Ο αρθρογράφος των FT σημειώνει ότι εάν μειωθούν οι εισαγωγές των ΗΠΑ, τότε θα ενταθούν τα συμφέροντα των Κίνας – Ινδίας στη Μέση Ανατολή
Το νέο παγκόσμιο σκηνικό στην αγορά του «μαύρου χρυσού» και τις προκλήσεις που γεννώνται από τις χαμηλές τιμές σκιαγραφεί σε άρθρο ο γνωστός Βρετανός δημοσιογράφος των Financial Times, Martin Wolf.
Ειδικότερα, ο Wolf αναρωτιέται γιατί πέφτουν οι τιμές του πετρελαίου και αν είναι παροδικό φαινόμενο ή αντανακλά μία δομική αλλαγή στις παγκόσμιες αγορές;
Και σημειώνει: «Εάν είναι δομική αλλαγή, οι επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, τη γεωπολιτική και τη δυνατότητά μας να διαχειριστούμε την κλιματική αλλαγή θα είναι σημαντικές».
Προχωρώντας την ανάλυσή του ο Martin Wolf καταγράφει τα εξής δεδομένα:
«Με αφορμή την υποχώρηση των τιμών λιανικής στις ΗΠΑ, οι πραγματικές τιμές έχουν πέσει πάνω από 50% ανάμεσα στον Ιούνιο του 2014 και τον Οκτώβριο του 2015.
Τον τελευταίο μήνα οι πραγματικές τιμές του πετρελαίου ήταν χαμηλότερες κατά 17% σε σχέση με τις μέσες τιμές από το 1970, αν και ήταν ακόμη αρκετά υψηλότερα από τις χαμηλά τιμές στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και ανάμεσα στο 1986 και τις αρχές της νέας χιλιετίας.
Μία ομιλία του Spencer Dale, του επικεφαλής οικονομολόγου της BP και πρώην επικεφαλής οικονομολόγου στην Τράπεζα της Αγγλίας, ρίχνει περισσότερο φως για το που κατευθύνονται οι τιμές.
Σημειώνει λοιπόν ότι οι άνθρωποι πιστεύουν ότι το πετρέλαιο είναι πόρος που δεν εξαντλείται του οποίου οι τιμές μπορεί να ανέβουν μελλοντικά, ότι η ζήτηση και η προσφορά όσον αφορά το πετρέλαιο είναι ανελαστικές, ότι το πετρέλαιο κατευθύνεται κυρίως στις χώρες της Δύσης και ότι ο ΟΠΕΚ θέλει να σταθεροποιήσει την αγορά.
Όλη αυτή η «λαϊκή σοφία» περί του πετρελαίου είναι, τονίζει, εσφαλμένη.
Σημαντικό ρόλο στην κατάρρευση των τιμών έπαιξε η ανάπτυξη στης εξόρυξης πετρελαίου με τη μέθοδο shale, με την παραγωγή να αυξάνεται κατά 30% ετησίως από το 2007 έως το 2014.
Η αύξηση της παραγωγής λοιπόν στις ΗΠΑ ήταν διπλάσια από την αύξηση της ζήτησης.
Είναι λοιπόν απλά ο νόμος της αγοράς.
Τι σημαίνει αυτό;
Βραχυπρόθεσμα, η προσφορά πετρελαίου είναι υψηλότερη από ότι ήταν προηγουμένως.
Επίσης το κόστος εξόρυξης για το πετρέλαιο με τις κλασικές μεθόδους είναι σταθερό, ενώ για τη μέθοδο shale τα κόστη είναι μεταβλητά.
Αυτή η ελαστικότητα σημαίνει ότι η αγορά θα ισορροπήσει πιο γρήγορα σε σχέση με το παρελθόν.
Αλλά η παραγωγή shale πετρελαίου είναι πιο εξαρτώμενη από τις συνθήκες δανεισμού.
Οπότε αυτό προσθέτει ένα οικονομικό κανάλι στην προσφορά πετρελαίου.
Άλλος ένας σημαντικός παράγοντας είναι η μετακίνηση του παγκόσμιου εμπορίου προς την Κίνα και την Ινδία, οι οποίες θα ζητούν όλο και περισσότερο πετρέλαιο (θα απαρτίζουν σχεδόν το 60% της παγκόσμιας ζήτησης τα επόμενα 20 χρόνια), ενώ οι ΗΠΑ θα μειώσουν τη ζήτηση, καθώς αυξάνεται η εγχώρια παραγωγή.
Έως το 2035 η Κίνα θα εισάγει το 75% του πετρελαίου που χρειάζεται και η Ινδία το 90%.
Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι μετακινήσεις θα συνεχίσουν αν εξαρτώνται από το πετρέλαιο.
Εάν αυτό συμβεί, τότε τα ενδιαφέροντα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή θα μειωθούν, ενώ αντίθετα θα ενταθούν εκείνα της Κίνας και της Ινδίας, με ότι αυτό συνεπάγεται από γεωπολιτικής άποψης.
Επιπτώσεις θα υπάρξουν και στο θέμα της στρατηγικής για το κλίμα.
Το «παραμύθι» με τα αποθέματα που τελειώνουν έχει πάψει να είναι αστείο.
Τα τελευταία 35 χρόνια παγκοσμίως έχουν καταναλωθεί 1 τρισ. βαρέλια πετρελαίου.
Την ίδια ώρα έχουν ανακαλυφθεί νέα κοιτάσματα που ξεπερνούν το 1 τρισ. βαρέλια.
Το πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος έχει περισσότερο πετρέλαιο από όσο χρειάζεται και αυτό δεν αφήνει πολλά περιθώρια για να μειωθούν παγκοσμίως οι ρύποι.
Πρέπει κάποιος να αποφασίσει, ορυκτά καύσιμα ή περιβάλλον;
Κάποιος πρέπει να υποχωρήσει.
Η τεχνολογική πρόοδος μπορεί να υποσκάψει τα ορυκτά καύσιμα.
Αλλιώς πρέπει να πάρουν την απόφαση οι πολιτικοί.
Όλα αυτά υπογραμμίζουν την πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι ηγέτες στη διάσκεψη του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.
Αλλά η αντίδραση των πολιτικών στην πτώση των τιμών του πετρελαίου δείχνει πόσο ανήμποροι είναι.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Επιτροπή Ενέργειας, οι επιχορηγήσεις παγκοσμίως για τη χρήση ορυκτών καυσίμων ανήλθαν το 2014 σε 493 δισ. δολ.
Η αλήθεια είναι ότι θα ήταν 610 δισ. δολ., εάν δεν είχαν υπάρξει μεταρρυθμίσεις το 2009.
Οπότε έχει σημειωθεί πρόοδος.
Αλλά οι χαμηλές τιμές τώρα δικαιολογούν την απόσυρση των επιχορηγήσεων.
Στις πλούσιες χώρες οι χαμηλές τιμές δίνουν το περιθώριο για την εισαγωγή φόρων που θα οδηγήσουν τους καταναλωτές στη μείωση της κατανάλωσης.
Έτσι θα επιτραπεί η μείωση άλλων φόρων και στα εργασιακά κόστη.
Αλλά αυτή η σπουδαία ευκαιρία φαίνεται ότι κινδυνεύει να χαθεί.
Πρέπει να αναρωτηθεί κανείς εάν υπάρχει περίπτωση να προκύψει κάποια πραγματική δράση από το Παρίσι.
Ελπίζω να αποδειχθώ λάθος, αλλά επιτρέψτε μου να είναι ιδιαίτερα σκεπτικός.
www.bankingnews.gr
Ειδικότερα, ο Wolf αναρωτιέται γιατί πέφτουν οι τιμές του πετρελαίου και αν είναι παροδικό φαινόμενο ή αντανακλά μία δομική αλλαγή στις παγκόσμιες αγορές;
Και σημειώνει: «Εάν είναι δομική αλλαγή, οι επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, τη γεωπολιτική και τη δυνατότητά μας να διαχειριστούμε την κλιματική αλλαγή θα είναι σημαντικές».
Προχωρώντας την ανάλυσή του ο Martin Wolf καταγράφει τα εξής δεδομένα:
«Με αφορμή την υποχώρηση των τιμών λιανικής στις ΗΠΑ, οι πραγματικές τιμές έχουν πέσει πάνω από 50% ανάμεσα στον Ιούνιο του 2014 και τον Οκτώβριο του 2015.
Τον τελευταίο μήνα οι πραγματικές τιμές του πετρελαίου ήταν χαμηλότερες κατά 17% σε σχέση με τις μέσες τιμές από το 1970, αν και ήταν ακόμη αρκετά υψηλότερα από τις χαμηλά τιμές στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και ανάμεσα στο 1986 και τις αρχές της νέας χιλιετίας.
Μία ομιλία του Spencer Dale, του επικεφαλής οικονομολόγου της BP και πρώην επικεφαλής οικονομολόγου στην Τράπεζα της Αγγλίας, ρίχνει περισσότερο φως για το που κατευθύνονται οι τιμές.
Σημειώνει λοιπόν ότι οι άνθρωποι πιστεύουν ότι το πετρέλαιο είναι πόρος που δεν εξαντλείται του οποίου οι τιμές μπορεί να ανέβουν μελλοντικά, ότι η ζήτηση και η προσφορά όσον αφορά το πετρέλαιο είναι ανελαστικές, ότι το πετρέλαιο κατευθύνεται κυρίως στις χώρες της Δύσης και ότι ο ΟΠΕΚ θέλει να σταθεροποιήσει την αγορά.
Όλη αυτή η «λαϊκή σοφία» περί του πετρελαίου είναι, τονίζει, εσφαλμένη.
Σημαντικό ρόλο στην κατάρρευση των τιμών έπαιξε η ανάπτυξη στης εξόρυξης πετρελαίου με τη μέθοδο shale, με την παραγωγή να αυξάνεται κατά 30% ετησίως από το 2007 έως το 2014.
Η αύξηση της παραγωγής λοιπόν στις ΗΠΑ ήταν διπλάσια από την αύξηση της ζήτησης.
Είναι λοιπόν απλά ο νόμος της αγοράς.
Τι σημαίνει αυτό;
Βραχυπρόθεσμα, η προσφορά πετρελαίου είναι υψηλότερη από ότι ήταν προηγουμένως.
Επίσης το κόστος εξόρυξης για το πετρέλαιο με τις κλασικές μεθόδους είναι σταθερό, ενώ για τη μέθοδο shale τα κόστη είναι μεταβλητά.
Αυτή η ελαστικότητα σημαίνει ότι η αγορά θα ισορροπήσει πιο γρήγορα σε σχέση με το παρελθόν.
Αλλά η παραγωγή shale πετρελαίου είναι πιο εξαρτώμενη από τις συνθήκες δανεισμού.
Οπότε αυτό προσθέτει ένα οικονομικό κανάλι στην προσφορά πετρελαίου.
Άλλος ένας σημαντικός παράγοντας είναι η μετακίνηση του παγκόσμιου εμπορίου προς την Κίνα και την Ινδία, οι οποίες θα ζητούν όλο και περισσότερο πετρέλαιο (θα απαρτίζουν σχεδόν το 60% της παγκόσμιας ζήτησης τα επόμενα 20 χρόνια), ενώ οι ΗΠΑ θα μειώσουν τη ζήτηση, καθώς αυξάνεται η εγχώρια παραγωγή.
Έως το 2035 η Κίνα θα εισάγει το 75% του πετρελαίου που χρειάζεται και η Ινδία το 90%.
Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι μετακινήσεις θα συνεχίσουν αν εξαρτώνται από το πετρέλαιο.
Εάν αυτό συμβεί, τότε τα ενδιαφέροντα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή θα μειωθούν, ενώ αντίθετα θα ενταθούν εκείνα της Κίνας και της Ινδίας, με ότι αυτό συνεπάγεται από γεωπολιτικής άποψης.
Επιπτώσεις θα υπάρξουν και στο θέμα της στρατηγικής για το κλίμα.
Το «παραμύθι» με τα αποθέματα που τελειώνουν έχει πάψει να είναι αστείο.
Τα τελευταία 35 χρόνια παγκοσμίως έχουν καταναλωθεί 1 τρισ. βαρέλια πετρελαίου.
Την ίδια ώρα έχουν ανακαλυφθεί νέα κοιτάσματα που ξεπερνούν το 1 τρισ. βαρέλια.
Το πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος έχει περισσότερο πετρέλαιο από όσο χρειάζεται και αυτό δεν αφήνει πολλά περιθώρια για να μειωθούν παγκοσμίως οι ρύποι.
Πρέπει κάποιος να αποφασίσει, ορυκτά καύσιμα ή περιβάλλον;
Κάποιος πρέπει να υποχωρήσει.
Η τεχνολογική πρόοδος μπορεί να υποσκάψει τα ορυκτά καύσιμα.
Αλλιώς πρέπει να πάρουν την απόφαση οι πολιτικοί.
Όλα αυτά υπογραμμίζουν την πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι ηγέτες στη διάσκεψη του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.
Αλλά η αντίδραση των πολιτικών στην πτώση των τιμών του πετρελαίου δείχνει πόσο ανήμποροι είναι.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Επιτροπή Ενέργειας, οι επιχορηγήσεις παγκοσμίως για τη χρήση ορυκτών καυσίμων ανήλθαν το 2014 σε 493 δισ. δολ.
Η αλήθεια είναι ότι θα ήταν 610 δισ. δολ., εάν δεν είχαν υπάρξει μεταρρυθμίσεις το 2009.
Οπότε έχει σημειωθεί πρόοδος.
Αλλά οι χαμηλές τιμές τώρα δικαιολογούν την απόσυρση των επιχορηγήσεων.
Στις πλούσιες χώρες οι χαμηλές τιμές δίνουν το περιθώριο για την εισαγωγή φόρων που θα οδηγήσουν τους καταναλωτές στη μείωση της κατανάλωσης.
Έτσι θα επιτραπεί η μείωση άλλων φόρων και στα εργασιακά κόστη.
Αλλά αυτή η σπουδαία ευκαιρία φαίνεται ότι κινδυνεύει να χαθεί.
Πρέπει να αναρωτηθεί κανείς εάν υπάρχει περίπτωση να προκύψει κάποια πραγματική δράση από το Παρίσι.
Ελπίζω να αποδειχθώ λάθος, αλλά επιτρέψτε μου να είναι ιδιαίτερα σκεπτικός.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών