Διευρύνεται συνεχώς το χάσμα μεταξύ της γερμανικής και της αγγλοσαξονικής οικονομικής σκέψης
Τη συνεχή διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της γερμανικής και της αγγλοσαξονικής οικονομικής σκέψης επισημαίνει σε άρθρο του ο Economist, στο οποίο επιχειρείται να δοθεί μια απάντηση στο γιατί οι Γερμανοί είναι σκεπτικοί σε προσπάθειες της ΕΚΤ να αναζωογονήσει τις ευρωπαϊκές οικονομίες.
«Ανεξαρτήτως θέματος, είναι τέσσερις έναντι ενός», σημειώνει ο Peter Bofinger, ένα από τα μέλη του γερμανικού οικονομικού συμβουλίου, που έχει συμβουλευτικό προς την κυβέρνηση ρόλο.
Τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη, σημειώνει, θεωρούν τα ελλείμματα και το χρέος αρνητικά, αντιτίθενται στην πολιτική νομισματικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ως «νομισματική παρέμβαση» και πιστεύουν ότι η λιτότητα είναι η απάντηση στην ευρω-κρίση.
Στη Γερμανία, επισημαίνει ο P. Bofinger, «είμαι ο τελευταίος οπαδός του Κεϋνσιανισμού και νιώθω σαν τον τελευταίο τον Μοϊκανών».
Η σχέση μεταξύ του κ. Bofinger και των συναδέλφων του, σημειώνεται στο άρθρο, αντικατοπτρίζει το χάσμα που υπάρχει μεταξύ της γερμανικής και της αγγλοσαξονικής άποψης για την οικονομία.
Η γερμανική θεώρηση για την οικονομία διαφέρει εδώ και αρκετό καιρό από αυτή σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων άλλων χωρών-μελών της Ευρωζώνης.
Τα τελευταία έξι χρόνια της κρίσης του ευρώ, το χάσμα αυτό έχει διευρυνθεί, έχει καταστεί περισσότερο ορατό και περισσότερο αμφιλεγόμενο.
Σύμφωνα με τον Sebastian Dullien του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τις Διεθνείς Σχέσεις, μια δεξαμενή σκέψης, αυτό ισοδυναμεί με μια «αποσύνδεση» της Γερμανίας από τον υπόλοιπο κόσμο.
Μια τέτοια στάση αφήνει οικονομολόγους εκτός της Γερμανίας μπερδεμένους.
Γιατί οι Γερμανοί είναι σκεπτικοί σε προσπάθειες από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αναζωογονήσουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες;
Γιατί επιμένουν στη δημοσιονομική λιτότητα σε χώρες όπου η ζήτηση καταρρέει;
Και γιατί έχουν εμμονή με κανόνες για το δικό τους καλό, σε αντίθεση με τα πρακτικά τους αποτελέσματα;
Οι απαντήσεις, σημειώνεται, έχουν τις ρίζες τους στη γερμανική πνευματική ιστορία και ειδικότερα στον ορντολιμπεραλισμό (ordoliberalism), ένα «παρακλάδι» του κλασικού φιλελευθερισμού που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου, όταν αντιφρονούντες γύρω από τον Walter Eucken, οικονομολόγο στο Φράιμπουργκ, ονειρεύονταν ένα καλύτερο οικονομικό σύστημα.
Αντέδρασαν ενάντια στις σχεδιαζόμενες οικονομίες της ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ ταυτόχρονα απέρριψαν τόσο την καθαρή ελεύθερη αγορά (laissez-faire) όσο και την κεϋνσιανή διαχείριση της ζήτησης.
Το αποτέλεσμα ήταν μια σχολή που ήταν κοντά τόσο στις προσωπικές επαφές και στο περιεχόμενο της αυστριακής σχολής που σχετίζεται με τον Friedrich Hayek.
Οι δύο μοιράστηκαν μια άποψη ότι το έλλειμμα των δαπανών για τη διαχείριση της ζήτησης ήταν ανόητο.
Ο ορντολιμπεραλισμός (οrdoliberalism), όμως, διέφερε, πιστεύοντας ότι ο καπιταλισμός απαιτεί μια ισχυρή κυβέρνηση για τη δημιουργία ενός πλαισίου κανόνων που θα παρέχουν την τάξη (ordo στα λατινικά) που χρειάζονται οι ελεύθερες αγορές για να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά.
Από τους αυθεντικούς ορντολιμπεραλιστές (ordoliberals) ξεπήδησε μια μεγάλη ιδέα για την κρατική παρέμβαση, όταν καρτέλ κυριαρχούσαν στην οικονομία: μια αντιμονοπωλιακή πολιτική.
Μια δεύτερη ιδέα ήταν μια αυστηρή νομισματική πολιτική, σταθερά και αποκλειστικά εστιασμένη στη σταθερότητα των τιμών και μια τρίτη, η ενίσχυση της Haftung, που σημαίνει όχι απλώς ευθύνη, αλλά και υπευθυνότητα.
Η Γερμανία, για παράδειγμα, έχει αυστηρότερους νόμους αφερεγγυότητας έναντι της Αμερικής ή της Βρετανίας.
Στοιχεία του ορντολιμπεραλισμού, σημειώνεται στο δημοσίευμα, υπάρχουν στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ευρωζώνης, που εγκρίθηκαν τη δεκαετία του 1990 για τον περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ακόμα κι αν ήταν μια γερμανική κεντροαριστερή κυβέρνηση αυτή που παραβίασε πρώτα το σύμφωνο.
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έφερε στην επιφάνεια το χάσμα ανάμεσα στη Γερμανία και τον υπόλοιπο κόσμο με ακόμη πιο άχαρο τρόπο.
Στην Αμερική έφερε πίσω στη μόδα τον κεϋνσιανισμό.
Τόσο ο Τζορτζ Μπους όσο και Μπαράκ Ομπάμα απάντησαν με μέτρα τόνωσης της οικονομίας και η Γερμανία επίσης, υιοθέτηση μια δημοσιονομική επέκταση, όμως πολλοί γερμανοί οικονομολόγοι έκαναν λόγο για «φάουλ».
Στη συνέχεια, καθώς εκτυλίχθηκε η κρίση του ευρώ, σημειώνει ο P. Bofinger, ήταν συνεχώς αντιμέτωπος με θέσεις του ορντολιμπεραλισμού.
Οικονομολόγοι εκτός της Γερμανίας συμφωνούν ότι οι μικροοικονομικές μεταρρυθμίσεις ήταν αναγκαίες, όμως οι Γερμανοί σχεδόν αποκλειστικά υποστήριξαν την αντι-κεϋνσιανή έννοια των περικοπών των δαπανών, εν μέσω μείωσης της ζήτησης.
Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η γερμανική στάση προς τους κανόνες.
Σε κάποιο βαθμό, αυτό αντανακλά τον πολιτισμό της χώρας, όμως παράλληλα έχει τις ρίζες του στον ορντολιμπεραλισμό.
Βεβαίως, δεν είναι όλοι οι γερμανοί οικονομολόγοι ορντολιμπεραλιστές, όμως η επιρροή της παράδοσης παραμένει ισχυρή στα πανεπιστήμια, όπως επίσης στην Bundesbank και το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων.
Και ακριβώς όπως οι αρχικοί ορντολιμπεραλιστές πέρασαν στις Ανθρωπιστικές επιστήμες και τη Νομική, οι σημερινοί ορντολιμπεραλιστές συχνά έχουν εκπαιδευτεί ως δικηγόροι.
Οι επικριτές θεωρούν τον ορντολιμπεραλισμό ξεπερασμένο ή λανθασμένο.
«Ο ορντολιμπεραλισμός δεν είναι πολύ πρακτικός, είναι θρησκεία», σημειώνει ο Michael Burda, σμερικανός οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου.
Οι περισσότεροι γερμανοί οικονομολόγοι απλά υποθέτουμε, για παράδειγμα, ότι ο κατώτατος μισθός που εισήχθη στη Γερμανία θα οδηγήσει σε απώλεια θέσεων εργασίας, παρά το γεγονός ότι τα εμπειρικά στοιχεία στην Αμερική και τη Βρετανία δείχνουν ότι αυτό δεν χρειάζεται να είναι έτσι.
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του ορντολιμπεραλισμού, επισημαίνει ο Burda, είναι ότι ένα μικροοικονομικό μοντέλο που αποκηρύσσει τη μακροοικονομική πολιτική γιατί αντιμετωπίζει χώρες, ή ακόμα και ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, σαν να ήταν μεμονωμένα νοικοκυριά.
Είναι λογικό όταν πρόκειται να διασωθούν άτομα από το χρέος, όμως αν όλοι οι ιδιώτες προχωρήσουν ταυτόχρονα σε μείωση δαπανών, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ένα έλλειμμα στη ζήτηση που αναιρεί τα οφέλη των μικροοικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Μια φορά στο τόσο είναι καλύτερα να σπάνει κανείς τους κανόνες από το να ακολουθείται η μονοτονία των κανόνων.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι όπως βλέπουν τα πράγματα στο Βερολίνο ή τη Φρανκφούρτη.
www.bankingnews.gr
«Ανεξαρτήτως θέματος, είναι τέσσερις έναντι ενός», σημειώνει ο Peter Bofinger, ένα από τα μέλη του γερμανικού οικονομικού συμβουλίου, που έχει συμβουλευτικό προς την κυβέρνηση ρόλο.
Τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη, σημειώνει, θεωρούν τα ελλείμματα και το χρέος αρνητικά, αντιτίθενται στην πολιτική νομισματικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ως «νομισματική παρέμβαση» και πιστεύουν ότι η λιτότητα είναι η απάντηση στην ευρω-κρίση.
Στη Γερμανία, επισημαίνει ο P. Bofinger, «είμαι ο τελευταίος οπαδός του Κεϋνσιανισμού και νιώθω σαν τον τελευταίο τον Μοϊκανών».
Η σχέση μεταξύ του κ. Bofinger και των συναδέλφων του, σημειώνεται στο άρθρο, αντικατοπτρίζει το χάσμα που υπάρχει μεταξύ της γερμανικής και της αγγλοσαξονικής άποψης για την οικονομία.
Η γερμανική θεώρηση για την οικονομία διαφέρει εδώ και αρκετό καιρό από αυτή σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων άλλων χωρών-μελών της Ευρωζώνης.
Τα τελευταία έξι χρόνια της κρίσης του ευρώ, το χάσμα αυτό έχει διευρυνθεί, έχει καταστεί περισσότερο ορατό και περισσότερο αμφιλεγόμενο.
Σύμφωνα με τον Sebastian Dullien του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τις Διεθνείς Σχέσεις, μια δεξαμενή σκέψης, αυτό ισοδυναμεί με μια «αποσύνδεση» της Γερμανίας από τον υπόλοιπο κόσμο.
Μια τέτοια στάση αφήνει οικονομολόγους εκτός της Γερμανίας μπερδεμένους.
Γιατί οι Γερμανοί είναι σκεπτικοί σε προσπάθειες από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αναζωογονήσουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες;
Γιατί επιμένουν στη δημοσιονομική λιτότητα σε χώρες όπου η ζήτηση καταρρέει;
Και γιατί έχουν εμμονή με κανόνες για το δικό τους καλό, σε αντίθεση με τα πρακτικά τους αποτελέσματα;
Οι απαντήσεις, σημειώνεται, έχουν τις ρίζες τους στη γερμανική πνευματική ιστορία και ειδικότερα στον ορντολιμπεραλισμό (ordoliberalism), ένα «παρακλάδι» του κλασικού φιλελευθερισμού που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου, όταν αντιφρονούντες γύρω από τον Walter Eucken, οικονομολόγο στο Φράιμπουργκ, ονειρεύονταν ένα καλύτερο οικονομικό σύστημα.
Αντέδρασαν ενάντια στις σχεδιαζόμενες οικονομίες της ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ ταυτόχρονα απέρριψαν τόσο την καθαρή ελεύθερη αγορά (laissez-faire) όσο και την κεϋνσιανή διαχείριση της ζήτησης.
Το αποτέλεσμα ήταν μια σχολή που ήταν κοντά τόσο στις προσωπικές επαφές και στο περιεχόμενο της αυστριακής σχολής που σχετίζεται με τον Friedrich Hayek.
Οι δύο μοιράστηκαν μια άποψη ότι το έλλειμμα των δαπανών για τη διαχείριση της ζήτησης ήταν ανόητο.
Ο ορντολιμπεραλισμός (οrdoliberalism), όμως, διέφερε, πιστεύοντας ότι ο καπιταλισμός απαιτεί μια ισχυρή κυβέρνηση για τη δημιουργία ενός πλαισίου κανόνων που θα παρέχουν την τάξη (ordo στα λατινικά) που χρειάζονται οι ελεύθερες αγορές για να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά.
Από τους αυθεντικούς ορντολιμπεραλιστές (ordoliberals) ξεπήδησε μια μεγάλη ιδέα για την κρατική παρέμβαση, όταν καρτέλ κυριαρχούσαν στην οικονομία: μια αντιμονοπωλιακή πολιτική.
Μια δεύτερη ιδέα ήταν μια αυστηρή νομισματική πολιτική, σταθερά και αποκλειστικά εστιασμένη στη σταθερότητα των τιμών και μια τρίτη, η ενίσχυση της Haftung, που σημαίνει όχι απλώς ευθύνη, αλλά και υπευθυνότητα.
Η Γερμανία, για παράδειγμα, έχει αυστηρότερους νόμους αφερεγγυότητας έναντι της Αμερικής ή της Βρετανίας.
Στοιχεία του ορντολιμπεραλισμού, σημειώνεται στο δημοσίευμα, υπάρχουν στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ευρωζώνης, που εγκρίθηκαν τη δεκαετία του 1990 για τον περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ακόμα κι αν ήταν μια γερμανική κεντροαριστερή κυβέρνηση αυτή που παραβίασε πρώτα το σύμφωνο.
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έφερε στην επιφάνεια το χάσμα ανάμεσα στη Γερμανία και τον υπόλοιπο κόσμο με ακόμη πιο άχαρο τρόπο.
Στην Αμερική έφερε πίσω στη μόδα τον κεϋνσιανισμό.
Τόσο ο Τζορτζ Μπους όσο και Μπαράκ Ομπάμα απάντησαν με μέτρα τόνωσης της οικονομίας και η Γερμανία επίσης, υιοθέτηση μια δημοσιονομική επέκταση, όμως πολλοί γερμανοί οικονομολόγοι έκαναν λόγο για «φάουλ».
Στη συνέχεια, καθώς εκτυλίχθηκε η κρίση του ευρώ, σημειώνει ο P. Bofinger, ήταν συνεχώς αντιμέτωπος με θέσεις του ορντολιμπεραλισμού.
Οικονομολόγοι εκτός της Γερμανίας συμφωνούν ότι οι μικροοικονομικές μεταρρυθμίσεις ήταν αναγκαίες, όμως οι Γερμανοί σχεδόν αποκλειστικά υποστήριξαν την αντι-κεϋνσιανή έννοια των περικοπών των δαπανών, εν μέσω μείωσης της ζήτησης.
Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η γερμανική στάση προς τους κανόνες.
Σε κάποιο βαθμό, αυτό αντανακλά τον πολιτισμό της χώρας, όμως παράλληλα έχει τις ρίζες του στον ορντολιμπεραλισμό.
Βεβαίως, δεν είναι όλοι οι γερμανοί οικονομολόγοι ορντολιμπεραλιστές, όμως η επιρροή της παράδοσης παραμένει ισχυρή στα πανεπιστήμια, όπως επίσης στην Bundesbank και το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων.
Και ακριβώς όπως οι αρχικοί ορντολιμπεραλιστές πέρασαν στις Ανθρωπιστικές επιστήμες και τη Νομική, οι σημερινοί ορντολιμπεραλιστές συχνά έχουν εκπαιδευτεί ως δικηγόροι.
Οι επικριτές θεωρούν τον ορντολιμπεραλισμό ξεπερασμένο ή λανθασμένο.
«Ο ορντολιμπεραλισμός δεν είναι πολύ πρακτικός, είναι θρησκεία», σημειώνει ο Michael Burda, σμερικανός οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου.
Οι περισσότεροι γερμανοί οικονομολόγοι απλά υποθέτουμε, για παράδειγμα, ότι ο κατώτατος μισθός που εισήχθη στη Γερμανία θα οδηγήσει σε απώλεια θέσεων εργασίας, παρά το γεγονός ότι τα εμπειρικά στοιχεία στην Αμερική και τη Βρετανία δείχνουν ότι αυτό δεν χρειάζεται να είναι έτσι.
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του ορντολιμπεραλισμού, επισημαίνει ο Burda, είναι ότι ένα μικροοικονομικό μοντέλο που αποκηρύσσει τη μακροοικονομική πολιτική γιατί αντιμετωπίζει χώρες, ή ακόμα και ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, σαν να ήταν μεμονωμένα νοικοκυριά.
Είναι λογικό όταν πρόκειται να διασωθούν άτομα από το χρέος, όμως αν όλοι οι ιδιώτες προχωρήσουν ταυτόχρονα σε μείωση δαπανών, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ένα έλλειμμα στη ζήτηση που αναιρεί τα οφέλη των μικροοικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Μια φορά στο τόσο είναι καλύτερα να σπάνει κανείς τους κανόνες από το να ακολουθείται η μονοτονία των κανόνων.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι όπως βλέπουν τα πράγματα στο Βερολίνο ή τη Φρανκφούρτη.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών