Τελευταία Νέα
Διεθνή

Τι συμβαίνει στην Ιαπωνία... Συνετρίβη σκάφος της iSpace στη Σελήνη, οι κάτοικοι παρακαλούν για ρύζι, η κυβέρνηση παραπαίει

Τι συμβαίνει στην Ιαπωνία... Συνετρίβη σκάφος της iSpace στη Σελήνη, οι κάτοικοι παρακαλούν για ρύζι, η κυβέρνηση παραπαίει
Άνευ προηγουμένου κρίση στην Ιαπωνία, κλονίζεται η κυβέρνηση
Σχετικά Άρθρα

Στα πρόθυρα της κατάρρευσης βρίσκεται η Ιαπωνία, με την κρίση στα ομόλογα να έχουν τρομάξει τους επενδυτές, όπου οι αυξανόμενες αποδόσεις και οι ανησυχίες για το μέλλον των δημόσιων οικονομικών δημιουργούν αβεβαιότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Παράλληλα, η κρίση στο ρύζι, το οποίο είναι βασικό στοιχείο της ιαπωνικής διατροφής και καλλιέργειας, έχει προκαλέσει προβλήματα στην παραγωγή και την εφοδιαστική αλυσίδα, με σοβαρές συνέπειες για τη διατροφική ασφάλεια της χώρας.
Ένα ακόμα σοκ ήρθε όταν το σκάφος της iSpace, που είχε αποσταλεί για να πραγματοποιήσει την πρώτη ιδιωτική προσσελήνωση, συνετρίβη στη Σελήνη, προκαλώντας απογοήτευση στον τομέα της διαστημικής τεχνολογίας και της καινοτομίας στην Ιαπωνία.

Στέκονται στην ουρά για λίγο φθηνό ρύζι

Μέσα σε ελάχιστα λεπτά από το άνοιγμα των θυρών, ο αγροτικός συνεταιρισμός στο Atami, παραθαλάσσια πόλη νοτιοδυτικά του Τόκιο, είχε ξεπουλήσει το επιδοτούμενο ιαπωνικό ρύζι.
Κάτοικοι, όπως ο 46χρονος Yujiro Osaki, περίμεναν στην ουρά για μια σακούλα 3 κιλών, η οποία, αν και ελαφρώς φθηνότερη από το σούπερ μάρκετ, δεν επαρκεί για πάνω από λίγες εβδομάδες.
Όπως χαρακτηριστικά σχολίασε ο ίδιος, πρόκειται για μια «γελοία κατάσταση για την Ιαπωνία», επισημαίνοντας την αντίφαση ενός τόσο βασικού αγαθού να γίνεται δυσεύρετο.

Η ακρίβεια φέρνει ανατροπές στη συμπεριφορά των καταναλωτών

Η χώρα βιώνει μια άνευ προηγουμένου κρίση στην αγορά ρυζιού, με τις τιμές να αυξάνονται απότομα, ωθώντας τους καταναλωτές να αναζητούν ευκαιρίες και να στήνονται σε ουρές για μερικά κιλά φθηνότερο προϊόν.
Το φαινόμενο εντείνεται μετά από χρόνια σταθερών τιμών, καθώς ο πληθωρισμός αλλάζει ριζικά τη δυναμική στην καθημερινότητα των Ιαπώνων.
Το ρύζι, σύμβολο επάρκειας και σταθερότητας στη χώρα, μετατρέπεται τώρα σε δείκτη κρίσης.

Πολιτική πίεση στην κυβέρνηση Ishiba ενόψει εκλογών

Η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Shigeru Ishiba αντιμετωπίζει ισχυρές πολιτικές πιέσεις, καθώς πλησιάζουν οι εκλογές για την άνω βουλή τον Ιούλιο.

 

Με τον διπλασιασμό σχεδόν των τιμών του ρυζιού το 2024, η λαϊκή δυσαρέσκεια για τον πληθωρισμό ενδέχεται να κρίνει το εκλογικό αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με τους Financial Times, οι αναλυτές εκτιμούν ότι το θέμα έχει αποκτήσει κεντρική σημασία, καθώς η τιμή του ρυζιού αγγίζει τα συναισθήματα και τις καθημερινές ανάγκες των πολιτών.

Ιστορικό ρεκόρ τιμής και περιορισμένη προσφορά, παρά την επάρκεια

Η μέση τιμή σακιού 60 κιλών από τη συγκομιδή του 2024 έχει ξεπεράσει τα 26.400 γεν (περίπου 161 ευρώ), καταγράφοντας ιστορικό υψηλό.
Παρόλο που δεν υπάρχει έλλειψη αποθεμάτων, η αγορά δεν έχει επανέλθει πλήρως μετά την κακή συγκομιδή του 2023.
Η χρονιά αυτή συνέπεσε με το τέλος της αποπληθωριστικής εποχής στην Ιαπωνία και την αυξημένη διάθεση των λιανοπωλητών να προσαρμόσουν τις τιμές προς τα πάνω.

Ενεργοποίηση στρατηγικού αποθέματος

Η κατάσταση επιδεινώθηκε από τη συσσώρευση προϊόντος από ιδιώτες και τη σκόπιμη παρακράτηση αποθεμάτων από χονδρεμπόρους.
Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αξιοποιήσει το στρατηγικό απόθεμα ρυζιού – ένα μέτρο που προβλεπόταν μόνο για φυσικές καταστροφές – για πρώτη φορά σε ειρηνική περίοδο. Όταν το πρώτο μέρος του αποθέματος διατέθηκε προς πώληση το περασμένο Σαββατοκύριακο, σχηματίστηκαν αμέσως τεράστιες ουρές στα σούπερ μάρκετ, δείγμα της έντονης πίεσης που βιώνει ο πληθυσμός.

 


Πόλεμος προμηθειών

Οι επακόλουθες επιπτώσεις των ελλείψεων και των αυξανόμενων τιμών έχουν δημιουργήσει τεράστιο ανταγωνισμό μεταξύ των συνεταιρισμών που αγοράζουν ρύζι, οι οποίοι ελέγχουν περίπου το 40% της ιαπωνικής αγοράς, των χονδρεμπόρων και άλλων μεγάλων αγοραστών, όπως εθνικές αλυσίδες εστιατορίων και παραγωγούς τροφίμων.
Πολλοί συνεταιρισμοί προσέγγισαν άμεσα τους αγρότες, προσφέροντας τιμές που ήταν κλειδωμένες περίπου στα ¥26.000 για μια σακούλα 60 κιλών.

 

Οι συνεταιρισμοί δεν μπορούν τώρα να πουλήσουν ρύζι πολύ κάτω από αυτό, δήλωσαν οι αναλυτές, χωρίς να κάνουν ζημία.
Στα σούπερ μάρκετ σε όλη τη χώρα, εν τω μεταξύ, οι τιμές του ρυζιού ιαπωνικής παραγωγής είναι στα ιστορικά υψηλά, τα ράφια είναι άδεια ή ελάχιστα γεμάτα και πολλά καταστήματα εμφανίζουν πινακίδες που προτείνουν στους καταναλωτές με περιορισμένα οικονομικά να αναζητήσουν φθηνότερους υδατάνθρακες από το ψωμί και τα ζυμαρικά.
Στο Ατάμι, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι έφυγε από το κατάστημα γεωργικών προϊόντων με άδεια χέρια.
Το φθηνότερο ρύζι είχε εξαντληθεί μέχρι τη στιγμή που έφτασαν στο ταμείο.
«Ρωτήσαμε πότε θα γίνει η επόμενη πώληση», είπε ο σύζυγος. «Είπαν ότι δεν ήξεραν.»

Ιστορικό ρεκόρ πτωχεύσεων καταστημάτων κάρυ

Υπό αυτό το πρίσμα, ένας ανησυχητικός αριθμός καταστημάτων κάρυ στην Ιαπωνία οδηγήθηκε σε πτώχευση τον τελευταίο χρόνο, καθώς η εκρηκτική αύξηση στις τιμές του ρυζιού και των πρώτων υλών καθιστά δυσβάσταχτη τη λειτουργία τους.
Σύμφωνα με στοιχεία της Teikoku Databank, δεκατρία καταστήματα κάρυ με χρέη άνω των 10 εκατομμυρίων γιεν (περίπου 70.000 δολάρια) πτώχευσαν στο οικονομικό έτος που έληξε τον Μάρτιο, αριθμός που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά.
Η έρευνα τονίζει πως ο πραγματικός αριθμός πτωχεύσεων πιθανώς είναι πολύ μεγαλύτερος, καθώς δεν καταγράφονται επισήμως τα μικρότερα οικογενειακά καταστήματα.
Το ιαπωνικό κάρυ, που βασίζεται σε ρύζι, κρέας, λαχανικά και μείγμα μπαχαρικών, πλήττεται σοβαρά από το αυξημένο κόστος των συστατικών του.
Βασικοί παράγοντες είναι η έλλειψη ρυζιού λόγω δυσμενών καιρικών φαινομένων, η συνεχιζόμενη υποτίμηση του γιεν και η γενικευμένη αύξηση των τιμών ενέργειας, που συμπιέζουν σημαντικά τα περιθώρια κέρδους.
Η τιμή για ένα βασικό πιάτο κάρυ με ρύζι έχει φτάσει πλέον τα 365 γιεν (2,50 δολάρια), που αποτελεί ιστορικό υψηλό.

Η επίδραση της πανδημίας και η πτώση της ζήτησης

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η ζήτηση για κάρυ εκτοξεύτηκε λόγω της αυξημένης προτίμησης για παραγγελίες σε πακέτο και υπηρεσίες παράδοσης, καθώς οι Ιάπωνες αναζητούσαν εύκολα και χορταστικά γεύματα στο σπίτι.
Ωστόσο, αυτή η τάση έχει πλέον ανακοπεί και οι πωλήσεις παρουσιάζουν πτώση, επιδεινώνοντας την οικονομική πίεση στον κλάδο.

Το σκάφος της iSpace συνετρίβη στη Σελήνη

Η δεύτερη απόπειρα της με έδρα το Τόκιο εταιρείας ispace Inc. για μη επανδρωμένη προσελήνωση κατέληξε σε αποτυχία την Παρασκευή, καθώς το σκάφος Resilience συνετρίβη κατά τη φάση της τελικής καθόδου.
Το περιστατικό αποτελεί ακόμα μία απογοήτευση για την ιαπωνική εταιρεία.
«Από τις 8:00 π.μ. στις 6 Ιουνίου 2025, οι υπεύθυνοι ελέγχου της αποστολής κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αποκατάσταση της επικοινωνίας με το σκάφος είναι απίθανη και, επομένως, η ολοκλήρωση της αποστολής Success 9 δεν είναι εφικτή. Αποφασίστηκε ο τερματισμός της αποστολής», ανέφερε η ispace μέσω της πλατφόρμας X.
Η αποστολή είχε προβληθεί ως κομβικό βήμα για την είσοδο της Ιαπωνίας στην εξερεύνηση της Σελήνης και ως θεμέλιο για τις εμπορικές φιλοδοξίες της χώρας στον τομέα του διαστήματος. Μετά από αυτή την εξέλιξη, οι σεληνιακές αποστολές της εταιρείας φαίνεται να τίθενται προσωρινά στο περιθώριο. Υπενθυμίζεται ότι και η αποστολή του 2023 είχε αποτύχει, τότε λόγω σφάλματος λογισμικού.

Χρηματοοικονομικός Αρμαγεδδώνας από την Ιαπωνία

Η Ιαπωνία συνήθως περνά απαρατήρητη από τους διεθνείς επενδυτές — εκτός κι αν προκύψει κάτι σοβαρό που διαταράσσει τις ισορροπίες. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η αγορά ιαπωνικών κρατικών ομολόγων (JGBs), ύψους 7,8 τρισ. δολαρίων, που πρόσφατα πυροδότησε παγκόσμιες ανησυχίες. Μέχρι πριν από λίγες ημέρες, τα JGBs θεωρούνταν ασφαλή και μονότονα, με χαμηλές αποδόσεις και ελάχιστες διακυμάνσεις.
Όπως αναφέρει το Asia Times, όλα άλλαξαν στις 20 Μαΐου, όταν μια αποτυχημένη δημοπρασία ομολόγων έφερε το ιαπωνικό χρέος στο προσκήνιο της παγκόσμιας αγοράς. Πίσω από αυτή την εξέλιξη κρύβεται, εν μέρει, ο Donald Trump και η πολιτική του στους δασμούς.
Η Ιαπωνία αρχίζει να δείχνει σημάδια αστάθειας, όπως και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, η πρώτη και η τρίτη σε μέγεθος, βρέθηκαν αντιμέτωπες με πιέσεις από τις αγορές ομολόγων, σε μια περίοδο που η θέση του ευρώ στα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα έχει περιοριστεί μόλις στο 20%.
Αυτό φανερώνει τη δυσκολία εύρεσης "ασφαλών λιμένων" για τους επενδυτές.
Οι αγορές αδυνατούν να ξεκαθαρίσουν ποια από τις μεγάλες δυνάμεις είναι σε πιο δύσκολη θέση. Είναι οι ΗΠΑ, με τη ρητορική Trump και τις απρόβλεπτες κινήσεις του; Είναι η Ιαπωνία, που εξακολουθεί να κουβαλάει το βάρος της “χαμένης δεκαετίας” και τώρα παλεύει με τον πληθωρισμό; Ή μήπως είναι η Κίνα, η οποία αντιμετωπίζει αποπληθωριστικές πιέσεις και βαθιά κρίση στην αγορά ακινήτων; Οι απόψεις αλλάζουν διαρκώς ακόμη και μέσα στην ίδια μέρα.
Την κατάσταση περιέπλεξε ακόμη περισσότερο μια απόφαση του U.S. Court of International Trade, η οποία έκρινε ότι η κυβέρνηση Trump δεν έχει την εξουσία να επιβάλει ευρείες δασμολογικές χρεώσεις. Αν και ο Trump έχει ασκήσει έφεση, η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να σταματήσει προσωρινά τον εμπορικό του πόλεμο.

 

Το ερώτημα είναι: θα αγνοήσει ο Trump αυτή την απόφαση; Παράλληλα, δείχνει εκνευρισμό για την εξάπλωση του όρου “TACO trade” στη Wall Street — ένας όρος που επινόησαν οι Financial Times και σημαίνει “Trump Always Chickens Out”.
Επιπλέον, φαίνεται δυσαρεστημένος με το γεγονός ότι η Κίνα δεν προχώρησε σε σημαντικές εμπορικές παραχωρήσεις, παρά τη μείωση των δασμών από 145% σε 30%. Η απόφαση των ΗΠΑ να ακυρώσουν βίζες για Κινέζους φοιτητές δείχνει πως οι εντάσεις δεν πρόκειται να υποχωρήσουν και πως η πολυπόθητη "μεγάλη συμφωνία" απομακρύνεται.
Αυτή τη στιγμή, όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην Ιαπωνία. Η χώρα, γνωστή για το υψηλό της χρέος, δεν ξαφνιάζει κανέναν. Ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ φτάνει το 260% και είναι ένας από τους βασικούς λόγους προβληματισμού των επενδυτών, είτε αγοράζουν JGBs είτε μετοχές του δείκτη Nikkei 225.
Εδώ και δύο χρόνια, η Bank of Japan προσπαθεί να περιορίσει το τεράστιο χαρτοφυλάκιό της σε κρατικά ομόλογα, προσπαθώντας να επιστρέψει σε πιο "κανονικές" συνθήκες επιτοκίων.
Από το 1999, η BoJ κρατάει το βασικό επιτόκιο στο μηδέν ή κοντά σε αυτό, απόρροια της τραπεζικής κρίσης της δεκαετίας του 1990. Η μαζική έκδοση χρέους στήριξε σταδιακά την ανάπτυξη και οι παρεμβάσεις της Τράπεζας, η οποία σήμερα κατέχει πάνω από το 50% του συνόλου των JGBs, βοήθησαν στη σταθερότητα.

 

Το πρόγραμμα μείωσης συνεχίστηκε ήπια. Από τον Ιούλιο του 2024, ο διοικητής Kazuo Ueda μειώνει τις αγορές κατά 400 δισ. γεν ανά τρίμηνο. Η BoJ κατάφερε να αυξήσει τα επιτόκια στο 0,5%, το υψηλότερο επίπεδο εδώ και 17 χρόνια.

Νέο κύμα πολιτικής

Μετά ήρθε το νέο κύμα πολιτικής από τον Trump, πυροδοτώντας έναν νέο εμπορικό πόλεμο που επηρέασε πρώτα τα αμερικανικά ομόλογα και έπειτα τις διεθνείς αγορές χρέους, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας. Εκεί, οι αποδόσεις αυξήθηκαν απότομα, δημιουργώντας αναστάτωση.

 

Η ένταση κορυφώθηκε με τη δημοπρασία 20ετών ομολόγων αξίας 6,9 δισ. δολαρίων, που απέτυχε θεαματικά. Το ενδιαφέρον των επενδυτών ήταν το χαμηλότερο από το 2012 και η “ουρά” – η διαφορά ανάμεσα στην υψηλότερη και τη χαμηλότερη τιμή – ήταν η χειρότερη από το 1987.
Το hashtag #JGBCrash έγινε viral στην Ασία. Η Ιαπωνία φαινόταν να επιστρέφει το "χτύπημα" στις ΗΠΑ, όπως παραδέχθηκε και ο Υπουργός Οικονομικών Scott Besant, λέγοντας ότι οι εξελίξεις στην Ιαπωνία συμβάλλουν στην άνοδο των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων.
Κάποιοι θεωρούν υπερβολικές αυτές τις ανησυχίες. Η ομάδα του Υπουργού Οικονομικών Katsunobu Kato καθησύχασε τις αγορές με σχέδια για στροφή σε βραχυπρόθεσμες εκδόσεις ομολόγων.
Αυτό εξηγεί γιατί η επίσης αδύναμη δημοπρασία 40ετών τίτλων πέρασε χωρίς μεγάλη αναστάτωση. Οι επενδυτές πιστεύουν πως η ιαπωνική κυβέρνηση διατηρεί τον έλεγχο.
Ο Masahiko Loo της State Street Global Advisors δήλωσε πως τα προβλήματα στην αγορά των JGBs είναι τεχνικής φύσεως, όχι δομικά, και μπορούν να διορθωθούν μέσω αναπροσαρμογών στον όγκο και τον τύπο των εκδόσεων. Επίσης, υπογράμμισε πως το 90% των JGBs κατέχονται από Ιάπωνες επενδυτές, κάτι που προσφέρει σταθερότητα.
Η ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών για πιθανή μείωση της έκδοσης ενισχύει αυτή τη θεώρηση, σύμφωνα με τον Loo.
Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι. Σε σημείωμά τους, οι αναλυτές της Macquarie Bank προειδοποιούν ότι η άνοδος των αποδόσεων θα μπορούσε να πυροδοτήσει κύμα φυγής κεφαλαίων, με τους Ιάπωνες επενδυτές να εγκαταλείπουν δολαριακά περιουσιακά στοιχεία.
Ο Albert Edwards της Societe Generale πηγαίνει ακόμα πιο μακριά, προβλέποντας ότι μια εκτίναξη των ιαπωνικών αποδόσεων θα μπορούσε να προκαλέσει χρηματοοικονομικό “Αρμαγεδδώνα”.
Η Goldman Sachs αποκαλεί την αγορά JGB "το καναρίνι στο ανθρακωρυχείο" για το παγκόσμιο ρίσκο επιτοκίων.
Αντιλαμβανόμενο αυτό, το Τόκιο ίσως περιορίσει την έκδοση υπερμακροπρόθεσμων τίτλων τον Ιούλιο, όπως εκτιμά ο Katsutoshi Inadome της Sumitomo Mitsui Trust Asset Management. Ωστόσο, προειδοποιεί ότι πρόκειται για προσωρινή λύση που δεν αντιμετωπίζει τη ρίζα του προβλήματος: το διαρκώς αυξανόμενο χρέος. Οι πολιτικοί, λέει, πρέπει να δράσουν ουσιαστικά για να αποτρέψουν περαιτέρω διόγκωσή του.
Ωστόσο, προσθέτει, «αυτό προσφέρει μόνο προσωρινή ανακούφιση και δεν θα οδηγήσει σε μείωση του συνολικού χρέους της Ιαπωνίας. Ενώ το Υπουργείο Οικονομικών πιθανώς θα κάνει το κομμάτι του, οι πολιτικοί τώρα πρέπει να καταβάλουν προσπάθειες για να αποφύγουν την αύξηση του χρέους».

Ατυχής ο χρόνος

Ο χρόνος αυτών των εξελίξεων δεν θα μπορούσε να είναι πιο ατυχής. Ο Carlos Casanova, οικονομολόγος στην Union Bancaire Privée, επισημαίνει ότι η αγορά είχε ήδη προεξοφλήσει το ενδεχόμενο πιο αργής ανάπτυξης και υψηλότερου πληθωρισμού. «Σε συνδυασμό με τεχνικούς παράγοντες σε μια ιδιαίτερα μη ρευστή αγορά», αναφέρει, «αυτό έχει ενισχύσει τους ανοδικούς κινδύνους για τα JGB, με την απόδοση του 10ετούς να φτάνει στο 1,50% και του 30ετούς να εκτοξεύεται στο 3,16%.»
Ωστόσο, η πορεία των αποδόσεων των JGB μπορεί να έχει σοβαρές παγκόσμιες επιπτώσεις. Ο George Saravelos, επικεφαλής έρευνας συναλλαγματικών αγορών στη Deutsche Bank, χαρακτήρισε την πρόσφατη απόκλιση μεταξύ των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων και της ισοτιμίας του γεν ως «τον πιο σημαντικό δείκτη της αγοράς που υποδηλώνει την επιτάχυνση των δημοσιονομικών κινδύνων των ΗΠΑ», καθώς αντανακλά την αυξανόμενη ανησυχία των ξένων επενδυτών για την αγορά αμερικανικών κρατικών τίτλων. «Το ιαπωνικό γεν ενισχύεται, ενώ οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων ανεβαίνουν», σημειώνει. «Το θεωρούμε απόδειξη ότι η συμμετοχή των ξένων στην αγορά αμερικανικών ομολόγων μειώνεται.»
Αυτό το περιβάλλον έχει αναγκάσει την Τράπεζα της Ιαπωνίας (BOJ) να επιβραδύνει τον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων. Τα τελευταία δύο χρόνια, η ομάδα του διοικητή Ueda κατόρθωσε να αυξήσει το βασικό επιτόκιο στο υψηλότερο επίπεδο από το 2008. Πλέον, όμως, οι φόβοι ότι η Ιαπωνία οδεύει προς στασιμοπληθωρισμό περιπλέκουν την κατάσταση. Το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,7% το πρώτο τρίμηνο, ενώ ο πληθωρισμός καταναλωτή διαμορφώνεται στο 3,6% — σχεδόν διπλάσιος από τον στόχο 2% της BOJ.
Η πρόσφατη αστάθεια στις αγορές «προσθέτει στις προκλήσεις της BOJ να ισορροπήσει μεταξύ πληθωριστικών πιέσεων και των εμποδίων στην ανάπτυξη λόγω των αμερικανικών δασμών», αναφέρουν αναλυτές της UBS σε έκθεσή τους. Η UBS εκτιμά ότι η επόμενη αυστηροποίηση της πολιτικής της BOJ δεν αναμένεται πριν από το 2026. Ένας λόγος που η BOJ κινείται προσεκτικά είναι οι ενδείξεις ότι η ρευστότητα της αγοράς έχει γίνει σποραδική. «Αν η BOJ δεν τροποποιήσει τα σχέδιά της για μείωση των αγορών, παρά τις ενδείξεις ότι η λειτουργία της αγοράς επιδεινώνεται, μπορεί να στείλει το λάθος μήνυμα ότι θα συνεχίσει τις μειώσεις χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες», προειδοποιεί ο Naoya Hasegawa, επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής ομολόγων στην Okasan Securities.
Η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) παραμένει ασαφής. Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίασης της Federal Open Market Committee (FOMC) στις 6–7 Μαΐου, η Fed εκφράζει επιφυλάξεις για τη μεταβλητότητα στη δημοσιονομική και εμπορική πολιτική των ΗΠΑ. «Οι συμμετέχοντες συμφώνησαν ότι η αβεβαιότητα για τις οικονομικές προοπτικές έχει αυξηθεί περαιτέρω, καθιστώντας απαραίτητη μια προσεκτική προσέγγιση μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα οικονομικά αποτελέσματα των κυβερνητικών παρεμβάσεων», αναφέρεται. «Επισήμαναν επίσης ότι η Επιτροπή ίσως αντιμετωπίσει δύσκολα διλήμματα, αν ο πληθωρισμός αποδειχθεί πιο επίμονος, την ώρα που οι προοπτικές για ανάπτυξη και απασχόληση επιδεινώνονται.»
Πάντως, η ίδια η οικονομική πρόβλεψη της Fed «τοποθετεί την οικονομία ξεκάθαρα σε περιοχή στασιμοπληθωρισμού», τονίζει ο Omair Sharif, πρόεδρος της συμβουλευτικής εταιρείας Inflation Insights.
Δεν προκαλεί έκπληξη ότι νέα έρευνα της JPMorgan Chase επισημαίνει τις εντεινόμενες ανησυχίες για τη σταθερότητα της αμερικανικής αγοράς ομολόγων, αξίας 29 τρισ. δολαρίων. Οι βασικές πηγές ανησυχίας είναι το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ, που πλησιάζει τα 37 τρισ. δολάρια, ο εμπορικός πόλεμος του Trump, και το χαοτικό νομοθετικό περιβάλλον στο Καπιτώλιο. Το συμπέρασμα, όπως το διατυπώνει η Leah Traub, διαχειρίστρια χαρτοφυλακίου στη Lord Abbett & Co, είναι ότι «η ζήτηση για μακροπρόθεσμα ομόλογα μειώνεται την ίδια στιγμή που η προσφορά αυξάνεται».
Αυτό σημαίνει ότι το παραδοσιακό ασφαλές καταφύγιο των ΗΠΑ χάνει την αξιοπιστία του — την ώρα που και η Ιαπωνία κλυδωνίζεται. Αν υπήρξε ποτέ στιγμή για την Κίνα να αναλάβει πρωτοβουλία και να καλύψει αυτό το αυξανόμενο κενό, αυτή είναι τώρα.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης