Το μεγάλο "μπλόκο" στο αμερικανικό πετρέλαιο και οι κρυφές διαδρομές της ενέργειας το 2025
Σημαντική απόκλιση μεταξύ πολιτικών δεσμεύσεων και πραγματικών εξελίξεων στην αγορά ενέργειας καταγράφεται το 2025 στις σχέσεις ΕΕ – ΗΠΑ, καθώς οι ευρωπαϊκές χώρες μείωσαν τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τις μεγαλόπνοες εξαγγελίες προηγούμενων ετών.
Οι συμφωνίες που είχαν ανακοινωθεί μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της κυβέρνησης των ΗΠΑ προέβλεπαν δραστική αύξηση των ευρωπαϊκών αγορών αμερικανικών υδρογονανθράκων, με συνολική αξία που θα μπορούσε να φθάσει έως και τα 750 δισ. δολάρια σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Ωστόσο, η πραγματική εικόνα του ενεργειακού εμπορίου δείχνει ότι οι αγορές κινούνται με διαφορετική λογική από τις πολιτικές διακηρύξεις.
Σύμφωνα με στοιχεία αναλυτικών εταιρειών και στατιστικά δεδομένα του κλάδου, κατά το τετράμηνο από Σεπτέμβριο έως Δεκέμβριο, οι χώρες της ΕΕ μείωσαν τις εισαγωγές πετρελαίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ κατά περίπου 7%.
Η εξέλιξη αυτή σημειώθηκε σε ένα περιβάλλον έντονης μεταβλητότητας των διεθνών τιμών ενέργειας και παράλληλης αναπροσαρμογής της ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής.
Οι αναλυτές της Kpler εκτιμούν ότι την εν λόγω περίοδο η ΕΕ εισήγαγε αμερικανικό πετρέλαιο και LNG αξίας περίπου 29,6 δισ. δολαρίων, ενώ σε ετήσια βάση οι συνολικές εισαγωγές ενέργειας από τις ΗΠΑ διαμορφώθηκαν στα 73,7 δισ. δολάρια.
Τα μεγέθη αυτά υπολείπονται αισθητά των στόχων που είχαν τεθεί στο πλαίσιο των διατλαντικών συμφωνιών και υποδηλώνουν επιβράδυνση της ενίσχυσης της αμερικανικής παρουσίας στην ευρωπαϊκή αγορά.
Περαιτέρω ασάφεια προσθέτουν τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τα οποία, από τον Ιανουάριο έως τον Νοέμβριο, οι αγορές ενεργειακών πρώτων υλών της ΕΕ από τις ΗΠΑ ανήλθαν σε 236 δισ. δολάρια.
Η απόκλιση σε σχέση με τις εκτιμήσεις των αναλυτών αποδίδεται σε διαφορετικές μεθοδολογίες υπολογισμού, στη συμπερίληψη μακροπρόθεσμων συμβολαίων και σε οικονομικές δεσμεύσεις που δεν μεταφράζονται άμεσα σε φυσικές παραδόσεις.
Πτωτική τάση
Ακόμη και λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους παράγοντες, η πτωτική τάση στις τρέχουσες αγορές παραμένει εμφανής.
Σύμφωνα με τη Eurostat, η συνολική αξία των εισαγωγών ενέργειας της ΕΕ το 2024 ανήλθε σε περίπου 370 δισ. ευρώ, εκ των οποίων οι προμήθειες από τις ΗΠΑ διαμορφώθηκαν στα 68 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 18% του συνόλου.
Παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν βασικός ενεργειακός προμηθευτής της Ευρώπης μετά τη δραστική μείωση των ρωσικών ροών, το 2025 κατέστη σαφές ότι η περαιτέρω αύξηση του μεριδίου τους προσκρούει σε αντικειμενικά όρια.
Κεντρικό ρόλο διαδραματίζει το υψηλό κόστος του αμερικανικού LNG σε σύγκριση με εναλλακτικές πηγές, σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος μεταφοράς και τους μακροπρόθεσμους εμπορικούς κινδύνους.
Την ίδια στιγμή, προμηθευτές από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική επιστρέφουν δυναμικά στην αγορά, προσφέροντας πιο ευέλικτους όρους και ανταγωνιστικότερες τιμές.
Παράλληλα, η σταδιακή μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου και πετρελαίου στην ΕΕ – εν μέρει λόγω αποβιομηχάνισης – περιορίζει τις δυνατότητες απορρόφησης νέων, μεγάλων ποσοτήτων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι δεσμεύσεις για αγορές εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων αποδεικνύονται δύσκολα υλοποιήσιμες, αναδεικνύοντας το χάσμα ανάμεσα στη γεωπολιτική ρητορική και τη σκληρή πραγματικότητα της αγοράς ενέργειας.
www.bankingnews.gr
Οι συμφωνίες που είχαν ανακοινωθεί μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της κυβέρνησης των ΗΠΑ προέβλεπαν δραστική αύξηση των ευρωπαϊκών αγορών αμερικανικών υδρογονανθράκων, με συνολική αξία που θα μπορούσε να φθάσει έως και τα 750 δισ. δολάρια σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Ωστόσο, η πραγματική εικόνα του ενεργειακού εμπορίου δείχνει ότι οι αγορές κινούνται με διαφορετική λογική από τις πολιτικές διακηρύξεις.
Σύμφωνα με στοιχεία αναλυτικών εταιρειών και στατιστικά δεδομένα του κλάδου, κατά το τετράμηνο από Σεπτέμβριο έως Δεκέμβριο, οι χώρες της ΕΕ μείωσαν τις εισαγωγές πετρελαίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ κατά περίπου 7%.
Η εξέλιξη αυτή σημειώθηκε σε ένα περιβάλλον έντονης μεταβλητότητας των διεθνών τιμών ενέργειας και παράλληλης αναπροσαρμογής της ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής.
Οι αναλυτές της Kpler εκτιμούν ότι την εν λόγω περίοδο η ΕΕ εισήγαγε αμερικανικό πετρέλαιο και LNG αξίας περίπου 29,6 δισ. δολαρίων, ενώ σε ετήσια βάση οι συνολικές εισαγωγές ενέργειας από τις ΗΠΑ διαμορφώθηκαν στα 73,7 δισ. δολάρια.
Τα μεγέθη αυτά υπολείπονται αισθητά των στόχων που είχαν τεθεί στο πλαίσιο των διατλαντικών συμφωνιών και υποδηλώνουν επιβράδυνση της ενίσχυσης της αμερικανικής παρουσίας στην ευρωπαϊκή αγορά.
Περαιτέρω ασάφεια προσθέτουν τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τα οποία, από τον Ιανουάριο έως τον Νοέμβριο, οι αγορές ενεργειακών πρώτων υλών της ΕΕ από τις ΗΠΑ ανήλθαν σε 236 δισ. δολάρια.
Η απόκλιση σε σχέση με τις εκτιμήσεις των αναλυτών αποδίδεται σε διαφορετικές μεθοδολογίες υπολογισμού, στη συμπερίληψη μακροπρόθεσμων συμβολαίων και σε οικονομικές δεσμεύσεις που δεν μεταφράζονται άμεσα σε φυσικές παραδόσεις.
Πτωτική τάση
Ακόμη και λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους παράγοντες, η πτωτική τάση στις τρέχουσες αγορές παραμένει εμφανής.
Σύμφωνα με τη Eurostat, η συνολική αξία των εισαγωγών ενέργειας της ΕΕ το 2024 ανήλθε σε περίπου 370 δισ. ευρώ, εκ των οποίων οι προμήθειες από τις ΗΠΑ διαμορφώθηκαν στα 68 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 18% του συνόλου.
Παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν βασικός ενεργειακός προμηθευτής της Ευρώπης μετά τη δραστική μείωση των ρωσικών ροών, το 2025 κατέστη σαφές ότι η περαιτέρω αύξηση του μεριδίου τους προσκρούει σε αντικειμενικά όρια.
Κεντρικό ρόλο διαδραματίζει το υψηλό κόστος του αμερικανικού LNG σε σύγκριση με εναλλακτικές πηγές, σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος μεταφοράς και τους μακροπρόθεσμους εμπορικούς κινδύνους.
Την ίδια στιγμή, προμηθευτές από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική επιστρέφουν δυναμικά στην αγορά, προσφέροντας πιο ευέλικτους όρους και ανταγωνιστικότερες τιμές.
Παράλληλα, η σταδιακή μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου και πετρελαίου στην ΕΕ – εν μέρει λόγω αποβιομηχάνισης – περιορίζει τις δυνατότητες απορρόφησης νέων, μεγάλων ποσοτήτων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι δεσμεύσεις για αγορές εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων αποδεικνύονται δύσκολα υλοποιήσιμες, αναδεικνύοντας το χάσμα ανάμεσα στη γεωπολιτική ρητορική και τη σκληρή πραγματικότητα της αγοράς ενέργειας.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών