Η απόφαση του ΣτΕ δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα επιστροφής φόρων από ΕΝΦΙΑ, διότι υπολογίζεται με βάση τις αντικειμενικές τιμές που ισχύουν την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους
Μεγάλες ανατροπές στον χάρτη των φόρων που επιβάλλονται στα ακίνητα φέρνει η νέα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για την αναδρομική εναρμόνιση των αντικειμενικών τιμών με τις αγοραίες.
Πρόκειται για μία απόφαση - σταθμό, η οποία σε μία χρονιά που τα νοικοκυριά έχουν «πνιγεί» από τα εκκαθαριστικά σημειώματα της Εφορίας, ανοίγει τον δρόμο για φοροελαφρύνσεις για όσους αγόρασαν, κληρονόμησαν ή απέκτησαν με γονική παροχή κάποιο ακίνητο μετά την 21 Μαίου 2015, όπως διατάσει το ΣτΕ.
Η ίδια απόφαση δημιουργεί προσδοκίες για εσωτερική ανακατανομή των βαρών στη σημερινή δομή του ΕΝΦΙΑ που από το 2016 θα πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες αξίες χωρίς όμως να χαθεί ούτε «ένα ευρώ» από τον εισπρακτικό στόχο των 2,65 δις. ευρώ που ορίζει το τρίτο Μνημόνιο.
Πηγές από το υπουργείο Οικονομικών τονίζουν ότι η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών τιμών οι οποίες σε πολλά γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας έφθασαν να είναι πολύ υψηλότερες από τις εμπορικές γίνεται σε μια στιγμή που η κυβέρνηση έχει ήδη βάλει πλώρη για επανεξέταση από μηδενική βάση όλου του συστήματος των φόρων στα ακίνητα (μεταβιβάσεις, γονικές παροχές, κληρονομιές, δωρεές).
Τούτο δεν αποτελεί μία απλή δέσμευση της κυβέρνησης απέναντι στους δανειστές αλλά περιλαμβάνεται στον «κατάλογο» με τα νέα προαπαιτούμενα που θα συζητηθούν με το «κουαρτέτο» από το νέο έτος στην πρώτη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό σημαίνει ότι οι αλλαγές θα είναι σαρωτικές και οι παρεμβάσεις που θα γίνουν σε αφορολόγητα ποσά, κλίμακες και συντελεστές φόρων, ακόμη και φοροαπαλλαγές, θα έχουν κεντρικό στόχο την περαιτέρω αύξηση των εσόδων του κράτους.
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η κυβέρνηση θα ευθυγραμμιστεί με τη νέα απόφαση του ΣτΕ δεδομένου ότι είχε αγνοήσει την πρώτη απόφαση που είχε εκδοθεί στα τέλη Νοεμβρίου 2014.
Στην τότε απόφαση το ΣτΕ ζητούσε την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών των ακινήτων εντός του πρώτου εξαμήνου του 2015.
Αντίθετα, η κυβέρνηση με βάση το νέο μνημόνιο που υπέγραψε τον περασμένο Αύγουστο δεσμεύθηκε στην εναρμόνιση των αντικειμενικών αξιών με τις τιμές της αγοράς από τον Ιανουάριο του 2017, διατηρώντας τις πλασματικές αξίες των ακινήτων.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι με τη νέα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ανοίγει διάπλατα η πόρτα των προσφυγών από φορολογούμενους που εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για αγορά ακινήτων που δημιούργησε η κρίση.
Αφορά κυρίως αυτούς που αγόρασαν ακίνητο η τιμή του οποίου ήταν κατώτερη της αντικειμενικής, ενώ ο φόρος που πλήρωσαν στην εφορία ήταν με βάση αυτή την αξία.
Το πρόβλημα προκύπτει για όλες τις συναλλαγές στην αγορά ακινήτων που πραγματοποιήθηκαν μετά την 21η Μαΐου, όπως είναι οι μεταβιβάσεις ακινήτων, οι γονικές παροχές και οι πλειστηριασμοί αφού η αντικειμενική τιμή καθορίζει αφενός τους φόρους αφετέρου και τις αμοιβές συμβολαιογράφων.
Επίσης μεγάλο πρόβλημα δημιουργείται με τους πλειστηριασμούς που θα διενεργηθούν εφεξής (μέχρι πρότινος ήταν παγωμένοι).
Και αυτό διότι η τιμή πρώτης προσφοράς στους πλειστηριασμού ανέρχεται στο ύψος της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.
Στον αντίποδα η απόφαση του ΣτΕ δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα επιστροφής φόρων από ΕΝΦΙΑ, διότι υπολογίζεται με βάση τις αντικειμενικές τιμές που ισχύουν την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους.
Ακόμα και αν το υπουργείο Οικονομικών αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες, η κυβέρνηση θα πρέπει να αναπροσαρμόσει τους συντελεστές που χρησιμοποιούνται για την επιβολή του ΕΝΦΙΑ καθώς έχει δεσμευθεί στους πιστωτές να εισπράττει ετησίως το ποσό των 2,65 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι στις προθέσεις του οικονομικού επιτελείου είναι η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και η επαναφορά του Φόρου Μεγάλος Ακίνητης Περιουσίας μεταφέροντας τα βάρη στους έχοντες μεγάλης αξία περιουσία.
Στο σχέδιο του υπουργείου Οικονομικών προβλέπεται και η θέσπιση μικρού αφορολογήτου ορίου το οποίο δεν θα ξεπερνά τα 50.000 ευρώ.
Πάντως, στις 27 Νοεμβρίου του 2015 ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος υπέγραψε τέσσερις αποφάσεις για την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών τιμών των ακινήτων σε Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη και Πάτρα.
Οι επιτροπές πρέπει υποβάλλουν τις προτάσεις τους το αργότερο μέχρι την επόμενη Τρίτη 22 Δεκεμβρίου.
Σε ότι αφορά τα προβλήματα που δημιουργεί η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών τιμών στους 52 νομούς της χώρας «κωδικοποιημένα» αυτά είναι:
1. Στο 85% των κτισμένων κατοικιών σε όλη την Ελλάδα η τιμή ζώνης είναι κάτω από 1.000 ευρώ.
Στην περίπτωση που αναπροσαρμοσθούν οι τιμές με στόχο αυτές να προσεγγίσουν τις τιμές της αγοράς σε αρκετές περιοχές της χώρας θα αυξηθεί η τιμή ζώνης.
2. Στις ακριβές περιοχές της χώρας όπως είναι η Εκάλη, η Κηφισιά, το Κολωνάκι, η Γλυφάδα κ.λ.π. θα πρέπει να μειωθούν οι τιμές τουλάχιστον 50% δεδομένου ότι απέχουν δραματικά από τις σημερινές τιμές που γίνονται οι πράξεις.
3. Μία αγοραπωλησία σε μία περιοχή της Ελλάδας μπορεί να διαμορφώσει την τιμή ζώνης. Και αυτό διότι σήμερα γίνονται ελάχιστες πράξεις, οι οποίες συνδέονται άμεσα με την οικονομική κατάσταση του πωλητή .
4. Δεν μπορούν να συγκεντρωθούν πραγματικά στοιχεία προκειμένου να προσαρμοσθούν στα σημερινά επίπεδα οι αντικειμενικές αξίες. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδα, αν όχι στις περισσότερες, δεν υπάρχουν στοιχεία δεδομένου ότι δεν γίνονται συμβολαιογραφικές πράξεις.
5. Τελευταία επιτροπή που συστάθηκε για το σκοπό αυτό ήταν επί υπουργού Γκίκα Χαρδούβελη. Ακόμη και αυτή τα βρήκε «σκούρα» με το έργο της προσαρμογής των τιμών που ανέλαβε στα πραγματικά δεδομένα της αγοράς εξαιτίας της μηδενικής ζήτησης για την αγορά κατοικιών, διαμερισμάτων και οικοπέδων
6. Η υπερφορολόγηση της ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων τα τελευταία τέσσερα χρόνια και η κάθετη πτώση των πωλήσεων οδήγησαν στην απαξίωση των τιμών, με αποτέλεσμα σε πολλές γεωγραφικές περιφέρειες της χώρας, εντός των οποίων υπήρχαν και περιοχές-φιλέτα, οι αντικειμενικές αξίες να είναι υψηλότερες των εμπορικών. Ωστόσο, αυτή η στρέβλωση εξυπηρετούσε μέχρι τώρα τα εισπρακτικά σχέδια της κυβέρνησης, ιδιαίτερα δε μετά τη συμφωνία που είχε συνάψει με την τρόικα και η οποία προέβλεπε να διατηρηθούν οι ίδιες τιμές ώς το 2016. Έτσι, από τη στιγμή που η Εφορία χρησιμοποιεί αυτές τις αξίες προκειμένου να υπολογίσει τους φόρους στην περιουσία, το υπουργείο Οικονομικών διατηρούσε ταυτόχρονα υψηλά και τα επίπεδα των εισπράξεων.
(Πρώτη Ενημέρωση: 23:31, Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2015)
Μ. Χριστοδούλου
www.bankingnews.gr
Πρόκειται για μία απόφαση - σταθμό, η οποία σε μία χρονιά που τα νοικοκυριά έχουν «πνιγεί» από τα εκκαθαριστικά σημειώματα της Εφορίας, ανοίγει τον δρόμο για φοροελαφρύνσεις για όσους αγόρασαν, κληρονόμησαν ή απέκτησαν με γονική παροχή κάποιο ακίνητο μετά την 21 Μαίου 2015, όπως διατάσει το ΣτΕ.
Η ίδια απόφαση δημιουργεί προσδοκίες για εσωτερική ανακατανομή των βαρών στη σημερινή δομή του ΕΝΦΙΑ που από το 2016 θα πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες αξίες χωρίς όμως να χαθεί ούτε «ένα ευρώ» από τον εισπρακτικό στόχο των 2,65 δις. ευρώ που ορίζει το τρίτο Μνημόνιο.
Πηγές από το υπουργείο Οικονομικών τονίζουν ότι η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών τιμών οι οποίες σε πολλά γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας έφθασαν να είναι πολύ υψηλότερες από τις εμπορικές γίνεται σε μια στιγμή που η κυβέρνηση έχει ήδη βάλει πλώρη για επανεξέταση από μηδενική βάση όλου του συστήματος των φόρων στα ακίνητα (μεταβιβάσεις, γονικές παροχές, κληρονομιές, δωρεές).
Τούτο δεν αποτελεί μία απλή δέσμευση της κυβέρνησης απέναντι στους δανειστές αλλά περιλαμβάνεται στον «κατάλογο» με τα νέα προαπαιτούμενα που θα συζητηθούν με το «κουαρτέτο» από το νέο έτος στην πρώτη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό σημαίνει ότι οι αλλαγές θα είναι σαρωτικές και οι παρεμβάσεις που θα γίνουν σε αφορολόγητα ποσά, κλίμακες και συντελεστές φόρων, ακόμη και φοροαπαλλαγές, θα έχουν κεντρικό στόχο την περαιτέρω αύξηση των εσόδων του κράτους.
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η κυβέρνηση θα ευθυγραμμιστεί με τη νέα απόφαση του ΣτΕ δεδομένου ότι είχε αγνοήσει την πρώτη απόφαση που είχε εκδοθεί στα τέλη Νοεμβρίου 2014.
Στην τότε απόφαση το ΣτΕ ζητούσε την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών των ακινήτων εντός του πρώτου εξαμήνου του 2015.
Αντίθετα, η κυβέρνηση με βάση το νέο μνημόνιο που υπέγραψε τον περασμένο Αύγουστο δεσμεύθηκε στην εναρμόνιση των αντικειμενικών αξιών με τις τιμές της αγοράς από τον Ιανουάριο του 2017, διατηρώντας τις πλασματικές αξίες των ακινήτων.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι με τη νέα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ανοίγει διάπλατα η πόρτα των προσφυγών από φορολογούμενους που εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για αγορά ακινήτων που δημιούργησε η κρίση.
Αφορά κυρίως αυτούς που αγόρασαν ακίνητο η τιμή του οποίου ήταν κατώτερη της αντικειμενικής, ενώ ο φόρος που πλήρωσαν στην εφορία ήταν με βάση αυτή την αξία.
Το πρόβλημα προκύπτει για όλες τις συναλλαγές στην αγορά ακινήτων που πραγματοποιήθηκαν μετά την 21η Μαΐου, όπως είναι οι μεταβιβάσεις ακινήτων, οι γονικές παροχές και οι πλειστηριασμοί αφού η αντικειμενική τιμή καθορίζει αφενός τους φόρους αφετέρου και τις αμοιβές συμβολαιογράφων.
Επίσης μεγάλο πρόβλημα δημιουργείται με τους πλειστηριασμούς που θα διενεργηθούν εφεξής (μέχρι πρότινος ήταν παγωμένοι).
Και αυτό διότι η τιμή πρώτης προσφοράς στους πλειστηριασμού ανέρχεται στο ύψος της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.
Στον αντίποδα η απόφαση του ΣτΕ δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα επιστροφής φόρων από ΕΝΦΙΑ, διότι υπολογίζεται με βάση τις αντικειμενικές τιμές που ισχύουν την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους.
Ακόμα και αν το υπουργείο Οικονομικών αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες, η κυβέρνηση θα πρέπει να αναπροσαρμόσει τους συντελεστές που χρησιμοποιούνται για την επιβολή του ΕΝΦΙΑ καθώς έχει δεσμευθεί στους πιστωτές να εισπράττει ετησίως το ποσό των 2,65 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι στις προθέσεις του οικονομικού επιτελείου είναι η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και η επαναφορά του Φόρου Μεγάλος Ακίνητης Περιουσίας μεταφέροντας τα βάρη στους έχοντες μεγάλης αξία περιουσία.
Στο σχέδιο του υπουργείου Οικονομικών προβλέπεται και η θέσπιση μικρού αφορολογήτου ορίου το οποίο δεν θα ξεπερνά τα 50.000 ευρώ.
Πάντως, στις 27 Νοεμβρίου του 2015 ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος υπέγραψε τέσσερις αποφάσεις για την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών τιμών των ακινήτων σε Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη και Πάτρα.
Οι επιτροπές πρέπει υποβάλλουν τις προτάσεις τους το αργότερο μέχρι την επόμενη Τρίτη 22 Δεκεμβρίου.
Σε ότι αφορά τα προβλήματα που δημιουργεί η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών τιμών στους 52 νομούς της χώρας «κωδικοποιημένα» αυτά είναι:
1. Στο 85% των κτισμένων κατοικιών σε όλη την Ελλάδα η τιμή ζώνης είναι κάτω από 1.000 ευρώ.
Στην περίπτωση που αναπροσαρμοσθούν οι τιμές με στόχο αυτές να προσεγγίσουν τις τιμές της αγοράς σε αρκετές περιοχές της χώρας θα αυξηθεί η τιμή ζώνης.
2. Στις ακριβές περιοχές της χώρας όπως είναι η Εκάλη, η Κηφισιά, το Κολωνάκι, η Γλυφάδα κ.λ.π. θα πρέπει να μειωθούν οι τιμές τουλάχιστον 50% δεδομένου ότι απέχουν δραματικά από τις σημερινές τιμές που γίνονται οι πράξεις.
3. Μία αγοραπωλησία σε μία περιοχή της Ελλάδας μπορεί να διαμορφώσει την τιμή ζώνης. Και αυτό διότι σήμερα γίνονται ελάχιστες πράξεις, οι οποίες συνδέονται άμεσα με την οικονομική κατάσταση του πωλητή .
4. Δεν μπορούν να συγκεντρωθούν πραγματικά στοιχεία προκειμένου να προσαρμοσθούν στα σημερινά επίπεδα οι αντικειμενικές αξίες. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδα, αν όχι στις περισσότερες, δεν υπάρχουν στοιχεία δεδομένου ότι δεν γίνονται συμβολαιογραφικές πράξεις.
5. Τελευταία επιτροπή που συστάθηκε για το σκοπό αυτό ήταν επί υπουργού Γκίκα Χαρδούβελη. Ακόμη και αυτή τα βρήκε «σκούρα» με το έργο της προσαρμογής των τιμών που ανέλαβε στα πραγματικά δεδομένα της αγοράς εξαιτίας της μηδενικής ζήτησης για την αγορά κατοικιών, διαμερισμάτων και οικοπέδων
6. Η υπερφορολόγηση της ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων τα τελευταία τέσσερα χρόνια και η κάθετη πτώση των πωλήσεων οδήγησαν στην απαξίωση των τιμών, με αποτέλεσμα σε πολλές γεωγραφικές περιφέρειες της χώρας, εντός των οποίων υπήρχαν και περιοχές-φιλέτα, οι αντικειμενικές αξίες να είναι υψηλότερες των εμπορικών. Ωστόσο, αυτή η στρέβλωση εξυπηρετούσε μέχρι τώρα τα εισπρακτικά σχέδια της κυβέρνησης, ιδιαίτερα δε μετά τη συμφωνία που είχε συνάψει με την τρόικα και η οποία προέβλεπε να διατηρηθούν οι ίδιες τιμές ώς το 2016. Έτσι, από τη στιγμή που η Εφορία χρησιμοποιεί αυτές τις αξίες προκειμένου να υπολογίσει τους φόρους στην περιουσία, το υπουργείο Οικονομικών διατηρούσε ταυτόχρονα υψηλά και τα επίπεδα των εισπράξεων.
(Πρώτη Ενημέρωση: 23:31, Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2015)
Μ. Χριστοδούλου
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών