
Μόνο το 2024, η ΕΕ εισήγαγε από τη Ρωσία προϊόντα ουρανίου αξίας άνω των 700 εκατομμυρίων ευρώ…
Τα τελευταία χρόνια, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να μειώσουν την εξάρτησή τους από ρωσικούς ενεργειακούς πόρους.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η βελγική εφημερίδα The Brussels Times, στο ζήτημα των προμηθειών ουρανίου, η εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία όχι μόνο παραμένει, αλλά αυξάνεται.
Μόνο το 2024, η ΕΕ εισήγαγε από τη Ρωσία προϊόντα ουρανίου αξίας άνω των 700 εκατομμυρίων ευρώ.
Οι εισαγωγές αυτές περιλαμβάνουν τόσο ακατέργαστο όσο και εμπλουτισμένο ουράνιο, καθώς και έτοιμα πυρηνικά καύσιμα – υλικά ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, οι οποίοι καλύπτουν περίπου το 25% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ένωση.
Αν και το ουράνιο αντιπροσωπεύει σχετικά μικρό ποσοστό των συνολικών ενεργειακών εισαγωγών της Ρωσίας στην ΕΕ – οι οποίες εκτιμώνται στα 22 δισ. ευρώ ετησίως για το 2024 – η στρατηγική του σημασία είναι εξαιρετικά υψηλή.
Το ουράνιο δεν είναι απλώς μια πρώτη ύλη, αλλά βασικός πυλώνας της ενεργειακής ασφάλειας.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας και τον Οργανισμό Πυρηνικής Ενέργειας, η Ρωσία καλύπτει σήμερα έως και το 38% των ευρωπαϊκών αναγκών σε εμπλουτισμένο ουράνιο.
Το πρόβλημα είναι ακόμη πιο έντονο για χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπου λειτουργούν ακόμα πυρηνικοί αντιδραστήρες τύπου VVER – σοβιετικού σχεδιασμού.
Στην ΕΕ υπάρχουν συνολικά 19 τέτοιοι αντιδραστήρες, οι περισσότεροι από τους οποίους εξαρτώνται από καύσιμα που προμηθεύει η ρωσική κρατική εταιρεία Rosatom.
Σπάνη πόρων
Σε αντίθεση με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, το ουράνιο έχει περιορισμένο αριθμό προμηθευτών και απαιτεί εξειδικευμένη υποδομή για τον εμπλουτισμό, τη μεταφορά και τη διαχείρισή του.
Οι χώρες της ΕΕ είναι σχεδόν απόλυτα εξαρτημένες από τις εισαγωγές, καθώς δεν διαθέτουν εγχώρια παραγωγή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γαλλία, όπου η εξόρυξη ουρανίου – άλλοτε από τις ισχυρότερες στην Ευρώπη – σταμάτησε οριστικά το 2001.
Πέρα από τη Ρωσία, οι κύριες παραγωγές χώρες ουρανίου είναι το Καζακστάν, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Ναμίμπια.
Ωστόσο, η διαδικασία επεξεργασίας και εμπλουτισμού του είναι σύνθετη και τεχνολογικά απαιτητική – και στον τομέα αυτό, η Ρωσία παραμένει παγκόσμιος ηγέτης.
Ρωσικές επιχειρήσεις προσφέρουν υπηρεσίες εμπλουτισμού ουρανίου σε δεκάδες χώρες, περιλαμβανομένων και δυτικών κρατών.
Αποθέματα πυρηνικών καυσίμων
Σύμφωνα με ειδικούς, τα υπάρχοντα αποθέματα πυρηνικών καυσίμων στις ευρωπαϊκές χώρες επαρκούν για την απρόσκοπτη λειτουργία των πυρηνικών μονάδων για τα επόμενα δύο έως τρία χρόνια.
Εάν όμως διακοπούν οι ρωσικές προμήθειες ή επιβληθούν κυρώσεις στο ρωσικό ουράνιο, ένας σημαντικός αριθμός αντιδραστήρων ενδέχεται να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσλειτουργίες.
Η κατάσταση επιβαρύνεται από το γεγονός ότι η μετατροπή των αντιδραστήρων για χρήση εναλλακτικών καυσίμων είναι χρονοβόρα και απαιτεί μεγάλες οικονομικές επενδύσεις.
Την ίδια στιγμή, αναδύεται και ένας σαφής γεωπολιτικός κίνδυνος.
Πολλοί αναλυτές φοβούνται ότι η Μόσχα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον ρόλο της ως βασικού προμηθευτή πυρηνικών υλικών ως μοχλό πολιτικής πίεσης προς την Ευρώπη.
Αυτός ο κίνδυνος προκαλεί έντονη ανησυχία μεταξύ των δυτικών κυβερνήσεων και ειδικών στον τομέα της ενέργειας.
Ήδη, ορισμένες χώρες της ΕΕ έχουν ξεκινήσει να λαμβάνουν μέτρα για τη σταδιακή απεξάρτηση από τα ρωσικά πυρηνικά καύσιμα.
Το 2023, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέγραψαν συμφωνία για τη συγχρηματοδότηση έργων που στοχεύουν στην ανάπτυξη εναλλακτικών προμηθευτών καυσίμων για αντιδραστήρες τύπου VVER.
Παράλληλα, βρίσκονται σε εξέλιξη πρωτοβουλίες για την ενίσχυση των εισαγωγών εμπλουτισμένου ουρανίου από τον Καναδά και το Καζακστάν.
Επιπλέον, η Γαλλία και η Γερμανία επενδύουν στην ανάπτυξη δικών τους δυνατοτήτων εμπλουτισμού.
Ωστόσο, αυτά τα σχέδια χρειάζονται αρκετά χρόνια για να αποδώσουν καρπούς.
Προς το παρόν, οι ειδικοί συμφωνούν ότι η πλήρης απεμπλοκή από τη συνεργασία με τη Rosatom είναι εξαιρετικά δύσκολη, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
www.bankingnews.gr
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η βελγική εφημερίδα The Brussels Times, στο ζήτημα των προμηθειών ουρανίου, η εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία όχι μόνο παραμένει, αλλά αυξάνεται.
Μόνο το 2024, η ΕΕ εισήγαγε από τη Ρωσία προϊόντα ουρανίου αξίας άνω των 700 εκατομμυρίων ευρώ.
Οι εισαγωγές αυτές περιλαμβάνουν τόσο ακατέργαστο όσο και εμπλουτισμένο ουράνιο, καθώς και έτοιμα πυρηνικά καύσιμα – υλικά ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, οι οποίοι καλύπτουν περίπου το 25% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ένωση.
Αν και το ουράνιο αντιπροσωπεύει σχετικά μικρό ποσοστό των συνολικών ενεργειακών εισαγωγών της Ρωσίας στην ΕΕ – οι οποίες εκτιμώνται στα 22 δισ. ευρώ ετησίως για το 2024 – η στρατηγική του σημασία είναι εξαιρετικά υψηλή.
Το ουράνιο δεν είναι απλώς μια πρώτη ύλη, αλλά βασικός πυλώνας της ενεργειακής ασφάλειας.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας και τον Οργανισμό Πυρηνικής Ενέργειας, η Ρωσία καλύπτει σήμερα έως και το 38% των ευρωπαϊκών αναγκών σε εμπλουτισμένο ουράνιο.
Το πρόβλημα είναι ακόμη πιο έντονο για χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπου λειτουργούν ακόμα πυρηνικοί αντιδραστήρες τύπου VVER – σοβιετικού σχεδιασμού.
Στην ΕΕ υπάρχουν συνολικά 19 τέτοιοι αντιδραστήρες, οι περισσότεροι από τους οποίους εξαρτώνται από καύσιμα που προμηθεύει η ρωσική κρατική εταιρεία Rosatom.
Σπάνη πόρων
Σε αντίθεση με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, το ουράνιο έχει περιορισμένο αριθμό προμηθευτών και απαιτεί εξειδικευμένη υποδομή για τον εμπλουτισμό, τη μεταφορά και τη διαχείρισή του.
Οι χώρες της ΕΕ είναι σχεδόν απόλυτα εξαρτημένες από τις εισαγωγές, καθώς δεν διαθέτουν εγχώρια παραγωγή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γαλλία, όπου η εξόρυξη ουρανίου – άλλοτε από τις ισχυρότερες στην Ευρώπη – σταμάτησε οριστικά το 2001.
Πέρα από τη Ρωσία, οι κύριες παραγωγές χώρες ουρανίου είναι το Καζακστάν, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Ναμίμπια.
Ωστόσο, η διαδικασία επεξεργασίας και εμπλουτισμού του είναι σύνθετη και τεχνολογικά απαιτητική – και στον τομέα αυτό, η Ρωσία παραμένει παγκόσμιος ηγέτης.
Ρωσικές επιχειρήσεις προσφέρουν υπηρεσίες εμπλουτισμού ουρανίου σε δεκάδες χώρες, περιλαμβανομένων και δυτικών κρατών.
Αποθέματα πυρηνικών καυσίμων
Σύμφωνα με ειδικούς, τα υπάρχοντα αποθέματα πυρηνικών καυσίμων στις ευρωπαϊκές χώρες επαρκούν για την απρόσκοπτη λειτουργία των πυρηνικών μονάδων για τα επόμενα δύο έως τρία χρόνια.
Εάν όμως διακοπούν οι ρωσικές προμήθειες ή επιβληθούν κυρώσεις στο ρωσικό ουράνιο, ένας σημαντικός αριθμός αντιδραστήρων ενδέχεται να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσλειτουργίες.
Η κατάσταση επιβαρύνεται από το γεγονός ότι η μετατροπή των αντιδραστήρων για χρήση εναλλακτικών καυσίμων είναι χρονοβόρα και απαιτεί μεγάλες οικονομικές επενδύσεις.
Την ίδια στιγμή, αναδύεται και ένας σαφής γεωπολιτικός κίνδυνος.
Πολλοί αναλυτές φοβούνται ότι η Μόσχα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον ρόλο της ως βασικού προμηθευτή πυρηνικών υλικών ως μοχλό πολιτικής πίεσης προς την Ευρώπη.
Αυτός ο κίνδυνος προκαλεί έντονη ανησυχία μεταξύ των δυτικών κυβερνήσεων και ειδικών στον τομέα της ενέργειας.
Ήδη, ορισμένες χώρες της ΕΕ έχουν ξεκινήσει να λαμβάνουν μέτρα για τη σταδιακή απεξάρτηση από τα ρωσικά πυρηνικά καύσιμα.
Το 2023, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέγραψαν συμφωνία για τη συγχρηματοδότηση έργων που στοχεύουν στην ανάπτυξη εναλλακτικών προμηθευτών καυσίμων για αντιδραστήρες τύπου VVER.
Παράλληλα, βρίσκονται σε εξέλιξη πρωτοβουλίες για την ενίσχυση των εισαγωγών εμπλουτισμένου ουρανίου από τον Καναδά και το Καζακστάν.
Επιπλέον, η Γαλλία και η Γερμανία επενδύουν στην ανάπτυξη δικών τους δυνατοτήτων εμπλουτισμού.
Ωστόσο, αυτά τα σχέδια χρειάζονται αρκετά χρόνια για να αποδώσουν καρπούς.
Προς το παρόν, οι ειδικοί συμφωνούν ότι η πλήρης απεμπλοκή από τη συνεργασία με τη Rosatom είναι εξαιρετικά δύσκολη, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών