Παρατηρήθηκε επιδείνωση του ισοζυγίου του εξωτερικού τομέα για πρώτη φορά από το 2014, καθώς υπήρξε έλλειμμα 2,2 δισ. ευρώ
Στο 1,5% αναμένει το ΙΟΒΕ να διαμορφωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2017, με την ανεργία να αποκλιμακώνεται κατά μία ποσοστιαία μονάδα και να διαμορφώνεται στο 22,2%.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, το πρώτο τρίμηνο του έτους καταγράφηκε αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών κατά 1,7%, διεύρυνση των επενδυτικών δαπανών κατά 13,6%, κυρίως λόγω μεγαλύτερου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου (+11,2%), ενώ καταγράφηκε και υψηλή ζήτηση εισαγωγών, λόγω χαλάρωσης των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Επίσης, παρατηρήθηκε επιδείνωση του ισοζυγίου του εξωτερικού τομέα για πρώτη φορά από το 2014, καθώς υπήρξε έλλειμμα 2,2 δισ. ευρώ.
Αναφορικά με τον πληθωρισμό, το ΙΟΒΕ αναμένει να διαμορφωθεί στο 1,5%, κυρίως λόγω των υψηλών έμμεσων φόρων, της επιβολής νέων, αλλά και της αύξησης των τιμών του πετρελαίου.
Συνολικά, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η ελληνική οικονομία κινείται εντός τροχιάς, όμως με σημαντικά αργότερο ρυθμό από τον εφικτό και επιθυμητό.
Πρέπει να συνυπολογιστεί ως σημαντικό στοιχείο πως στο ευρωπαϊκό περιβάλλον οι τάσεις ανάπτυξης καταγράφονται πλέον περισσότερο εύρωστες, γεγονός που από τη μια πλευρά βοηθά την αύξηση των εξαγωγών για την ελληνική οικονομία, από την άλλη όμως αυξάνει την απόσταση της μακροοικονομικής πορείας της χώρας από το μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Στην παρούσα έκθεση καταγράφονται και αναλύονται τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν αφενός την τρέχουσα ανάκαμψη και αφετέρου τις περισσότερο μεσοπρόθεσμες τάσεις.
Ένα από τα σημαντικά επιμέρους ζητήματα είναι η δυναμική του εμπορικού ισοζυγίου.
Ενώ υπάρχει θετική δυναμική τόσο στις εξαγωγές αγαθών όσο και υπηρεσιών, δεν είναι σαφές πως αυτή επαρκεί για να εξουδετερώσει την αύξηση των εισαγωγών που συμπαρασύρει μια άνοδος της κατανάλωσης στην ελληνική οικονομία.
Ήδη, ενώ η πορεία της κατανάλωσης στο τρέχον διάστημα είναι θετική, η άνοδος των εισαγωγών αποτελεί ισχυρό επιβαρυντικό παράγοντα για τη μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ. Σχετικά, μπορούν να γίνουν δυο επιμέρους παρατηρήσεις.
Πρώτον, η βελτίωση των προσδοκιών των νοικοκυριών και επιχειρήσεων, όπως και όποτε επέρχεται, μετά από μια τόσο βαθιά και μακροχρόνια ύφεση, αναπόφευκτα οδηγεί σε τάση για αγορές πάγιων καταναλωτικών όπως και κεφαλαιουχικών αγαθών.
Οι αποφάσεις είχαν αναβληθεί επί μακρόν και ενδεχομένως οι σχετικές ανάγκες γίνονται όλο και περισσότερο έντονες.
Στο βαθμό, λοιπόν, που δεν έχει επιτευχθεί επαρκώς στροφή της εγχώριας παραγωγής σε αυτούς τους κλάδους σε ανταγωνιστικούς όρους, ένα τμήμα των σχετικών αγορών διαρρέει προς το εξωτερικό της χώρας.
Δεύτερον, η παραγωγή με όρους διεθνώς ανταγωνιστικούς (είτε για εξαγωγές, είτε για υποκατάσταση εισαγωγών) προϋποθέτει καινοτομικότητα, μακροπρόθεσμες επενδύσεις και δυνατότητα αποτελεσματικής διασύνδεσης με διεθνή δίκτυα παραγωγής.
Όσο η αβεβαιότητα για την ενδιάμεση πορεία της οικονομικής πολιτικής και την τελική έκβαση της ελληνικής κρίσης δεν απαλείφεται, η σχετική δυναμική θα είναι ασθενής.
Μόνο με μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, στοιχείο που προϋποθέτει ισχυρή αξιοπιστία και εμπιστοσύνη, θα μπορεί να υπάρξει συστηματική και διατηρήσιμη βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, που είναι άλλωστε και ο κύριος καθρέφτης της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της.
Ασφαλώς μια άλλη σημαντική διάσταση είναι η δημοσιονομική.
Τα χρόνια της κρίσης τα συνολικά φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν προσεγγίζοντας τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, συμβάλλοντας στη δημοσιονομική εξισορρόπηση, μια απαραίτητη εξέλιξη.
Όμως είτε λόγω της πίεσης για άμεση απόδοση, είτε λόγω κακού σχεδιασμού, το μείγμα των συντελεστών δημιουργεί αντικίνητρα για ανάπτυξη.
Σήμερα το περιθώριο μιας μείωσης δημόσιων δαπανών συνολικά είναι πλέον μικρό, και έτσι άμεση προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στον εξορθολογισμό της σύνθεσης των δύο πλευρών της δημοσιονομικής εξίσωσης.
Καλύτερη στόχευση δαπανών, από τη μια πλευρά, για προστασία των αδύναμων και από την άλλη για μείωση της γραφειοκρατίας, εκσυγχρονισμό της διοίκησης και ανάπτυξη.
Μείωση των συντελεστών που δημιουργούν αντικίνητρα για εργασία και επιχειρηματικότητα και διεύρυνση της φορολογικής βάσης με χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών.
Καθώς σταδιακά η ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος πλησιάζει χρονικά όλο και περισσότερο, έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην επιτάχυνση της συστηματικής βελτίωσης της παραγωγικής βάσης μέσω προσέλκυσης των επενδύσεων και συνέχισης των δομικών μεταρρυθμίσεων, συνεπούς αναπτυξιακής πολιτικής που θα συμπεριλαμβάνει την, χωρίς χρονοτριβή, ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα ακόμα και αν γίνει σε μικρή κλίμακα.
Αν, όμως, η έξοδος στις αγορές για άντληση ρευστότητας γίνει ως υποκατάστατο στην υπόλοιπη αναπτυξιακή πολιτική, θα έχει μεσοπρόθεσμα αρνητικά αποτελέσματα.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, το πρώτο τρίμηνο του έτους καταγράφηκε αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών κατά 1,7%, διεύρυνση των επενδυτικών δαπανών κατά 13,6%, κυρίως λόγω μεγαλύτερου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου (+11,2%), ενώ καταγράφηκε και υψηλή ζήτηση εισαγωγών, λόγω χαλάρωσης των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Επίσης, παρατηρήθηκε επιδείνωση του ισοζυγίου του εξωτερικού τομέα για πρώτη φορά από το 2014, καθώς υπήρξε έλλειμμα 2,2 δισ. ευρώ.
Αναφορικά με τον πληθωρισμό, το ΙΟΒΕ αναμένει να διαμορφωθεί στο 1,5%, κυρίως λόγω των υψηλών έμμεσων φόρων, της επιβολής νέων, αλλά και της αύξησης των τιμών του πετρελαίου.
Συνολικά, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η ελληνική οικονομία κινείται εντός τροχιάς, όμως με σημαντικά αργότερο ρυθμό από τον εφικτό και επιθυμητό.
Πρέπει να συνυπολογιστεί ως σημαντικό στοιχείο πως στο ευρωπαϊκό περιβάλλον οι τάσεις ανάπτυξης καταγράφονται πλέον περισσότερο εύρωστες, γεγονός που από τη μια πλευρά βοηθά την αύξηση των εξαγωγών για την ελληνική οικονομία, από την άλλη όμως αυξάνει την απόσταση της μακροοικονομικής πορείας της χώρας από το μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Στην παρούσα έκθεση καταγράφονται και αναλύονται τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν αφενός την τρέχουσα ανάκαμψη και αφετέρου τις περισσότερο μεσοπρόθεσμες τάσεις.
Ένα από τα σημαντικά επιμέρους ζητήματα είναι η δυναμική του εμπορικού ισοζυγίου.
Ενώ υπάρχει θετική δυναμική τόσο στις εξαγωγές αγαθών όσο και υπηρεσιών, δεν είναι σαφές πως αυτή επαρκεί για να εξουδετερώσει την αύξηση των εισαγωγών που συμπαρασύρει μια άνοδος της κατανάλωσης στην ελληνική οικονομία.
Ήδη, ενώ η πορεία της κατανάλωσης στο τρέχον διάστημα είναι θετική, η άνοδος των εισαγωγών αποτελεί ισχυρό επιβαρυντικό παράγοντα για τη μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ. Σχετικά, μπορούν να γίνουν δυο επιμέρους παρατηρήσεις.
Πρώτον, η βελτίωση των προσδοκιών των νοικοκυριών και επιχειρήσεων, όπως και όποτε επέρχεται, μετά από μια τόσο βαθιά και μακροχρόνια ύφεση, αναπόφευκτα οδηγεί σε τάση για αγορές πάγιων καταναλωτικών όπως και κεφαλαιουχικών αγαθών.
Οι αποφάσεις είχαν αναβληθεί επί μακρόν και ενδεχομένως οι σχετικές ανάγκες γίνονται όλο και περισσότερο έντονες.
Στο βαθμό, λοιπόν, που δεν έχει επιτευχθεί επαρκώς στροφή της εγχώριας παραγωγής σε αυτούς τους κλάδους σε ανταγωνιστικούς όρους, ένα τμήμα των σχετικών αγορών διαρρέει προς το εξωτερικό της χώρας.
Δεύτερον, η παραγωγή με όρους διεθνώς ανταγωνιστικούς (είτε για εξαγωγές, είτε για υποκατάσταση εισαγωγών) προϋποθέτει καινοτομικότητα, μακροπρόθεσμες επενδύσεις και δυνατότητα αποτελεσματικής διασύνδεσης με διεθνή δίκτυα παραγωγής.
Όσο η αβεβαιότητα για την ενδιάμεση πορεία της οικονομικής πολιτικής και την τελική έκβαση της ελληνικής κρίσης δεν απαλείφεται, η σχετική δυναμική θα είναι ασθενής.
Μόνο με μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, στοιχείο που προϋποθέτει ισχυρή αξιοπιστία και εμπιστοσύνη, θα μπορεί να υπάρξει συστηματική και διατηρήσιμη βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, που είναι άλλωστε και ο κύριος καθρέφτης της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της.
Ασφαλώς μια άλλη σημαντική διάσταση είναι η δημοσιονομική.
Τα χρόνια της κρίσης τα συνολικά φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν προσεγγίζοντας τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, συμβάλλοντας στη δημοσιονομική εξισορρόπηση, μια απαραίτητη εξέλιξη.
Όμως είτε λόγω της πίεσης για άμεση απόδοση, είτε λόγω κακού σχεδιασμού, το μείγμα των συντελεστών δημιουργεί αντικίνητρα για ανάπτυξη.
Σήμερα το περιθώριο μιας μείωσης δημόσιων δαπανών συνολικά είναι πλέον μικρό, και έτσι άμεση προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στον εξορθολογισμό της σύνθεσης των δύο πλευρών της δημοσιονομικής εξίσωσης.
Καλύτερη στόχευση δαπανών, από τη μια πλευρά, για προστασία των αδύναμων και από την άλλη για μείωση της γραφειοκρατίας, εκσυγχρονισμό της διοίκησης και ανάπτυξη.
Μείωση των συντελεστών που δημιουργούν αντικίνητρα για εργασία και επιχειρηματικότητα και διεύρυνση της φορολογικής βάσης με χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών.
Καθώς σταδιακά η ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος πλησιάζει χρονικά όλο και περισσότερο, έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην επιτάχυνση της συστηματικής βελτίωσης της παραγωγικής βάσης μέσω προσέλκυσης των επενδύσεων και συνέχισης των δομικών μεταρρυθμίσεων, συνεπούς αναπτυξιακής πολιτικής που θα συμπεριλαμβάνει την, χωρίς χρονοτριβή, ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα ακόμα και αν γίνει σε μικρή κλίμακα.
Αν, όμως, η έξοδος στις αγορές για άντληση ρευστότητας γίνει ως υποκατάστατο στην υπόλοιπη αναπτυξιακή πολιτική, θα έχει μεσοπρόθεσμα αρνητικά αποτελέσματα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών