Τελευταία Νέα
Διεθνή

Lagarde (EKT): Αβέβαιη και άνιση η ανάκαμψη στην Ευρωζώνη - Ύφεση -8% το 2020, ανάπτυξη +5% το 2021 - Έως τα τέλη Ιουνίου 2021 το QE

tags :
Lagarde (EKT): Αβέβαιη και άνιση η ανάκαμψη στην Ευρωζώνη - Ύφεση -8% το 2020, ανάπτυξη +5% το 2021 - Έως τα τέλη Ιουνίου 2021 το QE
Η πρόεδρος της ΕΚΤ επανέλαβε ότι η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης είναι έτοιμη να αναπροσαρμόσει τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της
Την εκτίμησή της ότι η ανάκαμψη στην Ευρωζώνη είναι αβέβαιη και άνιση, επανέλαβε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Christine Lagarde, ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων τoυ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, υπογραμμίζοντας ότι η υγειονομική κρίση θα εξακολουθήσει να επιβαρύνει την οικονομική δραστηριότητα, γεγονός που προκαλεί σημαντικούς καθοδικούς κινδύνους στις προοπτικές της οικονομίας.
Κατόπιν, η επικεφαλής της νομισματικής πολιτικής της ΕΕ επεσήμανε πως η οικονομία θα συρρικνωθεί κατά -8% το 2020, ενώ θα μεγεθυνθεί κατά 5% το 2021.
Το δε πραγματικό ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ αναμένεται να ανακάμψει στα επίπεδα πριν από την κρίση στα τέλη του 2022.
Σύμφωνα με την κυρία Lagarde, για έναν χρόνο, οι τράπεζες θα μπορούν να δανείζονται με αρνητικά επιτόκια, έως -1%, υπό τον όρο ότι θα ενισχύουν με δάνεια την οικονομία.
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, υποστήριξε:
«Θα πραγματοποιήσουμε αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του PEPP έως τουλάχιστον τα τέλη Ιουνίου 2021 και, εν πάση περιπτώσει, έως ότου το Διοικητικό Συμβούλιο κρίνει ότι η φάση κρίσης του κορωνοϊού έχει τελειώσει», προσθέτοντας:

«Στο τρέχον περιβάλλον της κλιμακούμενης αβεβαιότητας, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ και τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις στις προοπτικές του πληθωρισμού».
Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες, οι άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους και οι προοπτικές για το μέλλον παραμένουν αβέβαιες» είπε η πρόεδρος της ΕΚΤ, προσθέτοντας ότι η Τράπεζα θα αξιολογήσει προσεκτικά όλες τις εισερχόμενες πληροφορίες.
«Η ΕΚΤ είναι έτοιμη να προσαρμόσει όλα τα μέσα της, ανάλογα με την περίπτωση, για να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός κινείται προς τον στόχο του με βιώσιμο τρόπο, σύμφωνα με τη δέσμευσή του για συμμετρία».
H αντοχή της ευρωπαϊκής οικονομίας εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την εξέλιξη της πανδημίας Covid-19 και την επιτυχία των περιοριστικών πολιτικών σε ό,τι αφορά τις μετακινήσεις των πολιτών.
Αν μη τι άλλο, η κρίση της δημόσιας υγείας θα συνεχίσει να επιβαρύνει την οικονομική δραστηριότητα και ενέχει κινδύνους για τις οικονομικές προοπτικές, συμπλήρωσε η κυρία Lagarde.
Σε ό,τι αφορά τον τομέα της Ενέργειας, όπως ανέφερε η πρόεδρος της ΕΚΤ, οι μειώσεις των τιμών, το ισχυρότερο ευρώ και η προσωρινή μείωση του συντελεστή φόρου προστιθέμενης αξίας στη Γερμανία θα επηρεάσουν τον πληθωρισμό τους επόμενους μήνες.
«Για να είναι αποτελεσματική στην αξιολόγηση των ενεργειών της ΕΚΤ και στην ανακούφιση των ανησυχιών των ανθρώπων, οι πρακτικές λογοδοσίας πρέπει να πληρούν τρία κριτήρια. 
Πρώτον, πρέπει να είναι ανάλογες με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της ΕΚΤ, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να εξελιχθούν σύμφωνα με την πολυπλοκότητα και την κλίμακα των μέτρων της ΕΚΤ. 
Δεύτερον, πρέπει να υποστηρίζονται από έγκαιρες και επαρκείς ρυθμίσεις πληροφόρησης και διαφάνειας. 
Και τρίτον, πρέπει να βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη για να εξασφαλίσουν εποικοδομητικές συζητήσεις σε κρίσιμα και δύσκολα θέματα» κατέληξε η κεντρική τραπεζίτης.

H ομιλία της Christine Lagarde

Ο αντίκτυπος της πανδημίας εξακολουθεί να γίνεται αισθητός σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ.
Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες, οι άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους και οι προοπτικές για το μέλλον παραμένουν αβέβαιες.
Ενώ η οικονομική δραστηριότητα της ζώνης του ευρώ ανέκαμψε το τρίτο τρίμηνο, η ανάκαμψη παραμένει ατελής, αβέβαιη και άνιση.
Οι καταναλωτικές δαπάνες έχουν επανέλθει σε σημαντικό βαθμό, αλλά οι καταναλωτές παραμένουν επιφυλακτικοί λόγω του άγχους για την εργασία τους, αλλά και τις εισοδηματικές προοπτικές τους.
Ομοίως, οι επιχειρηματικές επενδύσεις αυξάνονται, αλλά η ασθενέστερη ζήτηση και η αυξημένη αβεβαιότητα συνεχίζουν να επηρεάζουν τα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα συστήματα διατήρησης θέσεων εργασίας και οι εθνικές εγγυήσεις για τραπεζικά δάνεια παραμένουν εξαιρετικά σημαντικοί παράγοντες για τη μείωση της αβεβαιότητας και την ελάφρυνση των επιπτώσεων της πανδημίας.
Οι τελευταίες εκτιμήσεις της ΕΚΤ προβλέπουν ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο -8,0% το 2020, 5,0% το 2021 και 3,2% το 2022.
Το πραγματικό ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ αναμένεται να ανακάμψει μόνο στα επίπεδα πριν από την κρίση στα τέλη του 2022.
Ωστόσο, η ισχύς της ανάκαμψης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη της πανδημίας και την επιτυχία των πολιτικών περιορισμού.
Η κρίση της δημόσιας υγείας θα συνεχίσει να επιβαρύνει την οικονομική δραστηριότητα και θέτει αρνητικούς κινδύνους για τις οικονομικές προοπτικές.
Η απότομη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας στις αρχές του έτους έχει αποδυναμώσει τις πιέσεις στις τιμές.
Ο  πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ διαμορφώθηκε στο -0,2% τον Αύγουστο σε ετήσια βάση και αναμένεται να παραμείνει σε αρνητικό έδαφος τους επόμενους μήνες, αντικατοπτρίζοντας τις επιπτώσεις των προηγούμενων μειώσεων στις τιμές της ενέργειας και του συντελεστή φόρου προστιθέμενης αξίας στη Γερμανία.
Το προσωπικό της ΕΚΤ προβλέπει ότι ο ετήσιος πληθωρισμός θα αυξηθεί σταδιακά:
Από 0,3% κατά μέσο όρο το 2020, σε 1,0% το 2021 και 1,3% το 2022.
Τα μέτρα νομισματικής πολιτικής που λάβαμε στις αρχές Μαρτίου παρέχουν κρίσιμη υποστήριξη στην οικονομική ανάκαμψη και συμβάλλουν στη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης σταθερότητας των τιμών.
Χωρίς τα μέτρα μας, θα αντιμετωπίζαμε μια βαθύτερη οικονομική συρρίκνωση και σοβαρότερο αποπληθωρισμό.
Η πολιτική μας υποστήριξη κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει δομηθεί σε δύο βασικούς άξονες: παροχή ρευστότητας και αγορές περιουσιακών στοιχείων.
Πρώτον, παρέχουμε πρόσβαση στη ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας με πολύ ευνοϊκούς όρους και για μεγάλο χρονικό διάστημα για να διατηρήσουμε την προσφορά πιστώσεων από τον τραπεζικό τομέα.
Για τον σκοπό αυτό, έχουμε προσαρμόσει τους όρους και τις προϋποθέσεις των στοχευμένων πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO III), οι οποίες αποτελούν κίνητρο για τις τράπεζες να δανείζουν την πραγματική οικονομία.
Για έναν χρόνο, οι τράπεζες θα μπορούν να δανείζονται με αρνητικά επιτόκια, έως -1%, υπό τον όρο ότι δανείζουν στην οικονομία.
Σε μεγάλο βαθμό ως απάντηση σε αυτήν την επαναβαθμονόμηση, έχουμε δει μια πολύ υψηλή απορρόφηση από τις τράπεζες.
Και δεύτερον, ξεκινήσαμε το πανδημικό πρόγραμμα (PEPP) για να διασφαλίσουμε την ομαλή μετάδοση της νομισματικής μας πολιτικής, συμβάλλοντας στην αντιστάθμιση του αντίκτυπου της πανδημίας στην προβλεπόμενη πορεία του πληθωρισμού.
Το PEPP, που ξεκίνησε με το ποσό των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ τον Μάρτιο, αυξήθηκε κατά 600 δισεκατομμύρια ευρώ τον Ιούνιο, φτάνοντας τα 1.350 δισεκατομμύριο ευρώ.
Θα πραγματοποιήσουμε αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του PEPP έως τουλάχιστον τα τέλη Ιουνίου 2021 και, εν πάση περιπτώσει, έως ότου το Διοικητικό Συμβούλιο κρίνει ότι η φάση κρίσης του κορωνοϊού έχει τελειώσει.
Στο σημερινό περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογήσει προσεκτικά όλες τις εισερχόμενες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των εξελίξεων στη συναλλαγματική ισοτιμία, όσον αφορά τις επιπτώσεις της στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές πληθωρισμού.
Συνεχίζει να είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα του, ανάλογα με την περίπτωση, για να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός κινείται προς τον στόχο του με σταθερό τρόπο, σύμφωνα με τη δέσμευσή του για συμμετρία.
Η ΕΚΤ μπόρεσε να δώσει μια ισχυρή πολιτική απάντηση κατά τη διάρκεια της κρίσης χάρη εν μέρει στην ικανότητά της να ενεργεί με πλήρη ανεξαρτησία, όπως ορίζεται στη Συνθήκη.
Αυτή η ανεξαρτησία στη συνέχεια βασίζεται σε αποτελεσματικούς μηχανισμούς λογοδοσίας για να διασφαλίσει ότι η ΕΚΤ ακολουθεί πλήρως την εντολή της, όπως επίσης κατοχυρώνεται στη Συνθήκη.
Η τήρηση των υποχρεώσεων της Συνθήκης της ΕΚΤ αποτελεί κοινή πρόκληση τόσο για την ΕΚΤ όσο και για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Αν και απαιτείται προσπάθεια και δέσμευση και από τις δύο πλευρές, είναι προς το συμφέρον και των δύο θεσμικών μας οργάνων.
Για να είναι αποτελεσματική στην αξιολόγηση των ενεργειών της ΕΚΤ και στην ανακούφιση των ανησυχιών των ανθρώπων, οι πρακτικές λογοδοσίας πρέπει να πληρούν τρία κριτήρια.
Πρώτον, πρέπει να είναι ανάλογες με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της ΕΚΤ, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να εξελιχθούν σύμφωνα με την πολυπλοκότητα και την κλίμακα των μέτρων της ΕΚΤ.
Δεύτερον, πρέπει να υποστηρίζονται από έγκαιρες και επαρκείς ρυθμίσεις πληροφόρησης και διαφάνειας.
Και τρίτον, πρέπει να βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη για να εξασφαλίσουν εποικοδομητικές συζητήσεις σε κρίσιμα και δύσκολα θέματα.
 
Διχασμένη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) διχάζονται όλο και περισσότερο όσον αφορά το πώς θα καθοδηγήσουν την οικονομία στο δεύτερο κύμα της COVID-19, απειλώντας την ειρήνη που κέρδισε δύσκολα η πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας, Christine Lagarde, αναφέρει το Reuters επικαλούμενο συζητήσεις με οκτώ στελέχη της ΕΚΤ.
Η Lagarde κατάφερε να σταματήσει τις δημόσιες διαμάχες, που δημιούργησαν αναστάτωση στην ΕΚΤ κατά τους τελευταίους μήνες της θητείας του Mario Draghi, και έχει προωθήσει απρόσκοπτα αρκετά πακέτα στήριξης - ρεκόρ για να κρατήσει την οικονομία όρθια εν μέσω της πανδημίας.
Η υπόσχεσή της ότι θα επιδιώκει συναινέσεις και θα λαμβάνει υπόψη τους επικριτές είναι σε μεγάλη αντίθεση με τον προκάτοχό της, ο οποίος σπανίως ενέπλεκε βασικούς αντιπάλους των πολιτικών του και έστελνε μηνύματα για κινήσεις της ΕΚΤ πριν ακόμη αυτές συζητηθούν στο Διοικητικό Συμβούλιο.
Οι εντάσεις, όμως, αυξάνονται ξανά καθώς η νέα έξαρση των κρουσμάτων αναγκάζει την ΕΚΤ να εξετάσει ακόμη μεγαλύτερη στήριξη, με τα παλιά ρήγματα να επανεμφανίζονται και τον επικεφαλής οικονομολόγο, Philip Lane, να δέχεται πυρά από όλες τις πλευρές.
Τα συντηρητικά μέλη του Δ.Σ. της ΕΚΤ - που αποκαλούνται «γεράκια» στην ορολογία των κεντρικών τραπεζών - υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ υποβαθμίζει κάποιες καλές ειδήσεις, όπως τους καλύτερους από το αναμενόμενο οικονομικούς δείκτες το καλοκαίρι. Από την αντίθετη πλευρά, οι κεντρικοί τραπεζίτες που είναι υπέρ της χαλαρής νομισματικής πολιτικής πιέζουν τη Lagarde να υιοθετήσει πιο ισχυρή φρασεολογία τόσο σχετικά με τους κινδύνους για την ανάπτυξη όσο και σχετικά με την απειλή από την ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου.
Οι διαφωνίες ήταν ξεκάθαρες ήδη κατά την τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ για την πολιτική της αυτό τον μήνα, δήλωσαν οι οχτώ πηγές, όλες με άμεση γνώση της διαδικασίας. Τα «γεράκια» ήθελαν η ΕΚΤ να μειώσει αθόρυβα τις αγορές ομολόγων, με δεδομένες τις ευνοϊκές συνθήκες στην αγορά, εξοικονομώντας δύναμη πυρός για να αυξηθεί ξανά ο ρυθμός των αγορών, αν χρειαστεί σε κάποιο χρονικό σημείο αργότερα, αυξάνοντας το συνολικό μέγεθος του έκτακτου προγράμματος αγορών τίτλων λόγω της πανδημίας (PEPP).
Ορισμένοι, επίσης, υποστήριξαν ότι οι οικονομικές προβλέψεις (της ΕΚΤ) ήταν πολύ απαισιόδοξες, καθώς δεν έλαβαν υπόψη τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης που είχαν ήδη ανακοινωθεί, τα οποία θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε υψηλότερη ανάπτυξη και πληθωρισμό. Και οι δύο αυτές ενστάσεις απορρίφθηκαν από τον επικεφαλής οικονομολόγο Lane, όπως όμως συνέβη και με την έκκληση να υπάρξει ένα πιο ξεκάθαρο μήνυμα σχετικά με τους κινδύνους στην ανάπτυξη από το ισχυρότερο ευρώ, σημείωσαν οι πηγές.


www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης