Η χώρα μας παρασύρθηκε από την τρέλα της πράσινης μετάβασης καθώς αυτή ήταν μια περίοδος γενναιόδωρων ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και δανείων για την εγκατάσταση μεγάλων φωτοβολταϊκών και αιολικών σταθμών και την ταχεία κατάργηση του λιγνίτη, προβλέποντας υπερπαραγωγή ηλεκτρισμού και περικοπές σε ορισμένες περιόδους, χωρίς δυνατότητα πώλησης ή αποθήκευσης
Ο Γιάννης Μπασιάς* αναλύει διεξοδικά το πώς ο δημόσιος διάλογος για τα ενεργειακά στην Ελλάδα… διαποτίστηκε από την ιδεολογία της «πράσινης μετάβασης» ενώ η χώρα αφέθηκε ανοχύρωτη όσον αφορά την ενεργειακή και τη γεωπολιτικής της ασφάλεια.
Επισημαίνει σε άρθρο πως από το 2010, οι προσπάθειες εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην Ελλάδα αντιμετώπισαν εμπόδια.
Η δημόσια συζήτηση γύρω από θέματα ενέργειας παρέμεινε περιορισμένη, με τα μέσα ενημέρωσης να μην διαχωρίζουν τους επιστήμονες που εστιάζουν σε τεκμηριωμένα ζητήματα ασφάλειας και περιβάλλοντος από εκείνους που αντιδρούν ιδεολογικά.
Ταυτόχρονα, οι ροές ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη μέσω αγωγών από Γερμανία, Ουκρανία και Τουρκία αυξήθηκαν, ενώ η διυλιστική βιομηχανία στη Μεσόγειο, αποφεύγοντας τον οικονομικό κίνδυνο, προτίμησε βραχυπρόθεσμες αναβαθμίσεις αντί μακροπρόθεσμων επενδύσεων.
Η αβεβαιότητα της εποχής και η γεωπολιτική αναταραχή στη Μέση Ανατολή ενίσχυσαν αυτήν την προσοχή και άφησαν χώρο για σημαντικές επιδοτήσεις της ΕΕ για φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες, αγνοώντας την ανάγκη για ισορροπημένο ενεργειακό μείγμα, επισημαίνει στην ανάλυση του στην ιστοσελίδα Modern Diplomacy την Παρασκευή 15 Αυγούστου.
Το 2019, η Ελλάδα είχε δεκατρείς υπόγειες και χερσαίες παραχωρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής πετρελαίου στη βορειοανατολική Ελλάδα.
Ήταν η πρώτη φορά που ο αριθμός των ενεργών παραχωρήσεων ήταν τόσο υψηλός, με ανάδοχους μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, υπό την επίβλεψη και τον συντονισμό της Hellenic Hydrocarbon Resources Management Company.
Από το 2020, η παύση των διαγωνισμών νότια της Κρήτης, η αποχώρηση των ευρωπαϊκών εταιρειών Total και Repsol, και η απόσυρση της Helleniq από πολλά χερσαία και υπεράκτια έργα οδήγησαν σε δραστική μείωση των παραχωρήσεων, από δεκατρείς σε ουσιαστικά πέντε, λόγω έλλειψης κατάλληλων λιμενικών υποδομών, περιβαλλοντικών ενστάσεων, γεωπολιτικών ζητημάτων και δυσκολιών επενδύσεων.
Επισημαίνει ότι η χώρα μας παρασύρθηκε από την τρέλα της πράσινης μετάβασης καθώς αυτή ήταν μια περίοδος γενναιόδωρων ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και δανείων για την εγκατάσταση μεγάλων φωτοβολταϊκών και αιολικών σταθμών και την ταχεία κατάργηση του λιγνίτη, προβλέποντας υπερπαραγωγή ηλεκτρισμού και περικοπές σε ορισμένες περιόδους, χωρίς δυνατότητα πώλησης ή αποθήκευσης.
Οι ανάπτυξη για των ΑΠΕ δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες
Παράλληλα, οι εισαγωγές φυσικού αερίου μέσω αγωγών αντικαταστάθηκαν όλο και περισσότερο από ακριβό υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) που μεταφέρεται δια θαλάσσης.
Αυτή η στροφή στην ενεργειακή πολιτική, ενώ ευθυγραμμίζεται με τους κλιματικούς στόχους, δημιούργησε ανισορροπίες στη στρατηγική της χώρας.
Η έλλειψη υποδομών αποθήκευσης και ευελιξίας του δικτύου σήμαινε ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, παρά την ανάπτυξή τους, δεν μπορούσαν να καλύψουν πλήρως τη ζήτηση ή να σταθεροποιήσουν την προσφορά, επισημαίνει ο Μπασιάς.
Παράλληλα,υπογραμμίζει η αποχώρηση από την εγχώρια εξερεύνηση υδρογονανθράκων μείωσε την ικανότητα της Ελλάδας να διαφοροποιεί τις πηγές ενέργειας και αποδυνάμωσε τη διαπραγματευτική της θέση σε περιφερειακές ενεργειακές συνεργασίες.
Επισημαίνει ότι προκειμένου να να αντιμετωπιστούν αυτές οι καθυστερήσεις, απαιτείται μια ανανεωμένη εστίαση στον ισορροπημένο ενεργειακό σχεδιασμό, που ενσωματώνει την στρατηγική ανάπτυξη υδρογονανθράκων με τις ανανεώσιμες πηγές, βελτιώνει τις υποδομές και ενισχύει τη δημόσια κατανόηση των ενεργειακών ζητημάτων πέρα από ιδεολογικές διαφορές.
Η ανακατασκευή της εμπιστοσύνης των επενδυτών, η επιτάχυνση των ρυθμιστικών διαδικασιών και η ενίσχυση της συνεργασίας με γειτονικές χώρες θα μπορούσαν να βοηθήσουν την Ελλάδα να ανακτήσει τον ρόλο της τόσο ως παραγωγός όσο και ως διασυνδέτης στο μεταβαλλόμενο ενεργειακό τοπίο της Μεσογείου.

Αποθέματα φυσικού αερίου στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική
Τα επιβεβαιωμένα αποθέματα φυσικού αερίου στη Μεσόγειο αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον 1,7% των συνολικών αποδεδειγμένων αποθεμάτων παγκοσμίως, δηλαδή περίπου 3.500 δισ. κυβικά μέτρα (Bcm) από το εκτιμώμενο παγκόσμιο σύνολο των 206.000 Bcm. Στο Ισραήλ, τα κοιτάσματα Tamar και Leviathan περιέχουν περίπου 1.000 Bcm εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων, καθιστώντας τη χώρα σημαντικό παράγοντα στις περιφερειακές ενεργειακές πηγές.
Η Κύπρος διαθέτει επιβεβαιωμένα αποθέματα στα πεδία Aphrodite, Glaucus και Calypso, εκτιμώμενα μεταξύ 400 και 600 Bcm.
Η πρόσφατη ανακάλυψη Pelopidas θεωρείται υποσχόμενη, αν και οι όγκοι των αποθεμάτων δεν έχουν δημοσιοποιηθεί. \
Τα κοιτάσματα αυτά είναι κεντρικά για τον αναπτυσσόμενο ρόλο της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο, με σχέδια εξαγωγής προς την υποδομή LNG της Αιγύπτου.
Η Αίγυπτος ξεχωρίζει με τα πεδία Zohr και Noor, που μαζί περιέχουν περίπου 2.000 Bcm εκμεταλλεύσιμου αερίου.
Το πεδίο Zohr μόνο περιέχει περίπου 850 Bcm, καθιστώντας το μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις στη Μεσόγειο και ενισχύοντας τον ρόλο της Αιγύπτου ως περιφερειακού ενεργειακού κόμβου. Παρά το ότι η Ελλάδα παραμένει σε φάση εξερεύνησης, το ανανεωμένο ενδιαφέρον μεγάλων εταιρειών όπως η ExxonMobil και η Chevron υπογραμμίζει τη σημαντική δυναμική της.
Συντηρητικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι περιοχές γύρω από την Κρήτη και το Ιόνιο Πέλαγος μπορεί να περιέχουν τουλάχιστον 600 έως 680 Bcm εκμεταλλεύσιμου φυσικού αερίου.
Το Λίβανο διαθέτει επίσης υπεράκτια δυναμική φυσικού αερίου, αλλά οι προσπάθειες εξερεύνησης βρίσκονται στα πρώτα στάδια λόγω γεωπολιτικών προκλήσεων. Το υπεράκτιο πεδίο Gaza Marine της Παλαιστίνης, που ανακαλύφθηκε το 2000, εκτιμάται ότι περιέχει 28 Bcm, αν και οι πολιτικοί περιορισμοί έχουν αποτρέψει την εκμετάλλευσή του. Σύμφωνα με το U.S. Geological Survey, η ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου μπορεί να διαθέτει έως 300 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια (Tcf) φυσικού αερίου, περίπου 8.500 Bcm.
Παρά αυτό το θεωρητικό δυναμικό, οι εκτιμήσεις για εκμεταλλεύσιμα αποθέματα κυμαίνονται μεταξύ 3.500 και 4.500 Bcm.
Περαιτέρω δυτικά, η Λιβύη διαθέτει επιβεβαιωμένα αποθέματα φυσικού αερίου περίπου 600 Bcm, ενώ η Αλγερία, με 4.750 Bcm, διαθέτει ακόμη μεγάλους ανεκμετάλλευτους πόρους, υποστηριζόμενη από ανεπτυγμένη υποδομή εξαγωγής LNG. Οι εκτιμώμενες αποθέσεις της Τυνησίας είναι περίπου 250 Bcm, ενώ του Μαρόκου 10–15 Bcm. Συνολικά, τα εκμεταλλεύσιμα αποθέματα της περιοχής εκτιμώνται μεταξύ 8.500 και 10.000 Bcm.
Ανακαλύπτοντας ξανά το ενεργειακό δυναμικό - Η επιστροφή της Ελλάδας στον ενεργειακό χάρτη της Μεσογείου
Το 2019, η κρατική εταιρεία Hellenic Hydrocarbon Resources Management εκτίμησε ότι τα πιθανά αποθέματα φυσικού αερίου από 30 στόχους εξερεύνησης δυτικά, νοτιοδυτικά και νότια της Κρήτης, καθώς και στο Ιόνιο Πέλαγος, κυμαίνονται μεταξύ 70 και 90 τρισεκατομμυρίων κυβικών ποδιών (Tcf).
Αυτό αντιστοιχεί περίπου σε 1.980 έως 2.550 Bcm, ή 12–15 δισεκατομμύρια βαρέλια ισοδυνάμου πετρελαίου (Bbloe).
Εκτός από το φυσικό αέριο, τα εκτιμώμενα αποθέματα αργού πετρελαίου στο Ιόνιο Πέλαγος και στις χερσαίες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας προβλέπεται να φτάσουν τα 2 δισ. βαρέλια, όγκος με σημαντική οικονομική σημασία για τη χώρα.
Ακόμη και αν εκμεταλλευτείται μόνο το 20% της υψηλής εκτίμησης, περίπου 500 Bcm φυσικού αερίου, ο αντίκτυπος θα μπορούσε να είναι μετασχηματιστικός.
Μέχρι το 2035, μια τέτοια ανάπτυξη θα μπορούσε να βελτιώσει ουσιαστικά το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας, επιτρέποντας στη χώρα όχι μόνο να καλύψει μεγαλύτερο μέρος των εγχώριων ενεργειακών αναγκών αλλά και να εξάγει υδρογονάνθρακες. Αυτό θα σήμαινε μια στρατηγική αλλαγή, μετατρέποντας την Ελλάδα από διάδρομο μεταφοράς ξένων ενεργειακών πόρων σε ενεργή παραγωγό χώρα, σύμφωνα με τον Μπασιά.
Τα κοιτάσματα φυσικού αερίου κοντά στην Κρήτη και στο Ιόνιο Πέλαγος ενισχύουν τον ρόλο της Ελλάδας ως ενεργειακής παραγωγού χώρας, πέρα από την παραδοσιακή θέση της ως κόμβος μεταφοράς ξένων πόρων.
Τα αποθέματα αυτά προσφέρουν στρατηγική και οικονομική αξία, αλλά εισάγουν και νέες προκλήσεις.
Η ανακάλυψή τους εντείνει τον περιφερειακό ανταγωνισμό και μπορεί να επιβαρύνει τις υπάρχουσες συνεργασίες μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου, που συνεργάζονται στην ανάπτυξη ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις
Με βάση γεωμορφολογικές μελέτες του βυθού και τα καθορισμένα θαλάσσια σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Λιβύης, τα ελληνικά χωρικά ύδατα ενισχύουν τη στρατηγική σημασία της περιοχής, σύμφωνα με ον Μπασιά.
Ο χάρτης του βάθους του βυθού δείχνει πώς αυτοί οι γεωλογικοί και νομικοί παράγοντες υποστηρίζουν το αναδυόμενο ενεργειακό προφίλ της Ελλάδας. Σημαντικό είναι ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Λιβύη θα μπορούσαν να συμβάλουν σημαντικά στην παραγωγή φυσικού αερίου σε κάθε πλευρά της νομικά οριοθετημένης Median Line.
Αυτή η συνεργασία έχει τη δυνατότητα να επεκτείνει τα αποθέματα υδρογονανθράκων της νοτιοανατολικής Μεσογείου προς τα δυτικά.
Αν επιτευχθεί πλήρως, η επέκταση αυτή θα μπορούσε να αυξήσει το μερίδιο της περιοχής στα παγκόσμια αποδεδειγμένα αποθέματα φυσικού αερίου πάνω από 5%.
Συνοψίζοντας, η γεωγραφική θέση της Ελλάδας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο της δίνει κεντρικό ρόλο στη διασύνδεση ενέργειας μεταξύ Βόρειας Αφρικής και Ευρώπης. Η επικράτειά της λειτουργεί ως φυσική γέφυρα για τη μεταφορά ενεργειακών πόρων, ειδικά φυσικού αερίου, διαπερνώντας περιφέρειες. Αυτή η στρατηγική θέση υποστηρίζει την επέκταση των ροών ενέργειας και των υποδομών, καθιστώντας την Ελλάδα απαραίτητο μέρος των περιφερειακών ενεργειακών δικτύων και μελλοντικών διαδρομών εφοδιασμού.
Ξεκλείδωμα των Ιόνιων και Κρητικών Περιοχών
Το δίλημμα για την Ελλάδα δεν είναι μόνο πώς να εκμεταλλευτεί αυτά τα πιθανά αποθέματα, αλλά πώς να μετατρέψει το ενεργειακό της δυναμικό σε πολιτική επιρροή και οικονομική ευημερία, επισημαίνει ο ο Μπασιάς.
Σημειώνει ότι ένα ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα γεωτρήσεων πρέπει να δίνει προτεραιότητα στην έναρξη εξερευνητικών δραστηριοτήτων δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης, καθώς και στο Ιόνιο Πέλαγος, πριν το 2027.
Αυτό το χρονοδιάγραμμα ευθυγραμμίζεται με υπάρχουσες συμβατικές υποχρεώσεις και ευρωπαϊκές κανονιστικές διατάξεις ασφαλείας.
Επίσης, προλαμβάνει πιθανή αντίδραση που θα παρουσιαστεί ως περιβαλλοντικό ζήτημα, αντίδραση που συχνά συμπίπτει με ευρύτερες γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή.
Οι περιοχές νότια της Κρήτης και νοτιοδυτικά του Πελοποννήσου παραμένουν ισχυροί υποψήφιοι για επόμενες φάσεις εξερεύνησης.
Ωστόσο, η πρόοδος σε αυτές τις ζώνες είναι πιο αργή, καθώς οι διαδικασίες διαγωνισμών δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί.
Η επιτάχυνση αυτών των διαδικασιών θα είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της δυναμικής και την εξασφάλιση της στρατηγικής θέσης της Ελλάδας στην περιφερειακή ενεργειακή σκηνή.

Η νέα ευκαιρία του αγωγού EastMed σε ένα μεταβαλλόμενο ενεργειακό τοπίο
Ο αγωγός EastMed επανεμφανίζεται στην στρατηγική ατζέντα της Ελλάδας για τρίτη φορά, με στόχο να ενισχύσει τη θέση της Ελλάδας και της Κύπρου εν μέσω αυξανόμενων εξωτερικών πιέσεων, υπογραμμίζει ο Μπασιάς.
Η πρόοδός του εξαρτάται από πολλούς κρίσιμους παράγοντες. Υψηλού επιπέδου διεθνείς συμφωνίες είναι απαραίτητες για πολιτική ευθυγράμμιση και περιφερειακή συνεργασία.
Η δημόσια υποστήριξη και η ρυθμιστική ετοιμότητα είναι εξίσου σημαντικές, καθώς το έργο πρέπει να αντιμετωπίσει περιβαλλοντικές ανησυχίες και νομικά πλαίσια.
Επιπλέον, η μακροπρόθεσμη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι κρίσιμη, τόσο σε επίπεδο πολιτικής στήριξης όσο και οικονομικής επένδυσης.
Απαιτείται επίσης ισχυρός τεχνικός σχεδιασμός και μηχανική εμπειρογνωμοσύνη για να αντιμετωπιστούν οι σύνθετες απαιτήσεις κατασκευής και λειτουργίας του αγωγού.
Η ολοκλήρωση του σχεδιασμού και η εξασφάλιση χρηματοδότησης θα είναι αποφασιστικά βήματα.
Αν επιτευχθούν, η κατασκευή θα μπορούσε να ξεκινήσει, με τον αγωγό να αναμένεται να λειτουργήσει μετά το 2030, επισημαίνει.\

Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίσει να δίνει προτεραιότητα στη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας, ο αγωγός EastMed θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί ως στρατηγικό έργο υποδομής. Για να προχωρήσει, ωστόσο, απαιτείται σημαντική αύξηση των εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων σε όλη τη νοτιοανατολική Μεσόγειο, και οι γεωτρήσεις στην Ελλάδα πρέπει να αποδώσουν εμπορικά βιώσιμα αποτελέσματα. Πολλές προκλήσεις απειλούν την οικονομική βιωσιμότητα ενός νέου αγωγού. Τα υπάρχοντα αποθέματα ήδη στηρίζουν την οικονομία της Αιγύπτου και τροφοδοτούν ενέργεια σε Ισραήλ και Ιορδανία. Η Αίγυπτος αντιμετωπίζει μείωση παραγωγής από τα υπάρχοντα αποθέματα, ενώ οι υποθαλάσσιες υποδομές και τα εξαγωγικά τερματικά λειτουργούν κάτω από τη μέγιστη δυναμικότητα. Παράλληλα, η συμφωνία για αύξηση των εξαγωγών ισραηλινού φυσικού αερίου προς την Αίγυπτο αναμένεται να μειώσει τον όγκο διαθέσιμου αερίου για εναλλακτικές διαδρομές, όπως ένας νέος αγωγός προς την Κρήτη και την Ευρώπη.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους περιορισμούς, η υποδομή LNG μπορεί να αποτελέσει πιο πρακτική εναλλακτική.
Τα τερματικά υγροποίησης και επαναφοράς αερίου είναι τεχνικά ώριμα και μπορούν να καλύψουν άμεσα τις ενεργειακές ανάγκες με μεγαλύτερη ευελιξία.
Ωστόσο, ενώ το LNG προσφέρει βραχυπρόθεσμα πλεονεκτήματα, εισάγει και νέες ευπάθειες, αυξάνοντας την εξάρτηση από εξωτερικές αγορές και εκθέτοντας την προσφορά σε μεταβλητές τιμές spot, υπονομεύοντας μακροπρόθεσμα την ενεργειακή ασφάλεια.
Συμπέρασμα: σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται η απολιγνιτοποίηση και η πράσινη μετάβαση έπληξαν την ελληνική οικονομία και την ικανότητα της χώρας να έχει ενεργειακή ασφάλεια, καθώς και τον ρόλο της στο νέο ενεργειακό τοπίο στην Ανατολική Μεσόγειο.
*Ο Γιάννης Μπασιάς υπηρέτησε ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της κρατικής εταιρείας Hellenic Hydrocarbons Management από το 2016 έως το 2020.
Ήταν μέλος της Επιτροπής του National Energy and Climate Plan (NECP) από το 2018 έως το 2020 και συνεργάστηκε με δήμους της Δυτικής Μακεδονίας για την ανάπτυξη ενεργειακών και μεταλλευτικών πόρων. Διαθέτει εκτενή εμπειρία στη διεθνή βιομηχανία υδρογονανθράκων και σε ζητήματα ενεργειακού μείγματος. Συχνά γράφει και αναλύει θέματα ενέργειας που σχετίζονται με την ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική τόσο στον ελληνικό όσο και στον διεθνή Τύπο.

www.bankingnews.gr
Επισημαίνει σε άρθρο πως από το 2010, οι προσπάθειες εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην Ελλάδα αντιμετώπισαν εμπόδια.
Η δημόσια συζήτηση γύρω από θέματα ενέργειας παρέμεινε περιορισμένη, με τα μέσα ενημέρωσης να μην διαχωρίζουν τους επιστήμονες που εστιάζουν σε τεκμηριωμένα ζητήματα ασφάλειας και περιβάλλοντος από εκείνους που αντιδρούν ιδεολογικά.
Ταυτόχρονα, οι ροές ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη μέσω αγωγών από Γερμανία, Ουκρανία και Τουρκία αυξήθηκαν, ενώ η διυλιστική βιομηχανία στη Μεσόγειο, αποφεύγοντας τον οικονομικό κίνδυνο, προτίμησε βραχυπρόθεσμες αναβαθμίσεις αντί μακροπρόθεσμων επενδύσεων.
Η αβεβαιότητα της εποχής και η γεωπολιτική αναταραχή στη Μέση Ανατολή ενίσχυσαν αυτήν την προσοχή και άφησαν χώρο για σημαντικές επιδοτήσεις της ΕΕ για φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες, αγνοώντας την ανάγκη για ισορροπημένο ενεργειακό μείγμα, επισημαίνει στην ανάλυση του στην ιστοσελίδα Modern Diplomacy την Παρασκευή 15 Αυγούστου.
Το 2019, η Ελλάδα είχε δεκατρείς υπόγειες και χερσαίες παραχωρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής πετρελαίου στη βορειοανατολική Ελλάδα.
Ήταν η πρώτη φορά που ο αριθμός των ενεργών παραχωρήσεων ήταν τόσο υψηλός, με ανάδοχους μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, υπό την επίβλεψη και τον συντονισμό της Hellenic Hydrocarbon Resources Management Company.
Από το 2020, η παύση των διαγωνισμών νότια της Κρήτης, η αποχώρηση των ευρωπαϊκών εταιρειών Total και Repsol, και η απόσυρση της Helleniq από πολλά χερσαία και υπεράκτια έργα οδήγησαν σε δραστική μείωση των παραχωρήσεων, από δεκατρείς σε ουσιαστικά πέντε, λόγω έλλειψης κατάλληλων λιμενικών υποδομών, περιβαλλοντικών ενστάσεων, γεωπολιτικών ζητημάτων και δυσκολιών επενδύσεων.
Επισημαίνει ότι η χώρα μας παρασύρθηκε από την τρέλα της πράσινης μετάβασης καθώς αυτή ήταν μια περίοδος γενναιόδωρων ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και δανείων για την εγκατάσταση μεγάλων φωτοβολταϊκών και αιολικών σταθμών και την ταχεία κατάργηση του λιγνίτη, προβλέποντας υπερπαραγωγή ηλεκτρισμού και περικοπές σε ορισμένες περιόδους, χωρίς δυνατότητα πώλησης ή αποθήκευσης.
Οι ανάπτυξη για των ΑΠΕ δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες
Παράλληλα, οι εισαγωγές φυσικού αερίου μέσω αγωγών αντικαταστάθηκαν όλο και περισσότερο από ακριβό υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) που μεταφέρεται δια θαλάσσης.
Αυτή η στροφή στην ενεργειακή πολιτική, ενώ ευθυγραμμίζεται με τους κλιματικούς στόχους, δημιούργησε ανισορροπίες στη στρατηγική της χώρας.
Η έλλειψη υποδομών αποθήκευσης και ευελιξίας του δικτύου σήμαινε ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, παρά την ανάπτυξή τους, δεν μπορούσαν να καλύψουν πλήρως τη ζήτηση ή να σταθεροποιήσουν την προσφορά, επισημαίνει ο Μπασιάς.
Παράλληλα,υπογραμμίζει η αποχώρηση από την εγχώρια εξερεύνηση υδρογονανθράκων μείωσε την ικανότητα της Ελλάδας να διαφοροποιεί τις πηγές ενέργειας και αποδυνάμωσε τη διαπραγματευτική της θέση σε περιφερειακές ενεργειακές συνεργασίες.
Επισημαίνει ότι προκειμένου να να αντιμετωπιστούν αυτές οι καθυστερήσεις, απαιτείται μια ανανεωμένη εστίαση στον ισορροπημένο ενεργειακό σχεδιασμό, που ενσωματώνει την στρατηγική ανάπτυξη υδρογονανθράκων με τις ανανεώσιμες πηγές, βελτιώνει τις υποδομές και ενισχύει τη δημόσια κατανόηση των ενεργειακών ζητημάτων πέρα από ιδεολογικές διαφορές.
Η ανακατασκευή της εμπιστοσύνης των επενδυτών, η επιτάχυνση των ρυθμιστικών διαδικασιών και η ενίσχυση της συνεργασίας με γειτονικές χώρες θα μπορούσαν να βοηθήσουν την Ελλάδα να ανακτήσει τον ρόλο της τόσο ως παραγωγός όσο και ως διασυνδέτης στο μεταβαλλόμενο ενεργειακό τοπίο της Μεσογείου.

Αποθέματα φυσικού αερίου στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική
Τα επιβεβαιωμένα αποθέματα φυσικού αερίου στη Μεσόγειο αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον 1,7% των συνολικών αποδεδειγμένων αποθεμάτων παγκοσμίως, δηλαδή περίπου 3.500 δισ. κυβικά μέτρα (Bcm) από το εκτιμώμενο παγκόσμιο σύνολο των 206.000 Bcm. Στο Ισραήλ, τα κοιτάσματα Tamar και Leviathan περιέχουν περίπου 1.000 Bcm εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων, καθιστώντας τη χώρα σημαντικό παράγοντα στις περιφερειακές ενεργειακές πηγές.
Η Κύπρος διαθέτει επιβεβαιωμένα αποθέματα στα πεδία Aphrodite, Glaucus και Calypso, εκτιμώμενα μεταξύ 400 και 600 Bcm.
Η πρόσφατη ανακάλυψη Pelopidas θεωρείται υποσχόμενη, αν και οι όγκοι των αποθεμάτων δεν έχουν δημοσιοποιηθεί. \
Τα κοιτάσματα αυτά είναι κεντρικά για τον αναπτυσσόμενο ρόλο της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο, με σχέδια εξαγωγής προς την υποδομή LNG της Αιγύπτου.
Η Αίγυπτος ξεχωρίζει με τα πεδία Zohr και Noor, που μαζί περιέχουν περίπου 2.000 Bcm εκμεταλλεύσιμου αερίου.
Το πεδίο Zohr μόνο περιέχει περίπου 850 Bcm, καθιστώντας το μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις στη Μεσόγειο και ενισχύοντας τον ρόλο της Αιγύπτου ως περιφερειακού ενεργειακού κόμβου. Παρά το ότι η Ελλάδα παραμένει σε φάση εξερεύνησης, το ανανεωμένο ενδιαφέρον μεγάλων εταιρειών όπως η ExxonMobil και η Chevron υπογραμμίζει τη σημαντική δυναμική της.
Συντηρητικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι περιοχές γύρω από την Κρήτη και το Ιόνιο Πέλαγος μπορεί να περιέχουν τουλάχιστον 600 έως 680 Bcm εκμεταλλεύσιμου φυσικού αερίου.
Το Λίβανο διαθέτει επίσης υπεράκτια δυναμική φυσικού αερίου, αλλά οι προσπάθειες εξερεύνησης βρίσκονται στα πρώτα στάδια λόγω γεωπολιτικών προκλήσεων. Το υπεράκτιο πεδίο Gaza Marine της Παλαιστίνης, που ανακαλύφθηκε το 2000, εκτιμάται ότι περιέχει 28 Bcm, αν και οι πολιτικοί περιορισμοί έχουν αποτρέψει την εκμετάλλευσή του. Σύμφωνα με το U.S. Geological Survey, η ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου μπορεί να διαθέτει έως 300 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια (Tcf) φυσικού αερίου, περίπου 8.500 Bcm.
Παρά αυτό το θεωρητικό δυναμικό, οι εκτιμήσεις για εκμεταλλεύσιμα αποθέματα κυμαίνονται μεταξύ 3.500 και 4.500 Bcm.
Περαιτέρω δυτικά, η Λιβύη διαθέτει επιβεβαιωμένα αποθέματα φυσικού αερίου περίπου 600 Bcm, ενώ η Αλγερία, με 4.750 Bcm, διαθέτει ακόμη μεγάλους ανεκμετάλλευτους πόρους, υποστηριζόμενη από ανεπτυγμένη υποδομή εξαγωγής LNG. Οι εκτιμώμενες αποθέσεις της Τυνησίας είναι περίπου 250 Bcm, ενώ του Μαρόκου 10–15 Bcm. Συνολικά, τα εκμεταλλεύσιμα αποθέματα της περιοχής εκτιμώνται μεταξύ 8.500 και 10.000 Bcm.
Ανακαλύπτοντας ξανά το ενεργειακό δυναμικό - Η επιστροφή της Ελλάδας στον ενεργειακό χάρτη της Μεσογείου
Το 2019, η κρατική εταιρεία Hellenic Hydrocarbon Resources Management εκτίμησε ότι τα πιθανά αποθέματα φυσικού αερίου από 30 στόχους εξερεύνησης δυτικά, νοτιοδυτικά και νότια της Κρήτης, καθώς και στο Ιόνιο Πέλαγος, κυμαίνονται μεταξύ 70 και 90 τρισεκατομμυρίων κυβικών ποδιών (Tcf).
Αυτό αντιστοιχεί περίπου σε 1.980 έως 2.550 Bcm, ή 12–15 δισεκατομμύρια βαρέλια ισοδυνάμου πετρελαίου (Bbloe).
Εκτός από το φυσικό αέριο, τα εκτιμώμενα αποθέματα αργού πετρελαίου στο Ιόνιο Πέλαγος και στις χερσαίες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας προβλέπεται να φτάσουν τα 2 δισ. βαρέλια, όγκος με σημαντική οικονομική σημασία για τη χώρα.
Ακόμη και αν εκμεταλλευτείται μόνο το 20% της υψηλής εκτίμησης, περίπου 500 Bcm φυσικού αερίου, ο αντίκτυπος θα μπορούσε να είναι μετασχηματιστικός.
Μέχρι το 2035, μια τέτοια ανάπτυξη θα μπορούσε να βελτιώσει ουσιαστικά το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας, επιτρέποντας στη χώρα όχι μόνο να καλύψει μεγαλύτερο μέρος των εγχώριων ενεργειακών αναγκών αλλά και να εξάγει υδρογονάνθρακες. Αυτό θα σήμαινε μια στρατηγική αλλαγή, μετατρέποντας την Ελλάδα από διάδρομο μεταφοράς ξένων ενεργειακών πόρων σε ενεργή παραγωγό χώρα, σύμφωνα με τον Μπασιά.
Τα κοιτάσματα φυσικού αερίου κοντά στην Κρήτη και στο Ιόνιο Πέλαγος ενισχύουν τον ρόλο της Ελλάδας ως ενεργειακής παραγωγού χώρας, πέρα από την παραδοσιακή θέση της ως κόμβος μεταφοράς ξένων πόρων.
Τα αποθέματα αυτά προσφέρουν στρατηγική και οικονομική αξία, αλλά εισάγουν και νέες προκλήσεις.
Η ανακάλυψή τους εντείνει τον περιφερειακό ανταγωνισμό και μπορεί να επιβαρύνει τις υπάρχουσες συνεργασίες μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου, που συνεργάζονται στην ανάπτυξη ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις
Με βάση γεωμορφολογικές μελέτες του βυθού και τα καθορισμένα θαλάσσια σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Λιβύης, τα ελληνικά χωρικά ύδατα ενισχύουν τη στρατηγική σημασία της περιοχής, σύμφωνα με ον Μπασιά.
Ο χάρτης του βάθους του βυθού δείχνει πώς αυτοί οι γεωλογικοί και νομικοί παράγοντες υποστηρίζουν το αναδυόμενο ενεργειακό προφίλ της Ελλάδας. Σημαντικό είναι ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Λιβύη θα μπορούσαν να συμβάλουν σημαντικά στην παραγωγή φυσικού αερίου σε κάθε πλευρά της νομικά οριοθετημένης Median Line.
Αυτή η συνεργασία έχει τη δυνατότητα να επεκτείνει τα αποθέματα υδρογονανθράκων της νοτιοανατολικής Μεσογείου προς τα δυτικά.
Αν επιτευχθεί πλήρως, η επέκταση αυτή θα μπορούσε να αυξήσει το μερίδιο της περιοχής στα παγκόσμια αποδεδειγμένα αποθέματα φυσικού αερίου πάνω από 5%.
Συνοψίζοντας, η γεωγραφική θέση της Ελλάδας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο της δίνει κεντρικό ρόλο στη διασύνδεση ενέργειας μεταξύ Βόρειας Αφρικής και Ευρώπης. Η επικράτειά της λειτουργεί ως φυσική γέφυρα για τη μεταφορά ενεργειακών πόρων, ειδικά φυσικού αερίου, διαπερνώντας περιφέρειες. Αυτή η στρατηγική θέση υποστηρίζει την επέκταση των ροών ενέργειας και των υποδομών, καθιστώντας την Ελλάδα απαραίτητο μέρος των περιφερειακών ενεργειακών δικτύων και μελλοντικών διαδρομών εφοδιασμού.
Ξεκλείδωμα των Ιόνιων και Κρητικών Περιοχών
Το δίλημμα για την Ελλάδα δεν είναι μόνο πώς να εκμεταλλευτεί αυτά τα πιθανά αποθέματα, αλλά πώς να μετατρέψει το ενεργειακό της δυναμικό σε πολιτική επιρροή και οικονομική ευημερία, επισημαίνει ο ο Μπασιάς.
Σημειώνει ότι ένα ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα γεωτρήσεων πρέπει να δίνει προτεραιότητα στην έναρξη εξερευνητικών δραστηριοτήτων δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης, καθώς και στο Ιόνιο Πέλαγος, πριν το 2027.
Αυτό το χρονοδιάγραμμα ευθυγραμμίζεται με υπάρχουσες συμβατικές υποχρεώσεις και ευρωπαϊκές κανονιστικές διατάξεις ασφαλείας.
Επίσης, προλαμβάνει πιθανή αντίδραση που θα παρουσιαστεί ως περιβαλλοντικό ζήτημα, αντίδραση που συχνά συμπίπτει με ευρύτερες γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή.
Οι περιοχές νότια της Κρήτης και νοτιοδυτικά του Πελοποννήσου παραμένουν ισχυροί υποψήφιοι για επόμενες φάσεις εξερεύνησης.
Ωστόσο, η πρόοδος σε αυτές τις ζώνες είναι πιο αργή, καθώς οι διαδικασίες διαγωνισμών δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί.
Η επιτάχυνση αυτών των διαδικασιών θα είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της δυναμικής και την εξασφάλιση της στρατηγικής θέσης της Ελλάδας στην περιφερειακή ενεργειακή σκηνή.

Η νέα ευκαιρία του αγωγού EastMed σε ένα μεταβαλλόμενο ενεργειακό τοπίο
Ο αγωγός EastMed επανεμφανίζεται στην στρατηγική ατζέντα της Ελλάδας για τρίτη φορά, με στόχο να ενισχύσει τη θέση της Ελλάδας και της Κύπρου εν μέσω αυξανόμενων εξωτερικών πιέσεων, υπογραμμίζει ο Μπασιάς.
Η πρόοδός του εξαρτάται από πολλούς κρίσιμους παράγοντες. Υψηλού επιπέδου διεθνείς συμφωνίες είναι απαραίτητες για πολιτική ευθυγράμμιση και περιφερειακή συνεργασία.
Η δημόσια υποστήριξη και η ρυθμιστική ετοιμότητα είναι εξίσου σημαντικές, καθώς το έργο πρέπει να αντιμετωπίσει περιβαλλοντικές ανησυχίες και νομικά πλαίσια.
Επιπλέον, η μακροπρόθεσμη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι κρίσιμη, τόσο σε επίπεδο πολιτικής στήριξης όσο και οικονομικής επένδυσης.
Απαιτείται επίσης ισχυρός τεχνικός σχεδιασμός και μηχανική εμπειρογνωμοσύνη για να αντιμετωπιστούν οι σύνθετες απαιτήσεις κατασκευής και λειτουργίας του αγωγού.
Η ολοκλήρωση του σχεδιασμού και η εξασφάλιση χρηματοδότησης θα είναι αποφασιστικά βήματα.
Αν επιτευχθούν, η κατασκευή θα μπορούσε να ξεκινήσει, με τον αγωγό να αναμένεται να λειτουργήσει μετά το 2030, επισημαίνει.\

Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίσει να δίνει προτεραιότητα στη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας, ο αγωγός EastMed θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί ως στρατηγικό έργο υποδομής. Για να προχωρήσει, ωστόσο, απαιτείται σημαντική αύξηση των εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων σε όλη τη νοτιοανατολική Μεσόγειο, και οι γεωτρήσεις στην Ελλάδα πρέπει να αποδώσουν εμπορικά βιώσιμα αποτελέσματα. Πολλές προκλήσεις απειλούν την οικονομική βιωσιμότητα ενός νέου αγωγού. Τα υπάρχοντα αποθέματα ήδη στηρίζουν την οικονομία της Αιγύπτου και τροφοδοτούν ενέργεια σε Ισραήλ και Ιορδανία. Η Αίγυπτος αντιμετωπίζει μείωση παραγωγής από τα υπάρχοντα αποθέματα, ενώ οι υποθαλάσσιες υποδομές και τα εξαγωγικά τερματικά λειτουργούν κάτω από τη μέγιστη δυναμικότητα. Παράλληλα, η συμφωνία για αύξηση των εξαγωγών ισραηλινού φυσικού αερίου προς την Αίγυπτο αναμένεται να μειώσει τον όγκο διαθέσιμου αερίου για εναλλακτικές διαδρομές, όπως ένας νέος αγωγός προς την Κρήτη και την Ευρώπη.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους περιορισμούς, η υποδομή LNG μπορεί να αποτελέσει πιο πρακτική εναλλακτική.
Τα τερματικά υγροποίησης και επαναφοράς αερίου είναι τεχνικά ώριμα και μπορούν να καλύψουν άμεσα τις ενεργειακές ανάγκες με μεγαλύτερη ευελιξία.
Ωστόσο, ενώ το LNG προσφέρει βραχυπρόθεσμα πλεονεκτήματα, εισάγει και νέες ευπάθειες, αυξάνοντας την εξάρτηση από εξωτερικές αγορές και εκθέτοντας την προσφορά σε μεταβλητές τιμές spot, υπονομεύοντας μακροπρόθεσμα την ενεργειακή ασφάλεια.
Συμπέρασμα: σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται η απολιγνιτοποίηση και η πράσινη μετάβαση έπληξαν την ελληνική οικονομία και την ικανότητα της χώρας να έχει ενεργειακή ασφάλεια, καθώς και τον ρόλο της στο νέο ενεργειακό τοπίο στην Ανατολική Μεσόγειο.
*Ο Γιάννης Μπασιάς υπηρέτησε ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της κρατικής εταιρείας Hellenic Hydrocarbons Management από το 2016 έως το 2020.
Ήταν μέλος της Επιτροπής του National Energy and Climate Plan (NECP) από το 2018 έως το 2020 και συνεργάστηκε με δήμους της Δυτικής Μακεδονίας για την ανάπτυξη ενεργειακών και μεταλλευτικών πόρων. Διαθέτει εκτενή εμπειρία στη διεθνή βιομηχανία υδρογονανθράκων και σε ζητήματα ενεργειακού μείγματος. Συχνά γράφει και αναλύει θέματα ενέργειας που σχετίζονται με την ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική τόσο στον ελληνικό όσο και στον διεθνή Τύπο.

www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών