Το COYOTE κοστίζει 450 δολλάρια ΗΠΑ, σχεδόν τα μισά από ένα S&W και σχεδόν σαράντα τοίς εκτό λιγότερο από τα Ruger LCR
Η πορεία της Charter Arms έχει υπάρξει τρικυμιώδης.
Ιδρυμένη το 1964 από το μηχανικό Νταγκ Μακ Κλέναχαν (Doug McClenahan) χρεοκόπησε, άλλαξε χέρια και επανήλθε αρκετές φορές μέχρι να φτάσει στη σημερινή μορφή και ιδιοκτησία.
Ο ιδρυτής της είχε εργαστεί για λογαριασμό των Colt, Ruger και High Standard πριν ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση στην κοιλάδα του Κοννέκτικατ.
Η περιοχή είναι το αντίστοιχο της Λιέγης ή της Βαλ Τρόμπια για τους Αμερικανούς, με μεγάλη παράδοση στην οπλουργική και πολλές οικογενειακές βιομηχανίες που κατασκευάζουν εκεί όπλα επί σχεδόν 200 χρόνια.
Άγνωστο όνομα, πολλή καινοτομία
Αν και το εμπορικό “αποτύπωμα” της Charter Arms είναι πολύ μικρό το τεχνολογικό είναι τεράστιο και το συναντάμε καθημερινά σε προϊόντα άλλων εταιριών (για τις οποίες εργάστηκε ο Μακ Κλέναχαν).
Για παράδειγμα, όλα τα σύγχρονα περίστροφα έχουν τον επικρουστήρα σταθερά τοποθετημένο στον κορμό και ενσωματώνουν μια “ασφάλεια σκανδάλης”(ένα έλασμα που παρεμβάλεται μεταξύ σφύρας και επικρουστήρα αποκλείοντας την πιθανότητα εκπυρσοκρότησης από πτώση).
Αυτή είναι μια εφεύρεση του ιδρυτή της Chartrer Arms που αντέγραψαν όλοι.
Χρησιμοποίησε κράματα βυριλίου για να κατασκευάσει πολύ ανθεκτικούς επικρουστήρες που δε φθείρονται ακόμη και μετά από δεκάδες χιλιάδες πυροδοτήσεις.
Μια άλλη καινοτομία (που χρησιμοποιεί κατα κόρον η Ruger και η Manuhrin είναι ο συμπαγής σκελετός χωρίς βιδωτές πλάκες (όπως πχ. χρησιμοποιούν ακόμη οι Colt και Smith Wesson).
Ο Μακ Kλέναχαν εισήγαγε την παραγωγή σκελετών χωρίς πλάγια ανοίγματα -για μεγαλύτερη αντοχή- ενώ πρωτοπορούσε στην κατασκευή με χύτευση υψηλής πίεσης για χαμηλότερο κόστος. Αυτές οι μέθοδοι σήμερα αποτελούν κοινό τόπο, αλλά στη δεκαετία του 1970 του επέτρεψαν να παρουσιάσει ανθεκτικά και οικονομικά περίστροφα.
Το άλλο χαρακτηριστικό των περιστρόφων του είναι πως περιέχουν λιγότερα απάρτια από τα ανταγωνιστικά σχέδια και επομένως είναι απλούστερα.
Το πρώτο περίστροφο της Charter Arms ήταν το UNDERCOVER, ένα μικρό πεντάσφαιρο σε διαμέτρημα .38 Special, που προοριζόταν για απόκρυψη.
Ακολούθησε το εμβληματικό BULLDOG .44 Special, το πρώτο μικρό, σύγχρονο όπλο μεγάλου διαμετρήματος. Όλα τα σημερινά μοντέλα της εταιρείας βασίζονται σε αυτά τα δύο.
Τα όπλα ήταν πολύ επιτυχημένα στην αμερικανική αγορά, ειδικά στην ευρύτερη περιοχή των ανατολικών ακτών, μεταξύ των πολιτών που αναζητούν ένα απλό και στιβαρό μέσο αυτοάμυνας.

Τι εννοείτε .380 ACP;
Στις αρχές του 1900 ο Τζών Μπράουνινγκ σχεδίασε ένα νέο φυσίγγιο για μικρά πιστόλια.
Στην Ευρώπη είναι γνωστό ως 9mm Browning Short (9X17mm) ή 9mm Kurtz.
Σε γενικές γραμμές θεωρείται βαλλιστικά παρόμοιο με το φυσιγγίου .38 Special (το οποίο μετρικά θα εκφραζόταν ως 9,1Χ29mm R).
Μια σύγκριση μεταξύ τους δείχνει πως το .380 ACP είναι 12 χιλιοστά βραχύτερο και στερείται δακτυλίου στον πυθμένα, καθώς προορίζεται για αυτογεμή όπλα.
Αυτή η διαφορά ενέπνευσε τους μηχανικούς της Charter Arms: Ένα βυκίο φτιαγμένο για τις διαστάσεις του .380 ACP θα μπορούσε να σχεδιαστεί βραχύτερο κατά τουλάχιστον ένα εκατοστό και με ανάλογη μείωση στο μήκος του σκελετού.
Για να λύσουν το πρόβλημα της απόρριψης καλύκων, τα φυσίγγια .380 συγκρατούνται όλα από ένα έλασμα γνωστό ως “moon clip”.
Η ιδέα πρωτοεφαρμόστηκε το 1917 από τη Smith & Wesson και έκτοτε επιτρέπει σε περίστροφα να λειτουργούν με πυρομαχικά πιστολιών.

Κρυμμένα πλεονεκτήματα
Ήρθε στην αγορά ως COYOTE (: τσακάλι της βόρειας Αμερικής) το 2024 σε δύο εκδόσεις: η μία έχει μια συμβατική σφύρα που επιτρέπει χειροκίνητη όπλιση. Εναλλακτικά έρχεται με “εσωτερική” σφύρα και η σκανδάλη λειτουργεί μόνο ως διπλής ενέργειας.
Οι μειωμένες διαστάσεις μεταφράζονται σε χαμηλότερο βάρος, “κέρδος” που μεγιστοποιείται από την απόφαση να κατασκευάσουν τον κορμό από αλουμίνιο.
Πλήρες με πέντε φυσίγγια δε ξεπερνά τα 400 γραμμάρια.
Προορισμένο για καλυμμένη οπλοφορία, το μικρό ρεβόλβερ εξοπλίζεται με κάνη μήκους 5 εκατοστών και “εξαφανίζεται” ακόμη και σε μια τσέπη παντελονιού.
Ο αντισυμβατικός συνδυασμός του .380 ACP με ένα μηχανισμό περιστρόφου έχει κάποια ακόμη πλεονεκτήματα.
Το φυσίγγιο είναι υποηχητικό και σχεδιάστηκε εξαρχής για χρήση από κάνες μικρού μήκους.
Αυτό σημαίνει ότι χάνει λιγότερη ενέργεια όταν εκτοξεύεται από το COYOTE σε σχέση πχ. με το 9mm Para.
Το μικρό μήκος του κάλυκα και η συγκράτηση και των πέντε από το κλιπ σημαίνει πως η απόρριψη είναι ευκολότερη και θετική.
Ένα από τα προβλήματα των μικρών περιστρόφων που χρησιμοποιούν το μακρύτερο φυσίγγιο .38 Special είναι πως συχνά οι κάλυκες παραμένουν μέσα στις θαλάμες, καθυστερώντας την επαναγέμιση.
Παρά τη μεγάλη διάμετρο οι βολίδες έχουν χαμηλό συγκριτικά βάρος.
Αυτό καταλήγει σε μειωμένη ανάκρουση, συνδυαστικά με τις δύο οπές εκτόνωσης που υπάρχουν εκατέρωθεν της σκοπευτικής ακίδας.
Το πίσω σκοπευτικό είναι σταθερά φρεζαρισμένο πάνω στο σκελετό.
Δε ρυθμίζεται αλλά ταυτόχρονα δεν εξέχει ώστε να κολλήσει πάνω στο ρουχισμό του οπλοφόρου και… δε σπάει.

Το μίνιμουμ της αυτοάμυνας
Οι λαβές είναι λεπτές και αποστρογγυλεμένες για εύκολη απόκρυψη και μινιμαλιστικές διαστάσεις.
Το χρώμα τους κάνει αντίθεση με την ασημί απόχρωση του αλουμινένιου σκελετού και το γκριζωπό του βυκίου και της κάνης.
Το πλάτος του όπλου ορίζεται από τη διάμετρο του βυκίου. Δε διαφέρει από εκείνο των ανταγωνιστικών πεντάσφαιρων “J” της Smith & Wesson.
Τα διαχωρίζει όμως η τιμή.
Το COYOTE κοστίζει 450 δολλάρια ΗΠΑ, σχεδόν τα μισά από ένα S&W και σχεδόν σαράντα τοίς εκτό λιγότερο από τα Ruger LCR.
Βέβαια σε αυτό το επίπεδο τιμής στερείται πολυτελούς φινιρίσματος ή στόχαστρων με φυαλίδια τριτίου, αλλά εκείνα τα στοιχεία είναι δευτερέυοντα για ένα περίστροφο που προορίζεται να “κατοικεί” σε μια τσέπη και θα χρησιμοποιηθεί σε απόσταση λίγων βημάτων.

www.bankingnews.gr
Ιδρυμένη το 1964 από το μηχανικό Νταγκ Μακ Κλέναχαν (Doug McClenahan) χρεοκόπησε, άλλαξε χέρια και επανήλθε αρκετές φορές μέχρι να φτάσει στη σημερινή μορφή και ιδιοκτησία.
Ο ιδρυτής της είχε εργαστεί για λογαριασμό των Colt, Ruger και High Standard πριν ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση στην κοιλάδα του Κοννέκτικατ.
Η περιοχή είναι το αντίστοιχο της Λιέγης ή της Βαλ Τρόμπια για τους Αμερικανούς, με μεγάλη παράδοση στην οπλουργική και πολλές οικογενειακές βιομηχανίες που κατασκευάζουν εκεί όπλα επί σχεδόν 200 χρόνια.
Άγνωστο όνομα, πολλή καινοτομία
Αν και το εμπορικό “αποτύπωμα” της Charter Arms είναι πολύ μικρό το τεχνολογικό είναι τεράστιο και το συναντάμε καθημερινά σε προϊόντα άλλων εταιριών (για τις οποίες εργάστηκε ο Μακ Κλέναχαν).
Για παράδειγμα, όλα τα σύγχρονα περίστροφα έχουν τον επικρουστήρα σταθερά τοποθετημένο στον κορμό και ενσωματώνουν μια “ασφάλεια σκανδάλης”(ένα έλασμα που παρεμβάλεται μεταξύ σφύρας και επικρουστήρα αποκλείοντας την πιθανότητα εκπυρσοκρότησης από πτώση).
Αυτή είναι μια εφεύρεση του ιδρυτή της Chartrer Arms που αντέγραψαν όλοι.
Χρησιμοποίησε κράματα βυριλίου για να κατασκευάσει πολύ ανθεκτικούς επικρουστήρες που δε φθείρονται ακόμη και μετά από δεκάδες χιλιάδες πυροδοτήσεις.
Μια άλλη καινοτομία (που χρησιμοποιεί κατα κόρον η Ruger και η Manuhrin είναι ο συμπαγής σκελετός χωρίς βιδωτές πλάκες (όπως πχ. χρησιμοποιούν ακόμη οι Colt και Smith Wesson).
Ο Μακ Kλέναχαν εισήγαγε την παραγωγή σκελετών χωρίς πλάγια ανοίγματα -για μεγαλύτερη αντοχή- ενώ πρωτοπορούσε στην κατασκευή με χύτευση υψηλής πίεσης για χαμηλότερο κόστος. Αυτές οι μέθοδοι σήμερα αποτελούν κοινό τόπο, αλλά στη δεκαετία του 1970 του επέτρεψαν να παρουσιάσει ανθεκτικά και οικονομικά περίστροφα.
Το άλλο χαρακτηριστικό των περιστρόφων του είναι πως περιέχουν λιγότερα απάρτια από τα ανταγωνιστικά σχέδια και επομένως είναι απλούστερα.
Το πρώτο περίστροφο της Charter Arms ήταν το UNDERCOVER, ένα μικρό πεντάσφαιρο σε διαμέτρημα .38 Special, που προοριζόταν για απόκρυψη.
Ακολούθησε το εμβληματικό BULLDOG .44 Special, το πρώτο μικρό, σύγχρονο όπλο μεγάλου διαμετρήματος. Όλα τα σημερινά μοντέλα της εταιρείας βασίζονται σε αυτά τα δύο.
Τα όπλα ήταν πολύ επιτυχημένα στην αμερικανική αγορά, ειδικά στην ευρύτερη περιοχή των ανατολικών ακτών, μεταξύ των πολιτών που αναζητούν ένα απλό και στιβαρό μέσο αυτοάμυνας.

Τι εννοείτε .380 ACP;
Στις αρχές του 1900 ο Τζών Μπράουνινγκ σχεδίασε ένα νέο φυσίγγιο για μικρά πιστόλια.
Στην Ευρώπη είναι γνωστό ως 9mm Browning Short (9X17mm) ή 9mm Kurtz.
Σε γενικές γραμμές θεωρείται βαλλιστικά παρόμοιο με το φυσιγγίου .38 Special (το οποίο μετρικά θα εκφραζόταν ως 9,1Χ29mm R).
Μια σύγκριση μεταξύ τους δείχνει πως το .380 ACP είναι 12 χιλιοστά βραχύτερο και στερείται δακτυλίου στον πυθμένα, καθώς προορίζεται για αυτογεμή όπλα.
Αυτή η διαφορά ενέπνευσε τους μηχανικούς της Charter Arms: Ένα βυκίο φτιαγμένο για τις διαστάσεις του .380 ACP θα μπορούσε να σχεδιαστεί βραχύτερο κατά τουλάχιστον ένα εκατοστό και με ανάλογη μείωση στο μήκος του σκελετού.
Για να λύσουν το πρόβλημα της απόρριψης καλύκων, τα φυσίγγια .380 συγκρατούνται όλα από ένα έλασμα γνωστό ως “moon clip”.
Η ιδέα πρωτοεφαρμόστηκε το 1917 από τη Smith & Wesson και έκτοτε επιτρέπει σε περίστροφα να λειτουργούν με πυρομαχικά πιστολιών.

Κρυμμένα πλεονεκτήματα
Ήρθε στην αγορά ως COYOTE (: τσακάλι της βόρειας Αμερικής) το 2024 σε δύο εκδόσεις: η μία έχει μια συμβατική σφύρα που επιτρέπει χειροκίνητη όπλιση. Εναλλακτικά έρχεται με “εσωτερική” σφύρα και η σκανδάλη λειτουργεί μόνο ως διπλής ενέργειας.
Οι μειωμένες διαστάσεις μεταφράζονται σε χαμηλότερο βάρος, “κέρδος” που μεγιστοποιείται από την απόφαση να κατασκευάσουν τον κορμό από αλουμίνιο.
Πλήρες με πέντε φυσίγγια δε ξεπερνά τα 400 γραμμάρια.
Προορισμένο για καλυμμένη οπλοφορία, το μικρό ρεβόλβερ εξοπλίζεται με κάνη μήκους 5 εκατοστών και “εξαφανίζεται” ακόμη και σε μια τσέπη παντελονιού.
Ο αντισυμβατικός συνδυασμός του .380 ACP με ένα μηχανισμό περιστρόφου έχει κάποια ακόμη πλεονεκτήματα.
Το φυσίγγιο είναι υποηχητικό και σχεδιάστηκε εξαρχής για χρήση από κάνες μικρού μήκους.
Αυτό σημαίνει ότι χάνει λιγότερη ενέργεια όταν εκτοξεύεται από το COYOTE σε σχέση πχ. με το 9mm Para.
Το μικρό μήκος του κάλυκα και η συγκράτηση και των πέντε από το κλιπ σημαίνει πως η απόρριψη είναι ευκολότερη και θετική.
Ένα από τα προβλήματα των μικρών περιστρόφων που χρησιμοποιούν το μακρύτερο φυσίγγιο .38 Special είναι πως συχνά οι κάλυκες παραμένουν μέσα στις θαλάμες, καθυστερώντας την επαναγέμιση.
Παρά τη μεγάλη διάμετρο οι βολίδες έχουν χαμηλό συγκριτικά βάρος.
Αυτό καταλήγει σε μειωμένη ανάκρουση, συνδυαστικά με τις δύο οπές εκτόνωσης που υπάρχουν εκατέρωθεν της σκοπευτικής ακίδας.
Το πίσω σκοπευτικό είναι σταθερά φρεζαρισμένο πάνω στο σκελετό.
Δε ρυθμίζεται αλλά ταυτόχρονα δεν εξέχει ώστε να κολλήσει πάνω στο ρουχισμό του οπλοφόρου και… δε σπάει.

Το μίνιμουμ της αυτοάμυνας
Οι λαβές είναι λεπτές και αποστρογγυλεμένες για εύκολη απόκρυψη και μινιμαλιστικές διαστάσεις.
Το χρώμα τους κάνει αντίθεση με την ασημί απόχρωση του αλουμινένιου σκελετού και το γκριζωπό του βυκίου και της κάνης.
Το πλάτος του όπλου ορίζεται από τη διάμετρο του βυκίου. Δε διαφέρει από εκείνο των ανταγωνιστικών πεντάσφαιρων “J” της Smith & Wesson.
Τα διαχωρίζει όμως η τιμή.
Το COYOTE κοστίζει 450 δολλάρια ΗΠΑ, σχεδόν τα μισά από ένα S&W και σχεδόν σαράντα τοίς εκτό λιγότερο από τα Ruger LCR.
Βέβαια σε αυτό το επίπεδο τιμής στερείται πολυτελούς φινιρίσματος ή στόχαστρων με φυαλίδια τριτίου, αλλά εκείνα τα στοιχεία είναι δευτερέυοντα για ένα περίστροφο που προορίζεται να “κατοικεί” σε μια τσέπη και θα χρησιμοποιηθεί σε απόσταση λίγων βημάτων.

www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών