Τελευταία Νέα
Νομικό Βήμα

Δικαιοσύνη σε ρυθμούς… χελώνας: Συμβούλιο της Επικρατείας: 12.064 υποθέσεις σε εκκρεμότητα έως τον Ιούλιο του 2022

Δικαιοσύνη σε ρυθμούς… χελώνας: Συμβούλιο της Επικρατείας: 12.064 υποθέσεις σε εκκρεμότητα έως τον Ιούλιο του 2022
Μάλιστα για τις φορολογικές υποθέσεις την 1/1/2022 ήταν 3.611 εκ των οποίων οι 993 αφορούν ποσό άνω των 500.000 ευρώ!

Της Ελένης Τσιάβο 

Σε αρκετά δυσοίωνα αριθμητικά επίπεδα παραμένει και το 2022 ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων στο Συμβούλιο της Επικρατείας παρά τη μικρή μείωση που κατεγράφη συγκριτικά με άλλες χρονικές περιόδους.

Ένα πλήγμα για την Ελληνική Δικαιοσύνη που δυστυχώς, συνεχίζει να μαστίζεται από την έντονη βραδύτητα των διαδικασιών.

Ειδικότερα σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία για το Συμβούλιο Επικρατείας:

-Την 1/1/2002 οι εκκρεμείς υποθέσεις ήταν 12.312 και στις 7/7/2022 οι εκκρεμείς υποθέσεις είναι 12.064. Σε αυτό το διάστημα εισήχθησαν 1.556 υποθέσεις και διεκπεραιώθηκαν 1.808

ΠΗΓΗ: ΣΤΕ

  • Μάλιστα για τις φορολογικές υποθέσεις την 1/1/2022 ήταν 3.611 εκ των οποίων οι 993 αφορούν ποσό άνω των 500.000 ευρώ!

ΠΗΓΗ: Υπουργείο Δικαιοσύνης

-Στις αρχές του 2021 οι εκκρεμείς υποθέσεις στο ΣΤΕ ήταν 12.039 και οι φορολογικές 3.662

-Στο τέλος (Δ’ τρίμηνο) του 2018 οι εκκρεμείς υποθέσεις ήταν 13.611 και οι φορολογικές 3.661. Από αυτές με οικονομικό αντικείμενο άνω των 500.000 ευρώ ήταν 1.342

-Την 1/1/2016 οι εκκρεμείς υποθέσεις στο Συμβούλιο Επικρατείας ήταν 16.296

Όπως ανέφερε νωρίτερα το bn:

Οι έντονες καθυστερήσεις που χαρακτηρίζουν το σύστημα απονομής δικαιοσύνης στην Ελλάδα έχουν απασχολήσει ουκ ολίγες φορές τον Δημόσιο διάλογο, ένα θέμα το οποίο ταλανίζει επί χρόνια τους πολίτες και τους λειτουργούς της Θέμιδος που σχετίζονται με τις υποθέσεις.
Πρόσφατα, την προβληματική αυτή κατάσταση έφερε εκ νέου στην επιφάνεια η έκθεση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία ανέφερε μεταξύ άλλων, ότι η χώρα μας παρουσιάζει μια από τις μεγαλύτερες καθυστερήσεις ως προς την απόδοση δικαιοσύνης, αφού εκτιμάται ότι απαιτούνται περίπου 640 ημέρες για την εκδίκασή μιας υπόθεσης στον πρώτο μάλιστα βαθμό (αστική ή εμπορική).
Σημειώνεται, ότι η εν λόγω επίδοση ήταν μάλιστα η χειρότερη στην Ευρώπη για το 2019.
Ένα αρνητικό ρεκόρ που ωστόσο δεν είναι πρωτοφανές στα ελληνικά χρονικά αλλά όπως φαίνεται βρίσκει διαρκώς εμπόδια καθώς λίγα μόλις βήματα έχουν πραγματοποιηθεί για να ξεφύγουμε από την ζοφερή στασιμότητα (διαμεσολάβηση, legal + Tech).

Αποτέλεσε όμως η έκθεση της ΕΕ μια έκπληξη;

Η απάντηση είναι πως «όχι».
Διαρκείς επίσημες αναφορές έχουν προειδοποιήσει επανειλημμένως κατά το παρελθόν για τη δυσμενή θέση της χώρας μας, συγκριτικά όχι μόνο με άλλες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και… με αναπτυσσόμενες.
Για το θέμα, όπως θα διαβάσετε παρακάτω, τοποθετήθηκε με δήλωση του στο BN, ο Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Θεόδωρος Πελαγίδης σχολιάζοντας μελέτη που εκπόνησε ήδη από το 2007 από κοινού με τον κ. Μιχάλη Μητσόπουλο, εντεταλμένου διδάσκοντα στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και Διευθυντή Τομέα Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Ρυθμιστικών Πολιτικών του ΣΕΒ, με θέμα την «Οικονομική Ανάλυση της αποδοτικότητας της ελληνικής δικαιοσύνης»*.

Παραδείγματα

Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά στα όσα αναφερόμαστε:
Πιο συγκεκριμένα, αν ανατρέξουμε σε σχετικές μελέτες της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2004 και το 2005, η Ελλάδα κατατασσόταν στο 30% των χωρών, ενός δείγματος 109 χωρών, που έχουν «την πιο πολύπλοκη και την πιο χρονοβόρα διαδικασία επίλυσης δύο απλών διαφορών εμπορικού δικαίου: την είσπραξη μιας ακάλυπτης επιταγής και την έξωση ενός ενοικιαστή που δεν καταβάλλει το μίσθωμα.
Βεβαίως, η ΕΕ έχει πολλάκις κρούσει τον κώδωνα του «κινδύνου» για την ελληνική πραγματικότητα με συνεχείς εκθέσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπου αναφέρονται οι αρνητικές επιδόσεις της χώρας μας και προτείνονται ριζικές αναδιαθρώσεις.

Η έρευνα των κκ. Μητσόπουλου – Πελαγίδη

Η εν λόγω έρευνα κατέγραψε την αποδοτικότητα της Ελληνικής δικαιοσύνης σε σχέση με άλλες χώρες, και δεδομένης της εμφάνισης πολλών αναπτυσσόμενων χωρών στο δείγμα, η θέση της Ελλάδας υπέδειξε μια συγκριτικά ιδιαίτερα… «δυσάρεστη κατάσταση».
Χαρακτηριστικά, όπως έδειξαν τα στοιχεία μέχρι το 2007 – οπότε και δημοσιεύτηκε τo paper – σημειώθηκε μια «διαχρονική επιδείνωση της αποδοτικότητας της ελληνικής δικαιοσύνης τα προηγούμενα 25 χρόνια».
Η πρώτη ποιοτική παράμετρος της ελληνικής δικαιοσύνης που εξετάστηκε ήταν η απαιτούμενη διάρκεια εκδίκασης μιας υπόθεσης.

Εκεί τα δεδομένα ήταν εντυπωσιακά:

Αυτό, καθώς κατεγράφη διαχρονική αύξηση του χρόνου εκδίκασης στα ειρηνοδικεία και τα εφετεία, με τον δείκτη να αυξάνει από 20% το 1980 σε 30% το 1997, ενώ στα πρωτοδικεία καταγράφεται μια παροδική βελτίωση από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας αυτής.
Καθώς η εκδίκαση των υποθέσεων δεν συνεπάγεται και την άμεση δημοσίευση της απόφασης, η κατάσταση στα διοικητικά πρωτοδικεία και τα διοικητικά εφετεία έδειξε μεν να είναι πιο σταθερή, αλλά δεδομένου του υψηλού ποσοστού των υποθέσεων που μένουν εκκρεμείς, η κατάσταση χαρακτηρίζεται διαχρονικά απογοητευτική, συμπεραίνουν οι συγγραφείς.
Ένας ακόμη άξονας αξιολόγησης, ήταν και αριθμός άσκησης εφέσεων, μια μεταβλητή που επίσης καθορίζει την ποιότητα της απόδοσης δικαιοσύνης.
Στην Ελλάδα, σημειώθηκε τότε αύξηση του ρυθμού των εφέσεων γεγονός που μεταφράζεται είτε ως μειωμένη ποιότητα των πρωτόδικων αποφάσεων, είτε τη δυνατότητα που παρέχεται από το σύστημα της κατάχρησης του δικαστικού συστήματος για την εξασφάλιση αναβολών στην εφαρμογή καταδικαστικών αποφάσεων.

Το σχόλιο του κ. Θεόδωρου Πελαγίδη επί του θέματος:

Η πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως είπαμε δεν εκπλήσσει τους Θ. Πελαγίδη και Μ. Μητσόπουλο οι οποίοι είχαν δημοσιεύσει διεθνώς πριν 10 και 15 χρόνια σε διεθνή περιοδικά το πρόβλημα της ελληνικής δικαιοσύνης με μεγάλη λεπτομέρεια.
Ο Θεόδωρος Πελαγίδης, σήμερα υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ανέφερε μιλώντας στην δημοσιογράφο Ελένη Τσιάβο ότι έχουν γίνει βήματα σε κρίσιμα θέματα όπως η εξωδικαστική επίλυση ή η -τότε- εξαιρετικά χαμηλού κόστους πρόσβαση, αλλά πολλά προβλήματα ακόμη παραμένουν.

‘Όπως εξηγεί ο ίδιος:

«Τα οργανωτικά μέτρα, ο αριθμός των υπαλλήλων, η χρηματοδότηση και ο αριθμός των δικαστών ήταν μόνο μερικές παράμετροι που στη δημοσίευσή μας το 2007 αντιπαραβάλλαμε σε έναν δείκτη «υποθέσεις που εισέρχονται προς υποθέσεις που εξέρχονται του συστήματος», για όλα τα δικαστήρια των -τότε- νομών της χώρας.

Για παράδειγμα, φάνηκε τότε ότι η αναλογία προσωπικού προς υποθέσεις φαίνεται να έχει σημασία στα εφετεία και στα ανώτερα πολιτικά δικαστήρια της πρωτοβάθμιας, αλλά όχι στα διοικητικά πρωτοδικεία και τα κατώτερα πολιτικά δικαστήρια, ενώ  η προσωπική συμβολή των δικαστών (ο αριθμός τους δηλαδή και η απόδοσή τους) φαίνεται να είναι πιο σημαντική στα ανώτερα δικαστήρια.

Το κύριο πρόβλημα του ελληνικού δικαστικού συστήματος δεν είναι όμως μόνο η ανεπαρκής στελέχωση και χρηματοδότηση όπως υποστηρίξαμε το 2007, αλλά και πρόβλημα ανεπαρκούς οργάνωσης, έλλειψης επαρκούς λογοδοσίας καθώς και έλλειψης ανταγωνισμού στην παροχή νομικών υπηρεσιών, πρόβλημα υπερβολικά επαχθών διαδικασιών και αυστηρών περιορισμών στον τρόπο παροχής νομικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, που υπονομεύουν την ποιότητα των αποφάσεων.»

Οι θετικές εξελίξεις αλλά και τα γκρίζα σημεία

Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην Ελλάδα έχουν δρομολογηθεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, αλλά οι επιδόσεις όσον αφορά την υλοποίησή τους παρουσιάζουν ακόμη ανάμεικτα αποτελέσματα.
Οι μεταρρυθμιστικές δραστηριότητες περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες αλλαγές στην οργάνωση των δικαστηρίων:
μείωση του αριθμού των ειρηνοδικείων, μέτρα για τη βελτίωση της διοίκησης των δικαστηρίων και την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, διεύρυνση της χρήσης των εργαλείων της τεχνολογίας των πληροφοριών (ΤΠ) στα δικαστήρια, θέσπιση και προώθηση μηχανισμών εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, αναθεώρηση της κωδικοποιημένης νομοθεσίας μείζονος σημασίας, καθώς και έναρξη της μεταρρύθμισης και της ενοποίησης του περίπλοκου νομοθετικού πλαισίου.
Όμως δυστυχώς για εμάς, δεν έχουν σημειωθεί ακόμη μεγαλειώδη άλματα.
Εξακολουθούν να υφίστανται ορισμένες προκλήσεις, όπως η έλλειψη διαθέσιμων πληροφοριών στο διαδίκτυο για το ευρύ κοινό σχετικά με το δικαστικό σύστημα, η έλλειψη ρυθμίσεων για μηχαναγνώσιμες δικαστικές αποφάσεις ή η έλλειψη ερευνών μεταξύ των χρηστών των δικαστηρίων ή των επαγγελματιών του νομικού κλάδου.
Ενώ ιδιαίτερα κρίσιμη για τη διαφάνεια των διαδικασιών αποτελεί και το ζήτημα της δημοσίευσης των δικαστικών αποφάσεων.
Παρόλα αυτά, έχουν καταγραφεί βελτιώσεις: Για παράδειγμα όσον αφορά τη διαθεσιμότητα μέσων για την υποβολή των υποθέσεων στα δικαστήρια ή την παρακολούθηση των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας μέσω διαδικτύου, καθώς και την προώθηση και την παροχή κινήτρων για τη χρήση μεθόδων εναλλακτικής επίλυσης διαφορών.
Οι αρχές ανέφεραν επίσης θετικές τάσεις όσον αφορά τη χρήση της διαμεσολάβησης, ιδίως σε εμπορικές διαφορές και οικογενειακές/γονικές διαφορές.
Αξίζει να αναφερθεί ότι πριν από περίπου έναν μήνα (Μαιος 2022) δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β’ 2318/12.05.2022) η Κοινή Υπουργική Απόφαση για την Επίδοση εγγράφων με ηλεκτρονικά μέσα.

Ο ρόλος της πανδημίας 

Στο πλαίσιο της πανδημίας COVID-19, η Ελλάδα κατέβαλε προσπάθειες για την επιτάχυνση της ψηφιοποίησης της δημόσιας διοίκησης.
Τον Μάιο του 2020 το Υπουργείο Δικαιοσύνης, σε συνεργασία με το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, κατέστησε δυνατή την ψηφιακή/ηλεκτρονική έκδοση 15 πιστοποιητικών, όπως διαφόρων πιστοποιητικών στον τομέα του κληρονομικού και του εμπορικού δικαίου, μέσω του υφιστάμενου δικτύου Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών.
Επίσης, ενοποίησε 20 διαφορετικά πιστοποιητικά που σχετίζονται με το πτωχευτικό δίκαιο σε ένα ενιαίο πιστοποιητικό που διατίθεται ηλεκτρονικά από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο.
Οι αρχές δρομολόγησαν πρωτοβουλία για τη σύσταση ειδικών τμημάτων στα πολιτικά και στα διοικητικά δικαστήρια.
Ενώ την ίδια ώρα, συνεχίζεται η συζήτηση μεταξύ των μελών της νομικής κοινότητας για μια πιο συστηματική μεταρρύθμιση του δικαστικού χάρτη, ώστε να ληφθούν καλύτερα υπόψη οι τρέχουσες δημογραφικές συνθήκες, οι εξελίξεις στην τεχνολογία της πληροφορίας και της επικοινωνίας και άλλες σχετικές παράμετροι.

Αποδοτικότητα

Το σύστημα απονομής δικαιοσύνης της Ελλάδας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις όσον αφορά τη συνολική του αποδοτικότητα.
Οι στατιστικές για τη δικαιοσύνη δείχνουν ότι, ιδίως, το σύστημα των πολιτικών δικαστηρίων εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προβλήματα όσον αφορά την αποδοτικότητά του, καθώς ο χρόνος που απαιτείται για την εκδίκαση των αστικών και των εμπορικών υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας σε πρώτο βαθμό αυξήθηκε εκ νέου (559 ημέρες το 2018 σε σύγκριση με 479 ημέρες το 2017).
Επιπλέον, η παραγωγικότητα των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων μειώνεται όσον αφορά το ποσοστό διεκπεραίωσης των αστικών και εμπορικών υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (86,3 % το 2018 σε σύγκριση με 96,0 % το 2017), γεγονός που σημαίνει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει σαφή κίνδυνο δημιουργίας νέων συσσωρευμένων υποθέσεων.
Ο κλάδος των διοικητικών δικαστηρίων εξακολουθεί να βελτιώνει τις επιδόσεις του, διατηρώντας υψηλό ποσοστό επίλυσης (163,5 % το 2018), μειώνοντας τον χρόνο που απαιτείται για την επίλυση των διοικητικών διαφορών σε πρώτο βαθμό και περιορίζοντας τις υφιστάμενες συσσωρευμένες υποθέσεις με την επίλυση υψηλότερου αριθμού υποθέσεων σε σχέση με τον αριθμό των εισερχόμενων υποθέσεων.
Ωστόσο, τόσο ο χρόνος που απαιτείται για την επίλυση των διοικητικών υποθέσεων σε πρώτο βαθμό (601 ημέρες το 2018) όσο και ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων παραμένουν συγκριτικά υψηλοί.

Η αξιολόγηση των δικαστών – Οι δηλώσεις του κ. Τσιάρα

Ριζικές αλλαγές στην αξιολόγηση των δικαστών είχε προναγγείλει στις αρχές του 2022 ο υπουργός Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος Τσιάρας ο οποίος δήλωσε την «απόφαση της κυβέρνησης ώστε να προβεί σε ριζικές αλλαγές στην εξέλιξη των δικαστών, ώστε οι ικανοί να προάγονται, όχι μόνον με βάση την επετηρίδα», μιλώντας στην εφημερίδα Καθημερινή.
Επίσης ανακοίνωσε τη λήψη μέτρων για περιορισμό του αριθμού των υποθέσεων ήσσονος σημασίας που φθάνουν έως τον Αρειο Πάγο, καθώς και την υποχρεωτική κατάθεση ηλεκτρονικά δικογράφων σε όλο το φάσμα της Δικαιοσύνης.
Παράλληλα, αναφέρθηκε στην μείωση των υποθέσεων που απασχολούν σήμερα τα δικαστήρια και την ανάθεση της επίλυσής τους, για παράδειγμα, από συμβολαιογράφους – όπως έγινε με τα συναινετικά διαζύγια.
Ενώ όσον αφορά την εξωδικαστική επίλυση ο Υπουργός είχε αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Τα αποτελέσματα για τη διαμεσολάβηση είναι εξόχως ενθαρρυντικά.
Σύμφωνα με την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης που παρακολουθεί τη λειτουργία του νέου θεσμού, από τις υποθέσεις που υπάγονται στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία, ένα ποσοστό 15% επέλεξαν να συνεχίσουν με διαμεσολάβηση για την επίλυση της διαφοράς τους. Από αυτούς κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία σε ποσοστό περίπου 74% και, συνεπώς, δεν επιβάρυναν τα δικαστήρια. Για την εκούσια διαμεσολάβηση, τα αποτελέσματα είναι ακόμα πιο ευοίωνα, καθώς 7 στις 10 διαφορές επιλύθηκαν εξωδικαστικά, πιο εύκολα, πιο γρήγορα και κυρίως με λιγότερο κόστος για τα εμπλεκόμενα μέρη».

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης