Οι θεσμοί θεωρούν την μείωση του αφορολογήτου ως ένα διαρθρωτικό μέτρο και όχι απλά δημοσιονομικό
Μπορεί η κυβέρνηση να έχει υπαινιχτεί και να έχει υποσχεθεί κατά καιρούς πως πρόκειται να καταργήσει την προνομοθετημένη μείωση του αφορολόγητου, όπως έπραξε και για τη μείωση των συντάξεων.
Τα πράγματα όμως αυτή τη φορά αρχίζουν και δυσκολεύουν για την κυβέρνηση.
Η άποψη της Κομισιόν συμπλέει με αυτή του ΔΝΤ σε αυτή τη περίπτωση.
Ξεκάθαρα στην δεύτερη έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας αναφέρεταο πως η μείωση του αφορολογήτου θα έχει ως αποτέλεσμα την διεύρυνση της φορολογικής βάσης ώστε να υπάρξουν τα κίνητρα εκείνα που θα οδηγήσουν στην μείωση της φορολογικής κλίμακας για τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις.
Μάλιστα επισημαίνει πως είναι κρίσιμο το φορολογικό σύστημα να γίνει πιο φιλικό προς την ανάπτυξη μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και τη μείωσης των φορολογικών συντελεστών για την εργασία και ιδίως για τις επιχειρήσεις.
Στη ζυγαριά από τη μια πλευρά βρίσκεται η μείωση του ορίου και στην άλλη πλευρά η μείωση των φορολογικών συντελεστών εισοδήματος και ιδιοκτησίας.
Στον προϋπολογισμό του 2019 έχει προβλεφθεί μια προοδευτική μείωση του συντελεστή φόρου εισοδήματος των εταιρειών συνολικά κατά 4
ποσοστιαίες μονάδες για τέσσερα έτη από το 2020 και μείωση του φορολογικού συντελεστή των μερισμάτων από 15% σε
10%.
Υψηλή η φορολογία στην Ελλάδα. Τι λέει η έκθεση
Ο συνολικός λόγος φόρου προς ΑΕΠ στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια και είναι ήδη υψηλότερος από τις ισότιμες χώρες.
Το φορολογικό σύστημα επιβάλλει μεγάλη φορολογική επιβάρυνση στις επιχειρήσεις και στα άτομα με χαμηλό εισόδημα και τα νοικοκυριά με παιδιά, γεγονός που υπονομεύει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και αποθαρρύνει την προσφορά εργασίας.
Τα ζητήματα αυτά, σε συνδυασμό με το υψηλό πρόσθετο κόστος που έχουν οι Έλληνες πολίτες για την αγορά συμπληρωματικών υπηρεσιών στις βασικές δημόσιες υπηρεσίες, συμβάλλουν στην εξήγηση της πρόσφατης αύξησης της έννοιας της υπερβολικής φορολογίας στην Ελλάδα.
Η υψηλή φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένου του υψηλού διοικητικού κόστους, αποθαρρύνει τις επενδύσεις.

Επίσης υψηλή είναι και η μέση φορολογική επιβάρυνση για την εργασία στην Ελλάδα.
Το 2016, η Ελλάδα είχε έναν σιωπηρό φορολογικό συντελεστή
της απασχόλησης κατά 41%, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ κατά 36%. Η φορολογική επιβάρυνση είναι ουσιαστικά υψηλότερη από την αυτή που ισχύει σε ισότιμες χώρες.
Λόγω του υψηλό αφορολογήτου, το βάρος πέφτει στις ασφαλιστικές εισφορές οι οποίες επιβαρύνουν περαιτέρω τους χαμηλόμισθους.
Υψηλή φορολογία αλλά μειωμένα έσοδα
Παρά την υψηλή φορολογική επιβάρυνση, η Ελλάδα συγκεντρώνει έσοδα κάτω του μέσου όρου από τη φορολόγηση του εισοδήματος των εργαζομένων.
Οι αυξήσεις του φόρου και η επιβάρυνση λόγω των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών επηρέασαν την αυτοαπασχόληση, η οποία είναι δύο φορές πιο κοινή στην Ελλάδα από ό,τι στην ΕΕ.
Τα δηλωμένα έσοδα από την αυτοαπασχόληση μειώθηκαν κατά 27% μεταξύ 2015-17, ενώ ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων μειώθηκε κατά 14% κατά την ίδια περίοδο.
Τα μισά χρήματα της αύξησης του κατώτατου θα επιστρέφουν στο δημόσιο
Με το κατώτατο από την 1 Φεβρουάριου να βρίσκεται στα 650 ευρώ, το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα ανέρχεται σε 7.644 ευρώ.
Με βάση τη κλίμακα φορολογίας εισοδήματος προκύπτει ετήσιος φόρος (22%) ύψους 1681,68 ευρώ.
Επειδή υπάρχει η έκπτωση φόρου για τους μισθωτούς της τάξεως των 1.950 ευρώ, ο τελικός φόρος που προκύπτει είναι μηδέν.
Την 1/1/2020 όμως θα εφαρμοστούν οι μειωμένες εκπτώσεις φόρων με το όριο για τους αγάμους να πέφτει στα 1.250 ευρώ από τα 1.950 ευρώ που είναι σήμερα και θα ισχύει το εξής.
Στα 1.681,68 ευρώ φόρου που προέκυψε από το παραπάνω παράδειγμα θα αφαιρείται η έκπτωση φόρου των 1.250 ευρώ και έτσι ο ετήσιος φόρος που θα προκύπτει θα είναι 431,68 ευρώ.
Έτσι εάν από την καθαρή αύξηση των αποδοχών ύψους 756 ευρώ του μισθωτού με τον κατώτατο αφαιρεθούν τα 431,68 ευρώ που θα είναι ο φόρος, το καθαρό όφελος που προκύπτει για τον χαμηλόμισθο είναι μόνο 324,32 ευρώ ευρώ.
Αθανασία Ακρίβου
akribouathanasia@gmail.com
www.bankingnews.gr
Τα πράγματα όμως αυτή τη φορά αρχίζουν και δυσκολεύουν για την κυβέρνηση.
Η άποψη της Κομισιόν συμπλέει με αυτή του ΔΝΤ σε αυτή τη περίπτωση.
Ξεκάθαρα στην δεύτερη έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας αναφέρεταο πως η μείωση του αφορολογήτου θα έχει ως αποτέλεσμα την διεύρυνση της φορολογικής βάσης ώστε να υπάρξουν τα κίνητρα εκείνα που θα οδηγήσουν στην μείωση της φορολογικής κλίμακας για τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις.
Μάλιστα επισημαίνει πως είναι κρίσιμο το φορολογικό σύστημα να γίνει πιο φιλικό προς την ανάπτυξη μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και τη μείωσης των φορολογικών συντελεστών για την εργασία και ιδίως για τις επιχειρήσεις.
Στη ζυγαριά από τη μια πλευρά βρίσκεται η μείωση του ορίου και στην άλλη πλευρά η μείωση των φορολογικών συντελεστών εισοδήματος και ιδιοκτησίας.
Στον προϋπολογισμό του 2019 έχει προβλεφθεί μια προοδευτική μείωση του συντελεστή φόρου εισοδήματος των εταιρειών συνολικά κατά 4
ποσοστιαίες μονάδες για τέσσερα έτη από το 2020 και μείωση του φορολογικού συντελεστή των μερισμάτων από 15% σε
10%.
Υψηλή η φορολογία στην Ελλάδα. Τι λέει η έκθεση
Ο συνολικός λόγος φόρου προς ΑΕΠ στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια και είναι ήδη υψηλότερος από τις ισότιμες χώρες.
Το φορολογικό σύστημα επιβάλλει μεγάλη φορολογική επιβάρυνση στις επιχειρήσεις και στα άτομα με χαμηλό εισόδημα και τα νοικοκυριά με παιδιά, γεγονός που υπονομεύει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και αποθαρρύνει την προσφορά εργασίας.
Τα ζητήματα αυτά, σε συνδυασμό με το υψηλό πρόσθετο κόστος που έχουν οι Έλληνες πολίτες για την αγορά συμπληρωματικών υπηρεσιών στις βασικές δημόσιες υπηρεσίες, συμβάλλουν στην εξήγηση της πρόσφατης αύξησης της έννοιας της υπερβολικής φορολογίας στην Ελλάδα.
Η υψηλή φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένου του υψηλού διοικητικού κόστους, αποθαρρύνει τις επενδύσεις.

Επίσης υψηλή είναι και η μέση φορολογική επιβάρυνση για την εργασία στην Ελλάδα.
Το 2016, η Ελλάδα είχε έναν σιωπηρό φορολογικό συντελεστή
της απασχόλησης κατά 41%, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ κατά 36%. Η φορολογική επιβάρυνση είναι ουσιαστικά υψηλότερη από την αυτή που ισχύει σε ισότιμες χώρες.
Λόγω του υψηλό αφορολογήτου, το βάρος πέφτει στις ασφαλιστικές εισφορές οι οποίες επιβαρύνουν περαιτέρω τους χαμηλόμισθους.
Υψηλή φορολογία αλλά μειωμένα έσοδα
Παρά την υψηλή φορολογική επιβάρυνση, η Ελλάδα συγκεντρώνει έσοδα κάτω του μέσου όρου από τη φορολόγηση του εισοδήματος των εργαζομένων.
Οι αυξήσεις του φόρου και η επιβάρυνση λόγω των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών επηρέασαν την αυτοαπασχόληση, η οποία είναι δύο φορές πιο κοινή στην Ελλάδα από ό,τι στην ΕΕ.
Τα δηλωμένα έσοδα από την αυτοαπασχόληση μειώθηκαν κατά 27% μεταξύ 2015-17, ενώ ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων μειώθηκε κατά 14% κατά την ίδια περίοδο.
Τα μισά χρήματα της αύξησης του κατώτατου θα επιστρέφουν στο δημόσιο
Με το κατώτατο από την 1 Φεβρουάριου να βρίσκεται στα 650 ευρώ, το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα ανέρχεται σε 7.644 ευρώ.
Με βάση τη κλίμακα φορολογίας εισοδήματος προκύπτει ετήσιος φόρος (22%) ύψους 1681,68 ευρώ.
Επειδή υπάρχει η έκπτωση φόρου για τους μισθωτούς της τάξεως των 1.950 ευρώ, ο τελικός φόρος που προκύπτει είναι μηδέν.
Την 1/1/2020 όμως θα εφαρμοστούν οι μειωμένες εκπτώσεις φόρων με το όριο για τους αγάμους να πέφτει στα 1.250 ευρώ από τα 1.950 ευρώ που είναι σήμερα και θα ισχύει το εξής.
Στα 1.681,68 ευρώ φόρου που προέκυψε από το παραπάνω παράδειγμα θα αφαιρείται η έκπτωση φόρου των 1.250 ευρώ και έτσι ο ετήσιος φόρος που θα προκύπτει θα είναι 431,68 ευρώ.
Έτσι εάν από την καθαρή αύξηση των αποδοχών ύψους 756 ευρώ του μισθωτού με τον κατώτατο αφαιρεθούν τα 431,68 ευρώ που θα είναι ο φόρος, το καθαρό όφελος που προκύπτει για τον χαμηλόμισθο είναι μόνο 324,32 ευρώ ευρώ.
Αθανασία Ακρίβου
akribouathanasia@gmail.com
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών