Τελευταία Νέα
Ελλάδα

Γ. Προβόπουλος: Αναγκαίες οι συγχωνεύσεις στον τραπεζικό κλάδο- Συστήνει πρόσθετα μέτρα 2,5 δισ. ευρώ για να μειωθεί το έλλειμμα

Γ. Προβόπουλος: Αναγκαίες οι συγχωνεύσεις στον τραπεζικό κλάδο- Συστήνει πρόσθετα μέτρα 2,5 δισ. ευρώ για να μειωθεί το έλλειμμα
Σε βαθειά ύφεση θα εισέλθει φέτος η ελληνική οικονομία, ενώ η ανεργία θα γίνει εφιάλτης για τα ελληνικά νοικοκυριά. Για την σωτηρία της Ελλάδας απαιτούνται πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα ύψους 2,5 δις. ευρώ ή  5 % του ΑΕΠ ενώ κρίνονται επιβεβλημένες οι συγχωνεύσεις στον τραπεζικό κλάδο.
Αυτά επεσήμανε μεταξύ άλλων ο διοικητής της  ΤτΕ  Γ. Προβόπουλος ο οποίος συνέστησε στην κυβέρνηση να κόψει και άλλες κρατικές δαπάνες και να αντιμετωπίσει την φοροδιαφυγή ενώ κάλεσε τους τραπεζίτες να εξετάσουν όλα τα πιθανά σχήματα συνεργασίας....
Ύφεση που θα ξεπερνά το 2% για το 2010 με μέσο πληθωρισμό της τάξης του 3% προβλέπει επιπλέον, στην έκθεση του. Έμφαση δίνεται στους μακροπρόθεσμους κινδύνους που εγκυμονεί η δυναμική του δημόσιου χρέους, καθώς και στο θέμα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας για την οποία η κεντρική τράπεζα ζητεί άμεσα δραστικές και ευρύτατες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μέσα από μία στρατηγική που θα πρέπει να εκτείνεται χρονικά για την επόμενη δεκαετία.
Για την Τράπεζα της Ελλάδος οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις βρίσκονται στη βάση της αναγκαίας προσπάθειας για την ενίσχυση της ανάπτυξης που αναδεικνύεται σε μείζονα πρόκληση, που δεν πρέπει να παραγνωριστεί υπό το βάρος της προσπάθειας για την επίσης αναγκαία δημοσιονομική σταθεροποίηση. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επισημάνσεις για το τραπεζικό σύστημα, το οποίο σύμφωνα με την ΤτΕ είναι υγιές, αλλά απειλείται από την αύξηση των επισφαλειών που προσεγγίζουν το 8% και επιβάλλουν στις τράπεζες πολιτικές ενίσχυσης της κεφαλαιακής τους επάρκειας και των δεικτών φερεγγυότητας.
Οι εξελίξεις αυτές, όπως είναι γνωστό, πυροδότησαν μια σειρά υποβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και μεγάλη διεύρυνση της διαφοράς αποδόσεων μεταξύ ελληνικών και γερμανικών κρατικών ομολόγων, με αποτέλεσμα την επιβάρυνση του κόστους δανεισμού και του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους.
Την τελευταία δεκαετία, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, εκτιμά η ΤτΕ, έχει υποχωρήσει κατά 20% και γι' αυτό τονίζεται ότι η οικονομική πολιτική δεν θα πρέπει να περιοριστεί στα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Το επόμενο βήμα της οικονομικής πολιτικής, σύμφωνα με την ΤτΕ, θα πρέπει να γίνει με την στήριξη της ανάκαμψης με πολιτικές διαρθρωτικού χαρακτήρα, με τις οποίες θα επιδιώκεται η ουσιαστική ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Η ανεργία προβλέπεται ότι θα φθάσει το 11%, ενώ ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 3%, «εφόσον μέρος της αύξησης της έμμεσης φορολογίας δεν μετακυλιστεί στις τιμές», όπως αναφέρεται στην έκθεση.
Για την πιστωτική επέκταση στον ιδιωτικό τομέα, η ΤτΕ προβλέπει φέτος περαιτέρω υποχώρηση, εκτιμώντας ότι μέχρι το τέλος του 2010 θα κυμανθεί σε ιδιαιτέρως χαμηλά επίπεδα.
Η κρίση που διέρχεται σήμερα η ελληνική οικονομία αποτυπώνεται, σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, στη ραγδαία υποχώρηση των βασικών οικονομικών μεγεθών και στην επιδείνωση των προοπτικών.
1ον. Αφετηρία των ιδιαίτερα δυσμενών εξελίξεων ήταν ο εκτροχιασμός των δημοσιονομικών μεγεθών. Το 2008 και το 2009 η κατάσταση χειροτέρευσε και το 2009 το έλλειμμα, όπως εγκαίρως είχε προειδοποιήσει η Τράπεζα της Ελλάδος, διαμορφώθηκε σε διψήφιο ποσοστό του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τα τελευταία αναθεωρημένα στοιχεία, το έλλειμμα του 2009 φθάνει το 13,6% του ΑΕΠ.
2ον. Το Δημόσιο χρέος διαμορφώθηκε το 2009 στο 115,1% του ΑΕΠ, το υψηλότερο στη ζώνη του ευρώ  μετά από εκείνο της Ιταλίας. Σύμφωνα δε με προβολές βάσει εύλογων παραδοχών, η άνοδος θα συνεχιστεί και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα τείνει να σταθεροποιηθεί σε πολύ υψηλά επίπεδα (130%) μόλις το 2014. Αν μάλιστα το χρέος του 2009 τελικά αναθεωρηθεί στο 120% ή 122% του ΑΕΠ – ενδεχόμενο που αναφέρει η Eurostat – θα πρέπει αυτή η προβολή να αναθεωρηθεί επί το δυσμενέστερο.
Τα δημόσια ελλείμματα και το χρέος είναι βεβαίως υψηλά και σε άλλες χώρες του κόσμου, στις οποίες όμως, σε αντίθεση με την Ελλάδα, χρηματοδοτούνται κυρίως από την εγχώρια αποταμίευση. Στην Ελλάδα η ακαθάριστη εθνική αποταμίευση, δημόσια και ιδιωτική μαζί, μόλις ξεπερνούσε το 5% του ΑΕΠ το 2009. Η υστέρηση της εθνικής αποταμίευσης οφείλεται κατά κύριο λόγο στα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, αλλά και στην ταχεία αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης τα τελευταία χρόνια.
Η χαμηλή αποταμίευση δεν επαρκεί για να χρηματοδοτηθεί το δημόσιο χρέος από εγχώριες πηγές, με αποτέλεσμα να διογκώνονται  το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών  και το εξωτερικό χρέος.  Έτσι, το δημοσιονομικό πρόβλημα συμπλέκεται με εκείνο του εξωτερικού ελλείμματος και χρέους και τα «δίδυμα» ελλείμματα αναδεικνύονται ως η κύρια πηγή που τροφοδοτεί έναν επικίνδυνο φαύλο κύκλο.
3ον. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2008 έφθασε το 14,6% του ΑΕΠ και, μετά από παροδική υποχώρηση το 2009 στο 11,2% του ΑΕΠ, το πρώτο δίμηνο του 2010 έχει αρχίσει να διευρύνεται και πάλι. Το υψηλό εμπορικό έλλειμμα οφείλεται άμεσα στην απώλεια ανταγωνιστικότητας, η οποία από το 2001 μέχρι σήμερα έχει υπερβεί το 20%. Εκτιμάται εξάλλου ότι, με βάση τις σχετικές τιμές καταναλωτή αλλά και με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, η μείωση της ανταγωνιστικότητας είναι πιθανό να συνεχιστεί και το 2010.
4ον. Η πραγματική οικονομία έχει εισέλθει από το 2009 σε ύφεση. Το ΑΕΠ συρρικνώθηκε πέρυσι κατά 2%, επηρεαζόμενο κυρίως από τη μεγάλη πτώση των επενδύσεων, αλλά και της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εξαγωγών. Στην τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική, το Μάρτιο, είχε εκτιμηθεί ότι η μείωση του ΑΕΠ θα είναι εφέτος της τάξεως του 2%. Η πρόβλεψη αυτή υπό τις παρούσες συνθήκες υπόκειται σε μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας, ενώ ισχυρές εμφανίζονται οι πιθανότητες για ακόμη μεγαλύτερη υποχώρηση.
5ον. Η ύφεση επεκτάθηκε το 2009 σε όλους τους παραγωγικούς τομείς, επηρέασε αρνητικά την απασχόληση και διεύρυνε την ανεργία. Η συνολική απασχόληση μειώθηκε κατά 1,1%, ο αριθμός των απασχολούμενων μισθωτών μειώθηκε κατά 1,6% και το ποσοστό ανεργίας αναρριχήθηκε στο 9,5%. Για το 2010 προβλέπεται περαιτέρω πτώση της απασχόλησης, ενώ το ποσοστό ανεργίας θα προσεγγίσει το 11%.
6ον. Οι δυσμενείς εξελίξεις, κυρίως στα δημοσιονομικά μεγέθη, και ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των αγορών επιβάρυναν εν τέλει και το τραπεζικό σύστημα. Ενώ σε πολλές άλλες χώρες η κρίση εκδηλώθηκε αρχικά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και από εκεί μεταφέρθηκε στην πραγματική οικονομία, στην Ελλάδα η φορά ήταν αντίθετη. Το τραπεζικό σύστημα κατέληξε να αντιμετωπίζει δυσχέρειες ρευστότητας, όταν η δημοσιονομική κρίση οδήγησε στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, συνακόλουθα και των τραπεζών, περιορίζοντας την πρόσβασή τους στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Παράλληλα, η επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου των καταθέσεων, λόγω και της ύφεσης, επηρέασε την εγχώρια προσφορά δανειακών κεφαλαίων. Είναι αξιοσημείωτο ότι, παρά τα προβλήματα αυτά, ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα παρέμεινε θετικός καθ’ όλη τη διάρκεια του 2009, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στη ζώνη του ευρώ, όπου υπήρξαν και περίοδοι αρνητικής μεταβολής. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα επέδειξε ισχυρές αντοχές στην διάρκεια της διεθνούς κρίσης, γεγονός στο οποίο συνετέλεσε και η παροχή άφθονης ρευστότητας από το Ευρωσύστημα με χαμηλό κόστος. Προϋπόθεση όμως για να διατηρήσει ο τραπεζικός τομέας αυτή την ανθεκτικότητά του και στο μέλλον, ιδιαίτερα εν όψει της σταδιακής απόσυρσης των έκτακτων μέτρων παροχής ρευστότητας,  είναι η αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, η οποία επηρεάζει τις λειτουργίες του, και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών στο μέλλον της  οικονομίας.
Ακόμη και τότε όμως, οι νέες συνθήκες που θα προκύψουν θα είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες στις οποίες λειτουργούσαν οι τράπεζες στο παρελθόν.   Η αξιοποίηση των μέχρι σήμερα διδαγμάτων της κρίσης θα οδηγήσει σε αναμόρφωση του εποπτικού πλαισίου, την οποία επεξεργάζεται η Επιτροπή της Βασιλείας. Οφείλουν λοιπόν οι ελληνικές τράπεζες να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα με διορατικότητα, λαμβάνοντας υπόψη και τις κυοφορούμενες  αυτές αλλαγές.  Στην παρούσα φάση επιβάλλονται:
•    η διατήρηση σημαντικών περιθωρίων κεφαλαίου, πάνω από τα ελάχιστα που καθορίζουν οι εποπτικοί κανόνες,
•    ο σχηματισμός επαρκών προβλέψεων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου,
•    ο εξορθολογισμός των λειτουργικών εξόδων,
•    η ευέλικτη και συνετή διαχείριση των διαθέσιμων πηγών  χρηματοδότησης
•    και κυρίως η διαμόρφωση μιας μεσοπρόθεσμης στρατηγικής που θα προβλέπει, με ρεαλισμό και προνοητικότητα, συνεργασίες και συνενώσεις δυνάμεων.
Τα υγιή χρηματοοικονομικά μεγέθη, η αποτελεσματική  διαχείριση των κινδύνων και η δημιουργία μεγαλύτερων και πιο εύρωστων σχημάτων αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την ισχυροποίηση της ανθεκτικότητας των τραπεζών στις πιθανές αναταράξεις και την ομαλή πρόσβαση στις πηγές χρηματοδότησης. Θεωρώ ότι σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα η  αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα είναι αναπόφευκτη. Η Τράπεζα της Ελλάδος, από την πλευρά  της, θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά και να παρεμβαίνει στις εξελίξεις, ώστε τα επόμενα δύσκολα βήματα να γίνουν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο.
Η οικονομική πολιτική
Η οικονομική πολιτική μπροστά στις μεγάλες προκλήσεις προσανατολίστηκε σε αποφάσεις οι οποίες, αν εφαρμοστούν αποτελεσματικά και εμπλουτιστούν με τολμηρές διαρθρωτικές αλλαγές, θα θέσουν τις στέρεες βάσεις για τη σοβαρή και μακρά προσπάθεια που απαιτείται.
Οι μέχρι στιγμής αποφάσεις στοχεύουν κυρίως στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών στο μέλλον της οικονομίας. Όσον αφορά τον πρώτο στόχο, τα συμπληρωματικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν στις αρχές Μαρτίου βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση και κρίθηκαν θετικά  από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ.  Η αβεβαιότητα όμως και μετά την εξαγγελία των πρόσθετων μέτρων παρέμεινε ισχυρή. Οι αγορές εξακολούθησαν να τηρούν στάση αναμονής και επιφυλακτικότητας, όπως υποδηλώνει η μετέπειτα συνεχής άνοδος των περιθωρίων επιτοκίων.
Η στάση αυτή των αγορών οφείλεται κατά βάση στο μεγάλο έλλειμμα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Σ’ αυτό όμως προστίθενται οι ανησυχίες ως προς την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, δύο παραμέτρους από τις οποίες θα εξαρτηθεί η απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους στο μέλλον. Με άλλα λόγια, οι αγορές εξακολουθούν να εστιάζουν την προσοχή τους στην δυναμική του χρέους.
Με δεδομένες τις συνθήκες αυτές είναι ιδιαίτερα θετικό ότι  η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε την ενεργοποίηση του μηχανισμού χρηματοδοτικής στήριξης. Εκτιμάται ότι η χρήση του μηχανισμού αυτού θα παίξει σημαντικό θετικό ρόλο στην υπέρβαση της κρίσης για τους ακόλουθους λόγους:
1ον. Βραχυχρόνια, εξασφαλίζει δανειακά κεφάλαια με σχετικά χαμηλό κόστος, αμβλύνει τις πιέσεις των αγορών και συμβάλλει στην εξομάλυνση των συνθηκών ρευστότητας και του τραπεζικού συστήματος.
2ον. Μεσοπρόθεσμα, η λειτουργία του μηχανισμού με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ επιβάλλει αυστηρότερη πειθαρχία στην τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων, προσφέρει πολύτιμη τεχνογνωσία στο σχεδιασμό και την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής και ενισχύει την εμπιστοσύνη των αγορών.
3ον. Μακροπρόθεσμα, το σχετικά χαμηλότερο κόστος δανεισμού μειώνει το ύψος των τόκων που θα επιβαρύνουν τις δημόσιες δαπάνες, διευκολύνοντας έτσι τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Στόχος του μηχανισμού στήριξης είναι να διευκολύνει και να εξασφαλίσει την πραγματοποίηση δομικών αλλαγών, οι οποίες είναι απολύτως αναγκαίες και θα έπρεπε να είχαν πραγματοποιηθεί εδώ και πολλά χρόνια. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει η ύπαρξη του μηχανισμού να οδηγήσει σε εφησυχασμό και χαλάρωση των προσπαθειών. Το κύριο βάρος παραμένει στην πολιτεία, που έχει ακέραιη την ευθύνη να πείσει ότι η οικονομία έχει εισέλθει αμετάκλητα σε νέα τροχιά. Η συντεταγμένη και συνεπής εφαρμογή των όσων έχουν εξαγγελθεί θα συμβάλει στη σταδιακή βελτίωση του κλίματος.
Για να αντιστρέψουμε οριστικά τις δυσμενείς τάσεις, πρέπει να υπερβούμε τον εαυτό μας και να εκπλήξουμε θετικά τις αγορές επιτυγχάνοντας βελτιώσεις μεγαλύτερες και από αυτές που έχουν προβλεφθεί. Συγκεκριμένα, θα έχει μεγάλη σημασία για το γενικότερο οικονομικό κλίμα, αν η δημοσιονομική εξυγίανση στο σκέλος των δαπανών προχωρήσει ακόμη περισσότερο από ό,τι μέχρι στιγμής προγραμματίζεται, ώστε να επιτευχθεί εφέτος μείωση του ελλείμματος μεγαλύτερη και του 5% του ΑΕΠ, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι το έλλειμμα του 2009 αναθεωρήθηκε σε 13,6% και μπορεί να αναθεωρηθεί περαιτέρω. Η προσαρμογή αυτή είναι εφικτή αν επιδιωχθούν, με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και ταχύτερο βηματισμό, ο  περιορισμός της σπατάλης και η συγχώνευση ή και κατάργηση φορέων του δημόσιου τομέα, που δεν προσφέρουν πραγματικό έργο. Η μείωση των δαπανών είναι άλλωστε η αρμόζουσα επιλογή για την επίτευξη των φιλόδοξων δημοσιονομικών στόχων και για τα επόμενα δύο έτη, δεδομένου ότι ενδεχόμενη περαιτέρω αύξηση των φορολογικών συντελεστών θα είχε δυσμενέστατες συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα. Θα πετύχαινε δηλαδή αποτελέσματα αντίθετα από τα επιθυμητά: συρρίκνωση αντί αύξησης των εσόδων.
Η προτεινόμενη επιτάχυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής ήδη από εφέτος, με περικοπή των δαπανών και εξορθολογισμό της λειτουργίας του δημόσιου τομέα θα εκπλήξει όντως θετικά τις αγορές και θα συμβάλει  στην ταχύτερη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Αυτό θα βοηθήσει να μειωθεί περαιτέρω το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, με αλυσιδωτές ευνοϊκές επιδράσεις στο κόστος δανεισμού των τραπεζών και κατ’ επέκταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να εισέλθει το συντομότερο δυνατόν σ’ ένα νέο ενάρετο κύκλο διαρκείας.
Σήμερα, η δημοσιονομική εξυγίανση είναι το πρώτο και σημαντικότερο όπλο για την ανάπτυξη. Αλλά μόνη της δεν αρκεί. Η απάντησή μας στην κρίση πρέπει να έχει δίδυμη στόχευση, όπως δίδυμες ήταν και οι αιτίες που μας οδήγησαν εδώ. Η δημοσιονομική εξυγίανση πρέπει δηλαδή να συνοδευθεί από μια συστηματική προσπάθεια για την ανάκτηση της απωλεσθείσας ανταγωνιστικότητας, με την επιδίωξη συγκεκριμένων ποσοτικών στόχων ετησίως. Στις παρούσες εξάλλου συνθήκες, το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας δεν μπορεί να βασιστεί στην κατανάλωση, ιδιωτική και δημόσια, όπως έγινε δυστυχώς στο παρελθόν. Πρέπει, αντίθετα, να στηριχθεί στις επενδύσεις και τις εξαγωγές. Η ελληνική οικονομία, από τις πιο εσωστρεφείς στην Ευρώπη, πρέπει τώρα να ενισχύσει την εξωστρέφειά της. Αυτό όμως θα είναι αδύνατο αν δεν υπάρξει ουσιαστική αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, με τολμηρές διαρθρωτικές αλλαγές. Στόχοι των αλλαγών αυτών πρέπει να είναι:
α. Ο αναπροσανατολισμός του παραγωγικού προτύπου με έμφαση σε δυο αλληλένδετα στοιχεία: πρώτον, τις επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα και, δεύτερον, τον εξαγωγικό προσανατολισμό.
β. Η ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών προϊόντων και εργασίας, ώστε αφενός η εξέλιξη στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος να υποστηρίζει τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας  και αφετέρου το κόστος αυτό να μη μεταφέρεται αδικαιολόγητα στις τελικές τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών.
γ. Η βελτίωση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ασκείται η επιχειρηματική δραστηριότητα με την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, την εξάλειψη της διαφθοράς και τον εκσυγχρονισμό των λειτουργιών της δημόσιας διοίκησης.
δ. Η ταχεία και αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων κοινοτικών πόρων του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς.
στ. Η προώθηση της καθαρής ή «πράσινης» ανάπτυξης και η αλλαγή του σημερινού προτύπου παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας.
ζ. Η αναβάθμιση της παιδείας και η ενθάρρυνση της καινοτομίας,  της έρευνας και της επιχειρηματικότητας.
* * *
Οι αλλαγές που απαιτούνται είναι εξαιρετικά επείγουσες. Τα μεγάλα προβλήματα που επί τόσα χρόνια διστάσαμε να αντιμετωπίσουμε βρίσκονται τώρα μπροστά μας. Γι’ αυτό είναι ιστορικές οι ευθύνες που οφείλουμε όλοι να αναλάβουμε μπροστά στη μεγάλη πρόκληση. Ο δρόμος για την έξοδο από την κρίση θα είναι μακρύς και δύσβατος. Θα χρειαστούν λοιπόν  περισσότερες και μεγαλύτερης διάρκειας προσπάθειες από όλους. Η πορεία των επόμενων χρόνων θα προσδιοριστεί σε μεγάλο βαθμό από το στόχο που θα επιλέξουμε και από την προσήλωσή μας σ’ αυτόν. Θέλουμε μια Ελλάδα εγκλωβισμένη σε μια ισορροπία χαμηλών δυνατοτήτων ή μια Ελλάδα σύγχρονη και δυναμική; Και επειδή ασφαλώς θέλουμε το δεύτερο, είναι βέβαιο ότι δεν μπορούμε πλέον να πορευθούμε με τις συνταγές του παρελθόντος, δηλαδή:
•    με μυωπική επιλογή του παρόντος εις βάρος του μέλλοντος,
•    με καταναλωτική συμπεριφορά, στα όρια του ευδαιμονισμού, που υπερβαίνει κατά πολύ  τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας,
•    με επιλεκτική και κατά το δοκούν εφαρμογή των θεσμών και των νόμων,
•    με μετάθεση των ευθυνών στους άλλους,
•    με άρνηση κάθε προσπάθειας για οικοδόμηση συναίνεσης,
•    με ιδεοληπτικές ερμηνείες της πραγματικότητας,
•    με την απαίτηση της διατήρησης κεκτημένων που αντιστρατεύονται το συμφέρον της κοινωνίας στο σύνολό της,
•    με κοντόφθαλμη επιδίωξη του εύκολου κέρδους στο βραχύτερο χρονικό διάστημα,
Όλα αυτά πρέπει να αλλάξουν, αν θέλουμε να ξεπεράσουμε την παρούσα βαθιά κρίση. Πρέπει τώρα να μετατοπίσουμε την έμφαση στο μέλλον και να πραγματοποιήσουμε με γρήγορο βηματισμό τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Η σημερινή κρίση δεν μοιάζει σε τίποτα με όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, τουλάχιστον στη μεταπολεμική μας ιστορία. Και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με λογικές άλλων εποχών. Η συνειδητοποίηση του μεγέθους των προβλημάτων από όλους μας θα συμβάλει στην οικοδόμηση της κοινωνικής συναίνεσης, που είναι αναγκαία στη δύσκολη πορεία που έχουμε μπροστά μας. Μια πορεία που θα στηρίξει τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας, διασφαλίζοντας έτσι την κοινωνική συνοχή.
Εδώ αναδεικνύεται ο σύνθετος ρόλος που αναλαμβάνει σήμερα η κυβέρνηση, η οποία καλείται, με επιμονή και αποτελεσματικότητα, να υπερβεί εμπόδια, να κάμψει αγκυλώσεις του παρελθόντος, να ανοίξει νέους δρόμους και να καταδείξει με πειστικότητα ότι το τελικό όφελος από τη μακρά προσπάθεια θα υπερβεί κατά πολύ το κόστος που καλούμεθα να καταβάλουμε στη διαδρομή.
Οι μέχρι σήμερα αποφάσεις της είναι ελπιδοφόρες, καθώς η οικονομική πολιτική στρέφεται σταδιακά προς αυτές τις κατευθύνσεις και επιχειρεί να χαράξει μια νέα πορεία. Στην πορεία αυτή θα πρέπει να έχει την υποστήριξη όλων.
Η διαδρομή θα είναι μακρά και επίπονη. Δεν υπάρχει όμως άλλη επιλογή. Έχουμε ιστορικό καθήκον να τη διανύσουμε έως το τέλος, επιστρατεύοντας δυνάμεις, ικανότητες και χαρίσματα που υπάρχουν σ’ αυτή τη χώρα και έχουν αναδειχθεί σε άλλες περιόδους κρίσης στο παρελθόν, με θαυμαστά αποτελέσματα.

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης