Η Τουρκία σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, για άλλη μία φορα…
Ο Tarkan Ozbundak νιώθει εξαντλημένος. Για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κέρδιζε καλά χρήματα στο Μεγάλο Παζάρι της Κωνσταντινούπολης.
Σήμερα, όμως, καθισμένος μπροστά από τη βιτρίνα του καταστήματός του με εκλεκτά κεραμικά Iznik, διαμαρτύρεται ότι η δουλειά πηγαίνει «χάλια».
«Όλοι δυσκολεύονται», λέει ο 55χρονος, δείχνοντας προς τα υπόλοιπα μαγαζιά που πλαισιώνουν τις θολωτές στοές του παζαριού, ηλικίας άνω των 500 ετών. «Μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις βγάζουν χρήματα πλέον».
Ωστόσο, ούτε οι μεγάλες επιχειρήσεις της Τουρκίας τα πάνε καλύτερα.
Σχεδόν το ένα τρίτο των 500 μεγαλύτερων επιχειρηματικών ομίλων της χώρας κατέγραψε λειτουργικές ζημίες πέρυσι, σύμφωνα με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Κωνσταντινούπολης.
Η ανεργία αυξάνεται παντού, ενώ οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων πληθαίνουν.
Ολόκληροι κλάδοι αισθάνονται όλο και μεγαλύτερη πίεση, και ακόμη και επαγγελματίες ψυχικής υγείας έχουν αρχίσει να χάνουν την αισιοδοξία τους.
«Σκέφτομαι να μεταναστεύσω», δηλώνει η Gulsume Oguz, κλινική ψυχολόγος.
«Οι πελάτες μου, κυρίως εργαζόμενοι γραφείου, δεν αντέχουν πια οικονομικά τις τακτικές συνεδρίες και εγώ δεν μπορώ να πληρώσω το ενοίκιό μου».
Το συμπέρασμα είναι σαφές: η οικονομία της Τουρκίας, που κάποτε θεωρείτο υποψήφια να επαναλάβει το «θαύμα» της Νότιας Κορέας, έχει βαλτώσει.
Ο άμεσος λόγος είναι ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης που εφαρμόστηκε πριν από περίπου δύο χρόνια από τον υπουργό Οικονομικών Mehmet Simsek, πρώην τραπεζίτη της Merrill Lynch.
Αποστολή του ήταν να απομακρύνει την οικονομία των 1,3 τρισ. δολαρίων της Τουρκίας από τον κίνδυνο υπερπληθωρισμού και κρίσης ισοζυγίου πληρωμών, αποτέλεσμα κυρίως των πολιτικών υπερανάπτυξης και των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων που προωθούσε προηγουμένως ο Πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan.
Μόλις τον Φεβρουάριο, η νέα αυτή στρατηγική έμοιαζε να αποδίδει. Ακόμη και ο Erdogan φαινόταν πλήρως δεσμευμένος στη συνταγή των εξαιρετικά υψηλών επιτοκίων και του περιορισμού των κρατικών δαπανών, παρά το πολιτικό κόστος που συνεπαγόταν αυτό για τη δημοτικότητά του.
Ο πληθωρισμός είχε σχεδόν υποχωρήσει στο μισό, από το 75% που βρισκόταν έναν χρόνο νωρίτερα, στο 40%.
Παρότι το ποσοστό παρέμενε πολύ υψηλό, η μείωση επέτρεψε στην κεντρική τράπεζα να ξεκινήσει σταδιακές μειώσεις επιτοκίων.
Παράλληλα, η διεθνής θέση του Erdogan ενισχυόταν.
Δεχόταν φιλοφρονήσεις από τον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ Donald Trump, ενώ η Ευρώπη τον προσέγγιζε λόγω της στρατιωτικής ισχύος της Τουρκίας, η οποία διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ, λειτουργώντας ως ανάχωμα απέναντι στον ρωσικό επεκτατισμό και τις αναταράξεις στη Μέση Ανατολή.
Όμως η εσωτερική πολιτική ανατράπηκε.
Στις 19 Μαρτίου, η σύλληψη του σημαντικότερου πολιτικού αντιπάλου του Erdogan, του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης και προεδρικού υποψηφίου της αντιπολίτευσης Ekrem Imamoglu, με κατηγορίες για διαφθορά, πυροδότησε μαζικές διαδηλώσεις και πανικό στις αγορές.
Η κεντρική τράπεζα αναγκάστηκε να αυξήσει και πάλι τα επιτόκια και να κάψει πολύτιμα συναλλαγματικά αποθέματα για να συγκρατήσει το νόμισμα.
Η χώρα παλεύει σήμερα με τις συνέπειες εκείνης της κρίσης.
Ξένες επιχειρήσεις επανεξετάζουν τα επενδυτικά τους πλάνα, οι επενδυτές αποχωρούν και τα σκληρά μέτρα που απαιτούνται για τη σταθεροποίηση των αγορών και την τιθάσευση του πληθωρισμού —με τα εμπορικά επιτόκια δανεισμού να αγγίζουν ιστορικό υψηλό 60%— επιβραδύνουν την οικονομική ανάκαμψη και παρατείνουν την κρίση κόστους διαβίωσης στην Τουρκία.
Ο 12ήμερος πόλεμος του Ισραήλ κατά του Ιράν, που πυροδότησε φόβους για μαζική εισροή προσφύγων μέσω της Τουρκίας, υπήρξε η πιο πρόσφατη υπενθύμιση της αστάθειας στην περιοχή.
Η οικονομική στασιμότητα της Τουρκίας έχει διαβρώσει τη λαϊκή στήριξη του Erdogan, απειλώντας τόσο τα σχέδιά του να παραμείνει στην εξουσία, όσο και τις γεωπολιτικές του φιλοδοξίες και τις συνεχιζόμενες ειρηνευτικές συνομιλίες με τους Κούρδους αντάρτες που πολεμούν το τουρκικό κράτος επί δεκαετίες.
Σύμφωνα με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις, ο Erdogan θα έχανε ξεκάθαρα από τον Imamoglu αν οι εκλογές —που είναι προγραμματισμένες για το 2028— διεξάγονταν αύριο.
Η σκληρή συγκυρία έχει τροφοδοτήσει περιοδικά φήμες ότι ο Erdogan ίσως εγκαταλείψει το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και ενδεχομένως αποπέμψει τον Simsek και τον νέο διοικητή της κεντρικής τράπεζας, Fatih Karahan, πρώην οικονομολόγο της Federal Reserve Bank of New York. Αν συνέβαινε αυτό, η τουρκική αγορά θα κατέρρεε, προειδοποιούν οικονομολόγοι.
«Πολλοί θεωρούν ότι η εσωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Πιστεύουν απλώς ότι ο Erdogan πάντα κερδίζει, η αντιπολίτευση χάνει και στο μεταξύ συμβαίνουν πολλά περίπλοκα πράγματα», λέει ο Selim Koru, αναλυτής του think tank Tepav με έδρα την Άγκυρα και συγγραφέας του βιβλίου “Yeni Turkiye ve Asiri Sag” («Η Νέα Τουρκία και η Άκρα Δεξιά»).
«Αν όμως βλέπεις τα πράγματα έτσι, κάποια στιγμή θα σε πιάσουν απροετοίμαστο».
Ήταν τον Σεπτέμβριο του 2023 όταν ο Erdogan ανακοίνωσε τη ρήξη της κυβέρνησής του με τις ανορθόδοξες οικονομικές πολιτικές που στήριζε επί χρόνια.
Ο 71χρονος ισχυρός άνδρας της χώρας, που παλαιότερα χαρακτήριζε τα επιτόκια «τη μάνα και τον πατέρα κάθε κακού», δήλωσε ότι «με τη βοήθεια της αυστηρής νομισματικής πολιτικής, θα μειώσουμε ξανά τον πληθωρισμό σε μονοψήφιο ποσοστό».
Ήταν μια καθυστερημένη στροφή προς την οικονομική ορθοδοξία από τον Erdogan, έναν ευσεβή μουσουλμάνο, του οποίου οι οικονομικές αντιλήψεις έχουν τις ρίζες τους στη δεκαετία του 1970, όταν η Τουρκία ήταν μια κλειστή οικονομία.
Τότε, η κυρίαρχη άποψη ήταν πως ο πληθωρισμός αντιμετωπίζεται αυξάνοντας την προσφορά αγαθών μέσω επενδύσεων που χρηματοδοτούνται με φθηνό δανεισμό.

Erdoganomics
Για πολλά χρόνια, τα «Erdoganomics» έφερναν αποτελέσματα.
Σύμφωνα με τους Financial Times, τα πραγματικά επιτόκια —δηλαδή τα επιτόκια της κεντρικής τράπεζας μειωμένα κατά τον πληθωρισμό— ήταν αρνητικά στα 13 από τα 22 χρόνια της διακυβέρνησης Erdogan.
Αυτό συνέβαλε στην ανάπτυξη, στην αύξηση των εισοδημάτων και στην άνθηση της οικοδομικής δραστηριότητας.
Ταυτόχρονα όμως έθεσε τα θεμέλια για την τρέχουσα οικονομική κρίση.
Στα τέλη του 2022, τα πραγματικά επιτόκια είχαν βυθιστεί στο -75%.
Μέχρι τα μέσα του 2023, η οικονομία υπερθερμαινόταν, τροφοδοτούμενη από γενναίες κρατικές δαπάνες μετά τον καταστροφικό σεισμό και την προεκλογική δημοσιονομική χαλαρότητα.
Ο πληθωρισμός έτρεχε με ρυθμό 60%, η λίρα κατέρρεε, και η Τουρκία εμφάνιζε έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών κοντά στο 6% του ΑΕΠ, ενώ τα καθαρά συναλλαγματικά αποθέματα βρίσκονταν σε αρνητικό έδαφος, γύρω στα -60 δισ. δολάρια.
Στα προβλήματα προστέθηκε και μια τεράστια νομισματική παγίδα: περίπου 140 δισ. δολάρια σε καταθέσεις σε λίρες που είχαν κρατική εγγύηση έναντι υποτίμησης.
Το πρόγραμμα, γνωστό ως KKM, υποτίθεται ότι θα προστάτευε το νόμισμα, αλλά δημιουργούσε παράλληλα τεράστιες υποχρεώσεις για το κράτος, που έφτασαν τα 100 δισ. δολάρια —περίπου το 10% του ΑΕΠ— το 2023.
Η επίλυση αυτού του γόρδιου δεσμού παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για τον Simsek και την ομάδα του.
Πετρελαϊκά κοιτάσματα
Πέρα από τα παραπάνω, η Τουρκία αντιμετωπίζει αυξανόμενο οικονομικό και γεωπολιτικό κόστος λόγω της διακοπής λειτουργίας του πετρελαιαγωγού Κιρκούκ-Τζεϊχάν, ενός βασικού ενεργειακού διαδρόμου που συνδέει τα πετρελαϊκά κοιτάσματα του βορείου Ιράκ με τη Μεσόγειο.
Ο αγωγός παραμένει κλειστός εδώ και περισσότερο από δύο χρόνια.
Οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες και πρόσφατες έρευνες υποδεικνύουν ότι η παρατεταμένη παύση δεν οφείλεται σε διπλωματικά αδιέξοδα ή νομικές διαμάχες, αλλά συνδέεται και με καταγγελίες περί διαφθοράς από υποθέσεις από τις οποίες φέρεται να ωφελήθηκε ο στενός κύκλος του προέδρου Recep Tayyip Erdogan.
Η λειτουργία του αγωγού μήκους 1.000 χιλιομέτρων, ο οποίος διαχειρίζεται από κοινού η τουρκική κρατική εταιρεία αγωγών BOTAŞ και η ιρακινή Κρατική Οργάνωση Εμπορίας Πετρελαίου (SOMO), ανεστάλη τον Μάρτιο του 2023, έπειτα από απόφαση του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου.
Το διαιτητικό δικαστήριο έκρινε ότι η Άγκυρα παραβίασε τη διμερή συμφωνία του 1973, επιτρέποντας παράνομα στην Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν να εξάγει αργό πετρέλαιο ανεξάρτητα μέσω του τερματικού σταθμού στο Τζεϊχάν, παρακάμπτοντας τη Βαγδάτη.

Το δικαστήριο επιδίκασε στο Ιράκ αποζημίωση περίπου 1,5 δισεκατομμυρίου δολαρίων, την οποία η Τουρκία αναγκάστηκε να πληρώσει.
Παρά τις επανειλημμένες δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργού Ενέργειας Alparslan Bayraktar, ότι ο αγωγός είναι τεχνικά έτοιμος να επαναλειτουργήσει, δεν έχει σημειωθεί καμία ουσιαστική πρόοδος επί του πεδίου.
Η πολυδιαφημισμένη επίσκεψη του Προέδρου Erdogan στη Βαγδάτη το 2024 δεν οδήγησε σε κάποια σημαντική εξέλιξη.
Παρά τη δημοσιότητα, δεν υπογράφηκε καμία συμφωνία για την επανεκκίνηση του αγωγού.
Οι αναλυτές θεώρησαν την επίσκεψη προσπάθεια αποκατάστασης των τεταμένων ενεργειακών σχέσεων, αλλά κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ανέδειξε τη μειωμένη επιρροή της Τουρκίας στην περιοχή.
Σύμφωνα με την Επιτροπή Κρατικών Οικονομικών Επιχειρήσεων της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, η συνεχιζόμενη αναστολή προκαλεί σοβαρές οικονομικές ζημιές.
Η BOTAŞ συνεχίζει να επιβαρύνεται με μηνιαία κόστη που εκτιμώνται στα 25 εκατομμύρια δολάρια για εγγυημένη ροή και συντήρηση, παρότι δεν έχει μεταφερθεί ούτε σταγόνα πετρελαίου από τις αρχές του 2023.
Βουλευτές άσκησαν κριτική στην κυβέρνηση Erdogan για τον κακό χειρισμό της διαιτητικής διαδικασίας και την αποτυχία να ακολουθήσει προληπτική διπλωματία ώστε να αποφύγει ή να μετριάσει την καταδικαστική απόφαση.
Ωστόσο, το κλείσιμο του αγωγού δεν οφείλεται μόνο σε νομικά λάθη ή γραφειοκρατική αδράνεια.

Έρευνα του Nordic Monitor το 2024 αποκάλυψε ότι η αρχική συμφωνία που επέτρεπε τις εξαγωγές κουρδικού πετρελαίου μέσω του Τζεϊχάν ωφέλησε οικονομικά άτομα και εταιρείες συνδεδεμένες με την οικογένεια Erdogan.
Η έρευνα παρουσίασε έγγραφα που δείχνουν ότι οι πληρωμές για το κουρδικό αργό πετρέλαιο διοχετεύονταν μέσω υπεράκτιων μεσαζόντων, μεταξύ των οποίων ενεργειακές εταιρείες με αδιαφανή ιδιοκτησιακή δομή, συνδεδεμένες με το διευρυμένο δίκτυο του προέδρου.
Παρότι το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο διέταξε αργότερα την Τουρκία να αποζημιώσει το Ιράκ για αυτές τις μη εξουσιοδοτημένες εξαγωγές, το Nordic Monitor ανέφερε ότι το σχέδιο αυτό απέφερε σημαντικά ιδιωτικά κέρδη για τους συνεργάτες του Erdogan επί σειρά ετών.
Πηγές που επικαλείται η έρευνα δήλωσαν ότι τα οικονομικά οφέλη κατέστησαν πολιτικά δύσκολη την πλήρη επίλυση της διαμάχης, ακόμη και μετά την απόφαση του δικαστηρίου.
Αυτό εγείρει το ενδεχόμενο ότι η απροθυμία της Τουρκίας να ασκήσει πίεση για την επανέναρξη λειτουργίας του αγωγού δεν σχετίζεται μόνο με διπλωματικές εντάσεις, αλλά και με την ανάγκη προστασίας προσωπικών οικονομικών συμφερόντων.
Αυτοί οι ισχυρισμοί έχουν τροφοδοτήσει τον σκεπτικισμό μεταξύ των Τούρκων βουλευτών.
Στην πιο πρόσφατη συνεδρίαση της Επιτροπής Κρατικών Οικονομικών Επιχειρήσεων στις 24 Ιουνίου 2025, βουλευτές της αντιπολίτευσης υπέβαλαν ερωτήσεις προς στελέχη της BOTAŞ και του υπουργείου Ενέργειας σχετικά με το γιατί ο αγωγός παραμένει κλειστός, παρά τους ισχυρισμούς ότι οι τεχνικές επισκευές έχουν ολοκληρωθεί.
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο αυτός ο αγωγός να μην λειτουργεί», δήλωσε ένας βουλευτής.
«Χάνουμε χρήματα κάθε μέρα και παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει διαφάνεια, καμία λύση και καμία λογοδοσία. Ποιος ωφελείται πραγματικά από αυτή την καθυστέρηση;»
Ο βουλευτής του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) Deniz Yavuzilmaz είπε στην κοινοβουλευτική επιτροπή ότι η αναστολή της ροής αργού πετρελαίου έχει κοστίσει στην Τουρκία τουλάχιστον 400 εκατομμύρια δολάρια, περίπου 15 δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες, σε τέλη διαμετακόμισης.
Ο Yavuzilmaz έθεσε επίσης το ερώτημα αν η κυβέρνηση κρατά σκόπιμα τον αγωγό κλειστό, προκειμένου να αντισταθμίσει τη χρηματική ποινή 1,5 δισεκατομμυρίου δολαρίων που επιβλήθηκε από το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC).

«Είναι το σχέδιο να παραμείνει ο αγωγός κλειστός για χρόνια, ώστε οι απώλειες από τα απλήρωτα τέλη διαμετακόμισης να ισοφαρίσουν τις αποζημιώσεις που οφείλουμε;» αναρωτήθηκε.
Ζήτησε επίσης πλήρη απολογισμό των κερδών που φέρεται να απέσπασε η Τουρκία διευκολύνοντας τις εξαγωγές πετρελαίου από την Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν χωρίς τη συγκατάθεση της Βαγδάτης.
«Ποιος επωφελήθηκε από αυτό; Κέρδισε το τουρκικό κράτος ή ενεπλάκησαν ιδιωτικές εταιρείες; Πόσα κέρδισαν;
Όλη αυτή η διαδικασία παραμένει μια μαύρη τρύπα — αδιαφανής και χωρίς λογοδοσία» δήλωσε ο Yavuzilmaz.
Περιπλέκοντας την κατάσταση είναι η άλυτη διαμάχη μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης του Ιράκ στη Βαγδάτη και της Περιφερειακής Κυβέρνησης του Κουρδιστάν στο Ερμπίλ.
Η Βαγδάτη επιμένει ότι όλες οι εξαγωγές αργού πετρελαίου πρέπει να διενεργούνται μέσω της SOMO, τερματίζοντας ουσιαστικά τη δεκαετή ανεξάρτητη στρατηγική εξαγωγών της κουρδικής κυβέρνησης.
Η νομική απόφαση της Χάγης ενίσχυσε τη θέση της Βαγδάτης και αύξησε την πίεση προς την Τουρκία να σταματήσει τις κουρδικές εξαγωγές — πίεση που η Τουρκία αποδέχθηκε τελικά, αν και με απροθυμία.
Την ίδια ώρα, το Ιράκ αναζητά εναλλακτικές διαδρομές εξαγωγών για να μειώσει την εξάρτησή του από το τουρκικό έδαφος.
Τους τελευταίους μήνες, η Βαγδάτη έχει επανεκκινήσει τις συζητήσεις για τον αγωγό Κιρκούκ-Μπανιγιάς, έναν παλιό διάδρομο διαμετακόμισης που θα μετέφερε αργό πετρέλαιο προς τις ακτές της Μεσογείου στη Συρία.
Ο αγωγός αυτός, που κατασκευάστηκε αρχικά τη δεκαετία του 1950 αλλά τέθηκε εκτός λειτουργίας λόγω πολέμου και εγκατάλειψης, θα παρείχε άμεση πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές, παρακάμπτοντας πλήρως το Τζεϊχάν.
Ιρακινοί αξιωματούχοι έχουν πραγματοποιήσει συνομιλίες με τους Σύρους ομολόγους τους και, σύμφωνα με πληροφορίες, βρίσκονται σε εξέλιξη μηχανικές μελέτες.
Εφόσον ολοκληρωθεί, ο νέος αγωγός θα μπορούσε να μεταφέρει πάνω από 300.000 βαρέλια την ημέρα, μειώνοντας σημαντικά τον ρόλο της Τουρκίας στην περιφερειακή ενεργειακή εφοδιαστική αλυσίδα.
www.bankingnews.gr
Σήμερα, όμως, καθισμένος μπροστά από τη βιτρίνα του καταστήματός του με εκλεκτά κεραμικά Iznik, διαμαρτύρεται ότι η δουλειά πηγαίνει «χάλια».
«Όλοι δυσκολεύονται», λέει ο 55χρονος, δείχνοντας προς τα υπόλοιπα μαγαζιά που πλαισιώνουν τις θολωτές στοές του παζαριού, ηλικίας άνω των 500 ετών. «Μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις βγάζουν χρήματα πλέον».
Ωστόσο, ούτε οι μεγάλες επιχειρήσεις της Τουρκίας τα πάνε καλύτερα.
Σχεδόν το ένα τρίτο των 500 μεγαλύτερων επιχειρηματικών ομίλων της χώρας κατέγραψε λειτουργικές ζημίες πέρυσι, σύμφωνα με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Κωνσταντινούπολης.
Η ανεργία αυξάνεται παντού, ενώ οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων πληθαίνουν.
Ολόκληροι κλάδοι αισθάνονται όλο και μεγαλύτερη πίεση, και ακόμη και επαγγελματίες ψυχικής υγείας έχουν αρχίσει να χάνουν την αισιοδοξία τους.
«Σκέφτομαι να μεταναστεύσω», δηλώνει η Gulsume Oguz, κλινική ψυχολόγος.
«Οι πελάτες μου, κυρίως εργαζόμενοι γραφείου, δεν αντέχουν πια οικονομικά τις τακτικές συνεδρίες και εγώ δεν μπορώ να πληρώσω το ενοίκιό μου».
Το συμπέρασμα είναι σαφές: η οικονομία της Τουρκίας, που κάποτε θεωρείτο υποψήφια να επαναλάβει το «θαύμα» της Νότιας Κορέας, έχει βαλτώσει.
Ο άμεσος λόγος είναι ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης που εφαρμόστηκε πριν από περίπου δύο χρόνια από τον υπουργό Οικονομικών Mehmet Simsek, πρώην τραπεζίτη της Merrill Lynch.
Αποστολή του ήταν να απομακρύνει την οικονομία των 1,3 τρισ. δολαρίων της Τουρκίας από τον κίνδυνο υπερπληθωρισμού και κρίσης ισοζυγίου πληρωμών, αποτέλεσμα κυρίως των πολιτικών υπερανάπτυξης και των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων που προωθούσε προηγουμένως ο Πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan.
Μόλις τον Φεβρουάριο, η νέα αυτή στρατηγική έμοιαζε να αποδίδει. Ακόμη και ο Erdogan φαινόταν πλήρως δεσμευμένος στη συνταγή των εξαιρετικά υψηλών επιτοκίων και του περιορισμού των κρατικών δαπανών, παρά το πολιτικό κόστος που συνεπαγόταν αυτό για τη δημοτικότητά του.
Ο πληθωρισμός είχε σχεδόν υποχωρήσει στο μισό, από το 75% που βρισκόταν έναν χρόνο νωρίτερα, στο 40%.
Παρότι το ποσοστό παρέμενε πολύ υψηλό, η μείωση επέτρεψε στην κεντρική τράπεζα να ξεκινήσει σταδιακές μειώσεις επιτοκίων.
Παράλληλα, η διεθνής θέση του Erdogan ενισχυόταν.
Δεχόταν φιλοφρονήσεις από τον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ Donald Trump, ενώ η Ευρώπη τον προσέγγιζε λόγω της στρατιωτικής ισχύος της Τουρκίας, η οποία διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ, λειτουργώντας ως ανάχωμα απέναντι στον ρωσικό επεκτατισμό και τις αναταράξεις στη Μέση Ανατολή.
Όμως η εσωτερική πολιτική ανατράπηκε.
Στις 19 Μαρτίου, η σύλληψη του σημαντικότερου πολιτικού αντιπάλου του Erdogan, του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης και προεδρικού υποψηφίου της αντιπολίτευσης Ekrem Imamoglu, με κατηγορίες για διαφθορά, πυροδότησε μαζικές διαδηλώσεις και πανικό στις αγορές.
Η κεντρική τράπεζα αναγκάστηκε να αυξήσει και πάλι τα επιτόκια και να κάψει πολύτιμα συναλλαγματικά αποθέματα για να συγκρατήσει το νόμισμα.
Η χώρα παλεύει σήμερα με τις συνέπειες εκείνης της κρίσης.
Ξένες επιχειρήσεις επανεξετάζουν τα επενδυτικά τους πλάνα, οι επενδυτές αποχωρούν και τα σκληρά μέτρα που απαιτούνται για τη σταθεροποίηση των αγορών και την τιθάσευση του πληθωρισμού —με τα εμπορικά επιτόκια δανεισμού να αγγίζουν ιστορικό υψηλό 60%— επιβραδύνουν την οικονομική ανάκαμψη και παρατείνουν την κρίση κόστους διαβίωσης στην Τουρκία.
Ο 12ήμερος πόλεμος του Ισραήλ κατά του Ιράν, που πυροδότησε φόβους για μαζική εισροή προσφύγων μέσω της Τουρκίας, υπήρξε η πιο πρόσφατη υπενθύμιση της αστάθειας στην περιοχή.
Η οικονομική στασιμότητα της Τουρκίας έχει διαβρώσει τη λαϊκή στήριξη του Erdogan, απειλώντας τόσο τα σχέδιά του να παραμείνει στην εξουσία, όσο και τις γεωπολιτικές του φιλοδοξίες και τις συνεχιζόμενες ειρηνευτικές συνομιλίες με τους Κούρδους αντάρτες που πολεμούν το τουρκικό κράτος επί δεκαετίες.
Σύμφωνα με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις, ο Erdogan θα έχανε ξεκάθαρα από τον Imamoglu αν οι εκλογές —που είναι προγραμματισμένες για το 2028— διεξάγονταν αύριο.
Η σκληρή συγκυρία έχει τροφοδοτήσει περιοδικά φήμες ότι ο Erdogan ίσως εγκαταλείψει το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και ενδεχομένως αποπέμψει τον Simsek και τον νέο διοικητή της κεντρικής τράπεζας, Fatih Karahan, πρώην οικονομολόγο της Federal Reserve Bank of New York. Αν συνέβαινε αυτό, η τουρκική αγορά θα κατέρρεε, προειδοποιούν οικονομολόγοι.
«Πολλοί θεωρούν ότι η εσωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Πιστεύουν απλώς ότι ο Erdogan πάντα κερδίζει, η αντιπολίτευση χάνει και στο μεταξύ συμβαίνουν πολλά περίπλοκα πράγματα», λέει ο Selim Koru, αναλυτής του think tank Tepav με έδρα την Άγκυρα και συγγραφέας του βιβλίου “Yeni Turkiye ve Asiri Sag” («Η Νέα Τουρκία και η Άκρα Δεξιά»).
«Αν όμως βλέπεις τα πράγματα έτσι, κάποια στιγμή θα σε πιάσουν απροετοίμαστο».
Ήταν τον Σεπτέμβριο του 2023 όταν ο Erdogan ανακοίνωσε τη ρήξη της κυβέρνησής του με τις ανορθόδοξες οικονομικές πολιτικές που στήριζε επί χρόνια.
Ο 71χρονος ισχυρός άνδρας της χώρας, που παλαιότερα χαρακτήριζε τα επιτόκια «τη μάνα και τον πατέρα κάθε κακού», δήλωσε ότι «με τη βοήθεια της αυστηρής νομισματικής πολιτικής, θα μειώσουμε ξανά τον πληθωρισμό σε μονοψήφιο ποσοστό».
Ήταν μια καθυστερημένη στροφή προς την οικονομική ορθοδοξία από τον Erdogan, έναν ευσεβή μουσουλμάνο, του οποίου οι οικονομικές αντιλήψεις έχουν τις ρίζες τους στη δεκαετία του 1970, όταν η Τουρκία ήταν μια κλειστή οικονομία.
Τότε, η κυρίαρχη άποψη ήταν πως ο πληθωρισμός αντιμετωπίζεται αυξάνοντας την προσφορά αγαθών μέσω επενδύσεων που χρηματοδοτούνται με φθηνό δανεισμό.
Erdoganomics
Για πολλά χρόνια, τα «Erdoganomics» έφερναν αποτελέσματα.
Σύμφωνα με τους Financial Times, τα πραγματικά επιτόκια —δηλαδή τα επιτόκια της κεντρικής τράπεζας μειωμένα κατά τον πληθωρισμό— ήταν αρνητικά στα 13 από τα 22 χρόνια της διακυβέρνησης Erdogan.
Αυτό συνέβαλε στην ανάπτυξη, στην αύξηση των εισοδημάτων και στην άνθηση της οικοδομικής δραστηριότητας.
Ταυτόχρονα όμως έθεσε τα θεμέλια για την τρέχουσα οικονομική κρίση.
Στα τέλη του 2022, τα πραγματικά επιτόκια είχαν βυθιστεί στο -75%.
Μέχρι τα μέσα του 2023, η οικονομία υπερθερμαινόταν, τροφοδοτούμενη από γενναίες κρατικές δαπάνες μετά τον καταστροφικό σεισμό και την προεκλογική δημοσιονομική χαλαρότητα.
Ο πληθωρισμός έτρεχε με ρυθμό 60%, η λίρα κατέρρεε, και η Τουρκία εμφάνιζε έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών κοντά στο 6% του ΑΕΠ, ενώ τα καθαρά συναλλαγματικά αποθέματα βρίσκονταν σε αρνητικό έδαφος, γύρω στα -60 δισ. δολάρια.
Στα προβλήματα προστέθηκε και μια τεράστια νομισματική παγίδα: περίπου 140 δισ. δολάρια σε καταθέσεις σε λίρες που είχαν κρατική εγγύηση έναντι υποτίμησης.
Το πρόγραμμα, γνωστό ως KKM, υποτίθεται ότι θα προστάτευε το νόμισμα, αλλά δημιουργούσε παράλληλα τεράστιες υποχρεώσεις για το κράτος, που έφτασαν τα 100 δισ. δολάρια —περίπου το 10% του ΑΕΠ— το 2023.
Η επίλυση αυτού του γόρδιου δεσμού παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για τον Simsek και την ομάδα του.
Πετρελαϊκά κοιτάσματα
Πέρα από τα παραπάνω, η Τουρκία αντιμετωπίζει αυξανόμενο οικονομικό και γεωπολιτικό κόστος λόγω της διακοπής λειτουργίας του πετρελαιαγωγού Κιρκούκ-Τζεϊχάν, ενός βασικού ενεργειακού διαδρόμου που συνδέει τα πετρελαϊκά κοιτάσματα του βορείου Ιράκ με τη Μεσόγειο.
Ο αγωγός παραμένει κλειστός εδώ και περισσότερο από δύο χρόνια.
Οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες και πρόσφατες έρευνες υποδεικνύουν ότι η παρατεταμένη παύση δεν οφείλεται σε διπλωματικά αδιέξοδα ή νομικές διαμάχες, αλλά συνδέεται και με καταγγελίες περί διαφθοράς από υποθέσεις από τις οποίες φέρεται να ωφελήθηκε ο στενός κύκλος του προέδρου Recep Tayyip Erdogan.
Η λειτουργία του αγωγού μήκους 1.000 χιλιομέτρων, ο οποίος διαχειρίζεται από κοινού η τουρκική κρατική εταιρεία αγωγών BOTAŞ και η ιρακινή Κρατική Οργάνωση Εμπορίας Πετρελαίου (SOMO), ανεστάλη τον Μάρτιο του 2023, έπειτα από απόφαση του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου.
Το διαιτητικό δικαστήριο έκρινε ότι η Άγκυρα παραβίασε τη διμερή συμφωνία του 1973, επιτρέποντας παράνομα στην Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν να εξάγει αργό πετρέλαιο ανεξάρτητα μέσω του τερματικού σταθμού στο Τζεϊχάν, παρακάμπτοντας τη Βαγδάτη.

Το δικαστήριο επιδίκασε στο Ιράκ αποζημίωση περίπου 1,5 δισεκατομμυρίου δολαρίων, την οποία η Τουρκία αναγκάστηκε να πληρώσει.
Παρά τις επανειλημμένες δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργού Ενέργειας Alparslan Bayraktar, ότι ο αγωγός είναι τεχνικά έτοιμος να επαναλειτουργήσει, δεν έχει σημειωθεί καμία ουσιαστική πρόοδος επί του πεδίου.
Η πολυδιαφημισμένη επίσκεψη του Προέδρου Erdogan στη Βαγδάτη το 2024 δεν οδήγησε σε κάποια σημαντική εξέλιξη.
Παρά τη δημοσιότητα, δεν υπογράφηκε καμία συμφωνία για την επανεκκίνηση του αγωγού.
Οι αναλυτές θεώρησαν την επίσκεψη προσπάθεια αποκατάστασης των τεταμένων ενεργειακών σχέσεων, αλλά κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ανέδειξε τη μειωμένη επιρροή της Τουρκίας στην περιοχή.
Σύμφωνα με την Επιτροπή Κρατικών Οικονομικών Επιχειρήσεων της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, η συνεχιζόμενη αναστολή προκαλεί σοβαρές οικονομικές ζημιές.
Η BOTAŞ συνεχίζει να επιβαρύνεται με μηνιαία κόστη που εκτιμώνται στα 25 εκατομμύρια δολάρια για εγγυημένη ροή και συντήρηση, παρότι δεν έχει μεταφερθεί ούτε σταγόνα πετρελαίου από τις αρχές του 2023.
Βουλευτές άσκησαν κριτική στην κυβέρνηση Erdogan για τον κακό χειρισμό της διαιτητικής διαδικασίας και την αποτυχία να ακολουθήσει προληπτική διπλωματία ώστε να αποφύγει ή να μετριάσει την καταδικαστική απόφαση.
Ωστόσο, το κλείσιμο του αγωγού δεν οφείλεται μόνο σε νομικά λάθη ή γραφειοκρατική αδράνεια.
Έρευνα του Nordic Monitor το 2024 αποκάλυψε ότι η αρχική συμφωνία που επέτρεπε τις εξαγωγές κουρδικού πετρελαίου μέσω του Τζεϊχάν ωφέλησε οικονομικά άτομα και εταιρείες συνδεδεμένες με την οικογένεια Erdogan.
Η έρευνα παρουσίασε έγγραφα που δείχνουν ότι οι πληρωμές για το κουρδικό αργό πετρέλαιο διοχετεύονταν μέσω υπεράκτιων μεσαζόντων, μεταξύ των οποίων ενεργειακές εταιρείες με αδιαφανή ιδιοκτησιακή δομή, συνδεδεμένες με το διευρυμένο δίκτυο του προέδρου.
Παρότι το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο διέταξε αργότερα την Τουρκία να αποζημιώσει το Ιράκ για αυτές τις μη εξουσιοδοτημένες εξαγωγές, το Nordic Monitor ανέφερε ότι το σχέδιο αυτό απέφερε σημαντικά ιδιωτικά κέρδη για τους συνεργάτες του Erdogan επί σειρά ετών.
Πηγές που επικαλείται η έρευνα δήλωσαν ότι τα οικονομικά οφέλη κατέστησαν πολιτικά δύσκολη την πλήρη επίλυση της διαμάχης, ακόμη και μετά την απόφαση του δικαστηρίου.
Αυτό εγείρει το ενδεχόμενο ότι η απροθυμία της Τουρκίας να ασκήσει πίεση για την επανέναρξη λειτουργίας του αγωγού δεν σχετίζεται μόνο με διπλωματικές εντάσεις, αλλά και με την ανάγκη προστασίας προσωπικών οικονομικών συμφερόντων.
Αυτοί οι ισχυρισμοί έχουν τροφοδοτήσει τον σκεπτικισμό μεταξύ των Τούρκων βουλευτών.
Στην πιο πρόσφατη συνεδρίαση της Επιτροπής Κρατικών Οικονομικών Επιχειρήσεων στις 24 Ιουνίου 2025, βουλευτές της αντιπολίτευσης υπέβαλαν ερωτήσεις προς στελέχη της BOTAŞ και του υπουργείου Ενέργειας σχετικά με το γιατί ο αγωγός παραμένει κλειστός, παρά τους ισχυρισμούς ότι οι τεχνικές επισκευές έχουν ολοκληρωθεί.
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο αυτός ο αγωγός να μην λειτουργεί», δήλωσε ένας βουλευτής.
«Χάνουμε χρήματα κάθε μέρα και παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει διαφάνεια, καμία λύση και καμία λογοδοσία. Ποιος ωφελείται πραγματικά από αυτή την καθυστέρηση;»
Ο βουλευτής του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) Deniz Yavuzilmaz είπε στην κοινοβουλευτική επιτροπή ότι η αναστολή της ροής αργού πετρελαίου έχει κοστίσει στην Τουρκία τουλάχιστον 400 εκατομμύρια δολάρια, περίπου 15 δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες, σε τέλη διαμετακόμισης.
Ο Yavuzilmaz έθεσε επίσης το ερώτημα αν η κυβέρνηση κρατά σκόπιμα τον αγωγό κλειστό, προκειμένου να αντισταθμίσει τη χρηματική ποινή 1,5 δισεκατομμυρίου δολαρίων που επιβλήθηκε από το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC).

«Είναι το σχέδιο να παραμείνει ο αγωγός κλειστός για χρόνια, ώστε οι απώλειες από τα απλήρωτα τέλη διαμετακόμισης να ισοφαρίσουν τις αποζημιώσεις που οφείλουμε;» αναρωτήθηκε.
Ζήτησε επίσης πλήρη απολογισμό των κερδών που φέρεται να απέσπασε η Τουρκία διευκολύνοντας τις εξαγωγές πετρελαίου από την Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν χωρίς τη συγκατάθεση της Βαγδάτης.
«Ποιος επωφελήθηκε από αυτό; Κέρδισε το τουρκικό κράτος ή ενεπλάκησαν ιδιωτικές εταιρείες; Πόσα κέρδισαν;
Όλη αυτή η διαδικασία παραμένει μια μαύρη τρύπα — αδιαφανής και χωρίς λογοδοσία» δήλωσε ο Yavuzilmaz.
Περιπλέκοντας την κατάσταση είναι η άλυτη διαμάχη μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης του Ιράκ στη Βαγδάτη και της Περιφερειακής Κυβέρνησης του Κουρδιστάν στο Ερμπίλ.
Η Βαγδάτη επιμένει ότι όλες οι εξαγωγές αργού πετρελαίου πρέπει να διενεργούνται μέσω της SOMO, τερματίζοντας ουσιαστικά τη δεκαετή ανεξάρτητη στρατηγική εξαγωγών της κουρδικής κυβέρνησης.
Η νομική απόφαση της Χάγης ενίσχυσε τη θέση της Βαγδάτης και αύξησε την πίεση προς την Τουρκία να σταματήσει τις κουρδικές εξαγωγές — πίεση που η Τουρκία αποδέχθηκε τελικά, αν και με απροθυμία.
Την ίδια ώρα, το Ιράκ αναζητά εναλλακτικές διαδρομές εξαγωγών για να μειώσει την εξάρτησή του από το τουρκικό έδαφος.
Τους τελευταίους μήνες, η Βαγδάτη έχει επανεκκινήσει τις συζητήσεις για τον αγωγό Κιρκούκ-Μπανιγιάς, έναν παλιό διάδρομο διαμετακόμισης που θα μετέφερε αργό πετρέλαιο προς τις ακτές της Μεσογείου στη Συρία.
Ο αγωγός αυτός, που κατασκευάστηκε αρχικά τη δεκαετία του 1950 αλλά τέθηκε εκτός λειτουργίας λόγω πολέμου και εγκατάλειψης, θα παρείχε άμεση πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές, παρακάμπτοντας πλήρως το Τζεϊχάν.
Ιρακινοί αξιωματούχοι έχουν πραγματοποιήσει συνομιλίες με τους Σύρους ομολόγους τους και, σύμφωνα με πληροφορίες, βρίσκονται σε εξέλιξη μηχανικές μελέτες.
Εφόσον ολοκληρωθεί, ο νέος αγωγός θα μπορούσε να μεταφέρει πάνω από 300.000 βαρέλια την ημέρα, μειώνοντας σημαντικά τον ρόλο της Τουρκίας στην περιφερειακή ενεργειακή εφοδιαστική αλυσίδα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών