Μια νέα φούσκα φαίνεται να διαμορφώνεται στις αγορές μετοχών: οι πιο ευμετάβλητες μετοχές εκτοξεύονται, οι επενδυτές παρασύρονται και η ιστορική εμπειρία του 1998-2000 προειδοποιεί για δραματικές εξελίξεις…
Σήμα κινδύνου για τις χρηματαγορές εκπέμπουν οι μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες του κόσμου…
Goldman Sachs, JPMorgan και Citi εκτιμούν πως στις μετοχές έχει δημιουργηθεί μια πρωτοφανής «φούσκα» που δεν πρέπει να αγνοηθεί… υπονοώντας –ούτε λίγο ούτε πολύ– πως έχει χαθεί η επαφή με τη λογική.
Η κατάσταση αυτή προκαλεί ανησυχία για τους επενδυτές, καθώς οι αποτιμήσεις απομακρύνονται από τα θεμελιώδη και η μεταβλητότητα απειλεί να επιστρέψει με ένταση.
Ειδικότερα, ο διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs, David Solomon, τόνισε ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει υπερβολική επενδυτική ευφορία αυτήν τη στιγμή, με τις αμερικανικές μετοχές να σπάνε συνεχώς ρεκόρ τους τελευταίους μήνες».
Προσέθεσε, βέβαια, ότι μεγάλο μέρος αυτής της ανόδου έχει τροφοδοτηθεί από σημαντικές επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη (AI), με αποτέλεσμα τη δημιουργία σημαντικού κεφαλαίου.
«Ωστόσο, ως μελετητές της ιστορίας, γνωρίζουμε ότι μετά από περιόδους ευφορίας γύρω από νέες τεχνολογίες, η ήρα θα ξεχωρίσει από στάρι: ορισμένες επιχειρήσεις θα ευδοκιμήσουν, ενώ άλλες θα αποτύχουν», σημείωσε.
Ο πρόεδρος της JPMorgan, Jamie Dimon, σχολίασε: «Υπάρχουν πολλά στοιχεία ενεργητικού που φαίνεται να εισέρχονται σε περιοχή φούσκας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν περιθώριο ακόμη 20%, αλλά αποτελεί ένα ακόμα λόγο ανησυχίας».
Η διευθύνουσα σύμβουλος της Citi, Jane Fraser, επεσήμανε ότι η παγκόσμια οικονομία έχει «αποδειχθεί πιο ανθεκτική από ό,τι πολλοί προέβλεπαν», εν μέρει χάρη στις επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη.
Ωστόσο, προειδοποίησε ότι «υπάρχουν περιοχές υπερτίμησης στην αγορά, οπότε ελπίζω η επενδυτική πειθαρχία να παραμείνει».
Main Street κερδίζει έδαφος, Wall Street αντιμετωπίζει προκλήσεις
Σημειωτέον, οι τελευταίες ανακοινώσεις αποτελεσμάτων των μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση: οι τράπεζες με ισχυρότερη παρουσία στη Main Street αποδεικνύονται πιο ανθεκτικές από τους παραδοσιακούς κολοσσούς της Wall Street.
Ως εκ τούτου, οι μετοχές της Goldman Sachs και της JPMorgan, πιο εκτεθειμένες στις χρηματαγορές, σημείωναν πτώση 3% και 1% αντίστοιχα, ενώ η Morgan Stanley κινήθηκε οριακά υψηλότερα κατά 0,4%.
Αντίθετα, η Wells Fargo, η Citi και η Bank of America, με μεγαλύτερη παρουσία στον καταναλωτικό τομέα, κατέγραφαν κέρδη 2,6%-5%, αναδεικνύοντας τη σταθερότητα των αμερικανικών καταναλωτών.
Η Goldman Sachs, παρά την αύξηση κερδών στο τρίμηνο κατά 37%, σε $4,1 δισ., ανακοίνωσε επιβράδυνση των προσλήψεων και μειώσεις προσωπικού, σε μια προσπάθεια περιορισμού του κόστους, σύμφωνα με τους David Solomon, John Waldron και Denis Coleman.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Jamie Dimon της JPMorgan προειδοποίησε για κινδύνους στον πιστωτικό τομέα, αναφερόμενος στις πρόσφατες καταρρεύσεις των First Brands Group και Tricolor Holdings, με την τράπεζα να καταγράφει ζημία $170 εκατ. από την έκθεσή της στη δεύτερη.
Ο Dimon χαρακτήρισε την έκθεση στη Tricolor «όχι την καλύτερη στιγμή της τράπεζας» και τόνισε ότι η τήρηση αυστηρής εποπτείας παραμένει βασική προτεραιότητα.
Οι μεγαλύτερες λιανικές τράπεζες της Αμερικής, όπως η JPMorgan, η Citi και η Wells Fargo, παρουσίασαν ισχυρά στοιχεία για τη χρηματοοικονομική υγεία των καταναλωτών, με βελτιωμένη πιστωτική συμπεριφορά και χαμηλούς δείκτες καθυστερήσεων.
Η Citi, υπό την ηγεσία της Jane Fraser, κατέγραψε άνοδο εσόδων 16% στο τρίτο τρίμηνο, με ισχυρή επίδοση στις αγορές και την επενδυτική τραπεζική, ενώ η Wells Fargo σημείωσε αύξηση των εσόδων της επενδυτικής τραπεζικής κατά 32%.
Η Goldman Sachs επωφελήθηκε από την επιστροφή των συγχωνεύσεων και εξαγορών (M&A), με έσοδα της επενδυτικής τραπεζικής να αυξάνονται κατά 43%, ενώ η JPMorgan κατέγραψε 12% άνοδο κερδών, με το τμήμα αγορών να ξεχωρίζει χάρη στη ζήτηση χρηματοδότησης.
Οι επιχειρήσεις trading των τραπεζών επωφελήθηκαν από την αυξημένη μεταβλητότητα και τις ευκαιρίες που δημιούργησαν οι αποφάσεις πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας.
Η BlackRock ανακοίνωσε ισχυρά αποτελέσματα με περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση να ξεπερνούν τα $13 τρισ., εδραιώνοντας τη θέση της ως η μεγαλύτερη διαχειρίστρια κεφαλαίων παγκοσμίως.
Η πρόσφατη εξαγορά της HPS Investment Partners για $12 δισ. ενισχύει περαιτέρω τη δυναμική της.
Συνολικά, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι ενώ η Wall Street αντιμετωπίζει προκλήσεις και ρίσκα υπερτίμησης, η Main Street παραμένει ισχυρή, με ανθεκτικούς καταναλωτές και σταθερές τράπεζες, στοιχεία που στηρίζουν την εμπιστοσύνη στην αμερικανική οικονομία.
Έρχεται κραχ τύπου 1999;
Οι αγορές μετοχών δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης που δεν έχουμε ξαναδεί εδώ και δεκαετίες.
Οι επενδυτές φαίνεται ότι έχουν χάσει κάθε επαφή με τη λογική, παρασύρονται από την απληστία και παραβλέπουν τους κινδύνους, όπως ακριβώς συνέβη πριν την κατάρρευση της φούσκας των dotcom το 1999.
Τα πιο ευμετάβλητα assets, από μετοχές τεχνολογίας μέχρι crypto και ETFs, εκτοξεύονται σε επίπεδα που δεν δικαιολογούνται από τα οικονομικά θεμελιώδη.
Η ιστορία προειδοποιεί: όταν η μουσική σταματήσει, οι απώλειες θα είναι δραματικές.
Οι επενδυτές πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο ενός κραχ που θα θυμίσει έντονα το 1999.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τον αναλυτή της Telegraph Tom Stevenson, μια μεγάλη σκιά πλανιόταν πάνω από τη φετινή συνεδρίαση της Federal Reserve.
Τον Σεπτέμβριο του 1998, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ πήρε ακόμη μια σημαντική απόφαση για τα επιτόκια, επίσης 16 χρόνια μετά από μια μακρά bull market.
Αποδείχθηκε ότι είχε μεγαλύτερες συνέπειες από ό,τι οι επενδυτές θα μπορούσαν να φανταστούν εκείνη την εποχή, πυροδοτώντας άθελά της μία από τις πιο δραματικές εκρήξεις της χρηματιστηριακής αγοράς.
Κάθε γενιά περίπου, οι επενδυτές χάνουν την επαφή με τη λογική τους. Καταλαμβάνονται από μια μανία.
Η απληστία υπερνικά τον φόβο μέχρι να σταματήσει η μουσική, και τα συναισθήματα ανατρέπονται δραματικά.
Για όποιον ζει μια τέτοια περίοδο, αυτό διαμορφώνει τη στάση του απέναντι στις επενδύσεις και, σε ακραίες περιπτώσεις όπως η Μεγάλη Ύφεση, ολόκληρη την κοσμοθεωρία του.
Για τους 40 άνω η πλέον κρίσιμη περίοδος στις αγορές ήταν η φούσκα και η κατάρρευση των dotcom.
Τότε γίναμε μάρτυρες συμπεριφορικών υπερβολών και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Αυτό μας έκανε υπερευαίσθητους σε σημάδια τόσο παράλογης ευφορίας όσο και ακραίας απαισιοδοξίας – καθώς και στην επίδραση των αποφάσεων των κεντρικών τραπεζών στο επενδυτικό συναίσθημα.
Εκείνη την εποχή δεν καταφέραμε να διαβάσουμε τα σημάδια. Αλλά στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ήμασταν καλύτερα προετοιμασμένοι.
Η προ 25ετίας εμπειρία εγκυμονεί έναν κίνδυνο – ότι, με την παραμικρή ένδειξη υπεραισιοδοξίας στις αγορές, μπορεί να ζήσουμε ξανά ένα 1999.

Υπενθυμίζεται πως τον Σεπτέμβριο του 1998 η Federal Reserve μείωσε τα επιτόκια παρά το γεγονός ότι η ανεργία στις ΗΠΑ ήταν χαμηλή, στο 4,5%, και παρά τους φόβους για αυξανόμενο πληθωρισμό.
Μείωσε περαιτέρω τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο πριν αλλάξει πορεία το 1999, καθώς η οικονομία των ΗΠΑ ενισχύθηκε και η χρηματιστηριακή αγορά εκτινάχθηκε σκορπίζοντας κύματα κερδοσκοπίας σε μετοχές σχετικές με το διαδίκτυο.
Οι μειώσεις έγιναν σε απάντηση σε μια αναδυόμενη κρίση νομισμάτων και στην κατάρρευση ενός γιγάντιου hedge fund, της Long Term Capital Management.
Ο παράγων «Greenspan»
Ο Alan Greenspan, πρόεδρος της Federal Reserve εκείνη την εποχή, δικαιολόγησε τις αποφάσεις πολιτικής λέγοντας: «Δεν είναι αξιόπιστο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να παραμείνουν μια όαση ευημερίας ανεπηρέαστη από έναν κόσμο που αντιμετωπίζει σημαντικά αυξημένη πίεση».
Ο Greenspan είχε λάβει επαίνους για τις ενέργειές του εκείνη την περίοδο. Τον χαρακτήρισαν «μαέστρο» και του πιστώθηκε η «αποτροπή μιας χρηματοοικονομικής καταστροφής».
Μια εναλλακτική ανάγνωση των γεγονότων είναι ότι υπερενέργησε σε μια τυπική περίοδο αναταραχής στις αγορές, πρόσθεσε καύσιμα σε μια ήδη φλεγόμενη επενδυτική φωτιά και πυροδότησε μια 18μηνη εκτίναξη των αγορών που κατέληξε άσχημα τον Μάρτιο του 2000, με την κατάρρευση της φούσκας των dotcoms.
Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να δει κανείς παραλληλισμούς μεταξύ του 1998 και σήμερα.

Η νομισματική κρίση και η κατάρρευση της LTCM είχαν προκαλέσει μια ταχεία διόρθωση 15% στην αγορά μετά από τρία χρόνια έντονης ανόδου των μετοχών.
Η διόρθωση αυτή ήταν παρόμοια με την αναταραχή που συνόδευσε την εισαγωγή δασμών τον Απρίλιο φέτος.
Η ανάκαμψη των αγορών τότε τροφοδοτήθηκε από τους επενδυτές που αγόραζαν στο αφήγημα περί ενός «νέου παραδείγματος» – τότε το διαδίκτυο, σήμερα AI και crypto.
Η Fed μείωσε τα επιτόκια όταν τα οικονομικά θεμελιώδη στοιχεία έδειχναν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Κάτι ακόμη σημαντικό συνέβη κάτω από την επιφάνεια των αγορών το 1998 και το 1999, που αντηχεί ανησυχητικά και σήμερα.
Τότε, όπως και τώρα, υπήρξε μετατόπιση από μια ευρέως βασισμένη ανοδική αγορά, που στηριζόταν σε λογικές μετρήσεις αποτίμησης, προς μια κερδοσκοπική αγορά όπου οι πιο ευμετάβλητες μετοχές – συχνά μη κερδοφόρες εταιρείες – ηγούνταν της ανόδου.
Η ανοδική αγορά που ηγήθηκαν οι «Magnificent Seven» το 2023-24 ήταν, όπως και η προκάτοχός της το 1995-98, δικαιολογημένη από υπερέχουσα ανάπτυξη κερδών.
Οι αποτιμήσεις, αν και υψηλές, δεν ήταν ποτέ υπερβολικές.
Η σημερινή αγορά φαίνεται σαν τα πρώτα στάδια της ευφορίας των τέλους της δεκαετίας του ’90.
Ένας απλός τρόπος να μετρήσει κανείς την αλλαγή στη διάθεση της αγοράς που συνέβη τον Απρίλιο φέτος είναι να συγκρίνει την απόδοση τριών ETFs – ενός που παρακολουθεί την αγορά συνολικά, ενός που παρακολουθεί τις πιο ευμετάβλητες μετοχές και ενός που παρακολουθεί τις πιο αμυντικές.
Αν είχατε επενδύσει 100 ευρώ στον S&P 500 την εβδομάδα μετά την αποκάλυψη των δασμών από τον Donald Trump, σήμερα θα είχατε περίπου 130 ευρώ.
Πρόκειται για αξιοσημείωτη απόδοση σε μόλις πέντε μήνες.
Πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι τα ίδια 100 ευρώ στο Invesco S&P 500 High Beta ETF (οι πιο ευμετάβλητες μετοχές) θα άξιζαν 160 ευρώ, ενώ στο Invesco S&P 500 Low Volatility ETF (οι αμυντικές μετοχές) θα είχαν ανέβει μόνο σε 107 ευρώ.

Εξετάζοντας πιο προσεκτικά τις μετοχές που τραβούν την προσοχή των κερδοσκόπων, το σημείο γίνεται ακόμη πιο εμφανές: 100 δολ. που επενδύθηκαν τον Απρίλιο στην Coinbase, μια πλατφόρμα ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων, αξίζουν σήμερα 215 δολ.
Το ίδιο ποσό στη Roblox, μια μεγάλη αλλά μη κερδοφόρα πλατφόρμα gaming, έχει φτάσει τα 270 ευρώ.
Οι μετοχές της Robinhood, μιας πλατφόρμας επενδύσεων δημοφιλούς στους day traders, έχουν τριπλασιαστεί σε αξία από την άνοιξη.
Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε στις πρώτες μέρες του τελικού, σταδίου μιας bull market που τρέχει εδώ και 16 χρόνια, όχι πολύ πίσω από τον 18χρονο ανοδικό κύκλο που τελείωσε το 2000.
www.bankingnews.gr
Goldman Sachs, JPMorgan και Citi εκτιμούν πως στις μετοχές έχει δημιουργηθεί μια πρωτοφανής «φούσκα» που δεν πρέπει να αγνοηθεί… υπονοώντας –ούτε λίγο ούτε πολύ– πως έχει χαθεί η επαφή με τη λογική.
Η κατάσταση αυτή προκαλεί ανησυχία για τους επενδυτές, καθώς οι αποτιμήσεις απομακρύνονται από τα θεμελιώδη και η μεταβλητότητα απειλεί να επιστρέψει με ένταση.
Ειδικότερα, ο διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs, David Solomon, τόνισε ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει υπερβολική επενδυτική ευφορία αυτήν τη στιγμή, με τις αμερικανικές μετοχές να σπάνε συνεχώς ρεκόρ τους τελευταίους μήνες».
Προσέθεσε, βέβαια, ότι μεγάλο μέρος αυτής της ανόδου έχει τροφοδοτηθεί από σημαντικές επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη (AI), με αποτέλεσμα τη δημιουργία σημαντικού κεφαλαίου.
«Ωστόσο, ως μελετητές της ιστορίας, γνωρίζουμε ότι μετά από περιόδους ευφορίας γύρω από νέες τεχνολογίες, η ήρα θα ξεχωρίσει από στάρι: ορισμένες επιχειρήσεις θα ευδοκιμήσουν, ενώ άλλες θα αποτύχουν», σημείωσε.
Ο πρόεδρος της JPMorgan, Jamie Dimon, σχολίασε: «Υπάρχουν πολλά στοιχεία ενεργητικού που φαίνεται να εισέρχονται σε περιοχή φούσκας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν περιθώριο ακόμη 20%, αλλά αποτελεί ένα ακόμα λόγο ανησυχίας».
Η διευθύνουσα σύμβουλος της Citi, Jane Fraser, επεσήμανε ότι η παγκόσμια οικονομία έχει «αποδειχθεί πιο ανθεκτική από ό,τι πολλοί προέβλεπαν», εν μέρει χάρη στις επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη.
Ωστόσο, προειδοποίησε ότι «υπάρχουν περιοχές υπερτίμησης στην αγορά, οπότε ελπίζω η επενδυτική πειθαρχία να παραμείνει».
Main Street κερδίζει έδαφος, Wall Street αντιμετωπίζει προκλήσεις
Σημειωτέον, οι τελευταίες ανακοινώσεις αποτελεσμάτων των μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση: οι τράπεζες με ισχυρότερη παρουσία στη Main Street αποδεικνύονται πιο ανθεκτικές από τους παραδοσιακούς κολοσσούς της Wall Street.
Ως εκ τούτου, οι μετοχές της Goldman Sachs και της JPMorgan, πιο εκτεθειμένες στις χρηματαγορές, σημείωναν πτώση 3% και 1% αντίστοιχα, ενώ η Morgan Stanley κινήθηκε οριακά υψηλότερα κατά 0,4%.
Αντίθετα, η Wells Fargo, η Citi και η Bank of America, με μεγαλύτερη παρουσία στον καταναλωτικό τομέα, κατέγραφαν κέρδη 2,6%-5%, αναδεικνύοντας τη σταθερότητα των αμερικανικών καταναλωτών.
Η Goldman Sachs, παρά την αύξηση κερδών στο τρίμηνο κατά 37%, σε $4,1 δισ., ανακοίνωσε επιβράδυνση των προσλήψεων και μειώσεις προσωπικού, σε μια προσπάθεια περιορισμού του κόστους, σύμφωνα με τους David Solomon, John Waldron και Denis Coleman.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Jamie Dimon της JPMorgan προειδοποίησε για κινδύνους στον πιστωτικό τομέα, αναφερόμενος στις πρόσφατες καταρρεύσεις των First Brands Group και Tricolor Holdings, με την τράπεζα να καταγράφει ζημία $170 εκατ. από την έκθεσή της στη δεύτερη.
Ο Dimon χαρακτήρισε την έκθεση στη Tricolor «όχι την καλύτερη στιγμή της τράπεζας» και τόνισε ότι η τήρηση αυστηρής εποπτείας παραμένει βασική προτεραιότητα.
Οι μεγαλύτερες λιανικές τράπεζες της Αμερικής, όπως η JPMorgan, η Citi και η Wells Fargo, παρουσίασαν ισχυρά στοιχεία για τη χρηματοοικονομική υγεία των καταναλωτών, με βελτιωμένη πιστωτική συμπεριφορά και χαμηλούς δείκτες καθυστερήσεων.
Η Citi, υπό την ηγεσία της Jane Fraser, κατέγραψε άνοδο εσόδων 16% στο τρίτο τρίμηνο, με ισχυρή επίδοση στις αγορές και την επενδυτική τραπεζική, ενώ η Wells Fargo σημείωσε αύξηση των εσόδων της επενδυτικής τραπεζικής κατά 32%.
Η Goldman Sachs επωφελήθηκε από την επιστροφή των συγχωνεύσεων και εξαγορών (M&A), με έσοδα της επενδυτικής τραπεζικής να αυξάνονται κατά 43%, ενώ η JPMorgan κατέγραψε 12% άνοδο κερδών, με το τμήμα αγορών να ξεχωρίζει χάρη στη ζήτηση χρηματοδότησης.
Οι επιχειρήσεις trading των τραπεζών επωφελήθηκαν από την αυξημένη μεταβλητότητα και τις ευκαιρίες που δημιούργησαν οι αποφάσεις πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας.
Η BlackRock ανακοίνωσε ισχυρά αποτελέσματα με περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση να ξεπερνούν τα $13 τρισ., εδραιώνοντας τη θέση της ως η μεγαλύτερη διαχειρίστρια κεφαλαίων παγκοσμίως.
Η πρόσφατη εξαγορά της HPS Investment Partners για $12 δισ. ενισχύει περαιτέρω τη δυναμική της.
Συνολικά, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι ενώ η Wall Street αντιμετωπίζει προκλήσεις και ρίσκα υπερτίμησης, η Main Street παραμένει ισχυρή, με ανθεκτικούς καταναλωτές και σταθερές τράπεζες, στοιχεία που στηρίζουν την εμπιστοσύνη στην αμερικανική οικονομία.
Έρχεται κραχ τύπου 1999;
Οι αγορές μετοχών δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης που δεν έχουμε ξαναδεί εδώ και δεκαετίες.
Οι επενδυτές φαίνεται ότι έχουν χάσει κάθε επαφή με τη λογική, παρασύρονται από την απληστία και παραβλέπουν τους κινδύνους, όπως ακριβώς συνέβη πριν την κατάρρευση της φούσκας των dotcom το 1999.
Τα πιο ευμετάβλητα assets, από μετοχές τεχνολογίας μέχρι crypto και ETFs, εκτοξεύονται σε επίπεδα που δεν δικαιολογούνται από τα οικονομικά θεμελιώδη.
Η ιστορία προειδοποιεί: όταν η μουσική σταματήσει, οι απώλειες θα είναι δραματικές.
Οι επενδυτές πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο ενός κραχ που θα θυμίσει έντονα το 1999.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον αναλυτή της Telegraph Tom Stevenson, μια μεγάλη σκιά πλανιόταν πάνω από τη φετινή συνεδρίαση της Federal Reserve.
Τον Σεπτέμβριο του 1998, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ πήρε ακόμη μια σημαντική απόφαση για τα επιτόκια, επίσης 16 χρόνια μετά από μια μακρά bull market.
Αποδείχθηκε ότι είχε μεγαλύτερες συνέπειες από ό,τι οι επενδυτές θα μπορούσαν να φανταστούν εκείνη την εποχή, πυροδοτώντας άθελά της μία από τις πιο δραματικές εκρήξεις της χρηματιστηριακής αγοράς.
Κάθε γενιά περίπου, οι επενδυτές χάνουν την επαφή με τη λογική τους. Καταλαμβάνονται από μια μανία.
Η απληστία υπερνικά τον φόβο μέχρι να σταματήσει η μουσική, και τα συναισθήματα ανατρέπονται δραματικά.
Για όποιον ζει μια τέτοια περίοδο, αυτό διαμορφώνει τη στάση του απέναντι στις επενδύσεις και, σε ακραίες περιπτώσεις όπως η Μεγάλη Ύφεση, ολόκληρη την κοσμοθεωρία του.
Για τους 40 άνω η πλέον κρίσιμη περίοδος στις αγορές ήταν η φούσκα και η κατάρρευση των dotcom.
Τότε γίναμε μάρτυρες συμπεριφορικών υπερβολών και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Αυτό μας έκανε υπερευαίσθητους σε σημάδια τόσο παράλογης ευφορίας όσο και ακραίας απαισιοδοξίας – καθώς και στην επίδραση των αποφάσεων των κεντρικών τραπεζών στο επενδυτικό συναίσθημα.
Εκείνη την εποχή δεν καταφέραμε να διαβάσουμε τα σημάδια. Αλλά στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ήμασταν καλύτερα προετοιμασμένοι.
Η προ 25ετίας εμπειρία εγκυμονεί έναν κίνδυνο – ότι, με την παραμικρή ένδειξη υπεραισιοδοξίας στις αγορές, μπορεί να ζήσουμε ξανά ένα 1999.
Υπενθυμίζεται πως τον Σεπτέμβριο του 1998 η Federal Reserve μείωσε τα επιτόκια παρά το γεγονός ότι η ανεργία στις ΗΠΑ ήταν χαμηλή, στο 4,5%, και παρά τους φόβους για αυξανόμενο πληθωρισμό.
Μείωσε περαιτέρω τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο πριν αλλάξει πορεία το 1999, καθώς η οικονομία των ΗΠΑ ενισχύθηκε και η χρηματιστηριακή αγορά εκτινάχθηκε σκορπίζοντας κύματα κερδοσκοπίας σε μετοχές σχετικές με το διαδίκτυο.
Οι μειώσεις έγιναν σε απάντηση σε μια αναδυόμενη κρίση νομισμάτων και στην κατάρρευση ενός γιγάντιου hedge fund, της Long Term Capital Management.
Ο παράγων «Greenspan»
Ο Alan Greenspan, πρόεδρος της Federal Reserve εκείνη την εποχή, δικαιολόγησε τις αποφάσεις πολιτικής λέγοντας: «Δεν είναι αξιόπιστο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να παραμείνουν μια όαση ευημερίας ανεπηρέαστη από έναν κόσμο που αντιμετωπίζει σημαντικά αυξημένη πίεση».
Ο Greenspan είχε λάβει επαίνους για τις ενέργειές του εκείνη την περίοδο. Τον χαρακτήρισαν «μαέστρο» και του πιστώθηκε η «αποτροπή μιας χρηματοοικονομικής καταστροφής».
Μια εναλλακτική ανάγνωση των γεγονότων είναι ότι υπερενέργησε σε μια τυπική περίοδο αναταραχής στις αγορές, πρόσθεσε καύσιμα σε μια ήδη φλεγόμενη επενδυτική φωτιά και πυροδότησε μια 18μηνη εκτίναξη των αγορών που κατέληξε άσχημα τον Μάρτιο του 2000, με την κατάρρευση της φούσκας των dotcoms.
Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να δει κανείς παραλληλισμούς μεταξύ του 1998 και σήμερα.
Η νομισματική κρίση και η κατάρρευση της LTCM είχαν προκαλέσει μια ταχεία διόρθωση 15% στην αγορά μετά από τρία χρόνια έντονης ανόδου των μετοχών.
Η διόρθωση αυτή ήταν παρόμοια με την αναταραχή που συνόδευσε την εισαγωγή δασμών τον Απρίλιο φέτος.
Η ανάκαμψη των αγορών τότε τροφοδοτήθηκε από τους επενδυτές που αγόραζαν στο αφήγημα περί ενός «νέου παραδείγματος» – τότε το διαδίκτυο, σήμερα AI και crypto.
Η Fed μείωσε τα επιτόκια όταν τα οικονομικά θεμελιώδη στοιχεία έδειχναν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Κάτι ακόμη σημαντικό συνέβη κάτω από την επιφάνεια των αγορών το 1998 και το 1999, που αντηχεί ανησυχητικά και σήμερα.
Τότε, όπως και τώρα, υπήρξε μετατόπιση από μια ευρέως βασισμένη ανοδική αγορά, που στηριζόταν σε λογικές μετρήσεις αποτίμησης, προς μια κερδοσκοπική αγορά όπου οι πιο ευμετάβλητες μετοχές – συχνά μη κερδοφόρες εταιρείες – ηγούνταν της ανόδου.
Η ανοδική αγορά που ηγήθηκαν οι «Magnificent Seven» το 2023-24 ήταν, όπως και η προκάτοχός της το 1995-98, δικαιολογημένη από υπερέχουσα ανάπτυξη κερδών.
Οι αποτιμήσεις, αν και υψηλές, δεν ήταν ποτέ υπερβολικές.
Η σημερινή αγορά φαίνεται σαν τα πρώτα στάδια της ευφορίας των τέλους της δεκαετίας του ’90.
Ένας απλός τρόπος να μετρήσει κανείς την αλλαγή στη διάθεση της αγοράς που συνέβη τον Απρίλιο φέτος είναι να συγκρίνει την απόδοση τριών ETFs – ενός που παρακολουθεί την αγορά συνολικά, ενός που παρακολουθεί τις πιο ευμετάβλητες μετοχές και ενός που παρακολουθεί τις πιο αμυντικές.
Αν είχατε επενδύσει 100 ευρώ στον S&P 500 την εβδομάδα μετά την αποκάλυψη των δασμών από τον Donald Trump, σήμερα θα είχατε περίπου 130 ευρώ.
Πρόκειται για αξιοσημείωτη απόδοση σε μόλις πέντε μήνες.
Πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι τα ίδια 100 ευρώ στο Invesco S&P 500 High Beta ETF (οι πιο ευμετάβλητες μετοχές) θα άξιζαν 160 ευρώ, ενώ στο Invesco S&P 500 Low Volatility ETF (οι αμυντικές μετοχές) θα είχαν ανέβει μόνο σε 107 ευρώ.
Εξετάζοντας πιο προσεκτικά τις μετοχές που τραβούν την προσοχή των κερδοσκόπων, το σημείο γίνεται ακόμη πιο εμφανές: 100 δολ. που επενδύθηκαν τον Απρίλιο στην Coinbase, μια πλατφόρμα ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων, αξίζουν σήμερα 215 δολ.
Το ίδιο ποσό στη Roblox, μια μεγάλη αλλά μη κερδοφόρα πλατφόρμα gaming, έχει φτάσει τα 270 ευρώ.
Οι μετοχές της Robinhood, μιας πλατφόρμας επενδύσεων δημοφιλούς στους day traders, έχουν τριπλασιαστεί σε αξία από την άνοιξη.
Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε στις πρώτες μέρες του τελικού, σταδίου μιας bull market που τρέχει εδώ και 16 χρόνια, όχι πολύ πίσω από τον 18χρονο ανοδικό κύκλο που τελείωσε το 2000.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών