Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Παγκόσμιο οικονομικό χάος από το δηλητήριο του χρέους - Πώς επιτόκια και πληθωρισμός θα τινάξουν στον αέρα τις οικονομίες

Παγκόσμιο οικονομικό χάος από το δηλητήριο του χρέους - Πώς επιτόκια και πληθωρισμός θα τινάξουν στον αέρα τις οικονομίες
Οι κυβερνήσεις βουλιάζουν στα ελλείμματα, οι αγορές προετοιμάζονται για πανικό
Ο παγκόσμιος οικονομικός χάρτης μοιάζει να τρίζει στα θεμέλιά του.
Όπως επισημαίνει ο Economist, μετά από αλόγιστου δανεισμού, οι κεντρικές τράπεζες βρίσκονται αντιμέτωπες με το πιο εκρηκτικό δίδυμο της εποχής: τα υψηλά επιτόκια και τον επίμονο πληθωρισμό…
Οι συνέπειες αρχίζουν να ξεδιπλώνονται - κυβερνήσεις πνίγονται στα χρέη, επιχειρήσεις παλεύουν να αναχρηματοδοτηθούν, και οι αγορές ομολόγων στέλνουν σήματα κινδύνου.
Το «φθηνό χρήμα» τελείωσε, και μαζί του τελειώνει και μια εποχή τεχνητής ευημερίας.
Τώρα, καθώς το κόστος του δανεισμού εκτινάσσεται και η αγοραστική δύναμη φθίνει, ο κόσμος μπαίνει σε μια νέα φάση οικονομικής αναταραχής — όπου ακόμη και οι πιο ισχυρές οικονομίες δεν είναι άτρωτες.

Το φάρμακο - δηλητήριο του χρέους

Το δημόσιο χρέος είναι μία από τις σπουδαιότερες εφευρέσεις της ανθρωπότητας. Επιτρέπει στις κοινωνίες να αποθηκεύουν πλούτο, να αντιμετωπίζουν κρίσεις και να οικοδομούν το μέλλον τους.
Όταν η Βρετανία, χάρη στην πρόσβασή της σε πίστωση, κατόρθωσε να νικήσει τον Ναπολέοντα το 1815, ένας ιστορικός παρομοίασε τις πιστωτικές της γραμμές με το μαγικό λυχνάρι του Αλαντίν.
Δύο αιώνες αργότερα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, μεγάλο μέρος του κόσμου παρακολούθησε με παρόμοιο δέος τις πλούσιες χώρες να δανείζονται απλόχερα για να χρηματοδοτήσουν μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και του συστήματος υγείας τους.
Ωστόσο, η «μαγεία» του δανεισμού συνοδεύεται και από έναν πειρασμό: εκείνον για τον οποίο ανησυχούσαν ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα ο David Hume και ο Alexander Hamilton.
Αν μια χώρα είναι αρκετά ικανή να εξυπηρετεί τα υφιστάμενα χρέη της, τότε βρίσκεται σε θέση να δανειστεί περισσότερο.
Το γεγονός ότι μπορεί να διαχειριστεί το υπάρχον χρέος σημαίνει ότι μπορεί να επωμιστεί κι άλλο. Έτσι, ο δανεισμός μπορεί εύκολα να διογκωθεί.
Αν αυτό συνεχιστεί για πολύ, οι κυβερνήσεις αρχίζουν να δέχονται πιέσεις.
Οι αγορές ομολόγων, από τις οποίες εξαρτώνται για τη χρηματοδότησή τους, αρχίζουν να τους χρεώνουν υψηλότερα επιτόκια.
Ο νέος δανεισμός γίνεται δυσκολότερος, όπως και η αναχρηματοδότηση του παλαιού.
Αν οι κυβερνήσεις δεν περιορίσουν τότε τις δαπάνες τους, η αξιοπιστία τους διαβρώνεται και η κατάσταση μπορεί να ξεφύγει εκτός ελέγχου.
Ιστορικά, τέτοιες κρίσεις χρέους ήταν φαινόμενο του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Ωστόσο, σήμερα οι μεγαλύτερες και πλουσιότερες χώρες του πλανήτη έχουν εγκλωβιστεί σε έναν επικίνδυνο κύκλο συνεχούς δανεισμού.
Τα χρέη έχουν εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα επίπεδα, ενώ οι αγορές ομολόγων αρχίζουν να αντιδρούν.
Αυτή η ειδική ανάλυση επιχειρεί να προβλέψει τι θα ακολουθήσει.

Τι θα ακολουθήσει

Το ακαθάριστο δημόσιο χρέος στις ανεπτυγμένες οικονομίες ανέρχεται σήμερα στο 110% του ΑΕΠ, κοντά σε ιστορικό υψηλό.
Η άνοδος των επιτοκίων από το 2022, που ξεκίνησε από τις κεντρικές τράπεζες για να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό που εν μέρει προκλήθηκε από τις κυβερνητικές δαπάνες, έχει καταστήσει την εξυπηρέτηση του χρέους πολύ πιο δυσβάσταχτη.
Οι πλούσιες χώρες δαπανούν πλέον για τόκους περίπου τα μισά από όσα δαπανούν για την εθνική τους άμυνα.
Κι όμως, συνεχίζουν να δανείζονται: φέτος, το μέσο δημοσιονομικό έλλειμμα στις ανεπτυγμένες οικονομίες υπερβαίνει το 4% του ΑΕΠ• στις Ηνωμένες Πολιτείες ξεπερνά το 6%.
Μια σειρά από κρίσεις εξηγεί εν μέρει αυτά τα υψηλά επίπεδα χρέους: η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09, η πανδημία της COVID-19 και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Όμως, ευθύνεται και ο μακροχρόνιος πολιτικός κοντόφθαλμος σχεδιασμός, για τον οποίο είχαν προειδοποιήσει ο Hume και ο Hamilton.
Οι κυβερνήσεις έχουν θεσπίσει μηχανισμούς περιορισμού του χρέους, όπως ο κανόνας «pay as you go» στο Κογκρέσο των ΗΠΑ ή το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ.
Όμως οι πολιτικοί τους αναστέλλουν, τους παρακάμπτουν ή τους παραβιάζουν.
Δεν υπάρχει πολιτική βούληση για δημοσιονομική πειθαρχία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη δαπανήσει ό,τι έσοδο προκύπτει από τους δασμούς του Donald Trump, και πιθανώς περισσότερα, επεκτείνοντας τις φορολογικές του περικοπές του 2017 που χρηματοδοτήθηκαν με έλλειμμα.
Και ο Λευκός Οίκος εξετάζει ακόμη περισσότερες φοροελαφρύνσεις.
Στη Γαλλία, κάθε προσπάθεια για περιορισμό του προϋπολογισμού προκαλεί πολιτικές κρίσεις - γεγονός που έχει οδηγήσει στην παραίτηση πέντε πρωθυπουργών μέσα σε δύο χρόνια.
Ο νέος πρωθυπουργός της Ιαπωνίας προκρίνει επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, παρά το ήδη τεράστιο δημόσιο χρέος.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κυβέρνηση αναμένεται να δώσει την εντύπωση λιτότητας στις 26 Νοεμβρίου, πιθανότατα αυξάνοντας φόρους - αλλά οι αλλαγές αυτές θα την κρατήσουν μόλις εντός ενός εξαιρετικά ελαστικού δημοσιονομικού πλαισίου.
Οι αγορές ομολόγων αντιδρούν. Στα βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα, η αγορά ενός ομολόγου αποτελεί κυρίως στοίχημα που καθορίζει η κεντρική τράπεζα — ο στόχος είναι να αποκομίσει κανείς υψηλότερη απόδοση από αυτή που προσφέρει το μετρητό.
Όμως όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια ενός ομολόγου, τόσο περισσότερο οι επενδυτές ανησυχούν για τους κινδύνους που απορρέουν από την ανεύθυνη δημοσιονομική πολιτική.
Είναι, λοιπόν, ενδεικτικό ότι στις περισσότερες μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες, οι αποδόσεις των δεκαετών κρατικών ομολόγων είναι σήμερα υψηλότερες απ’ ό,τι όταν οι κεντρικές τράπεζες άρχισαν ξανά να μειώνουν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια το 2024.
Οι επενδυτές ζητούν υψηλότερες αποδόσεις μακροπρόθεσμα, επειδή διαισθάνονται τον κίνδυνο.

Σοκ και ομόλογα

Η προοπτική που θα πρέπει να ανησυχεί τους επενδυτές δεν είναι μόνο ο κίνδυνος χρεοκοπίας.
Υπάρχει ένα άλλο «όπλο» που μπορεί να τους πλήξει σε βάθος χρόνου: ο πληθωρισμός.
Τα χρέη είναι συνήθως καθορισμένα σε ονομαστικούς όρους, πράγμα που σημαίνει ότι η άνοδος των τιμών μπορεί να διαβρώσει την πραγματική τους αξία.
Οι ψηφοφόροι απεχθάνονται τον υψηλό πληθωρισμό και αυτός αποσταθεροποιεί τις οικονομίες.
Όμως, όσο τα χρέη αυξάνονται, τόσο πιο ελκυστικός γίνεται ο πληθωρισμός - και αυξάνεται ο κίνδυνος οι πολιτικοί να πιέσουν τις κεντρικές τράπεζες να τον προκαλέσουν σκόπιμα.
Η επίδραση τέτοιων κινδύνων στην αγορά ομολόγων μπορεί να είναι έντονη.
Τον Σεπτέμβριο, η απόδοση του 30ετούς βρετανικού ομολόγου έφθασε στο υψηλότερο επίπεδο από το 1998, εν μέρει επειδή οι επενδυτές ζητούν αποζημίωση για τον αυξημένο δημοσιονομικό κίνδυνο της χώρας.
Στην Ιαπωνία, οι αποδόσεις έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών, έχοντας αυξηθεί πάνω από μία ποσοστιαία μονάδα μέσα στο έτος.
Η χώρα, που παλαιότερα θεωρούνταν το καλύτερο παράδειγμα διατήρησης υψηλού χρέους μέσω χαμηλών επιτοκίων, δείχνει πλέον να κλυδωνίζεται.
Τα μακροπρόθεσμα ομόλογα της Γαλλίας αποφέρουν πλέον αποδόσεις σχεδόν ίσες με εκείνες της Ιταλίας.
Και την άνοιξη του 2025, η «νευρική» αγορά ομολόγων των ΗΠΑ («yippy» market) φαινόταν να αποτελεί τον βασικό περιοριστικό παράγοντα για τη χαοτική δημοσιονομική πολιτική του Προέδρου Donald Trump, καθώς η απόδοση του 30ετούς αμερικανικού ομολόγου πλησίασε τα υψηλότερα επίπεδα από το 2007.
Η ειρωνεία της παγκόσμιας δημοσιονομικής αταξίας είναι ότι οι οικονομικές συνθήκες παραμένουν ήπιες.
Καμία μεγάλη οικονομία δεν βρίσκεται σε ύφεση. Τα δημόσια χρέη έχουν μειωθεί ελαφρώς σε πραγματικούς όρους από την κορύφωσή τους κατά την πανδημία (λόγω του πληθωρισμού).
Και, παρότι τα επιτόκια έχουν αυξηθεί, σε πολλές χώρες παραμένουν χαμηλότερα από τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον ο «πρωτογενής» προϋπολογισμός, δηλαδή ο προϋπολογισμός χωρίς το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, είναι ισοσκελισμένος, το ΑΕΠ θα αυξάνεται ταχύτερα από το χρέος.
Μάλιστα, χρησιμοποιώντας τις αποδόσεις πενταετών ομολόγων και τις προβλέψεις ανάπτυξης του ΔΝΤ, ο The Economist υπολογίζει ότι οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες θα μπορούσαν να διατηρούν μικρά πρωτογενή ελλείμματα και παρ’ όλα αυτά να κρατούν σταθερό το χρέος τους ως ποσοστό του ΑΕΠ — ακόμη κι αν έπρεπε να αναχρηματοδοτήσουν όλο το χρέος τους άμεσα με τα σημερινά επιτόκια.
Το μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα που απαιτείται για σταθεροποίηση του χρέους είναι στη Βρετανία, μόλις 0,3% του ΑΕΠ — όχι μεγάλο μέγεθος για χώρες που αντιμετωπίζουν πίεση.
Τη δεκαετία του 1990, η Ιταλία διατηρούσε πρωτογενή πλεονάσματα 3-6% του ΑΕΠ προκειμένου να μειώσει το χρέος της πριν ενταχθεί στο ευρώ.
Δυστυχώς, ακόμη και μετριοπαθείς δημοσιονομικοί στόχοι είναι δύσκολο να επιτευχθούν όταν το σημείο εκκίνησης είναι πολύ μακριά.
Στη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες τα ελλείμματα είναι μεγάλα.
Η δημοσιονομική προσαρμογή που απαιτείται για να σταθεροποιηθεί ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ υπερβαίνει το 2% του ΑΕΠ, ενώ στη Γαλλία ξεπερνά το 3%.
Ένα ακόμη πρόβλημα για την Ευρώπη είναι ότι οι φόροι ήδη βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, περιορίζοντας τη δυνατότητα αύξησής τους χωρίς να προκληθεί σοβαρή ζημιά στην οικονομική δραστηριότητα.
Από τις χώρες του G7, μόνο ο Καναδάς διαθέτει χαμηλό χρέος, μικρή αναγκαία προσαρμογή και περιθώριο για φορολογική αύξηση.
Η Γαλλία φαίνεται να βρίσκεται στη χειρότερη θέση και στα τρία αυτά κριτήρια.
Οι προοπτικές γίνονται ακόμη πιο ζοφερές αν ληφθεί υπόψη το επερχόμενο κύμα δαπανών για τη γήρανση του πληθυσμού, την άμυνα και τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία.
Οι αυξημένες δαπάνες για τόκους χρέους, που αναμένονται στα επόμενα χρόνια, δεν έχουν ακόμη αποτυπωθεί πλήρως στους προϋπολογισμούς.
Περίπου το ήμισυ των υφιστάμενων ομολόγων με σταθερό επιτόκιο στις χώρες του ΟΟΣΑ κοστίζει λιγότερο από 2% ετησίως για την εξυπηρέτησή τους — ένα κατάλοιπο της εποχής των μηδενικών επιτοκίων.
Ωστόσο, αμερικανικό χρέος αξίας ίσης με το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της χώρας λήγει μεταξύ 2025 και 2027• η αναχρηματοδότησή του με τα επιτόκια του 2024 θα αυξήσει το μέσο κόστος εξυπηρέτησης κατά περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες.
Η πορεία προς μια νέα κρίση θα μπορούσε να ανακοπεί αν τα δημοσιονομικά ισορροπούσαν σήμερα.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι δαπάνες για τόκους χρέους, συντάξεις, υγεία, άμυνα και κλιματική μετάβαση στις ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης θα δημιουργήσουν επιπλέον ετήσια «πίεση» ύψους σχεδόν 6% του ΑΕΠ έως το 2050.
Στη Βρετανία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελβετία, η πίεση αυτή ξεπερνά το 8% του ΑΕΠ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες γηράσκουν μεν λιγότερο από την Ευρώπη, αλλά το Penn Wharton Budget Model, ερευνητικός οργανισμός, εκτιμά ότι η Αμερική θα χρειαστεί να αυξήσει τους φόρους και να μειώσει τις δαπάνες —και τα δύο κατά περίπου 15%— για να καλύψει το μελλοντικό δημοσιονομικό κενό μεταξύ δαπανών και εσόδων.
Οι επικριτές υποβαθμίζουν τις δυσοίωνες δημοσιονομικές προβλέψεις — «ποιος μπορεί να γνωρίζει το μέλλον;».
Όμως το πρόβλημα με τις προβολές προϋπολογισμών είναι ότι συνήθως είναι υπερβολικά αισιόδοξες.
Ο βρετανικός δημοσιονομικός οργανισμός διαπίστωσε φέτος ότι, όταν προβλέπει ελλείμματα πέντε χρόνια μπροστά, τα υποεκτιμά κατά μέσο όρο κατά 3,1% του ΑΕΠ.
Το ΔΝΤ έχει καταλήξει σε παρόμοιο συμπέρασμα για τις ανεπτυγμένες χώρες συνολικά.
Όπως δήλωσε η Gita Gopinath του ΔΝΤ πέρυσι, «αν η ιστορία μας διδάσκει κάτι, είναι ότι η πορεία του χρέους θα αποδειχθεί χειρότερη απ’ ό,τι προβλέπουμε σήμερα — και μάλιστα σημαντικά χειρότερη».

Ο κίνδυνος της υπερβολικής εξάρτησης από το ChatGPT

Ένας λόγος είναι ότι οι οικονομικοί αναλυτές τείνουν να είναι υπερβολικά αισιόδοξοι όσον αφορά την ανάπτυξη.
Ίσως, με τη βοήθεια των εξελίξεων στην τεχνητή νοημοσύνη, αυτό να μπορούσε να αλλάξει.
Ωστόσο, η άνθηση της τεχνητής νοημοσύνης είναι συγκεντρωμένη στην Αμερική, και η ταχύτερη ανάπτυξη εκεί τείνει να σημαίνει υψηλότερα παγκόσμια επιτόκια, γεγονός που καθιστά το χρέος ακριβότερο στην εξυπηρέτησή του.
Ακόμη και όταν οι πολιτικές έχουν στόχο τη σταθεροποίηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, ο δείκτης αυτός έχει ανέβει λόγω κρίσεων.
Θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι τέτοιου είδους σοκ —όπως μια νέα πανδημία ή ένας πόλεμος— δεν θα επαναληφθούν.
Πώς θα τελειώσει το παγκόσμιο δημοσιονομικό χάος;
Δεν υπάρχει κάποιος οικονομικός νόμος που να ορίζει ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μπορεί να αυξάνεται μέχρι ένα συγκεκριμένο σημείο και όχι παραπέρα.
Το ζήτημα εξαρτάται από τις αγορές και τους ψηφοφόρους.
Αν οι επενδυτές αρχίσουν να αμφιβάλλουν για τη βούληση ενός εκλογικού σώματος να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος της χώρας του και αρχίσουν να πουλούν ομόλογα, τότε οι κυβερνήσεις μπορεί να εξαναγκαστούν σε οδυνηρές επιλογές.
Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μπορεί να αυξηθεί τόσο πολύ, ώστε μόνο τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα —που απαιτούν βαθιά λιτότητα— να μπορούν να αποκαταστήσουν τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Η άλλη επιλογή μιας χώρας που βρίσκεται σε τέτοια κρίση είναι είτε να χρεοκοπήσει είτε να «εξατμίσει» τα χρέη μέσω πληθωρισμού.
Η πορεία προς την κρίση θα μπορούσε να ανακοπεί εάν οι προϋπολογισμοί διορθώνονταν σήμερα.
Όμως ένας από τους λόγους που αυτό φαντάζει τόσο απίθανο είναι το αντικείμενο του επόμενου κεφαλαίου: η ολοένα και πιο θλιβερή κατάσταση του κράτους προνοίας, καταλήγει ο Economist.

www.bankingnewsgr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης