Τελευταία Νέα
Οικονομία

Στο 1,8%, από 2,7%, αναθεωρεί το Δημοσιονομικό Συμβούλιο τον στόχο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, το 2017

tags :
Στο 1,8%, από 2,7%, αναθεωρεί το Δημοσιονομικό Συμβούλιο τον στόχο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, το 2017
Μόλις πριν δύο ημέρες η Επιτροπή αναθεώρησε επί τα χείρω τον στόχο για το τρέον έτος, στο 2,1%
 Δυσμενέστερη πρόβλεψη για την ανάπτυξη, ακόμη και από αυτή της Κομισιόν, πραγματοποιεί το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Σε έκθεσή του, χαμηλώνει τον πήχη για την ανάπτυξη το 2017 στο 1,8% του ΑΕΠ, έναντι αρχικής εκτίμησης για 2,7%.
Σημειώνεται ότι μόλις πριν δύο ημέρες η Επιτροπή αναθεώρησε επί τα χείρω τον στόχο για το τρέον έτος, στο 2,1%.
Τον «χορό» είχε ανοίξει το Δ.Ν.Τ., που είχε προσγεθιώσει τη φετινή αύξηση του ΑΕΠ στο 2,2%, από 2,7%.
Στην έκθεση αναφέρεται επίσης πως ο στόχος που τίθεται στο ΜΠΔΣ (Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής) 2018-2021 για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% είναι ένας πολύ απαιτητικός στόχος.
Η επίτευξη του στόχου, σε συνδυασμό με μεγέθυνση 2,4% σε μέσο ετήσιο ρυθμό, εξαρτάται δραστικά από τη συγκράτηση των δημοσίων δαπανών στα τρέχοντα επίπεδα και τη συνέχιση της υπερ-απόδοσης των δημοσίων εσόδων που καταγράφηκε από τις αρχές του 2016 και κατά τα τελευταία διαδοχικά τρίμηνα παρά την παρατεινόμενη αβεβαιότητα και τη σχετική στασιμότητα της οικονομικής δραστηριότητας.
Είναι γεγονός ότι οι δημόσιες δαπάνες τα τελευταία έτη, στο πλαίσιο του προγράμματος προσαρμογής, φαίνεται να έχουν καταστεί, σε απόλυτο σχεδόν
βαθμό, μέγεθος ελεγχόμενο από την Κυβέρνηση.
Ειδικά την τελευταία τριετία το επίπεδο των δαπανών παραμένει σχετικά σταθερό και ταυτόχρονα οι ετήσιες προβλέψεις, όπως αυτές περιλαμβάνονται στις Εισηγητικές Εκθέσεις του Προϋπολογισμού, ουσιαστικά επαληθεύονται.
Συνεπώς, ο στόχος για συγκράτηση των δαπανών στα τρέχοντα επίπεδα μπορεί να θεωρηθεί επιτεύξιμος.
Ωστόσο, κίνδυνοι για εκτροχιασμό των δημοσίων δαπανών εξακολουθούν να υφίστανται.
Σημαντικότερη πηγή ανησυχίας αποτελούν οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ) και ειδικά το σκέλος που αφορά στη χρηματοδότηση του ΕΦΚΑ.
Ειδικά για τις δαπάνες που αφορούν σε χρηματοδότηση των ΟΚΑ απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και δεν δικαιολογείται κανένας απολύτως εφησυχασμός.
Επιπλέον, η όποια συγκράτηση των δημοσίων δαπανών θα πρέπει να μην προκαλεί συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Κάτι τέτοιο ενώ θα ήταν δημοσιονομικά ουδέτερο ως προς τη διαμόρφωση του πρωτογενούς αποτελέσματος σε όρους σύμβασης χρηματοδοτικής διευκόλυνσης
(ΣΧΔ), θα παρακώλυε την ομαλή λειτουργία της αγοράς, δεσμεύοντας σημαντικούς πόρους.
Αυτό το φαινόμενο που έχει ενταθεί κατά περιόδους λόγω της αβεβαιότητας στην έκβαση της αξιολόγησης και της παράτασης των διαπραγματεύσεων,
υποδηλώνει πόσο σημαντική θα ήταν για την οικονομία η υπέρβαση του καθεστώτος ανασφάλειας που έρχεται να επιβαρύνει την περιοριστική επίπτωση μιας
δημοσιονομικής πολιτικής με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Οι εν εξελίξει επισκοπήσεις των δημοσίων δαπανών ανά Υπουργείο θα πρέπει να προβλέπουν περιθώρια ανακατανομής των δαπανών προς πιο παραγωγικές χρήσεις.
Σε εθνικολογιστική βάση (ESA 2010), αλλά και σε όρους Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης, η μείωση των δαπανών με ανάλογη αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών έχει ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, όπως και την αποδέσμευση δαπανών από τον Τακτικό Προϋπολογισμό υπέρ του ΠΔΕ
(σκέλος εγχώριων πόρων).
Όσον αφορά στο σκέλος των εσόδων η υπέρ-απόδοση για το έτος 2016 οφείλεται κυρίως στην αύξηση εσόδων της Γενικής Κυβέρνησης (ΓΚ), λόγω αυξημένης
απόδοσης των άμεσων – έμμεσων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.
Εύλογα προκύπτει το ερώτημα, εάν η υψηλή απόδοση των εσόδων θα διατηρηθεί τα επόμενα έτη: ποιο τμήμα, δηλαδή, του πρωτογενούς πλεονάσματος προέρχεται από φορολογικά μέτρα μόνιμου χαρακτήρα, τα οποία αναμένεται να επιφέρουν ανάλογη δημοσιονομική απόδοση και τα επόμενα έτη και αντίστοιχα, ποιο τμήμα προέρχεται από παρεμβάσεις εφάπαξ απόδοσης.
Και τέλος, ποιο τμήμα μπορεί να αποκτήσει μονιμότερο χαρακτήρα, στο πλαίσιο βελτίωσης της παραγωγικότητας της φορολογικής διοίκησης.
Το Συμβούλιο εκτιμά ότι η πλειονότητα των μέτρων έχει μόνιμο χαρακτήρα και δύναται να αποδώσει εισπρακτικά ώστε να διατηρηθεί η θετική πορεία των δημοσίων εσόδων που επιτεύχθηκε το 2016.
Οι πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις, οι οποίες εφαρμόστηκαν μερικώς εντός του 2016 απέδωσαν περίπου 640 εκατ. ευρώ, ενώ τα αντίστοιχα προβλεπόμενα έσοδα για το 2017 και μετά εκτιμώνται στο ύψος των 2.500 εκατ. ευρώ.
Οι παρεμβάσεις, οι οποίες εφαρμόστηκαν πρώτη φορά το έτος 2017, προβλέπεται να αποδώσουν περίπου 500 εκατ. ευρώ, ενώ οι παρεμβάσεις εφάπαξ χαρακτήρα για το έτος 2016 εκτιμάται ότι ανήλθαν σε ποσοστό 30% του πρωτογενούς πλεονάσματος του έτους.
Ο μόνιμος χαρακτήρας των μέτρων δεν διασφαλίζει από μόνος του την υψηλή απόδοσή τους στο χρόνο, δεδομένου ότι αυτή εξαρτάται από σειρά παραγόντων, όπως η αύξηση της απασχόλησης, η βελτίωση του οικονομικού κλίματος, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κ.τ.ό.
Πέραν των ως άνω αναφερθεισών παρεμβάσεων μονίμου χαρακτήρα, υπάρχουν ήδη ψηφισθείσες παρεμβάσεις με πρώτη εφαρμογή το έτος 2018 και με εκτίμηση
απόδοσης περίπου 400 εκατ. ευρώ2 ανά έτος.
Επιπλέον, οι παρεμβάσεις δημοσιονομικού χαρακτήρα που προβλέπονται με την ψήφιση του Μ.Π.Δ.Σ. εκτιμάται ότι θα αποδώσουν 1900 εκατ. ευρώ για το έτος 2020 και 2100 εκατ. για το έτος 2021.
Σημειωτέον ότι τα συγκεκριμένα μέτρα (μείωση αφορολόγητου) προγραμματίζεται να συνδυαστούν με μέτρα αντιστάθμισης της δημοσιονομικής επιβάρυνσης, τα οποία, όπως έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο της τεχνικής συμφωνίας για τη 2η αξιολόγηση, θα έχουν ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα κατά το 2020. Τα μέτρα αυτά με το ΜΠΔΣ επεκτείνονται και κατά το έτος 2021.

Το σενάριο των μεσοπρόθεσμων μακροοικονομικών εξελίξεων της περιόδου 2017- 2021 στηρίζεται στις εξής αρχικές παραδοχές:

- Κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης και ομαλή ολοκλήρωση του ισχύοντος προγράμματος
- διατύπωση δεσμευτικής πολιτικής απόφασης για το πλέγμα και το χρονοδιάγραμμα των μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα καθιστούν μακροχρόνια διαχειρίσιμο το δημόσιο χρέος
- ένταξη του τραπεζικού συστήματος στις ρυθμίσεις του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Υπό τις ανωτέρω σωρευτικές προϋποθέσεις, οι θετικές προσδοκίες που είναι ήδη έκδηλες στα μηνύματα των αγορών, σε συνδυασμό με την ομαλή από πλευράς
γεωπολιτικών παραμέτρων εξέλιξη της τουριστικής περιόδου δύνανται να ωθήσουν την ελληνική οικονομία στο πέρασμα από τη φάση στασιμότητας σε μια φάση
σθεναρής ανάκαμψης.
Κατ’ ακολουθία, μια διατηρήσιμη ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας μέχρι τα τέλη του έτους μπορεί να διορθώσει τις μέχρι σήμερα
αντιφατικές μακροοικονομικές επιδόσεις και να ωθήσει την οικονομία σε σχετικά ικανοποιητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης για το 2017. Η έκταση του δυναμισμού με τον οποίο θα αντιδράσει η οικονομία στο δεύτερο εξάμηνο του έτους θα συμβάλει αποφασιστικά σε σημαντική ενίσχυση των ρυθμών μεγέθυνσης του επόμενου έτους.
Η επίτευξη των στόχων για το ερχόμενο και τα επόμενα έτη συναρτάται στενά με τις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας καθώς και με συνθήκες σταθερότητας και
σχετικής ανάκαμψης σε ευρωπαϊκή κλίμακα, παρά τους κλυδωνισμούς που αναμένεται να προξενήσουν οι διαδικασίες εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την
ΕΕ και η ενδεχόμενη άνοδος των τιμών του πετρελαίου.
To «nexus» υψηλών πλεονασμάτων και μεγέθυνσης.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΜΠΔΣ 2018-2021 η πορεία του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ θα είναι διαρκώς μειούμενη, αγγίζοντας το 149% το 2021.
Η μείωση αυτή οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην πρόβλεψη για διατηρούμενους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ πάνω από 2% από το 2018 και πέρα.
Το ονομαστικό δημόσιο χρέος εμφανίζεται να έχει αθροιστική μείωση συνολικού ύψους 3,7 δισ. ευρώ ή κατά 1,2% σε σύγκριση με τα μέγιστα επίπεδα στα οποία προβλέπεται να φθάσει κατά το τρέχον έτος (319,7 δις. ή 176,4% σε σύγκριση με το ΑΕΠ).
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής που αναμένεται τον Αύγουστο του 2018, η χώρα θα
ενταχθεί στο ισχύον πλαίσιο ευρωπαϊκής δημοσιονομικής εποπτείας, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Δημοσιονομικού Συμφώνου Σταθερότητας. Στο πλαίσιο του Συμφώνου η εξέλιξη και δυναμική του χρέους θα υπόκεινται σε διαρκή έλεγχο και τυχόν
αποκλίσεις θα διορθώνονται αυτόματα.
Πιο συγκεκριμένα έχει θεσπιστεί:
α) υποβολή του εθνικού σχεδίου έκδοσης νέου δημοσίου χρέους στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την αρμόδια Επιτροπή,
β) ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ πρέπει να μειώνεται με μέσο ρυθμό 1/20 το χρόνο, μέχρι να προσεγγίσει το όριο του 60%.
Τέλος όσον αφορά στις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της οικονομίας (Gross Financing Needs) αυτές προβλέπεται να εξομαλυνθούν περαιτέρω μετά την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων και των μεσοπρόθεσμων6 μέτρων ελάφρυνσης του δημοσίου
χρέους.

Συμπεράσματα

Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) περιλαμβάνει και εδράζεται σε μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις για την τετραετία 2018-2021.
Σε γενικές γραμμές, οι προβλέψεις/εκτιμήσεις, σε συνδυασμό με τις επιμέρους δράσεις όπως περιγράφονται, αποτελούν ένα πλαίσιο που συνδυάζει τη
μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα με την απαρχή μιας περιόδου οικονομικής μεγέθυνσης και σταδιακής μείωσης του ποσοστού ανεργίας.
Ουσιαστικά, το ΜΠΔΣ εκφράζει την αισιοδοξία για την έξοδο της χώρας από την έντονη οικονομική κρίση της παρελθούσας επταετίας.
Η μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα στηρίζεται σε δύο πυλώνες:

Α. Τον αυστηρό έλεγχο και ανακατανομή των δαπανών, με συγκεκριμένους στόχους ανά Υπουργείο.

Β. Τη διατήρηση μιας δομής του φορολογικού συστήματος που ήδη από το 2016 ενσωματώνει δυνατότητες «υπεραπόδοσης» με μόνιμη, δηλαδή διαρθρωτική βάση, σε συνδυασμό με την πιο αποτελεσματική φορολογική διοίκηση.
Με αυτά τα δεδομένα, η δημοσιονομική διαχείριση βρίσκεται σε ένα νέο καθεστώς, διαφορετικό απ’ ότι ίσχυε στο παρελθόν, ουσιαστικά σε ένα πλαίσιο «μεσοπρόθεσμης διατηρησιμότητας».
Με αυτή την έννοια, οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα κρίνονται κατ’ αρχήν εφικτοί.
Παραμένει βέβαια το ερώτημα κατά πόσον μια συνεχώς περιοριστική δημοσιονομική πολιτική είναι συμβατή με τους στόχους για την διατήρηση θετικών ρυθμών αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ.
Ο συνδυασμός υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης και υψηλών ασφαλιστικών εισφορών θα περιορίζουν τη δυνατότητα της ιδιωτικής κατανάλωσης να συμβάλει
στην αύξηση του ΑΕΠ, και αυτό αποτυπώνεται στις εκτιμήσεις του Μεσοπρόθεσμου.
Με δεδομένη την ουσιαστικά μηδενική συμβολή του εξωτερικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών στην αύξηση του ΑΕΠ, απομένει ως μοναδικός προωθητικός
παράγοντας ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, δηλ. οι δημόσιες και κυρίως οι ιδιωτικές επενδύσεις.
Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις που αποτυπώνονται στο Μεσοπρόθεσμο για τη σημαντική αύξηση των επενδύσεων στην πενταετία 2017-2021 προϋποθέτουν σταθεροποίηση των προσδοκιών, σημαντική βελτίωση του επενδυτικού και επιχειρηματικού κλίματος, υλοποίηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, επιστροφή σε ομαλές συνθήκες λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος και φυσικά άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Πολλές από αυτές τις προϋποθέσεις παραμένουν σήμερα ως «ζητούμενα», και με αυτήν την έννοια οι εκτιμήσεις για διατηρήσιμους ρυθμούς μεγέθυνσης της τάξης του 2,4% ετησίως κρίνονται αισιόδοξες.
Στον βαθμό που δεν επιτευχθούν οι εκτιμώμενοι ρυθμοί μεγέθυνσης, οι δημοσιονομικοί στόχοι ενδεχομένως δεν θα είναι επιτεύξιμοι και θα καταστήσουν
αναγκαία τη λήψη «διορθωτικών μέτρων».
Με αυτήν την έννοια, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο υιοθετεί υπό προϋποθέσεις τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις του ΜΠΔΣ.


www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης