Η Ελλάδα δαπανά στην πραγματικότητα λιγότερα για την εξυπηρέτηση του χρέους από ότι η Ιταλία και η Ιρλανδία
Τα λάθη που έχει κάνει μέχρι σήμερα η νέα ελληνική κυβέρνηση επισημαίνει ο Daniel Gross, επικεφαλής του Center for European Policy Studies (CEPS), ο οποίος εκτιμά ότι η Ελλάδα χρειάζεται νέα οικονομική στήριξη για να καταφέρει να καλύψει τις υποχρεώσεις της έναντι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Σύμφωνα με τον Gross, από την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες γενικές εκλογές στην Ελλάδα, το «ελληνικό πρόβλημα» και πάλι απασχολεί τις αγορές και τους αξιωματούχους σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Κάποιοι φοβούνται την επιστροφή στην αβεβαιότητα του 2012, όταν πολλοί πίστευαν ότι μια ελληνική χρεοκοπία και έξοδος από την ευρωζώνη ήταν άμεση.
Τότε, όπως και τώρα, πολλοί ανησυχούσαν ότι η ελληνική κρίση χρέους θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει -. και ίσως ακόμη και να διαλύσει - τη νομισματική ένωση, αλλά αυτή τη φορά είναι πραγματικά διαφορετικό.
Σύμφωνα με τον Gros, μια κρίσιμη διαφορά έγκειται στα οικονομικά μεγέθη.
Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών, άλλες περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης έχουν αποδείξει την ικανότητά τους στην προσαρμογή, με τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων τους, την επέκταση των εξαγωγών και με πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών, αναιρώντας έτσι την ανάγκη για χρηματοδότηση.
Πράγματι, η Ελλάδα είναι η μόνη που πραγματικά “σέρνει τα πόδια της” στις μεταρρυθμίσεις και οι εξαγωγικές της επιδόσεις είναι χαμηλές.
Μια πρόσθετη ασπίδα για τις περιφερειακές χώρες είναι το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να ξεκινήσει την αγορά κρατικών ομολόγων.
Αν και η γερμανική κυβέρνηση δεν υποστηρίζει επίσημα το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, θα πρέπει να είναι ευγνωμονούσα προς την ΕΚΤ που ηρέμησε τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Έτσι η Γερμανία μπορεί να έχει μια σκληρή στάση στις απαιτήσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης για μια μεγάλης κλίμακας διαγραφή χρεών και για ένα τέλος στη λιτότητα, χωρίς να φοβάται ότι θα επαναληφθεί η αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών, που το 2012 οδήγησε την ευρωζώνη να διασώσει Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα, τα δύο από τα αιτήματα της ελληνικής κυβέρνησης βασίζονται σε μια παρεξήγηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος, που φτάνει στο τεράστιο 170% του ΑΕΠ, δεν είναι βιώσιμο και θα πρέπει να διαγραφεί.
Στην πραγματικότητα όμως, οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας έχουν δώσει αρκετά μεγάλες περιόδους χάριτος και χαμηλά επιτόκια, ώστε η επιβάρυνση να είναι υποφερτή.
Η Ελλάδα δαπανά στην πραγματικότητα λιγότερα για την εξυπηρέτηση του χρέους από ότι η Ιταλία και η Ιρλανδία, οι οποίες έχουν πολύ χαμηλότερο (ακαθάριστο) χρέος προς το ΑΕΠ.
Με ετήσιες πληρωμές για χρέος μόνο στο 1,5% του ΑΕΠ, η εξυπηρέτηση του χρέους δεν είναι το πρόβλημα της χώρας.
Το σχετικά χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, καταργεί επίσης την αιτιολόγηση για τα αιτήματα του ΣΥΡΙΖΑ περί τερματισμού της λιτότητας.
Το πρόγραμμα διάσωσης, το οποίο ξεκίνησε το 2010, προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού της τάξεως του 4% του ΑΕΠ φέτος.
Αυτό θα ήταν λίγο περισσότερο από ό, τι χρειάζεται για να καλύψει τις πληρωμές τόκων, και θα επιτρέψει έτσι στην Ελλάδα επιτέλους να αρχίσει να μειώνει το χρέος της.
Το επιχείρημα της νέας ελληνικής κυβέρνησης είναι ότι αυτό είναι ένας παράλογος στόχος.
Θυμίζεται εδώ όμως ότι όταν άλλες ευρωπαϊκές χώρες [Βέλγιο (από το 1995), την Ιρλανδία (από το 1991), και τη Νορβηγία (από το 1999)], ήρθαν αντιμέτωπες με υπερβολικά υψηλό χρέος, διατήρησαν παρόμοια πλεονάσματα για τουλάχιστον δέκα χρόνια.
Μπορεί κανείς εύλογα να υποστηρίξει ότι η λιτότητα στην Ευρωζώνη υπήρξε υπερβολική, καθώς και ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα έπρεπε να ήταν πολύ μεγαλύτερα για να στηρίξουν τη ζήτηση.
Αλλά μόνο οι κυβερνήσεις με πρόσβαση στη χρηματοδότηση της αγοράς μπορούν να χρησιμοποιήσουν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για την τόνωση της ζήτησης.
Για την Ελλάδα, οι μεγαλύτερες δαπάνες θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν μέσω του δανεισμού από έναν ή περισσότερους από τις επίσημους πιστωτές.
Για τον ίδιο λόγο, είναι υποκριτικό να ισχυρίζεται η Ελλάδα ότι η τρόικα την ανάγκασε σε υπερβολική λιτότητα.
Αν η Ελλάδα δεν λάμβανε οικονομική ενίσχυση το 2010, θα έπρεπε να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα στο μηδέν αμέσως.
Η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων συνεχίστηκε μέχρι το 2013.
Φυσικά, η Ελλάδα δεν ήταν η πρώτη χώρα που ζητησε χρηματοδότηση έκτακτης ανάγκης για να καθυστερήσει τις περικοπές του προϋπολογισμού, και στη συνέχεια να παραπονιέται ότι οι περικοπές είναι υπερβολικές μιας και τα χειρότερα πέρασαν.
Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν η κυβέρνηση τρέχει ένα πρωτογενές πλεόνασμα.
Όταν η κυβέρνηση μπορεί να χρηματοδοτήσει τις τρέχουσες δαπάνες της μέσω των φόρων, ο πειρασμός να αθετήσει τις υποχρεώσεις της εντείνεται.
Ήταν ευρέως αναμενόμενο ότι η Ελλάδα θα έμπαινε στον πειρασμό να ακολουθήσει αυτή την οδό, όταν ξεκίνησε το πρόγραμμα της τρόικας.
Πέρυσι, ο νέος Έλληνας υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Βαρουφάκης, επιβεβαίωσε την πρόβλεψη, υποστηρίζοντας ότι πρωτογενές πλεόνασμα θα δώσει στην Ελλάδα το πάνω χέρι σε όλες τις διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους, διότι αυτό θα μπορούσε να αναστείλει τις αποπληρωμές προς τους επίσημους πιστωτές, χωρίς να συνεπάγεται οποιαδήποτε προβλήματα χρηματοδότησης.
Αυτή η προσέγγιση θα ήταν λάθος.
Το πρακτικό πρόβλημα για την Ελλάδα τώρα δεν είναι η βιωσιμότητα του χρέους, καθώς ωριμάζει σε 20-30 χρόνια και έχει πολύ χαμηλά επιτόκια.
Το πραγματικό ζήτημα είναι οι πληρωμές προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ που λήγουν φέτος - πληρωμές που η νέα κυβέρνηση έχει υποσχεθεί να κάνει.
Αλλά, για να τηρήσει αυτή την υπόσχεση, η Ελλάδα θα χρειαστεί περισσότερη οικονομική στήριξη από τους εταίρους της στην ευρωζώνη.
Επιπλέον, το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας θα χρειαστεί συνεχιζόμενη υποστήριξη από την ΕΚΤ.
Με άλλα λόγια, η νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα θα πρέπει τώρα να προσπαθήσει να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους της ότι αξίζει μεγαλύτερη οικονομική στήριξη, ενώ αντ’ αυτού πιέζει για μείωση του υφιστάμενου χρέους της και αντιστέκεται στις πολιτικές λιτότητας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ψηφοφόροι του πρέπει να καταλάβουν ότι ο μήνας του μέλιτος μπορεί να είναι σύντομος, καταλήγει o Gross.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με τον Gross, από την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες γενικές εκλογές στην Ελλάδα, το «ελληνικό πρόβλημα» και πάλι απασχολεί τις αγορές και τους αξιωματούχους σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Κάποιοι φοβούνται την επιστροφή στην αβεβαιότητα του 2012, όταν πολλοί πίστευαν ότι μια ελληνική χρεοκοπία και έξοδος από την ευρωζώνη ήταν άμεση.
Τότε, όπως και τώρα, πολλοί ανησυχούσαν ότι η ελληνική κρίση χρέους θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει -. και ίσως ακόμη και να διαλύσει - τη νομισματική ένωση, αλλά αυτή τη φορά είναι πραγματικά διαφορετικό.
Σύμφωνα με τον Gros, μια κρίσιμη διαφορά έγκειται στα οικονομικά μεγέθη.
Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών, άλλες περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης έχουν αποδείξει την ικανότητά τους στην προσαρμογή, με τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων τους, την επέκταση των εξαγωγών και με πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών, αναιρώντας έτσι την ανάγκη για χρηματοδότηση.
Πράγματι, η Ελλάδα είναι η μόνη που πραγματικά “σέρνει τα πόδια της” στις μεταρρυθμίσεις και οι εξαγωγικές της επιδόσεις είναι χαμηλές.
Μια πρόσθετη ασπίδα για τις περιφερειακές χώρες είναι το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να ξεκινήσει την αγορά κρατικών ομολόγων.
Αν και η γερμανική κυβέρνηση δεν υποστηρίζει επίσημα το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, θα πρέπει να είναι ευγνωμονούσα προς την ΕΚΤ που ηρέμησε τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Έτσι η Γερμανία μπορεί να έχει μια σκληρή στάση στις απαιτήσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης για μια μεγάλης κλίμακας διαγραφή χρεών και για ένα τέλος στη λιτότητα, χωρίς να φοβάται ότι θα επαναληφθεί η αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών, που το 2012 οδήγησε την ευρωζώνη να διασώσει Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα, τα δύο από τα αιτήματα της ελληνικής κυβέρνησης βασίζονται σε μια παρεξήγηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος, που φτάνει στο τεράστιο 170% του ΑΕΠ, δεν είναι βιώσιμο και θα πρέπει να διαγραφεί.
Στην πραγματικότητα όμως, οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας έχουν δώσει αρκετά μεγάλες περιόδους χάριτος και χαμηλά επιτόκια, ώστε η επιβάρυνση να είναι υποφερτή.
Η Ελλάδα δαπανά στην πραγματικότητα λιγότερα για την εξυπηρέτηση του χρέους από ότι η Ιταλία και η Ιρλανδία, οι οποίες έχουν πολύ χαμηλότερο (ακαθάριστο) χρέος προς το ΑΕΠ.
Με ετήσιες πληρωμές για χρέος μόνο στο 1,5% του ΑΕΠ, η εξυπηρέτηση του χρέους δεν είναι το πρόβλημα της χώρας.
Το σχετικά χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, καταργεί επίσης την αιτιολόγηση για τα αιτήματα του ΣΥΡΙΖΑ περί τερματισμού της λιτότητας.
Το πρόγραμμα διάσωσης, το οποίο ξεκίνησε το 2010, προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού της τάξεως του 4% του ΑΕΠ φέτος.
Αυτό θα ήταν λίγο περισσότερο από ό, τι χρειάζεται για να καλύψει τις πληρωμές τόκων, και θα επιτρέψει έτσι στην Ελλάδα επιτέλους να αρχίσει να μειώνει το χρέος της.
Το επιχείρημα της νέας ελληνικής κυβέρνησης είναι ότι αυτό είναι ένας παράλογος στόχος.
Θυμίζεται εδώ όμως ότι όταν άλλες ευρωπαϊκές χώρες [Βέλγιο (από το 1995), την Ιρλανδία (από το 1991), και τη Νορβηγία (από το 1999)], ήρθαν αντιμέτωπες με υπερβολικά υψηλό χρέος, διατήρησαν παρόμοια πλεονάσματα για τουλάχιστον δέκα χρόνια.
Μπορεί κανείς εύλογα να υποστηρίξει ότι η λιτότητα στην Ευρωζώνη υπήρξε υπερβολική, καθώς και ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα έπρεπε να ήταν πολύ μεγαλύτερα για να στηρίξουν τη ζήτηση.
Αλλά μόνο οι κυβερνήσεις με πρόσβαση στη χρηματοδότηση της αγοράς μπορούν να χρησιμοποιήσουν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για την τόνωση της ζήτησης.
Για την Ελλάδα, οι μεγαλύτερες δαπάνες θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν μέσω του δανεισμού από έναν ή περισσότερους από τις επίσημους πιστωτές.
Για τον ίδιο λόγο, είναι υποκριτικό να ισχυρίζεται η Ελλάδα ότι η τρόικα την ανάγκασε σε υπερβολική λιτότητα.
Αν η Ελλάδα δεν λάμβανε οικονομική ενίσχυση το 2010, θα έπρεπε να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα στο μηδέν αμέσως.
Η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων συνεχίστηκε μέχρι το 2013.
Φυσικά, η Ελλάδα δεν ήταν η πρώτη χώρα που ζητησε χρηματοδότηση έκτακτης ανάγκης για να καθυστερήσει τις περικοπές του προϋπολογισμού, και στη συνέχεια να παραπονιέται ότι οι περικοπές είναι υπερβολικές μιας και τα χειρότερα πέρασαν.
Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν η κυβέρνηση τρέχει ένα πρωτογενές πλεόνασμα.
Όταν η κυβέρνηση μπορεί να χρηματοδοτήσει τις τρέχουσες δαπάνες της μέσω των φόρων, ο πειρασμός να αθετήσει τις υποχρεώσεις της εντείνεται.
Ήταν ευρέως αναμενόμενο ότι η Ελλάδα θα έμπαινε στον πειρασμό να ακολουθήσει αυτή την οδό, όταν ξεκίνησε το πρόγραμμα της τρόικας.
Πέρυσι, ο νέος Έλληνας υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Βαρουφάκης, επιβεβαίωσε την πρόβλεψη, υποστηρίζοντας ότι πρωτογενές πλεόνασμα θα δώσει στην Ελλάδα το πάνω χέρι σε όλες τις διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους, διότι αυτό θα μπορούσε να αναστείλει τις αποπληρωμές προς τους επίσημους πιστωτές, χωρίς να συνεπάγεται οποιαδήποτε προβλήματα χρηματοδότησης.
Αυτή η προσέγγιση θα ήταν λάθος.
Το πρακτικό πρόβλημα για την Ελλάδα τώρα δεν είναι η βιωσιμότητα του χρέους, καθώς ωριμάζει σε 20-30 χρόνια και έχει πολύ χαμηλά επιτόκια.
Το πραγματικό ζήτημα είναι οι πληρωμές προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ που λήγουν φέτος - πληρωμές που η νέα κυβέρνηση έχει υποσχεθεί να κάνει.
Αλλά, για να τηρήσει αυτή την υπόσχεση, η Ελλάδα θα χρειαστεί περισσότερη οικονομική στήριξη από τους εταίρους της στην ευρωζώνη.
Επιπλέον, το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας θα χρειαστεί συνεχιζόμενη υποστήριξη από την ΕΚΤ.
Με άλλα λόγια, η νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα θα πρέπει τώρα να προσπαθήσει να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους της ότι αξίζει μεγαλύτερη οικονομική στήριξη, ενώ αντ’ αυτού πιέζει για μείωση του υφιστάμενου χρέους της και αντιστέκεται στις πολιτικές λιτότητας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ψηφοφόροι του πρέπει να καταλάβουν ότι ο μήνας του μέλιτος μπορεί να είναι σύντομος, καταλήγει o Gross.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών