Τελευταία Νέα
Διεθνή

Fuest (Ifo): Οι πέντε βασικές οικονομικές προκλήσεις για την επόμενη γερμανική κυβέρνηση

Fuest (Ifo): Οι πέντε βασικές οικονομικές προκλήσεις για την επόμενη γερμανική κυβέρνηση
Ψηφιοποίηση και αυτοματισμός, δημογραφικές αλλαγές, παγκοσμιοποίηση, κλιματική αλλαγή και ενοποίηση της Ευρώπης, οι δύσκολες προκλήσεις 
Τις προκλήσεις τις οποίες θα κληθεί να αντιμετωπίσει η νέα γερμανική κυβέρνηση καταγράφει ο Clemens Fuest, πρόεδρος του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου Ifo και καθηγητής Οικονομικών στο University of Michigan,σε άρθρο του που δημοσιεύεται στο Project Syndicate.
Αυτές οι προκλήσεις αφορούν πέντε βασικούς τομείς: ψηφιοποίηση και αυτοματισμός, δημογραφικές αλλαγές, παγκοσμιοποίηση, κλιματική αλλαγή και ενοποίηση της Ευρώπης.
Όπως τονίζει στο άρθρο του ο επικεφαλής του Ifo «αναφορικά με την ψηφιοποίηση η Γερμανία έχει την τάση να παλινδρομεί μεταξύ εξαιρετικού ενθουσιασμού για την επέκταση των δικτύων οπτικών ινών και φόβου για τις συνέπειες της καινοτομίας, των μη επιτηρούμενων επιχειρηματικών μοντέλων, όπως αυτά των Uber και Airbnb.
Όμως οι Γερμανοί πολιτικοί δεν θα πρέπει να αντιδρούν σε αυτές τις καταστάσεις με νευρικό τρόπο.
Το να δημιουργήσεις ένα εθνικό δίκτυο οπτικών ινών, χωρίς να εξυπηρετείς αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη, είναι το ίδιο δαπανηρά και αναποτελεσματικά.
Και οι πολιτικοί θα πρέπει να επικεντρωθούν σε μοντέλα εποπτείας τα οποία διασφαλίζουν ότι τα ευαίσθητα ψηφιακά μοντέλα επιχειρηματικότητας και οι ιδιωτικές επενδύσεις δεν χάνουν τον στόχο τους.
Με τη ψηφιοποίηση καταφθάνει η αυτοματοποίηση και η χρήση των ρομπότ, με αρκετούς να φοβούνται ότι εξαιτίας τους θα χάσουν τις δουλειές τους.
Ως εκ τούτου μία καλή παρέμβαση θα ήταν η δημιουργία ενός Εθνικού Βασικού Εισοδήματος (Universal Basic Income – UBI), το οποίο μπορεί να πληρώνεται μέσω επιβολής φόρων στα ρομπότ.
Όμως μία τέτοια αντίδραση θα ήταν ένα τεράστιο λάθος, μία υπεκφυγή στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε.
Αντί να στρέψουμε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού στο να εξαρτάται α από χρήματα που του δίνουν άλλοι, οι Γερμανοί ηγέτες θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι όλοι οι εργαζόμενοι εκπαιδεύονται με τον ορθό τρόπο ώστε να μπορούν να έχουν ευκαιρίες στην αγορά εργασίας του μέλλοντος.
Η γήρανση του πληθυσμού της Γερμανίας θα δημιουργήσει «κενό» εργαζομένων τα επόμενα χρόνια.
Αλλά αντί να αρπάξουν την ευκαιρία που έχουν μπροστά τους, οι Γερμανοί πολιτικοί ηγέτες ανησυχούν ότι θα υπάρξει συνολική μείωση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού.
Πρόκειται για φόβους που δεν έχουν νόημα.
Το 1900 το 38% του εργατικού δυναμικού στη Γερμανία εργάζονταν στον αγροτικό τομέα.
Το 2000 μόλις το 2%.
Η πλήρης αυτοματοποίηση της αγροτικής παραγωγής δεν οδήγησε σε υψηλή ανεργία.
Η δημογραφική μεταμόρφωση της Γερμανίας θα έχει σημαντικές συνέπειες στα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας και κυρίως στο ασφαλιστικό σύστημα.
Αλλά κατά τη διάρκεια της πρόσφατης προεκλογικής εκστρατείας οι ηγέτες και των δύο μεγάλων κομμάτων απέκλεισαν το ενδεχόμενο αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης στα 70 έτη, αν και υπάρχουν εξαιρετικά καλοί λόγοι για να το πράξουν.
Η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης προκειμένου να στηριχθεί το υπάρχον συνταξιοδοτικό σύστημα συχνά θεωρείται ως μία άδικη απόφαση, διότι άνθρωποι οι οποίοι στην εργασία τους κοπιάζουν σωματικά, όπως οι νοσοκόμες ή οι χειρώνακτες, δεν μπορούν να εργάζονται έως τα 70 τους χρόνια.
Όμως αυτό είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσω της καταβολής υψηλότερων μισθών.
Επίσης η πρόωρη συνταξιοδότηση μπορεί να αποτελεί μία εναλλακτική λύση, εφόσον, όμως, χρησιμοποιείται με ορθό τρόπο.
Η παγκοσμιοποίηση – είτε λαμβάνει τη μορφή της μετανάστευσης ή των εμπορικών ροών, των κεφαλαίων και των πληροφοριών- θέτει μία αντίστοιχη πρόκληση, αν και έχει αποτελέσει θείο δώρο για τη Γερμανία τα τελευταία χρόνια.
Θεωρητικά η παγκοσμιοποίηση προϋποθέτει ότι η εθνική πολιτική μπορεί να είναι λιγότερο απαραίτητη.
Αυτό είναι αληθές για τη Γερμανία, η οποία έχει υπογράψει διεθνείς συμφωνίες, οι οποίες έχουν κλειστεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αύξηση της διασυνοριακής κινητικότητας έχει ασκήσει ισχυρές ανταγωνιστικές πιέσεις στη Γερμανία.
Η Γερμανία επιθυμεί να προσελκύσει εταιρείες και επενδύσεις, αλλά θέλει να δημιουργήσει και όσες περισσότερες θέσεις εργασίας με υψηλές αποδοχές μπορεί.
Ως εκ τούτου η Γερμανία επωφελείται από τους μετανάστες με υψηλά προσόντα, καθώς αυτοί θα κερδίζουν αρκετά ώστε να πληρώνουν περισσότερους φόρους.
Προκειμένου όμως να προσελκύσει αυτό το είδος των μεταναστών η Γερμανία οφείλει να διατηρήσει χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Αυτή τη στιγμή η Γερμανία έχει τη δυνατότητα να πληρώνει το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας.
Αλλά σε μία παγκοσμιοποιημένη οικονομία, δεν μπορεί να στηρίζεται σε επιδοτήσεις που χρηματοδοτούνται από τα φορολογικά έσοδα ώστε να καλύπτει πιθανά μελλοντικά κενά του συστήματος.
Με άλλα λόγια η Γερμανία δεν μπορεί να διατηρήσει σε χαμηλά επίπεδα τους φόρους, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει πλουσιοπάροχα κοινωνικά επιδόματα σε μη εξειδικευμένους εργάτες.
Στο τέλος το σύστημα πρόνοιας θα καταρρεύσει.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να εργαστεί με τις άλλες χώρες της ΕΕ ώστε να εξασφαλίσει ότι η μετανάστευση δεν οφείλεται στην επιθυμία κάποιων να λαμβάνουν πλούσια κοινωνικά επιδόματα.
Για να παραμείνει ανταγωνιστική η Γερμανία οφείλει να αλλάξει τον τρόπο που φορολογεί επενδύσεις και καινοτομία.
Η κυβέρνηση του Γάλλου προέδρου, Emmanuel Macron, έχει ανακοινώσει ότι θα καταργήσει τον φόρο πλούτου και θα μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές για επιχειρήσεις.
Οι κυβερνήσεις Σουηδίας, Βρετανίας και ΗΠΑ έχουν, επίσης, ανακοινώσει ανάλογα σχέδια για μειώσεις φόρων.
Η γερμανική κυβέρνηση, είτε της αρέσει είτε όχι, δεν μπορεί να ξεφύγει από τον παγκόσμιο φορολογικό ανταγωνισμό.
Αλλά καθώς προσπαθεί να βελτιώσει το φορολογικό της καθεστώς δεν πρέπει να επιτρέψει σε κάποιους κλάδους να ξεφύγουν πλήρως τη φορολόγηση.
Η κλιματική αλλαγή είναι ένα ακόμη πρόσωπο της παγκοσμιοποίησης, καθώς και σε αυτήν την περίπτωση η Γερμανία δεν μπορεί από μόνη της να αντιμετωπίσει το ζήτημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Η κυβέρνηση οφείλει να συνεργαστεί με τους Ευρωπαίους εταίρους ώστε να υπάρξουν διεθνείς συμφωνίες για την κλιματική αλλαγή, αλλά και να εφαρμόσει μέτρα αντιμετώπισής της εντός της χώρας.
Αυτό θα πρέπει να γίνει με προσοχή στο κόστος, καθώς καμία ατζέντα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να επιτύχει χωρίς να έχει και την κοινωνική αποδοχή.
Υπό αυτό το πρίσμα, επιλεκτικές παρεμβάσεις, όπως η κατάργηση των κινητήρων καύσης άνθρακα έως το 2030 θα είναι αντιπαραγωγική.
Μία καλύτερη προσέγγιση είναι να περιληφθεί ο όγκος της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων στο σύστημα μέτρησης ρύπων στη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, καθώς έτσι η μείωση της εκπομπής ρύπων μπορεί να επιτευχθεί με χαμηλότερο κόστος.
Η τελευταία μεγάλη πρόκληση για την επόμενη γερμανική κυβέρνηση είναι η πολιτική της για την Ευρώπη.
Η Γερμανία χρειάζεται μία Ευρώπη που θα έχει επουλώσει τις πληγές της τρέχουσας κρίσης, θα έχει υπάρξει εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς, θα έχει αναπτυχθεί μία κοινή αμυντική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, ούτως ώστε να μπορεί να γευθεί τους καρπούς της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Κοινή στράτευση και μεγαλύτερη συνεργασίας μπορεί να προσφέρουν περισσότερα οφέλη και να μειώσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αρκετές χώρες της ΕΕ με τους προϋπολογισμούς τους.
Επιπρόσθετα η Ευρωζώνη έχει μεγάλη ανάγκη μεταρρυθμίσεων.
Αντί να περιμένει το ξέσπασμα της επόμενης κρίσης, η Γερμανία θα πρέπει να πιέσει ώστε οι ευρωπαϊκές τράπεζες να διακρατούν λιγότερο κρατικό χρέος.
Σε περίπτωση που κάποιο κράτος-μέλος βρεθεί αντιμέτωπο με υπερβολικό χρέος, οι ιδιώτες επενδυτές –και όχι οι φορολογούμενοι των άλλων κρατών- θα πρέπει να αναλάβουν το κόστος αναδιάρθρωσής του.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης