Η εξέταση των δομικών μεταρρυθμίσεων ως αντάλλαγμα για τις ενισχύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης δείχνει επίσης μικτά αποτελέσματα...
Το Ταμείο Ανάκαμψης παρουσιάστηκε ως το μεγάλο στοίχημα της επόμενης ημέρας για την ελληνική οικονομία.
Ένα εργαλείο που θα επιτάχυνε τις μεταρρυθμίσεις, θα κινητοποιούσε επενδύσεις και θα έδινε στη χώρα τον χρόνο που χρειαζόταν για να αλλάξει μοντέλο ανάπτυξης.
Όμως ο χρόνος αυτός δεν είναι απεριόριστος.
Το 2026 οι χρηματοδοτήσεις σταματούν και τότε θα φανεί αν η ευκαιρία αξιοποιήθηκε ή αν απλώς καλύφθηκαν προσωρινά παλιά προβλήματα.
Η πραγματική απειλή δεν βρίσκεται στο τέλος των πόρων καθαυτού, αλλά στο κενό που κινδυνεύει να δημιουργηθεί αμέσως μετά.
Μια οικονομία που έχει συνηθίσει να αναπτύσσεται με «οξυγόνο» ευρωπαϊκών κονδυλίων μπορεί να βρεθεί απότομα χωρίς στήριξη, αν δεν έχει χτίσει ισχυρές βάσεις.
Το σενάριο ενός απότομου φρεναρίσματος, με επιπτώσεις σε επενδύσεις, απασχόληση και δημόσια οικονομικά, δεν είναι θεωρητικό.
Το Ταμείο Ανάκαμψης, αντί για σανίδα σωτηρίας, κινδυνεύει να μετατραπεί σε ωρολογιακή βόμβα.
Αν οι πόροι δεν κατευθυνθούν σε παραγωγικές αλλαγές με διάρκεια, το τέλος του προγράμματος μπορεί να σηματοδοτήσει μια νέα περίοδο αστάθειας.
Το 2026 πλησιάζει και το ερώτημα γίνεται όλο και πιο πιεστικό: προετοιμάζεται η Ελλάδα για την επόμενη μέρα ή βαδίζει προς έναν οικονομικό «ξαφνικό θάνατο»;
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη Handelsblatt, το 2026 λήγει η προθεσμία για τη χρήση των κεφαλαίων από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης για την κρίση του κορωνοϊού.
Με δεδομένες τις σκέψεις των ιθυνόντων της ΕΕ για την έκδοση ευρωπαϊκών ομολόγων, π.χ. για την άμυνα, ανακύπτει το ερώτημα τι αντίκτυπο είχαν τα κεφάλαια του Ταμείου: σε οικονομικό, δομικό επίπεδο και όσον αφορά την ψηφιοποίηση.
Το Ταμείο, ύψους άνω των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, δεν είχε ως στόχο μόνο να σταθεροποιήσει τις χώρες που επλήγησαν από την πανδημία.
Τα κεφάλαια έπρεπε παράλληλα να υποστηρίξουν μεταρρυθμίσεις καθώς και την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Μια ματιά στις τρεις κύριες χώρες-παραλήπτες, Ιταλία, Ισπανία και Ελλάδα, δείχνει μικτό αποτέλεσμα.
Η οικονομική παραγωγή των τριών αυτών χωρών Τουρισμού κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της πανδημίας: στην Ισπανία κατά 11%, στην Ιταλία και την Ελλάδα περίπου κατά 9%.
Ωστόσο, αν και τα πρώτα κεφάλαια από το Ταμείο διατέθηκαν μόνο από το καλοκαίρι του 2021, η ανάπτυξη και στις τρεις χώρες ήδη το 2021 ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις σαφώς πάνω από το 6%.
Οικονομολόγοι όπως ο Zsolt Darvas από το think tank Bruegel επισημαίνουν έτσι έναν έμμεσο αντίκτυπο: η ανακοίνωση του Ταμείου ηρέμησε τις αγορές, έστειλε σήμα ικανότητας δράσης και, σε συνδυασμό με τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), μείωσε το κόστος χρηματοδότησης.
Ο Miguel Cardoso, επικεφαλής οικονομολόγος για την Ισπανία στην τράπεζα BBVA, υπενθυμίζει ότι χωρίς το Ταμείο, πρόσθετοι κραδασμοί όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι δασμοί των ΗΠΑ και οι γεωπολιτικές εντάσεις θα είχαν ανακόψει περισσότερο την ανάκαμψη.
Εντυπωσιακό είναι ότι η Ισπανία και η Ελλάδα μπόρεσαν να αναπτυχθούν αισθητά πιο γρήγορα μετά την πανδημία σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Κατά την εκτίμηση της BBVA, αυτό οφείλεται μόνο εν μέρει στα κεφάλαια του Ταμείου.
Καθοριστικό για αυτό το αποτέλεσμα ήταν η δομή των οικονομιών: οι χώρες με κυρίαρχο τον τομέα υπηρεσιών και τον τουρισμό, όπως η Ισπανία και η Ελλάδα, υπέφεραν λιγότερο από τις αυξημένες τιμές ενέργειας μετά το 2022 σε σχέση με την έντονα βιομηχανικά προσανατολισμένη Ιταλία.
Αυτή, μετά την ανάκαμψη από το 2023, μεγάλωνε πλέον με λιγότερο από 1% ετησίως.
Ιδιωτικές επενδύσεις στην Ισπανία σχεδόν σταθερές
Η Ισπανία, αντίθετα, ήταν κινητήρια δύναμη ανάπτυξης στην Ευρώπη από το 2022 και πέρυσι η αύξηση του ΑΕΠ της έφτασε το 3,5%, σχεδόν τριπλάσια από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της BBVA, περίπου το ήμισυ οφείλεται στη μετανάστευση, ενώ τα κεφάλαια του Ταμείου ενίσχυσαν την ανάπτυξη κατά περίπου 0,5 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως.
Ωστόσο, ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος των κεφαλαίων στις ιδιωτικές επενδύσεις στην Ισπανία είναι περιορισμένος.
Οι επενδύσεις παραμένουν κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα του 2019.
«Μόνο στον κατασκευαστικό τομέα εκτός ακινήτων αυξήθηκαν οι ιδιωτικές επενδύσεις παράλληλα με τη δυνατή οικονομική ανάπτυξη» λέει ο Cardoso της BBVA.
Η κατασκευαστική δραστηριότητα βασίζεται κυρίως σε δημόσιες προκηρύξεις και επενδύσεις στο σιδηροδρομικό δίκτυο.
Για την Ευρώπη, το οικονομικό ινστιτούτο Capital Economics εκτιμά τον ετήσιο αντίκτυπο ανάπτυξης του Ταμείου για τα έτη 2020–2024 σε μόλις 0,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Ακριβώς σε αυτή την τιμή καταλήγει και ο Ιταλός οικονομολόγος Lorenzo Codogno για τη χώρα του την περίοδο 2021–2026.
Προς το παρόν, ωστόσο, τα κεφάλαια σώζουν την Ιταλία από την ύφεση: οι ειδικοί εκτιμούν ότι το μεγαλύτερο μέρος της ήδη μικρής ανάπτυξης του 0,5% του ΑΕΠ το 2025 οφείλεται στο Ταμείο Ανάκαμψης.
Οι ενισχύσεις της ΕΕ, αντίθετα, ώθησαν σημαντικά περισσότερο την ανάπτυξη στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με το Capital Economics, τα κεφάλαια συνέβαλαν κατά 1,5% ετησίως στο ελληνικό ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της εξαετούς περιόδου.
Αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο ότι η Ελλάδα έλαβε απόλυτα περισσότερα κεφάλαια σε σχέση με την οικονομική της παραγωγή: οι επιχορηγήσεις και τα δάνεια με χαμηλό επιτόκιο ύψους 35,95 δισεκατομμυρίων ευρώ αντιστοιχούν στο 22% του ελληνικού ΑΕΠ κατά το έτος κρίσης 2020.
Η παραγωγικότητα δεν αυξήθηκε
Η εξέταση των δομικών μεταρρυθμίσεων των τριών χωρών ως αντάλλαγμα για τις ενισχύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης δείχνει επίσης μικτά αποτελέσματα.
Αν πάρουμε για παράδειγμα την παραγωγικότητα ανά πλήρες απασχολούμενο ως μέτρο επιτυχίας, διαπιστώνεται ότι δεν αυξήθηκε σε καμία από τις τρεις χώρες του Νότου σε σύγκριση με το 2019.
«Ενδεχομένως οι συνέπειες στην παραγωγικότητα να φανούν αργότερα», λέει ο Cardoso, επισημαίνοντας ωστόσο ότι η πλειονότητα των δημόσιων επενδύσεων στον σιδηρόδρομο είχε περιορισμένο συνολικό αντίκτυπο στην παραγωγικότητα.
Ένα δομικό πρόβλημα παραμένει το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων• στην Ελλάδα η ελπίδα για περισσότερες συγχωνεύσεις και συνεργασίες δεν έχει πραγματοποιηθεί παρά τα διαθέσιμα κεφάλαια.
Ο καταλύτης για μεταρρυθμίσεις παραμένει ασαφής
Κατά την εκταμίευση των κεφαλαίων του Ταμείου Κορωνοϊού, η ΕΕ ήθελε να διασφαλίσει περισσότερο από ό,τι σε προηγούμενα προγράμματα ότι τα κεφάλαια θα εκταμιεύονταν μόνο εάν επιτυγχανόταν προηγουμένως συμφωνημένος στόχος.
Στην πράξη, όμως, το σχέδιο αποδείχθηκε προβληματικό, σύμφωνα με τον ειδικό του Bruegel Darvas, επειδή η ΕΕ χρησιμοποίησε πολύ λίγους δείκτες αποτελέσματος.
«Οι δείκτες επικεντρώθηκαν κυρίως στο πόσα χρήματα δαπανήθηκαν», λέει.
Υπάρχει επίσης ένα βασικό πρόβλημα: «Απλώς δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί ποιες δομικές μεταρρυθμίσεις προκάλεσε η ανάκαμψη, διότι είναι ασαφές ποιες θα είχαν πραγματοποιηθεί και χωρίς τα κεφάλαια».
Με χιλιάδες υποσημεία στα κυβερνητικά σχέδια δαπανών, ακόμα και για ειδικούς είναι δύσκολο να κατανοηθεί τι υπήρχε ήδη.
Οι κυβερνήσεις δεν είχαν, επίσης, κανένα ενδιαφέρον να κάνουν διαφανές τι είχαν ήδη προγραμματίσει.
Ο Vincenzo Smaldore από το ίδρυμα Openpolis επικρίνει ότι το εθνικό σχέδιο (PNRR) μετατράπηκε από επενδυτικό σε πρόγραμμα δαπανών.
Ο λόγος: καθυστερήσεις, στενότητες χωρητικότητας και αλλαγές σχεδίων.
Έντονο παράδειγμα είναι η αποτυχία για τους σταθμούς φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων: προβλέπονταν 639 εκατ. ευρώ για 21.255 σταθμούς, αλλά οι προκηρύξεις είχαν μικρή ανταπόκριση.
Τελικά κατασκευάστηκαν σταθμοί αξίας 96 εκατ. ευρώ και το υπόλοιπο κατευθύνθηκε σε επιδοτήσεις για νέα ηλεκτρικά αυτοκίνητα με αντικατάσταση παλαιών κινητήρων εσωτερικής καύσης.
Ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης
Παρά την κριτική, υπάρχουν ουσιαστικά βήματα προόδου.
Η Ελλάδα ψηφιοποίησε συστηματικά τη δημόσια διοίκηση: μέσω της πλατφόρμας gov.gr είναι πλέον διαθέσιμες περισσότερες από 2.500 υπηρεσίες – διεθνές παράδειγμα προς μίμηση.
Στην Ιταλία η ψηφιοποίηση της διοίκησης προχώρησε, αλλά πολλά είχαν ήδη ξεκινήσει πριν την πανδημία.
Στην Ισπανία, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και τις συντάξεις θεωρούνται βασικά έργα: μειώθηκαν οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, κάτι που μπορεί να ανακουφίσει την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων.
Η μεταρρύθμιση των συντάξεων συνέδεσε τις εισφορές με τον πληθωρισμό και εισήγαγε ειδική εισφορά αλληλεγγύης για υψηλά εισοδήματα – αμφιλεγόμενη αλλά αποτελεσματική χρηματοδοτικά. Στην Ιταλία, αντίθετα, η επιτάχυνση της δικαιοσύνης έμεινε ημιτελής.
Οι ειδικοί αξιολογούν θετικά ότι η Ρώμη πλέον καταθέτει ετησίως μια αξιολόγηση δαπανών (Spending Review) και νόμο ανταγωνισμού για την απλοποίηση των κανονισμών και τον εκσυγχρονισμό της διοίκησης.
Καθυστερημένη αξιοποίηση των κεφαλαίων
Ένα άλλο πρόβλημα των Ταμείων είναι η συχνά αργή χρήση των κεφαλαίων. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 2025, η Ιταλία είχε δαπανήσει μόλις το 49% των υποσχεθέντων δανείων και επιχορηγήσεων, ενώ η Ισπανία και η Ελλάδα περίπου το 70%.
Ο Ισπανός υπουργός Οικονομίας Carlos Cuerpo δήλωσε πρόσφατα ότι η Μαδρίτη θα παραιτηθεί από το 75% των δανείων του Ταμείου.
Η οικονομική κατάσταση της χώρας είναι τόσο καλή που μπορεί να δανειστεί εξίσου φθηνά στην αγορά, χωρίς να δεσμεύεται σε μεταρρυθμίσεις ή σχέδια δαπανών όπως για τα δάνεια της ΕΕ.
Ωστόσο, μέχρι τον Αύγουστο του 2026 πρέπει να εκπληρωθούν όλοι οι συμφωνημένοι στόχοι.
Οι καθυστερήσεις οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην υψηλή γραφειοκρατία και στις αλλαγές στα σχέδια δαπανών λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, όταν οι χώρες αναζητούσαν εναλλακτικές για τις ρωσικές προμήθειες αερίου.
«Είναι τυπικό για τα Ταμεία της ΕΕ οι χώρες να δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος τους μόνο τον τελευταίο χρόνο της διάρκειας», λέει ο αναλυτής του Bruegel, Darvas. Ωστόσο, θεωρεί πιθανό ότι η διάρκεια θα επεκταθεί πέραν του 2026.
«Η Γερμανία και η Ολλανδία διαφωνούν, αλλά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θέλει να ψηφίσει υπέρ», λέει.
Νέα ευρωομόλογα για κοινούς στόχους
Παρά την κριτική του για τον απολογισμό του Ταμείου Ανάκαμψης, ο Darvas τάσσεται υπέρ της έκδοσης νέων ευρωπαϊκών χρεών για την άμυνα και την κλιματική προστασία.
«Στα θέματα αυτά δεν υπάρχει η πίεση χρόνου της πανδημίας και τα κεφάλαια ωφελούν όχι μεμονωμένα κράτη αλλά την ΕΕ συνολικά», λέει.
www.bankingnews.gr
Ένα εργαλείο που θα επιτάχυνε τις μεταρρυθμίσεις, θα κινητοποιούσε επενδύσεις και θα έδινε στη χώρα τον χρόνο που χρειαζόταν για να αλλάξει μοντέλο ανάπτυξης.
Όμως ο χρόνος αυτός δεν είναι απεριόριστος.
Το 2026 οι χρηματοδοτήσεις σταματούν και τότε θα φανεί αν η ευκαιρία αξιοποιήθηκε ή αν απλώς καλύφθηκαν προσωρινά παλιά προβλήματα.
Η πραγματική απειλή δεν βρίσκεται στο τέλος των πόρων καθαυτού, αλλά στο κενό που κινδυνεύει να δημιουργηθεί αμέσως μετά.
Μια οικονομία που έχει συνηθίσει να αναπτύσσεται με «οξυγόνο» ευρωπαϊκών κονδυλίων μπορεί να βρεθεί απότομα χωρίς στήριξη, αν δεν έχει χτίσει ισχυρές βάσεις.
Το σενάριο ενός απότομου φρεναρίσματος, με επιπτώσεις σε επενδύσεις, απασχόληση και δημόσια οικονομικά, δεν είναι θεωρητικό.
Το Ταμείο Ανάκαμψης, αντί για σανίδα σωτηρίας, κινδυνεύει να μετατραπεί σε ωρολογιακή βόμβα.
Αν οι πόροι δεν κατευθυνθούν σε παραγωγικές αλλαγές με διάρκεια, το τέλος του προγράμματος μπορεί να σηματοδοτήσει μια νέα περίοδο αστάθειας.
Το 2026 πλησιάζει και το ερώτημα γίνεται όλο και πιο πιεστικό: προετοιμάζεται η Ελλάδα για την επόμενη μέρα ή βαδίζει προς έναν οικονομικό «ξαφνικό θάνατο»;
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη Handelsblatt, το 2026 λήγει η προθεσμία για τη χρήση των κεφαλαίων από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης για την κρίση του κορωνοϊού.
Με δεδομένες τις σκέψεις των ιθυνόντων της ΕΕ για την έκδοση ευρωπαϊκών ομολόγων, π.χ. για την άμυνα, ανακύπτει το ερώτημα τι αντίκτυπο είχαν τα κεφάλαια του Ταμείου: σε οικονομικό, δομικό επίπεδο και όσον αφορά την ψηφιοποίηση.
Το Ταμείο, ύψους άνω των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, δεν είχε ως στόχο μόνο να σταθεροποιήσει τις χώρες που επλήγησαν από την πανδημία.
Τα κεφάλαια έπρεπε παράλληλα να υποστηρίξουν μεταρρυθμίσεις καθώς και την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Μια ματιά στις τρεις κύριες χώρες-παραλήπτες, Ιταλία, Ισπανία και Ελλάδα, δείχνει μικτό αποτέλεσμα.
Η οικονομική παραγωγή των τριών αυτών χωρών Τουρισμού κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της πανδημίας: στην Ισπανία κατά 11%, στην Ιταλία και την Ελλάδα περίπου κατά 9%.
Ωστόσο, αν και τα πρώτα κεφάλαια από το Ταμείο διατέθηκαν μόνο από το καλοκαίρι του 2021, η ανάπτυξη και στις τρεις χώρες ήδη το 2021 ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις σαφώς πάνω από το 6%.
Οικονομολόγοι όπως ο Zsolt Darvas από το think tank Bruegel επισημαίνουν έτσι έναν έμμεσο αντίκτυπο: η ανακοίνωση του Ταμείου ηρέμησε τις αγορές, έστειλε σήμα ικανότητας δράσης και, σε συνδυασμό με τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), μείωσε το κόστος χρηματοδότησης.
Ο Miguel Cardoso, επικεφαλής οικονομολόγος για την Ισπανία στην τράπεζα BBVA, υπενθυμίζει ότι χωρίς το Ταμείο, πρόσθετοι κραδασμοί όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι δασμοί των ΗΠΑ και οι γεωπολιτικές εντάσεις θα είχαν ανακόψει περισσότερο την ανάκαμψη.
Εντυπωσιακό είναι ότι η Ισπανία και η Ελλάδα μπόρεσαν να αναπτυχθούν αισθητά πιο γρήγορα μετά την πανδημία σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Κατά την εκτίμηση της BBVA, αυτό οφείλεται μόνο εν μέρει στα κεφάλαια του Ταμείου.
Καθοριστικό για αυτό το αποτέλεσμα ήταν η δομή των οικονομιών: οι χώρες με κυρίαρχο τον τομέα υπηρεσιών και τον τουρισμό, όπως η Ισπανία και η Ελλάδα, υπέφεραν λιγότερο από τις αυξημένες τιμές ενέργειας μετά το 2022 σε σχέση με την έντονα βιομηχανικά προσανατολισμένη Ιταλία.
Αυτή, μετά την ανάκαμψη από το 2023, μεγάλωνε πλέον με λιγότερο από 1% ετησίως.
Ιδιωτικές επενδύσεις στην Ισπανία σχεδόν σταθερές
Η Ισπανία, αντίθετα, ήταν κινητήρια δύναμη ανάπτυξης στην Ευρώπη από το 2022 και πέρυσι η αύξηση του ΑΕΠ της έφτασε το 3,5%, σχεδόν τριπλάσια από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της BBVA, περίπου το ήμισυ οφείλεται στη μετανάστευση, ενώ τα κεφάλαια του Ταμείου ενίσχυσαν την ανάπτυξη κατά περίπου 0,5 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως.
Ωστόσο, ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος των κεφαλαίων στις ιδιωτικές επενδύσεις στην Ισπανία είναι περιορισμένος.
Οι επενδύσεις παραμένουν κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα του 2019.
«Μόνο στον κατασκευαστικό τομέα εκτός ακινήτων αυξήθηκαν οι ιδιωτικές επενδύσεις παράλληλα με τη δυνατή οικονομική ανάπτυξη» λέει ο Cardoso της BBVA.
Η κατασκευαστική δραστηριότητα βασίζεται κυρίως σε δημόσιες προκηρύξεις και επενδύσεις στο σιδηροδρομικό δίκτυο.
Για την Ευρώπη, το οικονομικό ινστιτούτο Capital Economics εκτιμά τον ετήσιο αντίκτυπο ανάπτυξης του Ταμείου για τα έτη 2020–2024 σε μόλις 0,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Ακριβώς σε αυτή την τιμή καταλήγει και ο Ιταλός οικονομολόγος Lorenzo Codogno για τη χώρα του την περίοδο 2021–2026.
Προς το παρόν, ωστόσο, τα κεφάλαια σώζουν την Ιταλία από την ύφεση: οι ειδικοί εκτιμούν ότι το μεγαλύτερο μέρος της ήδη μικρής ανάπτυξης του 0,5% του ΑΕΠ το 2025 οφείλεται στο Ταμείο Ανάκαμψης.
Οι ενισχύσεις της ΕΕ, αντίθετα, ώθησαν σημαντικά περισσότερο την ανάπτυξη στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με το Capital Economics, τα κεφάλαια συνέβαλαν κατά 1,5% ετησίως στο ελληνικό ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της εξαετούς περιόδου.
Αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο ότι η Ελλάδα έλαβε απόλυτα περισσότερα κεφάλαια σε σχέση με την οικονομική της παραγωγή: οι επιχορηγήσεις και τα δάνεια με χαμηλό επιτόκιο ύψους 35,95 δισεκατομμυρίων ευρώ αντιστοιχούν στο 22% του ελληνικού ΑΕΠ κατά το έτος κρίσης 2020.
Η παραγωγικότητα δεν αυξήθηκε
Η εξέταση των δομικών μεταρρυθμίσεων των τριών χωρών ως αντάλλαγμα για τις ενισχύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης δείχνει επίσης μικτά αποτελέσματα.
Αν πάρουμε για παράδειγμα την παραγωγικότητα ανά πλήρες απασχολούμενο ως μέτρο επιτυχίας, διαπιστώνεται ότι δεν αυξήθηκε σε καμία από τις τρεις χώρες του Νότου σε σύγκριση με το 2019.
«Ενδεχομένως οι συνέπειες στην παραγωγικότητα να φανούν αργότερα», λέει ο Cardoso, επισημαίνοντας ωστόσο ότι η πλειονότητα των δημόσιων επενδύσεων στον σιδηρόδρομο είχε περιορισμένο συνολικό αντίκτυπο στην παραγωγικότητα.
Ένα δομικό πρόβλημα παραμένει το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων• στην Ελλάδα η ελπίδα για περισσότερες συγχωνεύσεις και συνεργασίες δεν έχει πραγματοποιηθεί παρά τα διαθέσιμα κεφάλαια.
Ο καταλύτης για μεταρρυθμίσεις παραμένει ασαφής
Κατά την εκταμίευση των κεφαλαίων του Ταμείου Κορωνοϊού, η ΕΕ ήθελε να διασφαλίσει περισσότερο από ό,τι σε προηγούμενα προγράμματα ότι τα κεφάλαια θα εκταμιεύονταν μόνο εάν επιτυγχανόταν προηγουμένως συμφωνημένος στόχος.
Στην πράξη, όμως, το σχέδιο αποδείχθηκε προβληματικό, σύμφωνα με τον ειδικό του Bruegel Darvas, επειδή η ΕΕ χρησιμοποίησε πολύ λίγους δείκτες αποτελέσματος.
«Οι δείκτες επικεντρώθηκαν κυρίως στο πόσα χρήματα δαπανήθηκαν», λέει.
Υπάρχει επίσης ένα βασικό πρόβλημα: «Απλώς δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί ποιες δομικές μεταρρυθμίσεις προκάλεσε η ανάκαμψη, διότι είναι ασαφές ποιες θα είχαν πραγματοποιηθεί και χωρίς τα κεφάλαια».
Με χιλιάδες υποσημεία στα κυβερνητικά σχέδια δαπανών, ακόμα και για ειδικούς είναι δύσκολο να κατανοηθεί τι υπήρχε ήδη.
Οι κυβερνήσεις δεν είχαν, επίσης, κανένα ενδιαφέρον να κάνουν διαφανές τι είχαν ήδη προγραμματίσει.
Ο Vincenzo Smaldore από το ίδρυμα Openpolis επικρίνει ότι το εθνικό σχέδιο (PNRR) μετατράπηκε από επενδυτικό σε πρόγραμμα δαπανών.
Ο λόγος: καθυστερήσεις, στενότητες χωρητικότητας και αλλαγές σχεδίων.
Έντονο παράδειγμα είναι η αποτυχία για τους σταθμούς φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων: προβλέπονταν 639 εκατ. ευρώ για 21.255 σταθμούς, αλλά οι προκηρύξεις είχαν μικρή ανταπόκριση.
Τελικά κατασκευάστηκαν σταθμοί αξίας 96 εκατ. ευρώ και το υπόλοιπο κατευθύνθηκε σε επιδοτήσεις για νέα ηλεκτρικά αυτοκίνητα με αντικατάσταση παλαιών κινητήρων εσωτερικής καύσης.
Ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης
Παρά την κριτική, υπάρχουν ουσιαστικά βήματα προόδου.
Η Ελλάδα ψηφιοποίησε συστηματικά τη δημόσια διοίκηση: μέσω της πλατφόρμας gov.gr είναι πλέον διαθέσιμες περισσότερες από 2.500 υπηρεσίες – διεθνές παράδειγμα προς μίμηση.
Στην Ιταλία η ψηφιοποίηση της διοίκησης προχώρησε, αλλά πολλά είχαν ήδη ξεκινήσει πριν την πανδημία.
Στην Ισπανία, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και τις συντάξεις θεωρούνται βασικά έργα: μειώθηκαν οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, κάτι που μπορεί να ανακουφίσει την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων.
Η μεταρρύθμιση των συντάξεων συνέδεσε τις εισφορές με τον πληθωρισμό και εισήγαγε ειδική εισφορά αλληλεγγύης για υψηλά εισοδήματα – αμφιλεγόμενη αλλά αποτελεσματική χρηματοδοτικά. Στην Ιταλία, αντίθετα, η επιτάχυνση της δικαιοσύνης έμεινε ημιτελής.
Οι ειδικοί αξιολογούν θετικά ότι η Ρώμη πλέον καταθέτει ετησίως μια αξιολόγηση δαπανών (Spending Review) και νόμο ανταγωνισμού για την απλοποίηση των κανονισμών και τον εκσυγχρονισμό της διοίκησης.
Καθυστερημένη αξιοποίηση των κεφαλαίων
Ένα άλλο πρόβλημα των Ταμείων είναι η συχνά αργή χρήση των κεφαλαίων. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 2025, η Ιταλία είχε δαπανήσει μόλις το 49% των υποσχεθέντων δανείων και επιχορηγήσεων, ενώ η Ισπανία και η Ελλάδα περίπου το 70%.
Ο Ισπανός υπουργός Οικονομίας Carlos Cuerpo δήλωσε πρόσφατα ότι η Μαδρίτη θα παραιτηθεί από το 75% των δανείων του Ταμείου.
Η οικονομική κατάσταση της χώρας είναι τόσο καλή που μπορεί να δανειστεί εξίσου φθηνά στην αγορά, χωρίς να δεσμεύεται σε μεταρρυθμίσεις ή σχέδια δαπανών όπως για τα δάνεια της ΕΕ.
Ωστόσο, μέχρι τον Αύγουστο του 2026 πρέπει να εκπληρωθούν όλοι οι συμφωνημένοι στόχοι.
Οι καθυστερήσεις οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην υψηλή γραφειοκρατία και στις αλλαγές στα σχέδια δαπανών λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, όταν οι χώρες αναζητούσαν εναλλακτικές για τις ρωσικές προμήθειες αερίου.
«Είναι τυπικό για τα Ταμεία της ΕΕ οι χώρες να δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος τους μόνο τον τελευταίο χρόνο της διάρκειας», λέει ο αναλυτής του Bruegel, Darvas. Ωστόσο, θεωρεί πιθανό ότι η διάρκεια θα επεκταθεί πέραν του 2026.
«Η Γερμανία και η Ολλανδία διαφωνούν, αλλά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θέλει να ψηφίσει υπέρ», λέει.
Νέα ευρωομόλογα για κοινούς στόχους
Παρά την κριτική του για τον απολογισμό του Ταμείου Ανάκαμψης, ο Darvas τάσσεται υπέρ της έκδοσης νέων ευρωπαϊκών χρεών για την άμυνα και την κλιματική προστασία.
«Στα θέματα αυτά δεν υπάρχει η πίεση χρόνου της πανδημίας και τα κεφάλαια ωφελούν όχι μεμονωμένα κράτη αλλά την ΕΕ συνολικά», λέει.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών