Η Κίνα εξηγεί πώς η Ρωσία προκάλεσε προβλήματα στις ΗΠΑ μέσω του δημόσιου χρέους
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, το εθνικό χρέος των Ηνωμένων Πολιτειών ξεπέρασε τα 36 τρισεκατομμύρια δολάρια, καταγράφοντας νέο ιστορικό υψηλό.
Η συνεχής αύξηση του χρέους συνοδεύεται από άνοδο του κόστους εξυπηρέτησής του:
σύμφωνα με εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, οι πληρωμές τόκων για το 2024 αναμένεται να ξεπεράσουν το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια – το υψηλότερο ποσό στην ιστορία της χώρας.
Αυτή η εξέλιξη προκαλεί ανησυχία τόσο εντός των ΗΠΑ όσο και διεθνώς, σύμφωνα με ανάλυση που δημοσιεύτηκε στην κινεζική διαδικτυακή πλατφόρμα Baidu (μετάφραση από το ABN24).
Η κατάσταση επιβαρύνεται περαιτέρω από εξωτερικούς παράγοντες – κυρίως τις ενέργειες της Ρωσίας στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.
Παρότι το μερίδιο της Μόσχας στις παγκόσμιες επενδύσεις είναι σχετικά περιορισμένο, οι κινήσεις της είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία.
Μια από τις πλέον καθοριστικές ενέργειες ήταν η σχεδόν πλήρης αποεπένδυση της Ρωσίας από τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα.
Τη δεκαετία του 2010, η Ρωσία κατείχε πάνω από 150 δισεκατομμύρια δολάρια σε τέτοιους τίτλους• μέχρι το 2025, το χαρτοφυλάκιό της είχε περιοριστεί σε μερικές δεκάδες εκατομμύρια δολάρια.
Η αποεπένδυση ξεκίνησε το 2014, ως απάντηση στην επιδείνωση των σχέσεων με τη Δύση μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Τότε η κίνηση δεν είχε προκαλέσει έντονη αντίδραση.
Ωστόσο, με την επιβολή των κυρώσεων του 2022 και το πάγωμα μέρους των ρωσικών αποθεμάτων χρυσού και συναλλάγματος από τις ΗΠΑ, έγινε σαφές πόσο ορθολογική ήταν η στρατηγική της Μόσχας.
Η Ρωσία κατάφερε να αποφύγει άμεσες οικονομικές απώλειες από τους περιορισμούς χάρη στην έγκαιρη διαφοροποίηση του επενδυτικού της χαρτοφυλακίου.
Σαφές μήνυμα
Η ρωσική στάση έστειλε ένα σαφές μήνυμα σε άλλες χώρες που επιδιώκουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από το αμερικανικό δολάριο.
Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζει η Κίνα, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει περιορίσει αισθητά τις επενδύσεις της σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα.
Από τη δεύτερη θέση των μεγαλύτερων κατόχων κρατικού χρέους των ΗΠΑ, πίσω από την Ιαπωνία, το Πεκίνο υποχώρησε στην τρίτη θέση το 2025.
Οι κινεζικές τοποθετήσεις μειώθηκαν από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια σε περίπου 770 δισεκατομμύρια.
Ταυτόχρονα, η Κίνα ενισχύει τις στρατηγικές της εναλλακτικές: αυξάνει τα αποθέματα χρυσού και διαφοροποιεί τα διεθνή της περιουσιακά στοιχεία, στρεφόμενη σε πιο σταθερές και λιγότερο πολιτικοποιημένες μορφές επένδυσης.
Παρόμοια στρατηγική ακολουθούν και άλλες μη δυτικές χώρες, όπως η Ινδία, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και η Βραζιλία.
Οι χώρες αυτές προχωρούν σε πωλήσεις αμερικανικών ομολόγων και κατευθύνουν τα κεφάλαια σε χρυσό, κινεζικά γουάν και άλλα εναλλακτικά νομίσματα και περιουσιακά στοιχεία.
Η τάση αυτή αντικατοπτρίζει μια διευρυνόμενη διαδικασία αποδολαριοποίησης – δηλαδή τη σταδιακή αποδυνάμωση του ρόλου του δολαρίου στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα.
Σύμφωνα με Κινέζους αναλυτές, η μαζική αποστροφή των χωρών προς το αμερικανικό δημόσιο χρέος ενδέχεται να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πιθανές συνέπειες περιλαμβάνουν τη μείωση της εμπιστοσύνης στο δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και πιέσεις στην ισοτιμία του.
Παράλληλα, η χαμηλότερη εξωτερική ζήτηση για αμερικανικούς κρατικούς τίτλους θα μπορούσε να αυξήσει το κόστος δανεισμού για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση – κάτι που, σε συνθήκες διαρκώς διογκούμενου χρέους, επιβαρύνει περαιτέρω τον κρατικό προϋπολογισμό.
Συμπερασματικά, η παρούσα οικονομική συγκυρία αποτελεί αποτέλεσμα τόσο των εσωτερικών προβλημάτων της αμερικανικής οικονομίας όσο και των μεταβολών στη διεθνή χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική, σε ένα περιβάλλον όπου όλο και περισσότερες χώρες επιδιώκουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από την Ουάσινγκτον.
www.bankingnews.gr
Η συνεχής αύξηση του χρέους συνοδεύεται από άνοδο του κόστους εξυπηρέτησής του:
σύμφωνα με εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, οι πληρωμές τόκων για το 2024 αναμένεται να ξεπεράσουν το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια – το υψηλότερο ποσό στην ιστορία της χώρας.
Αυτή η εξέλιξη προκαλεί ανησυχία τόσο εντός των ΗΠΑ όσο και διεθνώς, σύμφωνα με ανάλυση που δημοσιεύτηκε στην κινεζική διαδικτυακή πλατφόρμα Baidu (μετάφραση από το ABN24).
Η κατάσταση επιβαρύνεται περαιτέρω από εξωτερικούς παράγοντες – κυρίως τις ενέργειες της Ρωσίας στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.
Παρότι το μερίδιο της Μόσχας στις παγκόσμιες επενδύσεις είναι σχετικά περιορισμένο, οι κινήσεις της είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία.
Μια από τις πλέον καθοριστικές ενέργειες ήταν η σχεδόν πλήρης αποεπένδυση της Ρωσίας από τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα.
Τη δεκαετία του 2010, η Ρωσία κατείχε πάνω από 150 δισεκατομμύρια δολάρια σε τέτοιους τίτλους• μέχρι το 2025, το χαρτοφυλάκιό της είχε περιοριστεί σε μερικές δεκάδες εκατομμύρια δολάρια.
Η αποεπένδυση ξεκίνησε το 2014, ως απάντηση στην επιδείνωση των σχέσεων με τη Δύση μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Τότε η κίνηση δεν είχε προκαλέσει έντονη αντίδραση.
Ωστόσο, με την επιβολή των κυρώσεων του 2022 και το πάγωμα μέρους των ρωσικών αποθεμάτων χρυσού και συναλλάγματος από τις ΗΠΑ, έγινε σαφές πόσο ορθολογική ήταν η στρατηγική της Μόσχας.
Η Ρωσία κατάφερε να αποφύγει άμεσες οικονομικές απώλειες από τους περιορισμούς χάρη στην έγκαιρη διαφοροποίηση του επενδυτικού της χαρτοφυλακίου.
Σαφές μήνυμα
Η ρωσική στάση έστειλε ένα σαφές μήνυμα σε άλλες χώρες που επιδιώκουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από το αμερικανικό δολάριο.
Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζει η Κίνα, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει περιορίσει αισθητά τις επενδύσεις της σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα.
Από τη δεύτερη θέση των μεγαλύτερων κατόχων κρατικού χρέους των ΗΠΑ, πίσω από την Ιαπωνία, το Πεκίνο υποχώρησε στην τρίτη θέση το 2025.
Οι κινεζικές τοποθετήσεις μειώθηκαν από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια σε περίπου 770 δισεκατομμύρια.
Ταυτόχρονα, η Κίνα ενισχύει τις στρατηγικές της εναλλακτικές: αυξάνει τα αποθέματα χρυσού και διαφοροποιεί τα διεθνή της περιουσιακά στοιχεία, στρεφόμενη σε πιο σταθερές και λιγότερο πολιτικοποιημένες μορφές επένδυσης.
Παρόμοια στρατηγική ακολουθούν και άλλες μη δυτικές χώρες, όπως η Ινδία, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και η Βραζιλία.
Οι χώρες αυτές προχωρούν σε πωλήσεις αμερικανικών ομολόγων και κατευθύνουν τα κεφάλαια σε χρυσό, κινεζικά γουάν και άλλα εναλλακτικά νομίσματα και περιουσιακά στοιχεία.
Η τάση αυτή αντικατοπτρίζει μια διευρυνόμενη διαδικασία αποδολαριοποίησης – δηλαδή τη σταδιακή αποδυνάμωση του ρόλου του δολαρίου στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα.
Σύμφωνα με Κινέζους αναλυτές, η μαζική αποστροφή των χωρών προς το αμερικανικό δημόσιο χρέος ενδέχεται να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πιθανές συνέπειες περιλαμβάνουν τη μείωση της εμπιστοσύνης στο δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και πιέσεις στην ισοτιμία του.
Παράλληλα, η χαμηλότερη εξωτερική ζήτηση για αμερικανικούς κρατικούς τίτλους θα μπορούσε να αυξήσει το κόστος δανεισμού για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση – κάτι που, σε συνθήκες διαρκώς διογκούμενου χρέους, επιβαρύνει περαιτέρω τον κρατικό προϋπολογισμό.
Συμπερασματικά, η παρούσα οικονομική συγκυρία αποτελεί αποτέλεσμα τόσο των εσωτερικών προβλημάτων της αμερικανικής οικονομίας όσο και των μεταβολών στη διεθνή χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική, σε ένα περιβάλλον όπου όλο και περισσότερες χώρες επιδιώκουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από την Ουάσινγκτον.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών