
Η γνώμη της ΕΕ για το ανώτατο όριο τιμής του ρωσικού πετρελαίου έχει μικρή σημασία
Δύσκολα θα καταφέρει να υλοποιήσει την πρόταση για μείωση του ανώτατου ορίου τιμής του ρωσικού πετρελαίου στο προσεχές μέλλον η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις σχετικές εξαγγελίες της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Σύμφωνα με το Politico, που επικαλείται διπλωματικές πηγές στις Βρυξέλλες, το βασικό εμπόδιο για την υιοθέτηση τέτοιων μέτρων είναι η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών –και ειδικότερα του Προέδρου Donald Trump– ο οποίος αντιτίθεται στην εν λόγω πρωτοβουλία.
Όπως σημειώνει το δημοσίευμα, η άποψη της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen και της επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Kaja Kallas δεν είναι καθοριστική στο ζήτημα αυτό, καθώς η όποια τελική συμφωνία απαιτεί την υποστήριξη της Ουασιγκτον.
Χωρίς την έγκριση των ΗΠΑ, η ΕΕ δεν διαθέτει την αναγκαία πολιτική και οικονομική ισχύ για να εφαρμόσει αποτελεσματικά ένα τέτοιο μέτρο.
Προηγουμένως, η Ursula von der Leyen είχε ανακοινώσει την πρόθεση να συμπεριληφθούν νέα περιοριστικά μέτρα στο επικείμενο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Σε αυτά περιλαμβάνονται η απαγόρευση χρήσης των κατεστραμμένων αγωγών φυσικού αερίου Nord Stream, η διεύρυνση του καταλόγου τραπεζών και δεξαμενόπλοιων που υπόκεινται σε κυρώσεις, η επιβολή περιορισμών στην εισαγωγή ρωσικού πετρελαίου στην ΕΕ, καθώς και η μείωση του ανώτατου ορίου τιμής για το ρωσικό πετρέλαιο από τα 60 στα 45 δολάρια ανά βαρέλι.
Η πολιτική επιβολής πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από την G7 και την ΕΕ τον Δεκέμβριο του 2022, ως μέρος των κυρώσεων για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Σκοπός ήταν η μείωση των ρωσικών εσόδων από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη σταθερότητα στην παγκόσμια αγορά ενέργειας.
Ωστόσο, στην πράξη, το ανώτατο όριο των 60 δολαρίων ανά βαρέλι αποδείχθηκε ανεπαρκές, καθώς η τιμή του ρωσικού αργού Urals ξεπέρασε κατ’ επανάληψη αυτό το επίπεδο.
Η συζήτηση για αυστηρότερους περιορισμούς έχει προκαλέσει διχογνωμίες μεταξύ των μελών του NATO και της G7.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικότερα, ανησυχούν ότι μια επιθετική μείωση του πλαφόν ενδέχεται να οδηγήσει σε παγκόσμια έλλειψη πετρελαίου και άνοδο τιμών, κάτι που θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία και στην εγχώρια αγορά καυσίμων των ίδιων των ΗΠΑ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όσο παραμένει η αντίθεση της Washington, η εφαρμογή των μέτρων που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κρίνεται εξαιρετικά απίθανη.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με το Politico, που επικαλείται διπλωματικές πηγές στις Βρυξέλλες, το βασικό εμπόδιο για την υιοθέτηση τέτοιων μέτρων είναι η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών –και ειδικότερα του Προέδρου Donald Trump– ο οποίος αντιτίθεται στην εν λόγω πρωτοβουλία.
Όπως σημειώνει το δημοσίευμα, η άποψη της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen και της επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Kaja Kallas δεν είναι καθοριστική στο ζήτημα αυτό, καθώς η όποια τελική συμφωνία απαιτεί την υποστήριξη της Ουασιγκτον.
Χωρίς την έγκριση των ΗΠΑ, η ΕΕ δεν διαθέτει την αναγκαία πολιτική και οικονομική ισχύ για να εφαρμόσει αποτελεσματικά ένα τέτοιο μέτρο.
Προηγουμένως, η Ursula von der Leyen είχε ανακοινώσει την πρόθεση να συμπεριληφθούν νέα περιοριστικά μέτρα στο επικείμενο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Σε αυτά περιλαμβάνονται η απαγόρευση χρήσης των κατεστραμμένων αγωγών φυσικού αερίου Nord Stream, η διεύρυνση του καταλόγου τραπεζών και δεξαμενόπλοιων που υπόκεινται σε κυρώσεις, η επιβολή περιορισμών στην εισαγωγή ρωσικού πετρελαίου στην ΕΕ, καθώς και η μείωση του ανώτατου ορίου τιμής για το ρωσικό πετρέλαιο από τα 60 στα 45 δολάρια ανά βαρέλι.
Η πολιτική επιβολής πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από την G7 και την ΕΕ τον Δεκέμβριο του 2022, ως μέρος των κυρώσεων για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Σκοπός ήταν η μείωση των ρωσικών εσόδων από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη σταθερότητα στην παγκόσμια αγορά ενέργειας.
Ωστόσο, στην πράξη, το ανώτατο όριο των 60 δολαρίων ανά βαρέλι αποδείχθηκε ανεπαρκές, καθώς η τιμή του ρωσικού αργού Urals ξεπέρασε κατ’ επανάληψη αυτό το επίπεδο.
Η συζήτηση για αυστηρότερους περιορισμούς έχει προκαλέσει διχογνωμίες μεταξύ των μελών του NATO και της G7.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικότερα, ανησυχούν ότι μια επιθετική μείωση του πλαφόν ενδέχεται να οδηγήσει σε παγκόσμια έλλειψη πετρελαίου και άνοδο τιμών, κάτι που θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία και στην εγχώρια αγορά καυσίμων των ίδιων των ΗΠΑ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όσο παραμένει η αντίθεση της Washington, η εφαρμογή των μέτρων που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κρίνεται εξαιρετικά απίθανη.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών