Η αποχαρακτηρισμένη πλέον διπλωματική αλληλογραφία από εκείνη την περίοδο φέρνει στο φως ένα λιγότερο γνωστό κεφάλαιο της μεταψυχροπολεμικής ιστορίας
Καθώς η σύγκρουση στην Ουκρανία πλησιάζει στη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων και οι εντάσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο των τελευταίων δεκαετιών, μια ιστορική ερώτηση επιστρέφει επίμονα στο προσκήνιο: Τι θα είχε συμβεί αν η Ρωσία είχε ενταχθεί στο NATO τη δεκαετία του 1990;
Η αποχαρακτηρισμένη πλέον διπλωματική αλληλογραφία από εκείνη την περίοδο φέρνει στο φως ένα λιγότερο γνωστό κεφάλαιο της μεταψυχροπολεμικής ιστορίας: την πρόταση του τότε Αμερικανού προέδρου Bill Clinton για ενδεχόμενη ένταξη της Ρωσίας στο NATO και την κάθετη άρνηση αρκετών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων – με πρώτη τη Γερμανία.
Πρόκειται για μια χαμένη ευκαιρία που, όπως υποστηρίζουν πλέον πολλοί αναλυτές, ίσως να είχε αποτρέψει τη σημερινή σύγκρουση στην Ουκρανία και την επαναφορά του Ψυχρού Πολέμου σε νέα, πιο επικίνδυνη μορφή.
Το όραμα της δεκαετίας του '90 - Ρωσία και NATO στην ίδια συμμαχία;
Λίγα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την επανένωση της Γερμανίας, η διεθνής κοινότητα βρέθηκε σε μια μοναδική συγκυρία.
Οι δύο πρώην αντίπαλοι του Ψυχρού Πολέμου – ΗΠΑ και Ρωσία – φαινόταν να συγκλίνουν περισσότερο από ποτέ.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα συνεργασίας, ο Clinton το 1994 φέρεται να είπε στον Ρώσο ομόλογό του, Boris Yeltsin: «Ποτέ δεν απέκλεισα την ιδέα ένταξης της Ρωσίας στο NATO. Όταν μιλάμε για διεύρυνση, εννοούμε ένταξη, όχι αποκλεισμό.
Θέλω να χτίσουμε μια ενιαία, αδιαίρετη και ολοκληρωμένη Ευρώπη».
Αν η Ρωσία γινόταν μέλος της Συμμαχίας εκείνη την εποχή, τότε το NATO θα είχε υπό τη σκέπη του το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο – με εξαίρεση αυτό της Κίνας.
Ίσως, επίσης, δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη για διεύρυνση προς ανατολάς και για τη μετέπειτα αντιπαράθεση στην Ουκρανία.
Όμως η πραγματικότητα εξελίχθηκε διαφορετικά.

Η ευρωπαϊκή άρνηση και η σιωπηλή απόρριψη
Παρά το άνοιγμα των ΗΠΑ, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις – κυρίως η Γερμανία – αντιτάχθηκαν σθεναρά στην προοπτική ένταξης της Ρωσίας.
Σύμφωνα με έγγραφα που αποκάλυψε το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, η ένταξη της Ρωσίας θεωρήθηκε «αδύνατη» λόγω του φόβου ότι θα προκαλούσε παράλυση εντός του NATO, ειδικά σε περιπτώσεις όπου η Ρωσία θα ζητούσε εφαρμογή του Άρθρου 5 – για παράδειγμα, σε ενδεχόμενη σύγκρουση με την Κίνα.
Το Βερολίνο απέφυγε να ανακοινώσει επίσημα την αντίθεσή του, όμως το 1994 διέταξε τις διπλωματικές αποστολές του να δηλώνουν διακριτικά ότι «η Ρωσία, όπως και η Ουκρανία και η Λευκορωσία, δεν μπορούν να γίνουν μέλη ούτε του NATO ούτε της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης».
Λίγα χρόνια αργότερα, το NATO άρχισε να επεκτείνεται, προσκαλώντας πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Το 1999 εντάχθηκαν η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχία.
Το 2004 ακολούθησαν άλλες επτά χώρες, μεταξύ των οποίων και τρία πρώην σοβιετικά κράτη: Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία.
Η Ρωσία έμεινε εκτός.
Και το ρήγμα μεγάλωνε.
Η Ευρώπη ήθελε την περιθωριοποίηση της Ρωσίας
Ο αποκλεισμός της Ρωσίας από το NATO δεν έγινε σε συνθήκες διαφάνειας ή με σαφείς όρους.
Αντίθετα, διαμορφώθηκε ως ένα σιωπηρό status quo, στο οποίο η Ρωσία έπρεπε να αποδεχθεί την περιθωριοποίησή της από το ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας – την ίδια στιγμή που το NATO «μετακόμιζε» όλο και πιο κοντά στα σύνορά της.
Η Δύση μπορεί να θεωρούσε ότι επρόκειτο για μια ειρηνική και αμυντική διεύρυνση, αλλά η Μόσχα έβλεπε κάτι διαφορετικό: μια σταδιακή περικύκλωση, μια απειλή για την εθνική της ασφάλεια, και κυρίως, έναν θεμελιώδη αποκλεισμό από τη διαμόρφωση του μέλλοντος της Ευρώπης.
Η ρητορική του Putin περί «εξαπάτησης της Ρωσίας» και «μη τήρησης υποσχέσεων περί μη διεύρυνσης του NATO» βασίζεται σε αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, είτε η Δύση το αποδέχεται είτε όχι.
Το αφήγημα αυτό χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα για να δικαιολογήσει την αλλαγή στρατηγικής της Ρωσίας από το 2007 και μετά – αρχικά στη Γεωργία, και έπειτα, πιο ξεκάθαρα, στην Κριμαία το 2014 και στην Ουκρανία το 2022.
Μια μεταψυχροπολεμική ισορροπία που δεν υπήρξε ποτέ
Η ιστορία της Ρωσίας και του NATO δείχνει ότι η λεγόμενη «νέα τάξη πραγμάτων» της δεκαετίας του ’90 ποτέ δεν επιχειρούσε ποτέ με σκοπό την ενσωμάτωση.
Αντί για μια Ευρώπη χωρίς σύνορα και αντιπαλότητες, δημιουργήθηκαν νέες ζώνες επιρροής, νέες διαχωριστικές γραμμές και, κυρίως, νέα πεδία αντιπαράθεσης.
Το NATO εξελίχθηκε σε έναν αποκλειστικό θεσμό ασφαλείας, και όχι σε έναν ανοικτό, μεταβατικό μηχανισμό συνεργασίας.
Η Ρωσία, αντί να γίνει εταίρος, μετατράπηκε σε «πρόβλημα» προς διαχείριση – μια στάση που προκάλεσε τη ριζοσπαστικοποίηση της ρωσικής πολιτικής.

Από τη χαμένη ευκαιρία στο αδιέξοδο
Το 2025, η ιδέα ένταξης της Ρωσίας στο NATO φαντάζει πλέον ουτοπική.
Η συμμαχία έχει ενισχυθεί με νέα μέλη όπως η Φινλανδία και η Σουηδία, ενώ η Ρωσία έχει εδραιώσει τη θέση της ως εχθρική δύναμη με στρατηγικό απομονωτισμό και επιθετικό δόγμα.
Η Ουκρανία βρίσκεται στο επίκεντρο ενός πολέμου φθοράς, όπου το αρχικό αίτημα της Ρωσίας – «ουδετερότητα και μη ένταξη στο NATO» – έχει γίνει το βασικό σημείο διαπραγμάτευσης.
Οι γεωπολιτικοί αναλυτές συμφωνούν πως πλέον δεν πρόκειται απλώς για ένα εδαφικό ή πολιτικό ζήτημα, αλλά για το αποτέλεσμα μιας διαχρονικής αποτυχίας ένταξης της Ρωσίας σε ένα κοινό ευρωπαϊκό μέλλον.

Το πιο κρίσιμο στρατηγικό λάθος
Η ιστορία δεν είναι γραμμική. Όμως η αποτυχία των ηγεσιών της δεκαετίας του '90 να ενσωματώσουν τη Ρωσία σε ένα κοινό σύστημα ασφάλειας, ενδέχεται να αποδειχθεί η πιο κρίσιμη στρατηγική παράλειψη της μεταψυχροπολεμικής εποχής.
Το ερώτημα που τίθεται σήμερα δεν είναι απλώς τι θα μπορούσε να είχε γίνει διαφορετικά, αλλά εάν υπάρχει ακόμα περιθώριο για επανεκκίνηση – ή αν ο κόσμος έχει ήδη εισέλθει σε μια νέα, πιο επικίνδυνη εποχή διπολισμού.
Το σίγουρο είναι πως όσο το NATO παραμένει κλειστό σε κάθε έννοια ρωσικής συμμετοχής, και όσο η Ρωσία επιμένει στην απονομιμοποίηση της συμμαχίας, η Ευρώπη δεν μπορεί να γνωρίσει ούτε σταθερότητα ούτε ειρήνη.
www.bankingnews.gr
Η αποχαρακτηρισμένη πλέον διπλωματική αλληλογραφία από εκείνη την περίοδο φέρνει στο φως ένα λιγότερο γνωστό κεφάλαιο της μεταψυχροπολεμικής ιστορίας: την πρόταση του τότε Αμερικανού προέδρου Bill Clinton για ενδεχόμενη ένταξη της Ρωσίας στο NATO και την κάθετη άρνηση αρκετών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων – με πρώτη τη Γερμανία.
Πρόκειται για μια χαμένη ευκαιρία που, όπως υποστηρίζουν πλέον πολλοί αναλυτές, ίσως να είχε αποτρέψει τη σημερινή σύγκρουση στην Ουκρανία και την επαναφορά του Ψυχρού Πολέμου σε νέα, πιο επικίνδυνη μορφή.
Το όραμα της δεκαετίας του '90 - Ρωσία και NATO στην ίδια συμμαχία;
Λίγα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την επανένωση της Γερμανίας, η διεθνής κοινότητα βρέθηκε σε μια μοναδική συγκυρία.
Οι δύο πρώην αντίπαλοι του Ψυχρού Πολέμου – ΗΠΑ και Ρωσία – φαινόταν να συγκλίνουν περισσότερο από ποτέ.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα συνεργασίας, ο Clinton το 1994 φέρεται να είπε στον Ρώσο ομόλογό του, Boris Yeltsin: «Ποτέ δεν απέκλεισα την ιδέα ένταξης της Ρωσίας στο NATO. Όταν μιλάμε για διεύρυνση, εννοούμε ένταξη, όχι αποκλεισμό.
Θέλω να χτίσουμε μια ενιαία, αδιαίρετη και ολοκληρωμένη Ευρώπη».
Αν η Ρωσία γινόταν μέλος της Συμμαχίας εκείνη την εποχή, τότε το NATO θα είχε υπό τη σκέπη του το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο – με εξαίρεση αυτό της Κίνας.
Ίσως, επίσης, δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη για διεύρυνση προς ανατολάς και για τη μετέπειτα αντιπαράθεση στην Ουκρανία.
Όμως η πραγματικότητα εξελίχθηκε διαφορετικά.

Η ευρωπαϊκή άρνηση και η σιωπηλή απόρριψη
Παρά το άνοιγμα των ΗΠΑ, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις – κυρίως η Γερμανία – αντιτάχθηκαν σθεναρά στην προοπτική ένταξης της Ρωσίας.
Σύμφωνα με έγγραφα που αποκάλυψε το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, η ένταξη της Ρωσίας θεωρήθηκε «αδύνατη» λόγω του φόβου ότι θα προκαλούσε παράλυση εντός του NATO, ειδικά σε περιπτώσεις όπου η Ρωσία θα ζητούσε εφαρμογή του Άρθρου 5 – για παράδειγμα, σε ενδεχόμενη σύγκρουση με την Κίνα.
Το Βερολίνο απέφυγε να ανακοινώσει επίσημα την αντίθεσή του, όμως το 1994 διέταξε τις διπλωματικές αποστολές του να δηλώνουν διακριτικά ότι «η Ρωσία, όπως και η Ουκρανία και η Λευκορωσία, δεν μπορούν να γίνουν μέλη ούτε του NATO ούτε της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης».
Λίγα χρόνια αργότερα, το NATO άρχισε να επεκτείνεται, προσκαλώντας πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Το 1999 εντάχθηκαν η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχία.
Το 2004 ακολούθησαν άλλες επτά χώρες, μεταξύ των οποίων και τρία πρώην σοβιετικά κράτη: Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία.
Η Ρωσία έμεινε εκτός.
Και το ρήγμα μεγάλωνε.
Η Ευρώπη ήθελε την περιθωριοποίηση της Ρωσίας
Ο αποκλεισμός της Ρωσίας από το NATO δεν έγινε σε συνθήκες διαφάνειας ή με σαφείς όρους.
Αντίθετα, διαμορφώθηκε ως ένα σιωπηρό status quo, στο οποίο η Ρωσία έπρεπε να αποδεχθεί την περιθωριοποίησή της από το ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας – την ίδια στιγμή που το NATO «μετακόμιζε» όλο και πιο κοντά στα σύνορά της.
Η Δύση μπορεί να θεωρούσε ότι επρόκειτο για μια ειρηνική και αμυντική διεύρυνση, αλλά η Μόσχα έβλεπε κάτι διαφορετικό: μια σταδιακή περικύκλωση, μια απειλή για την εθνική της ασφάλεια, και κυρίως, έναν θεμελιώδη αποκλεισμό από τη διαμόρφωση του μέλλοντος της Ευρώπης.
Η ρητορική του Putin περί «εξαπάτησης της Ρωσίας» και «μη τήρησης υποσχέσεων περί μη διεύρυνσης του NATO» βασίζεται σε αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, είτε η Δύση το αποδέχεται είτε όχι.
Το αφήγημα αυτό χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα για να δικαιολογήσει την αλλαγή στρατηγικής της Ρωσίας από το 2007 και μετά – αρχικά στη Γεωργία, και έπειτα, πιο ξεκάθαρα, στην Κριμαία το 2014 και στην Ουκρανία το 2022.
Μια μεταψυχροπολεμική ισορροπία που δεν υπήρξε ποτέ
Η ιστορία της Ρωσίας και του NATO δείχνει ότι η λεγόμενη «νέα τάξη πραγμάτων» της δεκαετίας του ’90 ποτέ δεν επιχειρούσε ποτέ με σκοπό την ενσωμάτωση.
Αντί για μια Ευρώπη χωρίς σύνορα και αντιπαλότητες, δημιουργήθηκαν νέες ζώνες επιρροής, νέες διαχωριστικές γραμμές και, κυρίως, νέα πεδία αντιπαράθεσης.
Το NATO εξελίχθηκε σε έναν αποκλειστικό θεσμό ασφαλείας, και όχι σε έναν ανοικτό, μεταβατικό μηχανισμό συνεργασίας.
Η Ρωσία, αντί να γίνει εταίρος, μετατράπηκε σε «πρόβλημα» προς διαχείριση – μια στάση που προκάλεσε τη ριζοσπαστικοποίηση της ρωσικής πολιτικής.

Από τη χαμένη ευκαιρία στο αδιέξοδο
Το 2025, η ιδέα ένταξης της Ρωσίας στο NATO φαντάζει πλέον ουτοπική.
Η συμμαχία έχει ενισχυθεί με νέα μέλη όπως η Φινλανδία και η Σουηδία, ενώ η Ρωσία έχει εδραιώσει τη θέση της ως εχθρική δύναμη με στρατηγικό απομονωτισμό και επιθετικό δόγμα.
Η Ουκρανία βρίσκεται στο επίκεντρο ενός πολέμου φθοράς, όπου το αρχικό αίτημα της Ρωσίας – «ουδετερότητα και μη ένταξη στο NATO» – έχει γίνει το βασικό σημείο διαπραγμάτευσης.
Οι γεωπολιτικοί αναλυτές συμφωνούν πως πλέον δεν πρόκειται απλώς για ένα εδαφικό ή πολιτικό ζήτημα, αλλά για το αποτέλεσμα μιας διαχρονικής αποτυχίας ένταξης της Ρωσίας σε ένα κοινό ευρωπαϊκό μέλλον.
Το πιο κρίσιμο στρατηγικό λάθος
Η ιστορία δεν είναι γραμμική. Όμως η αποτυχία των ηγεσιών της δεκαετίας του '90 να ενσωματώσουν τη Ρωσία σε ένα κοινό σύστημα ασφάλειας, ενδέχεται να αποδειχθεί η πιο κρίσιμη στρατηγική παράλειψη της μεταψυχροπολεμικής εποχής.
Το ερώτημα που τίθεται σήμερα δεν είναι απλώς τι θα μπορούσε να είχε γίνει διαφορετικά, αλλά εάν υπάρχει ακόμα περιθώριο για επανεκκίνηση – ή αν ο κόσμος έχει ήδη εισέλθει σε μια νέα, πιο επικίνδυνη εποχή διπολισμού.
Το σίγουρο είναι πως όσο το NATO παραμένει κλειστό σε κάθε έννοια ρωσικής συμμετοχής, και όσο η Ρωσία επιμένει στην απονομιμοποίηση της συμμαχίας, η Ευρώπη δεν μπορεί να γνωρίσει ούτε σταθερότητα ούτε ειρήνη.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών