος τους.
Οι κίνδυνοι από μια τέτοια αρνητική αλληλεπίδραση είναι ιδιαίτερα μεγάλοι για τις τράπεζες που έχουν μεγάλο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όμως, οι επισφάλειες παραμένουν ένα μεγάλο εμπόδιο για την επιτυχή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής ενώ, σε περίπτωση ύφεσης, μπορεί να γίνει μια δυναμική θηλιά γύρω από το λαιμό ορισμένων τραπεζών, δεδομένου του κινδύνου bail-in.
Εάν αυτή η κατάσταση να συνεχιστεί, τότε οι ροές θα συνεχίσουν να επιδεινώνονται θέτοντας τον κλάδο σε κίνδυνο, καταλήγει ο Frieda.
www.bankingnews.gr
Η οικονομική ανάπτυξη και η χρηματοοικονομική σταθερότητα απειλούνται από τη ζοφερή πραγματικότητα της χαμηλής απόδοσης των τραπεζικών ιδίων κεφαλαίων, την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων, την πιο άκαμπτη δομή της διαδικασίας εξυγίανσης των τραπεζών και της ρυθμιστικής αβεβαιότητας.
Αυτό αναφέρει σε ανάλυσή του ο Gene Frieda, στρατηγικός αναλυτής της Moore Europe Capital Management, ο οποίος διαπιστώνει ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες διαπραγματεύονται σήμερα στη ή κάτω από τή λογιστική τους αξία.
Αλλά υπάρχει μια διαφοροποίηση.
Μια πρώτη ομάδα καλά κεφαλαιοποιημένων τραπεζών διαπραγματεύονται με discount προς τη λογιστική τους αξία, διότι ο δείκτης ROE είναι καλυμμένος.
Μια δεύτερη ομάδα θεωρείται ότι έχει ανεπάρκεια κεφαλαίων ή στερείται των βιώσιμων επιχειρηματικών μοντέλων συναλλαγών, με το discount της διαπραγμάτευσης να είναι μεγάλο.
Όπως αυτό που είδαμε κατά τη διάρκεια της αιχμής της κρίσης του δημόσιου χρέους.
Το αποτέλεσμα είναι ένα αρνητικό feedback μεταξύ των μέσων που συνδέονται με το bail-in και στα ίδια κεφάλαια, οδηγώντας σε απώλεια της εμπιστοσύνης.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ιταλία και την Πορτογαλία, άλλωστε, έχουν προκαλέσει στους επενδυτές τον φόβο νέων κινδύνων.
Επίσης, η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων είναι η πιο πρόσφατη απειλή για την κερδοφορία των τραπεζών.
Οι τιμές δεν μπορούν να πέσουν αρκετά γρήγορα καταπολεμώντας τη μείωση του πληθωρισμού.
Αυτό αμβλύνει τον αντίκτυπο για τη ζήτηση δανείων και συμπιέζει τα περιθώρια επιτοκιακών εσόδων.
Έτσι τα κέρδη των τραπεζών παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα.
Το συμπέρασμα είναι ότι αριθμός των τραπεζών που θεωρείται βιώσιμος συρρικνώνεται.
Η περισσότερη ρύθμιση θα φέρει όμως τη βοήθεια που χρειάζονται οι αγορές;
Η ώθηση για πάντα υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις στη θεωρία κάνει τις τράπεζες ασφαλέστερες αλλά στην πράξη τις καθιστά μη επενδύσιμες (uninvestable).
Οι πιστωτές όλο και περισσότερο προσπαθούν να κατανοήσουν αν μια τράπεζα μπορεί να καλύψει το κόστος των ιδίων κεφαλαίων.
Αυτό, με τη σειρά του, διαβρώνει την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων και ωθεί προς τα πάνω το κόστος τους.
Οι κίνδυνοι από μια τέτοια αρνητική αλληλεπίδραση είναι ιδιαίτερα μεγάλοι για τις τράπεζες που έχουν μεγάλο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όμως, οι επισφάλειες παραμένουν ένα μεγάλο εμπόδιο για την επιτυχή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής ενώ, σε περίπτωση ύφεσης, μπορεί να γίνει μια δυναμική θηλιά γύρω από το λαιμό ορισμένων τραπεζών, δεδομένου του κινδύνου bail-in.
Εάν αυτή η κατάσταση να συνεχιστεί, τότε οι ροές θα συνεχίσουν να επιδεινώνονται θέτοντας τον κλάδο σε κίνδυνο, καταλήγει ο Frieda.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών