
Το 2013 επιβλήθηκε βαρύ «κούρεμα» καταθέσεων σε πολίτες και επιχειρήσεις της Κύπρου, ύψους 5,8 δισ. ευρώ
Μέσα σε δέκα χρόνια (από το 2014), η Τράπεζα Κύπρου μείωσε τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από το 63% (15 δισ. ευρώ) σε 1,8% (200 εκατ. ευρώ).
Πρόκειται για ένα μικρό «θαύμα», από κάθε πλευρά, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες.
Το 2013 επιβλήθηκε βαρύ «κούρεμα» καταθέσεων σε πολίτες και επιχειρήσεις της Κύπρου, ύψους 5,8 δισ. ευρώ.
Σε ένα περιβάλλον, λοιπόν, απώλειας κάθε εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες, το τραπεζικό σύστημα επανήλθε, διότι – όπως θα δούμε – διαχειρίστηκε μέρος του προβλήματος.
Η διαφορά
Η ειδοποιός διαφορά με τις ελληνικές τράπεζες είναι το γεγονός ότι, εκτός από τις πωλήσεις, διαγραφές και οριστικές ρυθμίσεις, ένα ποσοστό κοντά στο 25% των δανείων (3-4 δισ. ευρώ) έχει επιστρέψει στα βιβλία της τράπεζας.
Δηλαδή, ένα μέρος από τα κόκκινα δάνεια επιχειρήσεων και ιδιωτών επέστρεψαν, στηρίχθηκαν και αποδίδουν τόσο στην τράπεζα όσο και στην οικονομία.
Με απλά λόγια, η Τράπεζα Κύπρου πραγματοποίησε ένα μέρος της δουλειάς των τραπεζών και διαχειρίστηκε ενεργά μέρος του χαρτοφυλακίου της, αναλαμβάνοντας ρίσκο με τη χρηματοδότηση.
Το υπόλοιπο χαρτοφυλάκιο δανείων της Τράπεζας Κύπρου (75% ή 7 δισ. ευρώ) δόθηκε μετά την κρίση του 2014 και πρόκειται για ένα σχετικά «νέο» χαρτοφυλάκιο ιδιωτών και επιχειρήσεων, οι οποίοι ήταν ανθεκτικοί στην κρίση.
Το ελληνικό θαύμα
Στην Ελλάδα επίσης πραγματοποιήθηκε ένα «θαύμα», ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος από τα κόκκινα δάνεια πωλήθηκαν σε funds και ανατέθηκαν στη συνέχεια σε εταιρείες διαχείρισης – αν και παραμένουν εκτός της οικονομίας.
(Σημ.: Οι τράπεζες στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται να αγοράσουν τα δικά τους κόκκινα δάνεια, αλλά μόνο των υπόλοιπων τραπεζών).
Στη χώρα μας, επίσης, ένα πολύ μικρό μέρος των θεραπευμένων δανείων επιστρέφει στις τράπεζες, διότι – λόγω των διεθνών επενδυτών – δεν είναι πρόθυμες να θέσουν σε κίνδυνο τον ισολογισμό τους αναλαμβάνοντας κόκκινα δάνεια.
Αν και εσχάτως, η Εθνική Τράπεζα είναι έτοιμη να προχωρήσει σε μεγαλύτερα βήματα σ’ αυτό το καίριο ζήτημα.
Καμία από τις εταιρείες διαχείρισης δεν χρηματοδοτεί τα NPE, ενώ οι προσπάθειες χρηματοδότησης (Hellenic Finance – κ. Α. Θωμόπουλος) αφορούν ένα μικρό κομμάτι στεγαστικών δανείων, ύψους 200 εκατ. ευρώ.
Συνολικά, με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στα τέλη του 2024, από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 87,4 δισ. ευρώ, το 82% ανήκει σε funds και τα διαχειρίζονται εταιρείες, ενώ μόλις το 18% ανήκει σε τράπεζες (15,8 δισ. ευρώ).
Η μεγάλη πώληση του Helix 3
Όπως εξήγησε η διοίκηση της Τράπεζας Κύπρου σε συνάντηση με δημοσιογράφους (κ. Π. Νικολάου, Ε. Λειβαδιώτου), ένα ποσό περί τα 3-4 δισ. ευρώ κόκκινων δανείων επέστρεψε στην τράπεζα και χρηματοδοτήθηκε.
Με τις πωλήσεις δανείων, οι αγοραστές προσέλαβαν και το ανθρώπινο δυναμικό που είχε την ευθύνη της διαχείρισής τους.
Ενδεικτικά, στην τρίτη συναλλαγή πώλησης κόκκινων δανείων (Helix 3 – 2021), η κυπριακή τράπεζα μείωσε κατά 36% το απόθεμα των NPE και κατά 9% το απόθεμα των ακινήτων, με πώληση στην PIMCO χαρτοφυλακίου δανείων μεικτής λογιστικής αξίας 577 εκατ. ευρώ και πώληση χαρτοφυλακίου ακινήτων αξίας 121 εκατ. ευρώ – δηλαδή συνολικά 698 εκατ. ευρώ.
Με την ολοκλήρωση της συναλλαγής, η Τράπεζα Κύπρου έλαβε 385 εκατ. ευρώ, δηλαδή το 55% της αξίας – υψηλότερα από τις συναλλαγές των ελληνικών τραπεζών – και βελτίωσε σημαντικά τα κεφάλαιά της.
Η περίπτωση Amara
Ένα παράδειγμα διαχείρισης NPL αποτελεί και η περίπτωση του υπερπολυτελούς πεντάστερου ξενοδοχείου Amara στη Λεμεσό, το οποίο αποτελεί σήμερα προορισμό τουρισμού υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Σύμφωνα με στελέχη της Τράπεζας Κύπρου, το οικόπεδο αποτελούσε εγγύηση σε NPL.
Η τράπεζα αγόρασε την έκταση και την πώλησε στην εταιρεία Stademos (Οικογένεια Δημοσθένους) και χρηματοδότησε την ανέγερση του Amara.
Σήμερα το ξενοδοχείο διαθέτει 207 πολυτελείς κλίνες, τρία επώνυμα εστιατόρια (Matsuhisa, Locatelli, Παπαϊωάννου), εγκαταστάσεις spa, συνεδριακό κέντρο και συγκαταλέγεται μέσα στα 25 κορυφαία resort στην Ευρώπη.
Παφίλας Δημήτρης
dpafilas@yahoo.com
www.bankingnews.gr
Πρόκειται για ένα μικρό «θαύμα», από κάθε πλευρά, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες.
Το 2013 επιβλήθηκε βαρύ «κούρεμα» καταθέσεων σε πολίτες και επιχειρήσεις της Κύπρου, ύψους 5,8 δισ. ευρώ.
Σε ένα περιβάλλον, λοιπόν, απώλειας κάθε εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες, το τραπεζικό σύστημα επανήλθε, διότι – όπως θα δούμε – διαχειρίστηκε μέρος του προβλήματος.
Η διαφορά
Η ειδοποιός διαφορά με τις ελληνικές τράπεζες είναι το γεγονός ότι, εκτός από τις πωλήσεις, διαγραφές και οριστικές ρυθμίσεις, ένα ποσοστό κοντά στο 25% των δανείων (3-4 δισ. ευρώ) έχει επιστρέψει στα βιβλία της τράπεζας.
Δηλαδή, ένα μέρος από τα κόκκινα δάνεια επιχειρήσεων και ιδιωτών επέστρεψαν, στηρίχθηκαν και αποδίδουν τόσο στην τράπεζα όσο και στην οικονομία.
Με απλά λόγια, η Τράπεζα Κύπρου πραγματοποίησε ένα μέρος της δουλειάς των τραπεζών και διαχειρίστηκε ενεργά μέρος του χαρτοφυλακίου της, αναλαμβάνοντας ρίσκο με τη χρηματοδότηση.
Το υπόλοιπο χαρτοφυλάκιο δανείων της Τράπεζας Κύπρου (75% ή 7 δισ. ευρώ) δόθηκε μετά την κρίση του 2014 και πρόκειται για ένα σχετικά «νέο» χαρτοφυλάκιο ιδιωτών και επιχειρήσεων, οι οποίοι ήταν ανθεκτικοί στην κρίση.
Το ελληνικό θαύμα
Στην Ελλάδα επίσης πραγματοποιήθηκε ένα «θαύμα», ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος από τα κόκκινα δάνεια πωλήθηκαν σε funds και ανατέθηκαν στη συνέχεια σε εταιρείες διαχείρισης – αν και παραμένουν εκτός της οικονομίας.
(Σημ.: Οι τράπεζες στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται να αγοράσουν τα δικά τους κόκκινα δάνεια, αλλά μόνο των υπόλοιπων τραπεζών).
Στη χώρα μας, επίσης, ένα πολύ μικρό μέρος των θεραπευμένων δανείων επιστρέφει στις τράπεζες, διότι – λόγω των διεθνών επενδυτών – δεν είναι πρόθυμες να θέσουν σε κίνδυνο τον ισολογισμό τους αναλαμβάνοντας κόκκινα δάνεια.
Αν και εσχάτως, η Εθνική Τράπεζα είναι έτοιμη να προχωρήσει σε μεγαλύτερα βήματα σ’ αυτό το καίριο ζήτημα.
Καμία από τις εταιρείες διαχείρισης δεν χρηματοδοτεί τα NPE, ενώ οι προσπάθειες χρηματοδότησης (Hellenic Finance – κ. Α. Θωμόπουλος) αφορούν ένα μικρό κομμάτι στεγαστικών δανείων, ύψους 200 εκατ. ευρώ.
Συνολικά, με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στα τέλη του 2024, από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 87,4 δισ. ευρώ, το 82% ανήκει σε funds και τα διαχειρίζονται εταιρείες, ενώ μόλις το 18% ανήκει σε τράπεζες (15,8 δισ. ευρώ).
Η μεγάλη πώληση του Helix 3
Όπως εξήγησε η διοίκηση της Τράπεζας Κύπρου σε συνάντηση με δημοσιογράφους (κ. Π. Νικολάου, Ε. Λειβαδιώτου), ένα ποσό περί τα 3-4 δισ. ευρώ κόκκινων δανείων επέστρεψε στην τράπεζα και χρηματοδοτήθηκε.
Με τις πωλήσεις δανείων, οι αγοραστές προσέλαβαν και το ανθρώπινο δυναμικό που είχε την ευθύνη της διαχείρισής τους.
Ενδεικτικά, στην τρίτη συναλλαγή πώλησης κόκκινων δανείων (Helix 3 – 2021), η κυπριακή τράπεζα μείωσε κατά 36% το απόθεμα των NPE και κατά 9% το απόθεμα των ακινήτων, με πώληση στην PIMCO χαρτοφυλακίου δανείων μεικτής λογιστικής αξίας 577 εκατ. ευρώ και πώληση χαρτοφυλακίου ακινήτων αξίας 121 εκατ. ευρώ – δηλαδή συνολικά 698 εκατ. ευρώ.
Με την ολοκλήρωση της συναλλαγής, η Τράπεζα Κύπρου έλαβε 385 εκατ. ευρώ, δηλαδή το 55% της αξίας – υψηλότερα από τις συναλλαγές των ελληνικών τραπεζών – και βελτίωσε σημαντικά τα κεφάλαιά της.
Η περίπτωση Amara
Ένα παράδειγμα διαχείρισης NPL αποτελεί και η περίπτωση του υπερπολυτελούς πεντάστερου ξενοδοχείου Amara στη Λεμεσό, το οποίο αποτελεί σήμερα προορισμό τουρισμού υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Σύμφωνα με στελέχη της Τράπεζας Κύπρου, το οικόπεδο αποτελούσε εγγύηση σε NPL.
Η τράπεζα αγόρασε την έκταση και την πώλησε στην εταιρεία Stademos (Οικογένεια Δημοσθένους) και χρηματοδότησε την ανέγερση του Amara.
Σήμερα το ξενοδοχείο διαθέτει 207 πολυτελείς κλίνες, τρία επώνυμα εστιατόρια (Matsuhisa, Locatelli, Παπαϊωάννου), εγκαταστάσεις spa, συνεδριακό κέντρο και συγκαταλέγεται μέσα στα 25 κορυφαία resort στην Ευρώπη.
Παφίλας Δημήτρης
dpafilas@yahoo.com
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών