Μεγάλη ανησυχία για την επίπτωση στις διεθνείς πωλήσεις
Η Intel προειδοποιεί ότι η πρόσφατη συμφωνία της με την κυβέρνηση Trump, βάσει της οποίας το αμερικανικό δημόσιο αποκτά ποσοστό 10% στην εταιρεία, μπορεί να ενέχει «ουσιαστικούς κινδύνους».
Σύμφωνα με την κατάθεση που υπέβαλε στην SEC, η εταιρεία θεωρεί πιθανό να προκύψουν «αρνητικές αντιδράσεις» όχι μόνο από επενδυτές, αλλά και από εργαζόμενους, πελάτες, προμηθευτές, ξένες κυβερνήσεις και ανταγωνιστές. Κρίσιμο σημείο ανησυχίας είναι οι διεθνείς δραστηριότητες της Intel, οι οποίες αντιστοιχούν στο 76% του ετήσιου τζίρου της για το 2024, δηλαδή 53,1 δισ. δολάρια, ποσό μειωμένο κατά 2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Η στενότερη σύνδεση με την κυβέρνηση Trump καθιστά την εταιρεία πιο εκτεθειμένη στις μεταβαλλόμενες εμπορικές και δασμολογικές πολιτικές.
Η Intel τονίζει επίσης ότι η πολιτική αστάθεια στην Ουάσιγκτον ενδέχεται να φρενάρει ή ακόμα και να ακυρώσει τη συμφωνία, δημιουργώντας αβεβαιότητα για υφιστάμενους και νέους μετόχους. Βάσει της συμφωνίας, το Υπουργείο Εμπορίου αποκτά έως 433,3 εκατομμύρια μετοχές, γεγονός που αποδυναμώνει τη θέση των υφιστάμενων μετόχων.
Η χρηματοδότηση της συμφωνίας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε πόρους που είχαν ήδη δοθεί στην Intel μέσω του προγράμματος CHIPS της κυβέρνησης Biden, το οποίο παρείχε γενναίες επιδοτήσεις στον κλάδο των ημιαγωγών και των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής.
Συνολικά, η εταιρεία έχει λάβει 11,1 δισ. δολάρια από ομοσπονδιακές ενισχύσεις.
Παρά τα σημεία προβληματισμού, ο Trump χαρακτήρισε τη συμφωνία «μεγάλη νίκη για την Αμερική», επισημαίνοντας ότι η παραγωγή προηγμένων μικροτσίπ είναι «ζωτικής σημασίας για το μέλλον της χώρας».
Η μετοχή της Intel είχε ήδη ενισχυθεί κατά περίπου 25% τον Αύγουστο, καθώς η αγορά προεξοφλούσε το κλείσιμο του deal.
Ωστόσο, το πλαίσιο της συμφωνίας περιλαμβάνει πρωτοφανείς όρους εταιρικής διακυβέρνησης: η κυβέρνηση έχει δικαίωμα ψήφου στο διοικητικό συμβούλιο της Intel. Η ίδια η εταιρεία σημειώνει στην κατάθεσή της ότι η συμμετοχή του Δημοσίου «περιορίζει τα δικαιώματα ψήφου των μετόχων και μπορεί να εμποδίσει μελλοντικές συναλλαγές προς όφελος τους».
Παράλληλα, αναφέρεται ότι το Υπουργείο Εμπορίου μπορεί να χρησιμοποιήσει την ψήφο του ώστε να μπλοκάρει κινήσεις που θα απειλούσαν την ισχύ της συμφωνίας ή τη συμμετοχή του Δημοσίου στην Intel.
Η εταιρεία παραδέχεται επίσης ότι δεν έχει ολοκληρώσει πλήρη αξιολόγηση όλων των «φορολογικών, χρηματοοικονομικών και λογιστικών συνεπειών» της συμφωνίας.
Η χρονική συγκυρία θεωρείται κρίσιμη: το 2024 αποδείχθηκε δύσκολη χρονιά, με υποχώρηση εσόδων, πτώση της μετοχής και αυξανόμενο ανταγωνισμό στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Στα τέλη Δεκεμβρίου αποχώρησε ο CEO Pat Gelsinger, με τον Lip-Bu Tan να αναλαμβάνει τα ηνία τον Μάρτιο του 2025.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με την κατάθεση που υπέβαλε στην SEC, η εταιρεία θεωρεί πιθανό να προκύψουν «αρνητικές αντιδράσεις» όχι μόνο από επενδυτές, αλλά και από εργαζόμενους, πελάτες, προμηθευτές, ξένες κυβερνήσεις και ανταγωνιστές. Κρίσιμο σημείο ανησυχίας είναι οι διεθνείς δραστηριότητες της Intel, οι οποίες αντιστοιχούν στο 76% του ετήσιου τζίρου της για το 2024, δηλαδή 53,1 δισ. δολάρια, ποσό μειωμένο κατά 2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Η στενότερη σύνδεση με την κυβέρνηση Trump καθιστά την εταιρεία πιο εκτεθειμένη στις μεταβαλλόμενες εμπορικές και δασμολογικές πολιτικές.
Η Intel τονίζει επίσης ότι η πολιτική αστάθεια στην Ουάσιγκτον ενδέχεται να φρενάρει ή ακόμα και να ακυρώσει τη συμφωνία, δημιουργώντας αβεβαιότητα για υφιστάμενους και νέους μετόχους. Βάσει της συμφωνίας, το Υπουργείο Εμπορίου αποκτά έως 433,3 εκατομμύρια μετοχές, γεγονός που αποδυναμώνει τη θέση των υφιστάμενων μετόχων.
Η χρηματοδότηση της συμφωνίας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε πόρους που είχαν ήδη δοθεί στην Intel μέσω του προγράμματος CHIPS της κυβέρνησης Biden, το οποίο παρείχε γενναίες επιδοτήσεις στον κλάδο των ημιαγωγών και των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής.
Συνολικά, η εταιρεία έχει λάβει 11,1 δισ. δολάρια από ομοσπονδιακές ενισχύσεις.
Παρά τα σημεία προβληματισμού, ο Trump χαρακτήρισε τη συμφωνία «μεγάλη νίκη για την Αμερική», επισημαίνοντας ότι η παραγωγή προηγμένων μικροτσίπ είναι «ζωτικής σημασίας για το μέλλον της χώρας».
Η μετοχή της Intel είχε ήδη ενισχυθεί κατά περίπου 25% τον Αύγουστο, καθώς η αγορά προεξοφλούσε το κλείσιμο του deal.
Ωστόσο, το πλαίσιο της συμφωνίας περιλαμβάνει πρωτοφανείς όρους εταιρικής διακυβέρνησης: η κυβέρνηση έχει δικαίωμα ψήφου στο διοικητικό συμβούλιο της Intel. Η ίδια η εταιρεία σημειώνει στην κατάθεσή της ότι η συμμετοχή του Δημοσίου «περιορίζει τα δικαιώματα ψήφου των μετόχων και μπορεί να εμποδίσει μελλοντικές συναλλαγές προς όφελος τους».
Παράλληλα, αναφέρεται ότι το Υπουργείο Εμπορίου μπορεί να χρησιμοποιήσει την ψήφο του ώστε να μπλοκάρει κινήσεις που θα απειλούσαν την ισχύ της συμφωνίας ή τη συμμετοχή του Δημοσίου στην Intel.
Η εταιρεία παραδέχεται επίσης ότι δεν έχει ολοκληρώσει πλήρη αξιολόγηση όλων των «φορολογικών, χρηματοοικονομικών και λογιστικών συνεπειών» της συμφωνίας.
Η χρονική συγκυρία θεωρείται κρίσιμη: το 2024 αποδείχθηκε δύσκολη χρονιά, με υποχώρηση εσόδων, πτώση της μετοχής και αυξανόμενο ανταγωνισμό στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Στα τέλη Δεκεμβρίου αποχώρησε ο CEO Pat Gelsinger, με τον Lip-Bu Tan να αναλαμβάνει τα ηνία τον Μάρτιο του 2025.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών