Παρά τη βελτίωση, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων στην Ελλάδα αμφιβάλλει αν η χώρα θα καταφέρει να ανακάμψει από την ύφεση σύντομα
Σημαντική άνοδος κατά 8 μονάδες καταγράφηκε στον δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην Ελλάδα το πρώτο τρίμηνο του 2014, διαμορφούμενος στις 53 και ακολουθώντας την αυξητική τάση του παγκόσμιου δείκτη εμπιστοσύνης.
Τα παραπάνω καταδεικνύει παγκόσμια, διαδικτυακή έρευνα της Νielsen για τη μέτρηση της Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης, η οποία διεξήχθη από τις 17 Φεβρουαρίου έως τις 7 Μαρτίου 2014 σε 60 διαφορετικές χώρες, όπου συμμετείχαν πάνω από 30.000 καταναλωτές της Ευρώπης, της Ασίας, της Ωκεανίας, της Αμερικής και της Μέσης Ανατολής.
Ο δείκτης Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης αποτυπώνει την γνώμη των καταναλωτών για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση, τις ανησυχίες τους, αλλά και τις προθέσεις τους για το μέλλον.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας της Nielsen, ο παγκόσμιος δείκτης επανήλθε στα προ κρίσης επίπεδά του, ήτοι στις 96 μονάδες, που αποτελούν το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από το πρώτο τρίμηνο του 2007.
Βελτίωση καταγράφηκε και στον δείκτη της Ευρώπης, ο οποίος αυξήθηκε κατά 2 μονάδες, στις 75.
Από τις συνολικά 32 ευρωπαϊκές αγορές που μετρώνται στην έρευνα παρουσιάστηκε αύξηση στις 21, ενώ οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφηκαν μεταξύ των χωρών με τους ιστορικά χαμηλότερους δείκτες.
Μεταξύ αυτών η Ελλάδα και η Γαλλία, οι οποίες παρουσίασαν αύξηση 8 μονάδων εκάστη, φτάνοντας τις 53 και 59 μονάδες αντίστοιχα, ενώ αύξηση καταγράφηκε και στις οικονομίες της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, κατά 7 και 3 μονάδες αντίστοιχα, φτάνοντας τις 51 και 61 μονάδες αντίστοιχα.
Γεγονός, ωστόσο, παραμένει ότι οι 9 στις 10 χώρες με τον χαμηλότερο δείκτη παγκοσμίως ανήκουν στην Ευρώπη, με την Κροατία, την Ιταλία και την Σλοβενία να βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις.
Αναλυτικότερα, όσον αφορά στην Ελλάδα, ο δείκτης αυξήθηκε κατά 8 μονάδες, φτάνοντας στις 53.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, παρά τη βελτίωση του δείκτη, το 52% των ερωτηθέντων τονίζει ότι η μεγαλύτερη ανησυχία τους αφορά τα εργασιακά, ενώ ακολουθείται σε ποσοστό 30% από την ανησυχία για την γενικότερη οικονομική συγκυρία.
Είναι επίσης ενδεικτικό το γεγονός ότι 8 στους 10 ερωτηθέντες εξακολουθούν να αμφιβάλλουν αν η Ελλάδα θα καταφέρει να ανακάμψει από την οικονομική ύφεση σύντομα, ενώ η πλειοψηφία (79%) πιστεύει ότι τουλάχιστον για τους επόμενους 12 μήνες η γενικότερη οικονομική συγκυρία θα παραμείνει ως έχει.
Στην ερώτηση πού διαθέτουν τα χρήματα που τους περισσεύουν, μετά την κάλυψη των βασικών τους αναγκών, το 27% των Ελλήνων εξακολουθεί να δηλώνει ότι το ξοδεύει για την κάλυψη δανείων, πιστωτικών καρτών και γενικότερα χρεών, ωστόσο το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό του πρώτου τριμήνου του 2013 κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες.
Επίσης, παρ’ όλο που 3 στους 10 δηλώνουν ότι δεν έχουν καθόλου διαθέσιμο εισόδημα, είναι προφανές, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, ότι οι Έλληνες έχουν πλέον αρχίσει να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες, καθώς όλο και περισσότεροι έχουν αρχίσει να ισχυρίζονται ότι αποταμιεύουν περισσότερο ή διαθέτουν περισσότερα χρήματα για προσωπική ευχαρίστηση (π.χ. για διακοπές, αγορές νέων ρούχων κ.λπ).
Οι Έλληνες καταναλωτές σε ποσοστό 80% έχουν αλλάξει τις αγοραστικές τους συνήθειες, έχοντας γίνει περισσότερο επιφυλακτικοί όσον αφορά στις δαπάνες τους. Το ποσοστό της Ελλάδας είναι το τρίτο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έπειτα από την Ισπανία και την Πορτογαλία που σκοράρουν οριακά υψηλότερα με ποσοστό 81%.
Επίσης, οι Έλληνες σε ποσοστό 74% δηλώνουν πως έχουν στραφεί σε φθηνότερα καταναλωτικά προϊόντα, ενώ επίσης έχουν περιορίσει την διασκέδαση εκτός του σπιτιού σε ποσοστό 71%. Ειδικότερα, 4 στους 10 δηλώνουν πως θα συνεχίσουν τις δύο παραπάνω ενέργειες ακόμη και μετά την βελτίωση των οικονομικών συνθηκών.
www.bankingnews.gr
Τα παραπάνω καταδεικνύει παγκόσμια, διαδικτυακή έρευνα της Νielsen για τη μέτρηση της Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης, η οποία διεξήχθη από τις 17 Φεβρουαρίου έως τις 7 Μαρτίου 2014 σε 60 διαφορετικές χώρες, όπου συμμετείχαν πάνω από 30.000 καταναλωτές της Ευρώπης, της Ασίας, της Ωκεανίας, της Αμερικής και της Μέσης Ανατολής.
Ο δείκτης Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης αποτυπώνει την γνώμη των καταναλωτών για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση, τις ανησυχίες τους, αλλά και τις προθέσεις τους για το μέλλον.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας της Nielsen, ο παγκόσμιος δείκτης επανήλθε στα προ κρίσης επίπεδά του, ήτοι στις 96 μονάδες, που αποτελούν το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από το πρώτο τρίμηνο του 2007.
Βελτίωση καταγράφηκε και στον δείκτη της Ευρώπης, ο οποίος αυξήθηκε κατά 2 μονάδες, στις 75.
Από τις συνολικά 32 ευρωπαϊκές αγορές που μετρώνται στην έρευνα παρουσιάστηκε αύξηση στις 21, ενώ οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφηκαν μεταξύ των χωρών με τους ιστορικά χαμηλότερους δείκτες.
Μεταξύ αυτών η Ελλάδα και η Γαλλία, οι οποίες παρουσίασαν αύξηση 8 μονάδων εκάστη, φτάνοντας τις 53 και 59 μονάδες αντίστοιχα, ενώ αύξηση καταγράφηκε και στις οικονομίες της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, κατά 7 και 3 μονάδες αντίστοιχα, φτάνοντας τις 51 και 61 μονάδες αντίστοιχα.
Γεγονός, ωστόσο, παραμένει ότι οι 9 στις 10 χώρες με τον χαμηλότερο δείκτη παγκοσμίως ανήκουν στην Ευρώπη, με την Κροατία, την Ιταλία και την Σλοβενία να βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις.
Αναλυτικότερα, όσον αφορά στην Ελλάδα, ο δείκτης αυξήθηκε κατά 8 μονάδες, φτάνοντας στις 53.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, παρά τη βελτίωση του δείκτη, το 52% των ερωτηθέντων τονίζει ότι η μεγαλύτερη ανησυχία τους αφορά τα εργασιακά, ενώ ακολουθείται σε ποσοστό 30% από την ανησυχία για την γενικότερη οικονομική συγκυρία.
Είναι επίσης ενδεικτικό το γεγονός ότι 8 στους 10 ερωτηθέντες εξακολουθούν να αμφιβάλλουν αν η Ελλάδα θα καταφέρει να ανακάμψει από την οικονομική ύφεση σύντομα, ενώ η πλειοψηφία (79%) πιστεύει ότι τουλάχιστον για τους επόμενους 12 μήνες η γενικότερη οικονομική συγκυρία θα παραμείνει ως έχει.
Στην ερώτηση πού διαθέτουν τα χρήματα που τους περισσεύουν, μετά την κάλυψη των βασικών τους αναγκών, το 27% των Ελλήνων εξακολουθεί να δηλώνει ότι το ξοδεύει για την κάλυψη δανείων, πιστωτικών καρτών και γενικότερα χρεών, ωστόσο το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό του πρώτου τριμήνου του 2013 κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες.
Επίσης, παρ’ όλο που 3 στους 10 δηλώνουν ότι δεν έχουν καθόλου διαθέσιμο εισόδημα, είναι προφανές, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, ότι οι Έλληνες έχουν πλέον αρχίσει να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες, καθώς όλο και περισσότεροι έχουν αρχίσει να ισχυρίζονται ότι αποταμιεύουν περισσότερο ή διαθέτουν περισσότερα χρήματα για προσωπική ευχαρίστηση (π.χ. για διακοπές, αγορές νέων ρούχων κ.λπ).
Οι Έλληνες καταναλωτές σε ποσοστό 80% έχουν αλλάξει τις αγοραστικές τους συνήθειες, έχοντας γίνει περισσότερο επιφυλακτικοί όσον αφορά στις δαπάνες τους. Το ποσοστό της Ελλάδας είναι το τρίτο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έπειτα από την Ισπανία και την Πορτογαλία που σκοράρουν οριακά υψηλότερα με ποσοστό 81%.
Επίσης, οι Έλληνες σε ποσοστό 74% δηλώνουν πως έχουν στραφεί σε φθηνότερα καταναλωτικά προϊόντα, ενώ επίσης έχουν περιορίσει την διασκέδαση εκτός του σπιτιού σε ποσοστό 71%. Ειδικότερα, 4 στους 10 δηλώνουν πως θα συνεχίσουν τις δύο παραπάνω ενέργειες ακόμη και μετά την βελτίωση των οικονομικών συνθηκών.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών