Τελευταία Νέα
Οικονομία

Το «καρφί» της Κομισιόν για τα NPEs των ελληνικών τραπεζών - Παραμένουν βόμβα στην οικονομία

Το «καρφί» της Κομισιόν για τα NPEs των ελληνικών τραπεζών - Παραμένουν βόμβα στην οικονομία
Η οικονομική ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί εν μέσω ενός δύσκολου παγκόσμιου περιβάλλοντος
Τα ανοίγματα των τραπεζών σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν σημαντικά, αλλά ένα μεγάλο μέρος των απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού έχει μεταφερθεί σε φορείς διαχείρισης πιστώσεων και συνεπώς παραμένει στην οικονομία.
Με αυτήν την πρόταση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την κρυφή "βόμβα" που υπάρχει στην ελληνική οικονομία αναφορικά με τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των ελληνικών τραπεζών να παραμένουν πρόβλημα.
Πάντως, όπως αναφέρει η Κομισιόν, η ελληνική οικονομία ήταν από τις πιο σοβαρά πληγείσες από την κρίση COVID-19 στην ΕΕ, αλλά ανέκαμψε γρήγορα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αφού συρρικνώθηκε κατά 9% το 2020, το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 8,4% το 2021 και κατά 5,9% το 2022.
Η ύφεση στην Ελλάδα ήταν βαθύτερη από ό,τι στην ΕΕ κατά μέσο όρο (-5,6%), αλλά ακολουθήθηκε από μια πιο δυναμική ανάκαμψη.
Το πρότυπο αυτό εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την επαναλειτουργία της οικονομίας μετά την άρση των μέτρων περιορισμού και την ισχυρή ανταπόκριση του τουριστικού τομέα, ο οποίος αντιπροσωπεύει σημαντικό μερίδιο του ελληνικού ΑΕΠ.
Μέχρι τις αρχές του 2022, η Ελλάδα είχε ανακτήσει τις απώλειες παραγωγής που είχε υποστεί από τα τέλη του 2019.

Οι ευπάθειες

Όταν χτύπησε η ενεργειακή κρίση, η ανάκαμψη επιβραδύνθηκε.
Ενώ καταγράφηκε ισχυρή ανάπτυξη το πρώτο εξάμηνο του 2022, ο αυξανόμενος πληθωρισμός επιβάρυνε την οικονομία το δεύτερο εξάμηνο του έτους, κυρίως αποδυναμώνοντας την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Η Ελλάδα παρουσιάζει αρκετές μακροοικονομικές ευπάθειες.
Αυτές συνδέονται με το υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους, το διευρυμένο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (αν και εν μέρει λόγω της ενεργειακής κρίσης), το ακόμη μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων και την υψηλή ανεργία.
Ωστόσο, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε σημαντικά το 2022 (και αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω).
Τα ανοίγματα των τραπεζών σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν σημαντικά, αν και ένα μεγάλο μέρος των απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού έχει μεταφερθεί σε φορείς διαχείρισης πιστώσεων και συνεπώς παραμένει στην οικονομία.
Η ανεργία μειώνεται σταθερά και η απασχόληση έχει ανακάμψει πλήρως από την πανδημία και βρίσκεται πάνω από τα προ της πανδημίας επίπεδα.
Οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις για την αύξηση της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της εξαγωγικής ικανότητας, για παράδειγμα αυτές που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, είναι ζωτικής σημασίας για τη σταδιακή μείωση των τρωτών σημείων.
Η Ελλάδα επηρεάστηκε από την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, όπως και άλλα κράτη μέλη της ΕΕ.
Ο συνολικός πληθωρισμός ανήλθε κατά μέσο όρο σε 9,3% το 2022.
Για τα τρία πρώτα τρίμηνα μέχρι την κορύφωσή του τον Σεπτέμβριο του 2022, ο πληθωρισμός καθοδηγήθηκε από την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, η οποία άρχισε να μετακυλίεται και σε άλλες τιμές, ιδίως των υπηρεσιών.
Ο συνολικός πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή αναμένεται να συγκρατηθεί τα επόμενα χρόνια, ενώ ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων θα παραμείνει πιο επίμονος, δεδομένου του καθυστερημένου αντίκτυπου του υψηλού ενεργειακού κόστους στην παραγωγή τροφίμων.

Για τις τράπεζες

Η κερδοφορία των τραπεζών έχει αυξηθεί, αλλά οι προκλήσεις παραμένουν.
Η κερδοφορία των τραπεζών αυξήθηκε λόγω των χαμηλότερων προβλέψεων για πιθανές ζημίες, των νέων πιο κερδοφόρων δανείων το 2022 και των εφάπαξ κερδών από συναλλαγές.
Αυτό συνέβαλε στην αποκατάσταση της κεφαλαιακής θέσης των τραπεζών στο τέλος Σεπτεμβρίου 2022 στα επίπεδα του τέλους του 2021, αν και η ποιότητα των κεφαλαίων, αν και βελτιώνεται, παραμένει αδύναμη.
Στο μέλλον, η αύξηση των επιτοκίων ενέχει τον κίνδυνο να μειώσει την ικανότητα αποπληρωμής των οφειλετών και να ασκήσει πιέσεις στην ποιότητα του ενεργητικού και στη ζήτηση πιστώσεων.
Η άνοδος των επιτοκίων αυξάνει επίσης το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, δεδομένου ότι οι τράπεζες πρέπει να εκδίδουν μακροπρόθεσμο χρέος (με υψηλότερα επιτόκια) για να πληρούν τις ελάχιστες κανονιστικές απαιτήσεις.
Από τη θετική πλευρά, οι προγραμματισμένες αποπληρωμές της προηγούμενης πιο μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης που χορηγήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έχουν ήδη ξεκινήσει και είναι πιθανό να ολοκληρωθούν χωρίς σημαντικές επιπτώσεις στους δείκτες ρευστότητας.
Ο καθαρός δανεισμός προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ανέκαμψε το 2022, ενώ ο καθαρός δανεισμός προς τα νοικοκυριά εξακολουθούσε να μειώνεται.
Το κόστος δανεισμού είναι υψηλότερο από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, ιδίως για τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις, και αυξάνεται περαιτέρω λόγω της αύξησης των επιτοκίων.
Ταυτόχρονα, η πρόσβαση των επιχειρήσεων σε μη τραπεζική χρηματοδότηση παραμένει περιορισμένη, παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών.

Δημόσιο χρέος

Η οικονομική ανάπτυξη μετρίασε τον αντίκτυπο των δαπανών που σχετίζονται με την κρίση στο δημόσιο χρέος.
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αυξήθηκε σε υψηλό ρεκόρ 206,3% του ΑΕΠ το 2020 και παραμένει το υψηλότερο στη ζώνη του ευρώ, αν και έχει ευνοϊκό προφίλ και δομή αποπληρωμής.
Ωστόσο, η ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, η οποία οφείλεται τόσο στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ όσο και στον πληθωρισμό, συνέβαλε στη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ στο 171,3% το 2022.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συνέχισε να αυξάνεται πέρυσι και η σταθεροποίηση της καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης παραμένει πρόκληση.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε από το 2020, κυρίως λόγω της επιδείνωσης του εμπορικού ισοζυγίου αγαθών που αντισταθμίστηκε μόνο εν μέρει από τη σημαντική βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου υπηρεσιών.
Παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις, η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας διαμορφώθηκε στο -141,3% του ΑΕΠ το 2022, κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Οι καθαρές υποχρεώσεις αποτελούνται κυρίως από δημόσια χρεόγραφα που κατέχουν οι επίσημοι πιστωτές, αλλά το μερίδιο του χρέους του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε επίσης πρόσφατα.

Αγορά εργασίας

Η αγορά εργασίας έχει αντέξει καλά την υγειονομική και ενεργειακή κρίση.
Από το 2020, τα δημόσια μέτρα στήριξης συνέβαλαν στην αποτροπή μεγάλων απωλειών θέσεων εργασίας.
Σε συνδυασμό με την οικονομική ανάκαμψη που ακολούθησε, οδήγησαν το ποσοστό απασχόλησης να αυξηθεί σε υψηλό ρεκόρ 66,8% έως το τέταρτο τρίμηνο του 2022, αν και εξακολουθεί να είναι 8 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Εν τω μεταξύ, το ποσοστό ανεργίας συνέχισε να μειώνεται φθάνοντας σε χαμηλό 12 ετών (11,8% έως το τέλος του 2022), ωστόσο παρέμεινε μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ- η ανεργία επηρέασε δυσανάλογα τους νέους (ηλικίας 15-29 ετών) και τις γυναίκες 24,9% και 15,6% αντίστοιχα.
Η ονομαστική αποζημίωση ανά εργαζόμενο αυξήθηκε κατά 5,1% το 2022, δηλαδή κάτω από το ρυθμό του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα οι πραγματικοί μισθοί να μειωθούν κατά 4,7%.
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,4% από την 1η Απριλίου 2023.
Αυτό αναμένεται να αντισταθμίσει εν μέρει την περαιτέρω μείωση των πραγματικών μισθών το 2023.

Η οικονομία γίνεται πιο ενεργειακά αποδοτική

Ως απάντηση στην ενεργειακή κρίση, η ζήτηση ενέργειας μειώθηκε απότομα.
Από το ξέσπασμα της κρίσης, οι λιανικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τα νοικοκυριά αυξάνονται αλλά διατηρούνται κάτω από το μέσο επίπεδο της ΕΕ, ενώ οι λιανικές τιμές φυσικού αερίου για τη βιομηχανία κινούνται κοντά στο μέσο επίπεδο της ΕΕ συνολικά.
Αντίθετα, από τα μέσα του 2021, οι λιανικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τη βιομηχανία αυξάνονται σε επίπεδα που υπερβαίνουν τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ οι λιανικές τιμές φυσικού αερίου για τα νοικοκυριά συγκλίνουν στα επίπεδα του μέσου όρου της ΕΕ μόλις πρόσφατα.
Η εγχώρια κατανάλωση φυσικού αερίου μειώθηκε κατά 19% το 2022 και οι εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία μέσω αγωγών μειώθηκαν περισσότερο από το μισό.
Μετά τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, η κατανάλωση φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας έχει μειωθεί σημαντικά.
Η κατανάλωση φυσικού αερίου στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 22% την περίοδο Αύγουστος 2022-Μάρτιος 2023, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ίδιας περιόδου τα τελευταία 5 χρόνια (πάνω από τον στόχο μείωσης κατά 15%), ενώ η μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας ήταν 11,6%.
Αυτό ακολουθεί μια περίοδο αύξησης της ενεργειακής απόδοσης της οικονομίας, όπως αντικατοπτρίζεται στη μείωση της ενεργειακής έντασης κατά 21% μεταξύ 2012-2021.
Η κυβέρνηση έλαβε προσωρινά μέτρα για να αμβλύνει τον αντίκτυπο της ραγδαίας αύξησης των τιμών της ενέργειας.
Αυτά περιλάμβαναν επιδοτήσεις στους χρήστες ενέργειας, κοινωνικές μεταβιβάσεις σε ευάλωτα νοικοκυριά, επιδοτήσεις για καύσιμα και περικοπές στους έμμεσους φόρους στις υπηρεσίες μεταφορών.
Η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο όσον αφορά τη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας.
Το 2022, για πρώτη φορά, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο μερίδιο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας (42%).
Οι εξαγωγές φυσικού αερίου αυξήθηκαν κατά 289% το 2022, κυρίως προς τη Βουλγαρία.
Οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκαν ελαφρώς το 2022 σε σύγκριση με το 2021 (κατά 2%), με τη Βουλγαρία να παρέχει το μεγαλύτερο μερίδιο.
Η Ελλάδα παραμένει δεσμευμένη να καταργήσει σταδιακά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με βάση τον λιγνίτη έως το 2028 και να αυξήσει περαιτέρω τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης