Η απόφαση του ΣτΕ για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια που καίει το χαρτί του Συντάγματος για την ευθύνη των Υπουργών και τα καθημερινά παρατράγουδα που εκθέτουν την κυβέρνηση στο σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ
Στο λάκκο του περιεχομένου της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) στις προσφυγές που έγιναν κατά εφαρμοστής υπουργικής απόφασης για την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων, κινδυνεύει να πέσει η κυβέρνηση για το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ.
Και αυτό διότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία φαίνεται -όπως αναφέρουν καλά πληροφορημένες πηγές- να έχει βρει την διέξοδο ώστε να αποστείλει πολιτικά πρόσωπα κατευθείαν στην δικαιοσύνη χωρίς να λάβει υπό όψιν της τις Συνταγματικές προβλέψεις περί ευθύνης Υπουργών.
Και αυτό όχι απλά με την επίκληση μόνο της υπεροχής του Ενωσιακού Δικαίου αλλά και τη νομολογία που έχει δημιουργηθεί από την απόφαση 1918/2025 του Συμβουλίου Επικρατείας για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια.
Το γεγονός έχει γίνει αντιληπτό από την κυβέρνηση όπου τις τελευταίες ώρες υπάρχουν πυρετώδεις συσκέψεις προετοιμασίας για το συγκεκριμένο ενδεχόμενο.
Δεν φαίνεται όμως να υπάρχουν και πολλά περιθώρια αντίδρασης και φαίνεται ότι υπάρχει πλέον διάχυτη ανησυχία για τις εξελίξεις.
Έρχεται κωλοτούμπα;
Στο πλαίσιο αυτό δεν αποκλείεται να δούμε και στροφή 180 μοιρών στο ζήτημα του ΟΠΕΚΕΠΕ όπου η μια αποκάλυψη για τα έργα και ημέρες των πολιτικών ηγεσιών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και των διοικήσεων του ΟΠΕΚΕΠΕ λαμβάνουν διαστάσεις χιονοστιβάδας.
Χαρακτηριστική είναι η αποκάλυψη για την επιστολή της DG Agri όπου ζητούσε εξηγήσεις για την απομάκρυνση Τυχεροπούλου και ο Κυριάκος Μπαμπασίδης απαντούσε λέγοντας τη μισή αλήθεια και, κατ' ουσίαν ψευδόμενος, ότι απουσίαζε 87 ημέρες από την εργασία αποκρύπτοντας ότι αυτές τις ημέρες την απασχολούσε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και άρα ήταν δικαιολογημένη η απουσία της.
Δυσκολεύον τα πράγματα για την κυβέρνηση
Με τέτοιου είδους φαινόμενα και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να έχει αποφασίσει να κινηθεί επιθετικά είναι προφανές ότι πλέον τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πολύ δύσκολα για την κυβέρνηση η οποία επιμένει να παίζει το χαρτί Τυχεροπούλου, επιχειρώντας να την καταστήσει αναξιόπιστη χωρίς ωστόσο να πείθει κανένας, πλην όσων είναι οι εγκέφαλοι και συμμετέχοντες στο σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην απόφαση του ΣτΕ για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια αναφέρεται μεταξύ άλλων:
«Επειδή, το Δικαστήριο οφείλει να ελέγχει τη συμβατότητα του εθνικού νομοθετικού πλαισίου προς το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο, όταν με τις ρυθμίσεις του εθνικού νομοθέτη εισάγονται κανόνες που αφορούν το ενωσιακό δίκαιο και, ειδικότερα, τις ενωσιακές ελευθερίες, στην προκειμένη δε περίπτωση, όπως προκύπτει από τις διατάξεις αλλά και από την αιτιολογική έκθεση του ν. 5094/2024, θεσπίζονται κανόνες για την εγκατάσταση παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων στην Ελλάδα με επίκληση και των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου.
Υποχρεωτική η εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ
Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές θέτουν ευθέως το ζήτημα της σχέσης Συντάγματος και ενωσιακού δικαίου.
Στο πλαίσιο αυτό για τη σχέση μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου πάγια είναι η νομολογία του ΔΕΕ, κατά τα εκτεθέντα στη σκ. 23, περί της υποχρέωσης τήρησης του ενωσιακού δικαίου, ακόμη και εν σχέσει προς διατάξεις συνταγματικού επιπέδου, προς την οποία, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω στη σκ. 8, συμπορεύεται και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την ερμηνεία της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 28 του Συντάγματος, περί της υποχρέωσης εφαρμογής της ενωσιακής έννομης τάξης στην εσωτερική έννομη τάξη και της υποχρέωσης εναρμόνισης των συνταγματικών διατάξεων με τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου (πρβ. και αποφάσεις Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με τη «φιλική» προς το ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνεία ακόμα και συνταγματικών διατάξεων, απόφαση της 7.9.2011, 2BvR 987, 1485, 1099/10, σκ. 109, απόφαση της 19.7.2011 του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, 1BvR 1916/09, σκ. 68, 73, 75-82). Για τον λόγο δε αυτόν είναι απορριπτέοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί των αιτούντων περί του μη επιτρεπτού της εφαρμογής εν προκειμένω των ορισμών του ενωσιακού δικαίου».
Η πάγια νομολογία
Στη σκ 23 στ αναφέρεται ότι:
«Επειδή, εξάλλου, πάγια είναι η νομολογία του ΔΕΕ, η οποία αποδίδει τη σχέση, που αναπτύσσεται μεταξύ του ενωσιακού δικαίου και του δικαίου των κρατών μελών και αφορά την υποχρέωση τήρησης του ενωσιακού δικαίου από τα κράτη μέλη.
Η υποχρέωση αυτή απορρέει από την ιδιαίτερη φύση της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, εδράζεται στις αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της καλόπιστης συνεργασίας των κρατών μελών και στοχεύει στην αποτελεσματικότητα και την ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στο πλαίσιο της διαδικασίας για μια διαρκώς στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης.
Ειδικότερα, όπως παγίως γίνεται δεκτό από το ΔΕΕ, «η αυτονομία του δικαίου της Ένωσης έναντι τόσο του δικαίου των κρατών μελών όσο και του διεθνούς δικαίου δικαιολογείται λόγω των ουσιωδών χαρακτηριστικών της Ένωσης και του δικαίου της, που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη συνταγματική δομή της Ένωσης καθώς και αυτήν καθ’ εαυτήν τη φύση του εν λόγω δικαίου.
Αμοιβαία δέσμευση Ένωσης και Κρατών μελών
Συγκεκριμένα, χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δικαίου της Ένωσης είναι η προέλευσή του από αυτόνομη πηγή δικαίου την οποία αποτελούν οι Συνθήκες, η υπεροχή του έναντι του δικαίου των κρατών μελών καθώς και το άμεσο αποτέλεσμα πλήθους διατάξεων που εφαρμόζονται στους πολίτες των κρατών μελών και στα ίδια τα κράτη μέλη. Βάσει των ανωτέρω χαρακτηριστικών έχει διαμορφωθεί ένα συγκροτημένο πλέγμα αρχών, κανόνων και εννόμων σχέσεων που τελούν σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους και δεσμεύουν αμοιβαία την Ένωση και τα κράτη μέλη της καθώς και τα κράτη μέλη μεταξύ τους, τα οποία κατά το άρθρο 1 εδ. β΄ ΣΕΕ μετέχουν «στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης» (γνωμοδότηση 2/13 «Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ», της 18.12.2014, σκ. 167).
Το δίκαιο της Ένωσης εδράζεται, συνεπώς, στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται από κοινού με τα λοιπά κράτη μέλη και αναγνωρίζει ότι τα εν λόγω κράτη αποδέχονται από κοινού με αυτό μια σειρά κοινών αξιών επί των οποίων στηρίζεται η Ένωση, όπως διευκρινίζει το άρθρο 2 ΣΕΕ.
Η παραδοχή αυτή συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς την αναγνώριση των εν λόγω αξιών και, επομένως, ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που υλοποιεί τις αξίες αυτές.
Σε αυτό το πλαίσιο εναπόκειται στα κράτη μέλη βάσει ιδίως της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας κατά το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. α΄ ΣΕΕ να διασφαλίζουν εντός της αντίστοιχης επικράτειάς τους την εφαρμογή και την τήρηση του δικαίου της Ένωσης και να λαμβάνουν προς τον σκοπό αυτό κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο που δύναται να διασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή από τις πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (ΔΕΕ απόφαση 6.3.2018, Achmea, C-284/2016, σκ. 33 και 34, ανωτ. γνωμοδότηση 2/13 «Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ», σκ. 167, 168 και 173, βλ. και απόφαση της 29.4.2025, Επιτροπή κατά Μάλτας, C- 181/2023, στην οποία γίνεται επιπλέον δεκτό ότι η ανωτέρω αρχή «αποτελεί ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του δικαίου αυτού και ως εκ τούτου του συνταγματικού πλαισίου της Ένωσης», σκ. 83 και 91 κ.ά.).
Ανεφάρμοστες οι εθνικές διατάξεις μπροστά στις ενωσιακές
Κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, βάσει της ανωτέρω αρχής, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, το εθνικό δικαστήριο, στο οποίο έχει ανατεθεί στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης, έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητά τους αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας (ΔΕΕ απόφαση 9.9.2021, XR, C-107/2019, σκ. 45, απόφαση 24.6.2019, Popławski, C-573/2017, σκ. 58 κ.ά.).
Η υποχρέωση δε τήρησης του ενωσιακού δικαίου αφορά και διατάξεις συνταγματικού επιπέδου.
Συγκεκριμένα, όπως έχει, κατ’ επανάληψη, κριθεί, λόγω της ως άνω αρχής η επίκληση από κράτος μέλος των διατάξεων του εθνικού του δικαίου, ακόμη και του συνταγματικού, δεν είναι δυνατόν να υπονομεύσει την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, υπό την έννοια ότι τα αποτελέσματα της αρχής αυτής δεσμεύουν όλα τα όργανα ενός κράτους μέλους και οι εσωτερικές διατάξεις, περιλαμβανομένων των διατάξεων συνταγματικής ισχύος, δεν μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο….»
Ανοίγει ο δρόμος
Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, το ΣτΕ αποδέχεται ρητά ότι το Ενωσιακό Δίκαιο είναι υπερκείμενο του Εθνικού.
Και έτσι ανοίγει ο δρόμος στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία με ξεκάθαρη νομική τεκμηρίωση να μπορέσει να ασκήσει διώξεις σε πολιτικά πρόσωπα χωρίς να χρειαστεί να προσφύγει στη Βουλή.
Και η υπόθεση αυτή μπορεί να μην αφορά σε όσους υπάγονται στο νόμο περί ευθύνης Υπουργών αλλά και απλούς βουλευτές.
Νίκος Καρούτζος
Nkaroutzos@gmail.com
www.bankingnews.gr
Και αυτό διότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία φαίνεται -όπως αναφέρουν καλά πληροφορημένες πηγές- να έχει βρει την διέξοδο ώστε να αποστείλει πολιτικά πρόσωπα κατευθείαν στην δικαιοσύνη χωρίς να λάβει υπό όψιν της τις Συνταγματικές προβλέψεις περί ευθύνης Υπουργών.
Και αυτό όχι απλά με την επίκληση μόνο της υπεροχής του Ενωσιακού Δικαίου αλλά και τη νομολογία που έχει δημιουργηθεί από την απόφαση 1918/2025 του Συμβουλίου Επικρατείας για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια.
Το γεγονός έχει γίνει αντιληπτό από την κυβέρνηση όπου τις τελευταίες ώρες υπάρχουν πυρετώδεις συσκέψεις προετοιμασίας για το συγκεκριμένο ενδεχόμενο.
Δεν φαίνεται όμως να υπάρχουν και πολλά περιθώρια αντίδρασης και φαίνεται ότι υπάρχει πλέον διάχυτη ανησυχία για τις εξελίξεις.
Έρχεται κωλοτούμπα;
Στο πλαίσιο αυτό δεν αποκλείεται να δούμε και στροφή 180 μοιρών στο ζήτημα του ΟΠΕΚΕΠΕ όπου η μια αποκάλυψη για τα έργα και ημέρες των πολιτικών ηγεσιών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και των διοικήσεων του ΟΠΕΚΕΠΕ λαμβάνουν διαστάσεις χιονοστιβάδας.
Χαρακτηριστική είναι η αποκάλυψη για την επιστολή της DG Agri όπου ζητούσε εξηγήσεις για την απομάκρυνση Τυχεροπούλου και ο Κυριάκος Μπαμπασίδης απαντούσε λέγοντας τη μισή αλήθεια και, κατ' ουσίαν ψευδόμενος, ότι απουσίαζε 87 ημέρες από την εργασία αποκρύπτοντας ότι αυτές τις ημέρες την απασχολούσε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και άρα ήταν δικαιολογημένη η απουσία της.
Δυσκολεύον τα πράγματα για την κυβέρνηση
Με τέτοιου είδους φαινόμενα και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να έχει αποφασίσει να κινηθεί επιθετικά είναι προφανές ότι πλέον τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πολύ δύσκολα για την κυβέρνηση η οποία επιμένει να παίζει το χαρτί Τυχεροπούλου, επιχειρώντας να την καταστήσει αναξιόπιστη χωρίς ωστόσο να πείθει κανένας, πλην όσων είναι οι εγκέφαλοι και συμμετέχοντες στο σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην απόφαση του ΣτΕ για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια αναφέρεται μεταξύ άλλων:
«Επειδή, το Δικαστήριο οφείλει να ελέγχει τη συμβατότητα του εθνικού νομοθετικού πλαισίου προς το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο, όταν με τις ρυθμίσεις του εθνικού νομοθέτη εισάγονται κανόνες που αφορούν το ενωσιακό δίκαιο και, ειδικότερα, τις ενωσιακές ελευθερίες, στην προκειμένη δε περίπτωση, όπως προκύπτει από τις διατάξεις αλλά και από την αιτιολογική έκθεση του ν. 5094/2024, θεσπίζονται κανόνες για την εγκατάσταση παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων στην Ελλάδα με επίκληση και των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου.
Υποχρεωτική η εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ
Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές θέτουν ευθέως το ζήτημα της σχέσης Συντάγματος και ενωσιακού δικαίου.
Στο πλαίσιο αυτό για τη σχέση μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου πάγια είναι η νομολογία του ΔΕΕ, κατά τα εκτεθέντα στη σκ. 23, περί της υποχρέωσης τήρησης του ενωσιακού δικαίου, ακόμη και εν σχέσει προς διατάξεις συνταγματικού επιπέδου, προς την οποία, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω στη σκ. 8, συμπορεύεται και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την ερμηνεία της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 28 του Συντάγματος, περί της υποχρέωσης εφαρμογής της ενωσιακής έννομης τάξης στην εσωτερική έννομη τάξη και της υποχρέωσης εναρμόνισης των συνταγματικών διατάξεων με τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου (πρβ. και αποφάσεις Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με τη «φιλική» προς το ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνεία ακόμα και συνταγματικών διατάξεων, απόφαση της 7.9.2011, 2BvR 987, 1485, 1099/10, σκ. 109, απόφαση της 19.7.2011 του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, 1BvR 1916/09, σκ. 68, 73, 75-82). Για τον λόγο δε αυτόν είναι απορριπτέοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί των αιτούντων περί του μη επιτρεπτού της εφαρμογής εν προκειμένω των ορισμών του ενωσιακού δικαίου».
Η πάγια νομολογία
Στη σκ 23 στ αναφέρεται ότι:
«Επειδή, εξάλλου, πάγια είναι η νομολογία του ΔΕΕ, η οποία αποδίδει τη σχέση, που αναπτύσσεται μεταξύ του ενωσιακού δικαίου και του δικαίου των κρατών μελών και αφορά την υποχρέωση τήρησης του ενωσιακού δικαίου από τα κράτη μέλη.
Η υποχρέωση αυτή απορρέει από την ιδιαίτερη φύση της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, εδράζεται στις αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της καλόπιστης συνεργασίας των κρατών μελών και στοχεύει στην αποτελεσματικότητα και την ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στο πλαίσιο της διαδικασίας για μια διαρκώς στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης.
Ειδικότερα, όπως παγίως γίνεται δεκτό από το ΔΕΕ, «η αυτονομία του δικαίου της Ένωσης έναντι τόσο του δικαίου των κρατών μελών όσο και του διεθνούς δικαίου δικαιολογείται λόγω των ουσιωδών χαρακτηριστικών της Ένωσης και του δικαίου της, που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη συνταγματική δομή της Ένωσης καθώς και αυτήν καθ’ εαυτήν τη φύση του εν λόγω δικαίου.
Αμοιβαία δέσμευση Ένωσης και Κρατών μελών
Συγκεκριμένα, χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δικαίου της Ένωσης είναι η προέλευσή του από αυτόνομη πηγή δικαίου την οποία αποτελούν οι Συνθήκες, η υπεροχή του έναντι του δικαίου των κρατών μελών καθώς και το άμεσο αποτέλεσμα πλήθους διατάξεων που εφαρμόζονται στους πολίτες των κρατών μελών και στα ίδια τα κράτη μέλη. Βάσει των ανωτέρω χαρακτηριστικών έχει διαμορφωθεί ένα συγκροτημένο πλέγμα αρχών, κανόνων και εννόμων σχέσεων που τελούν σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους και δεσμεύουν αμοιβαία την Ένωση και τα κράτη μέλη της καθώς και τα κράτη μέλη μεταξύ τους, τα οποία κατά το άρθρο 1 εδ. β΄ ΣΕΕ μετέχουν «στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης» (γνωμοδότηση 2/13 «Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ», της 18.12.2014, σκ. 167).
Το δίκαιο της Ένωσης εδράζεται, συνεπώς, στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται από κοινού με τα λοιπά κράτη μέλη και αναγνωρίζει ότι τα εν λόγω κράτη αποδέχονται από κοινού με αυτό μια σειρά κοινών αξιών επί των οποίων στηρίζεται η Ένωση, όπως διευκρινίζει το άρθρο 2 ΣΕΕ.
Η παραδοχή αυτή συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς την αναγνώριση των εν λόγω αξιών και, επομένως, ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που υλοποιεί τις αξίες αυτές.
Σε αυτό το πλαίσιο εναπόκειται στα κράτη μέλη βάσει ιδίως της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας κατά το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. α΄ ΣΕΕ να διασφαλίζουν εντός της αντίστοιχης επικράτειάς τους την εφαρμογή και την τήρηση του δικαίου της Ένωσης και να λαμβάνουν προς τον σκοπό αυτό κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο που δύναται να διασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή από τις πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (ΔΕΕ απόφαση 6.3.2018, Achmea, C-284/2016, σκ. 33 και 34, ανωτ. γνωμοδότηση 2/13 «Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ», σκ. 167, 168 και 173, βλ. και απόφαση της 29.4.2025, Επιτροπή κατά Μάλτας, C- 181/2023, στην οποία γίνεται επιπλέον δεκτό ότι η ανωτέρω αρχή «αποτελεί ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του δικαίου αυτού και ως εκ τούτου του συνταγματικού πλαισίου της Ένωσης», σκ. 83 και 91 κ.ά.).
Ανεφάρμοστες οι εθνικές διατάξεις μπροστά στις ενωσιακές
Κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, βάσει της ανωτέρω αρχής, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, το εθνικό δικαστήριο, στο οποίο έχει ανατεθεί στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης, έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητά τους αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας (ΔΕΕ απόφαση 9.9.2021, XR, C-107/2019, σκ. 45, απόφαση 24.6.2019, Popławski, C-573/2017, σκ. 58 κ.ά.).
Η υποχρέωση δε τήρησης του ενωσιακού δικαίου αφορά και διατάξεις συνταγματικού επιπέδου.
Συγκεκριμένα, όπως έχει, κατ’ επανάληψη, κριθεί, λόγω της ως άνω αρχής η επίκληση από κράτος μέλος των διατάξεων του εθνικού του δικαίου, ακόμη και του συνταγματικού, δεν είναι δυνατόν να υπονομεύσει την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, υπό την έννοια ότι τα αποτελέσματα της αρχής αυτής δεσμεύουν όλα τα όργανα ενός κράτους μέλους και οι εσωτερικές διατάξεις, περιλαμβανομένων των διατάξεων συνταγματικής ισχύος, δεν μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο….»
Ανοίγει ο δρόμος
Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, το ΣτΕ αποδέχεται ρητά ότι το Ενωσιακό Δίκαιο είναι υπερκείμενο του Εθνικού.
Και έτσι ανοίγει ο δρόμος στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία με ξεκάθαρη νομική τεκμηρίωση να μπορέσει να ασκήσει διώξεις σε πολιτικά πρόσωπα χωρίς να χρειαστεί να προσφύγει στη Βουλή.
Και η υπόθεση αυτή μπορεί να μην αφορά σε όσους υπάγονται στο νόμο περί ευθύνης Υπουργών αλλά και απλούς βουλευτές.
Νίκος Καρούτζος
Nkaroutzos@gmail.com
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών