Στον προϋπολογισμό του 2026, οι φόροι κατανάλωσης (ΦΠΑ και ειδικοί φόροι) θα φτάσουν τα 40,87 δισ. €, αυξημένοι κατά 3,95 δισ. € σε σχέση με το 2024
Η πρόδηλη μοίρα των δημοσιονομικών μέτρων που έχουν ως στόχο την αύξηση του ονομαστικού εισοδήματος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η παραγωγικότητα διαχρονικά, είναι δεδομένη.
Κατ’ αρχάς αυξάνεται η ζήτηση, στη συνέχεια οι εισαγωγές, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διευρύνεται αρνητικά και καταληκτικά η απόλυτη τιμωρία ακούει στο όνομα «πληθωρισμός».
Το πραγματικό εισόδημα –ή κατά άλλους η αγοραστική δύναμη– μειώνεται και η διατήρηση ενός ανθρώπινου βιοτικού επιπέδου απαιτεί την κάλυψη της διαφοράς από τις αποταμιεύσεις.
Έτσι εμφανίζεται το ευτράπελο: η κυβέρνηση να μιλά για μείωση μιας σειράς φόρων και παράλληλα για δημοσιονομικά μέτρα στήριξης του εισοδήματος, ενώ το ποσοστό αποταμίευσης, δηλαδή η ακαθάριστη αποταμίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα, εμφανίζεται μειωμένο κατά 2,5% το 2024, έναντι -2,4% το 2023 και -5% το 2022.
Όπως επίσης ευτράπελο είναι ότι, σύμφωνα με τον κατατεθειμένο προϋπολογισμό του 2026, παρά τις φοροαπαλλαγές, το ελληνικό δημόσιο θα έχει περισσότερα έσοδα από φόρους έναντι του 2025.
Η αύξηση των φορολογικών εσόδων
Τα συνολικά φορολογικά έσοδα –από εισοδήματα, περιουσία, κατανάλωση και κεφάλαια– προβλέπεται να αυξηθούν κατά 2,5 δισ. € ή κατά 3,5% σε σχέση με το 2025, φτάνοντας συνολικά τα 73,6 δισ. €.
Το οικονομικό επιτελείο ερμηνεύει το φαινόμενο υποστηρίζοντας ότι τα περισσότερα έσοδα θα προέλθουν από τη μείωση της φοροδιαφυγής, τη μεγαλύτερη ανάπτυξη και την άνοδο των εισοδημάτων και της κατανάλωσης το 2026.
Εκείνο που τους διαφεύγει είναι η ποιότητα της ανάπτυξης, το βάθος της και οι υγιείς βάσεις της.
Η «εύκολη πολιτική», γνωρίζοντας ότι η σημαντικότερη συνιστώσα του ΑΕΠ είναι η ιδιωτική κατανάλωση –σε εύρος που προσεγγίζει πλέον το 80%– ενισχύει το βασικό υπόβαθρο της ζήτησης: τα εισοδήματα.
Το ιδεατό της «εύκολης πολιτικής» είναι η μεγέθυνση της οικονομίας με πλήρη αδιαφορία για τις επιπτώσεις όταν δεν λαμβάνονται υπόψη δύο κρίσιμες παράμετροι:
η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα, ειδικά στον τριτογενή τομέα και ιδιαίτερα στον τουρισμό.
Απασχόληση, μισθοί και η ψευδαίσθηση μεγέθυνσης
Η κατανάλωση μπορεί να ενισχυθεί περαιτέρω από την αύξηση της απασχόλησης και του μέσου μισθού στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα λόγω των νέων κυβερνητικών παρεμβάσεων που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ.
Το συνολικό κόστος για το 2026 θα φτάσει τα 1,76 δισ. €, με πρόβλεψη θετικής επίδρασης στην πραγματική ανάπτυξη κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες.
Όμως, όπως κάθε τι εύκολο, είναι πρόσκαιρο και λειτουργεί ως νεφέλωμα απόκρυψης μιας σκληρής πραγματικότητας και ενός ιδιαίτερα επισφαλούς μέλλοντος.
Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας εμφάνισε επιδείνωση το 2024, σύμφωνα με τους δείκτες πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, τόσο ως προς τις σχετικές τιμές όσο και ως προς το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Η τάση αναμένεται να καταγραφεί και το 2025 και να συνεχιστεί το 2026 λόγω της αύξησης του κόστους εργασίας που προκαλούν οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις.
Το ανταγωνιστικό χάσμα σε όρους καινοτομίας, τεχνολογίας και παραγωγικών επενδύσεων προς το ΑΕΠ δεν αναμένεται να συρρικνωθεί.
Αντίθετα, προβλέπεται να διευρυνθεί.
Η παραγωγικότητα της εργασίας είναι προβληματική.
Σημάδια ζωτικότητας εμφανίζονται μόνο στη μεταποίηση, αλλά αυτό δεν αρκεί καθώς το μερίδιό της στο ΑΕΠ είναι χαμηλό και ασήμαντο σε σχέση με τον τουρισμό.
Στον τουριστικό κλάδο, όπου η παραγωγικότητα θα μπορούσε να προσδώσει βιωσιμότητα, η κατάσταση παραμένει αδύναμη λόγω χαμηλής εξειδίκευσης, εποχικότητας και της «χειμέριας νάρκης» του εργατικού δυναμικού για τουλάχιστον πέντε μήνες.
Δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών στον τελικό καταναλωτή –κυρίως καφετέριες και εστιατόρια– φτάνουν στη χώρα σε επίπεδα άνω του 52%, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 35%.
Η κατανάλωση ως καύσιμο των δημοσιονομικών δράσεων
Στον προϋπολογισμό του 2026, οι φόροι κατανάλωσης (ΦΠΑ και ειδικοί φόροι) θα φτάσουν τα 40,87 δισ. €, αυξημένοι κατά 3,95 δισ. € σε σχέση με το 2024.
Οι φόροι κατανάλωσης καλύπτουν το 55,5% των συνολικών φόρων, γεγονός που δείχνει ότι η διατήρηση της ζήτησης αποτελεί κεντρικό στόχο για τη στήριξη του δημοσιονομικού συστήματος.
Όμως αυτό συντηρεί έναν φαύλο κύκλο «εικονικής» μεγέθυνσης που δεν έχει σχέση με τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Όταν όλες οι προβλέψεις του προϋπολογισμού 2025 για ανάπτυξη, πληθωρισμό και επενδύσεις έχουν αποτύχει –και μόνο τα έσοδα από φόρους έχουν επιτευχθεί, με υπερκάλυψη 2 δισ. €– τότε αρμενίζουμε στραβά εις βάρος της πραγματικής οικονομίας και όσων μοχθούν να τη συντηρήσουν.
Η υπερφορολόγηση είναι δεδομένη και άκρως αντιαναπτυξιακή.
Για το 2026, η ελαστικότητα των φορολογικών εσόδων προβλέπεται να φτάσει το 1,46, δεδομένου ότι η αύξηση του ΑΕΠ υπολογίζεται στο 2,4% και η αύξηση των φορολογικών εσόδων στο 3,5%.
Για το 2025 η ελαστικότητα αναμένεται στο 1,86.
Πιστεύουμε ότι και το 2026 η ελαστικότητα θα βρίσκεται στα ίδια ή και υψηλότερα επίπεδα.
Είναι γνωστό ότι:
• ελαστικότητα > 1 → υπερφορολόγηση
• ελαστικότητα < 1 → φοροδιαφυγή
Συνεπώς, ελαστικότητα 1,50–1,90 δείχνει απόλυτη υπερφορολόγηση και κατάσταση σκληρής πίεσης για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Λαμβάνοντας υπόψη την παρατεταμένη στόχευση συγκεκριμένων κλάδων μέσω φορολογικής επιβάρυνσης, δεν απέχουμε πολύ από το όριο αντοχής και την πλήρη αποδόμηση του παραγωγικού υποβάθρου της χώρας.
ΛΕΚΚΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ
salekkas@gmail.com
www.bankingnews.gr
Κατ’ αρχάς αυξάνεται η ζήτηση, στη συνέχεια οι εισαγωγές, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διευρύνεται αρνητικά και καταληκτικά η απόλυτη τιμωρία ακούει στο όνομα «πληθωρισμός».
Το πραγματικό εισόδημα –ή κατά άλλους η αγοραστική δύναμη– μειώνεται και η διατήρηση ενός ανθρώπινου βιοτικού επιπέδου απαιτεί την κάλυψη της διαφοράς από τις αποταμιεύσεις.
Έτσι εμφανίζεται το ευτράπελο: η κυβέρνηση να μιλά για μείωση μιας σειράς φόρων και παράλληλα για δημοσιονομικά μέτρα στήριξης του εισοδήματος, ενώ το ποσοστό αποταμίευσης, δηλαδή η ακαθάριστη αποταμίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα, εμφανίζεται μειωμένο κατά 2,5% το 2024, έναντι -2,4% το 2023 και -5% το 2022.
Όπως επίσης ευτράπελο είναι ότι, σύμφωνα με τον κατατεθειμένο προϋπολογισμό του 2026, παρά τις φοροαπαλλαγές, το ελληνικό δημόσιο θα έχει περισσότερα έσοδα από φόρους έναντι του 2025.
Η αύξηση των φορολογικών εσόδων
Τα συνολικά φορολογικά έσοδα –από εισοδήματα, περιουσία, κατανάλωση και κεφάλαια– προβλέπεται να αυξηθούν κατά 2,5 δισ. € ή κατά 3,5% σε σχέση με το 2025, φτάνοντας συνολικά τα 73,6 δισ. €.
Το οικονομικό επιτελείο ερμηνεύει το φαινόμενο υποστηρίζοντας ότι τα περισσότερα έσοδα θα προέλθουν από τη μείωση της φοροδιαφυγής, τη μεγαλύτερη ανάπτυξη και την άνοδο των εισοδημάτων και της κατανάλωσης το 2026.
Εκείνο που τους διαφεύγει είναι η ποιότητα της ανάπτυξης, το βάθος της και οι υγιείς βάσεις της.
Η «εύκολη πολιτική», γνωρίζοντας ότι η σημαντικότερη συνιστώσα του ΑΕΠ είναι η ιδιωτική κατανάλωση –σε εύρος που προσεγγίζει πλέον το 80%– ενισχύει το βασικό υπόβαθρο της ζήτησης: τα εισοδήματα.
Το ιδεατό της «εύκολης πολιτικής» είναι η μεγέθυνση της οικονομίας με πλήρη αδιαφορία για τις επιπτώσεις όταν δεν λαμβάνονται υπόψη δύο κρίσιμες παράμετροι:
η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα, ειδικά στον τριτογενή τομέα και ιδιαίτερα στον τουρισμό.
Απασχόληση, μισθοί και η ψευδαίσθηση μεγέθυνσης
Η κατανάλωση μπορεί να ενισχυθεί περαιτέρω από την αύξηση της απασχόλησης και του μέσου μισθού στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα λόγω των νέων κυβερνητικών παρεμβάσεων που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ.
Το συνολικό κόστος για το 2026 θα φτάσει τα 1,76 δισ. €, με πρόβλεψη θετικής επίδρασης στην πραγματική ανάπτυξη κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες.
Όμως, όπως κάθε τι εύκολο, είναι πρόσκαιρο και λειτουργεί ως νεφέλωμα απόκρυψης μιας σκληρής πραγματικότητας και ενός ιδιαίτερα επισφαλούς μέλλοντος.
Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας εμφάνισε επιδείνωση το 2024, σύμφωνα με τους δείκτες πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, τόσο ως προς τις σχετικές τιμές όσο και ως προς το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Η τάση αναμένεται να καταγραφεί και το 2025 και να συνεχιστεί το 2026 λόγω της αύξησης του κόστους εργασίας που προκαλούν οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις.
Το ανταγωνιστικό χάσμα σε όρους καινοτομίας, τεχνολογίας και παραγωγικών επενδύσεων προς το ΑΕΠ δεν αναμένεται να συρρικνωθεί.
Αντίθετα, προβλέπεται να διευρυνθεί.
Η παραγωγικότητα της εργασίας είναι προβληματική.
Σημάδια ζωτικότητας εμφανίζονται μόνο στη μεταποίηση, αλλά αυτό δεν αρκεί καθώς το μερίδιό της στο ΑΕΠ είναι χαμηλό και ασήμαντο σε σχέση με τον τουρισμό.
Στον τουριστικό κλάδο, όπου η παραγωγικότητα θα μπορούσε να προσδώσει βιωσιμότητα, η κατάσταση παραμένει αδύναμη λόγω χαμηλής εξειδίκευσης, εποχικότητας και της «χειμέριας νάρκης» του εργατικού δυναμικού για τουλάχιστον πέντε μήνες.
Δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών στον τελικό καταναλωτή –κυρίως καφετέριες και εστιατόρια– φτάνουν στη χώρα σε επίπεδα άνω του 52%, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 35%.
Η κατανάλωση ως καύσιμο των δημοσιονομικών δράσεων
Στον προϋπολογισμό του 2026, οι φόροι κατανάλωσης (ΦΠΑ και ειδικοί φόροι) θα φτάσουν τα 40,87 δισ. €, αυξημένοι κατά 3,95 δισ. € σε σχέση με το 2024.
Οι φόροι κατανάλωσης καλύπτουν το 55,5% των συνολικών φόρων, γεγονός που δείχνει ότι η διατήρηση της ζήτησης αποτελεί κεντρικό στόχο για τη στήριξη του δημοσιονομικού συστήματος.
Όμως αυτό συντηρεί έναν φαύλο κύκλο «εικονικής» μεγέθυνσης που δεν έχει σχέση με τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Όταν όλες οι προβλέψεις του προϋπολογισμού 2025 για ανάπτυξη, πληθωρισμό και επενδύσεις έχουν αποτύχει –και μόνο τα έσοδα από φόρους έχουν επιτευχθεί, με υπερκάλυψη 2 δισ. €– τότε αρμενίζουμε στραβά εις βάρος της πραγματικής οικονομίας και όσων μοχθούν να τη συντηρήσουν.
Η υπερφορολόγηση είναι δεδομένη και άκρως αντιαναπτυξιακή.
Για το 2026, η ελαστικότητα των φορολογικών εσόδων προβλέπεται να φτάσει το 1,46, δεδομένου ότι η αύξηση του ΑΕΠ υπολογίζεται στο 2,4% και η αύξηση των φορολογικών εσόδων στο 3,5%.
Για το 2025 η ελαστικότητα αναμένεται στο 1,86.
Πιστεύουμε ότι και το 2026 η ελαστικότητα θα βρίσκεται στα ίδια ή και υψηλότερα επίπεδα.
Είναι γνωστό ότι:
• ελαστικότητα > 1 → υπερφορολόγηση
• ελαστικότητα < 1 → φοροδιαφυγή
Συνεπώς, ελαστικότητα 1,50–1,90 δείχνει απόλυτη υπερφορολόγηση και κατάσταση σκληρής πίεσης για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Λαμβάνοντας υπόψη την παρατεταμένη στόχευση συγκεκριμένων κλάδων μέσω φορολογικής επιβάρυνσης, δεν απέχουμε πολύ από το όριο αντοχής και την πλήρη αποδόμηση του παραγωγικού υποβάθρου της χώρας.
ΛΕΚΚΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ
salekkas@gmail.com
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών