γράφει : Αλεξάνδρα Τόμπρα
(upd)Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα ήταν καταστροφική για την ελληνική οικονομία και τις τράπεζες, επανέλαβε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Προβόπουλος, στο πλαίσιο της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης. Παράλληλα, ο διοικητής της ΤτΕ επανέλαβε την προτροπή προς τις τράπεζες για συγχωνεύσεις, ενώ ιδιαίτερη μνεία έκανε και για την αναγκαιότητα της παροχής των εγγυήσεων στον κλάδο.
Μεταξύ των τραπεζιτών που παρευρέθησαν στην συνέλευση ήταν ο Β. Ράπανος και ο Απ. Ταμπακάκης της Εθνικής Τράπεζας, ο Γ. Κωστόπουλος και ο Δ. Μαντζούνης της Alpha Bank, ο Ν. Νανόπουλος της Eurobank και από την Πειραιώς ο πρόεδρος Μ. Σάλλας.
Μεταξύ των τραπεζιτών που παρευρέθησαν στην συνέλευση ήταν ο Β. Ράπανος και ο Απ. Ταμπακάκης της Εθνικής Τράπεζας, ο Γ. Κωστόπουλος και ο Δ. Μαντζούνης της Alpha Bank, ο Ν. Νανόπουλος της Eurobank και από την Πειραιώς ο πρόεδρος Μ. Σάλλας.
Σύμφωνα με τον Γ. Προβόπουλο, η συμφωνία στήριξης της ελληνικής οικονομίας απέτρεψε τη χρεοκοπία, και επέβαλε τον αναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής.
Πράγματι, η Συμφωνία όχι μόνο εξασφάλισε τα αναγκαία κεφάλαια αλλά και έδρασε ως καταλύτης για το ριζικό αναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής προς δύο κύριες κατευθύνσεις: την ταχεία δημοσιονομική προσαρμογή και την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η στροφή αυτή έπρεπε βεβαίως να έχει γίνει πολλά χρόνια πριν, όταν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες. Τον Απρίλιο πάντως του 2010 όλα τα περιθώρια για αναβολές είχαν εξαντληθεί και η αλλαγή κατεύθυνσης ήταν επιτακτικά αναγκαία. Η πολιτική που άρχισε να εφαρμόζεται ήταν ο μόνος τρόπος για να ανακοπεί η περιθωριοποίηση της χώρας, η μόνη ελπίδα για τη δημιουργία προϋποθέσεων που θα επέτρεπαν μια συντεταγμένη πορεία πάνω σε νέες βάσεις το ταχύτερο δυνατόν.
Οι προβλέψεις για το 2011, παρά κάποιες θετικές ενδείξεις που διαφαίνονται, δεν επιτρέπουν εφησυχασμό.
• Η ύφεση θα συνεχιστεί. Το ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα μειωθεί κατά 3% χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί και κατά τι μεγαλύτερη πτώση.
• Η ανεργία θα συνεχίσει να αυξάνεται και θα υπερβεί το 15%.
• Ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού θα υποχωρήσει σημαντικά σε σχέση με το 2010, όμως θα πλησιάσει το 3¼%.
• Ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα, που ήδη ήταν αρνητικός τους δύο πρώτους μήνες του έτους, αναμένεται να παραμείνει σε αρνητικά επίπεδα καθ΄όλη τη διάρκεια του 2011.
• Η ανταγωνιστικότητα θα συνεχίσει να βελτιώνεται το 2011, καθώς θα εξακολουθήσει να μειώνεται το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει.
• Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα περιοριστεί κάτω του 9% του ΑΕΠ, αφού προβλέπεται ότι θα ανακάμψουν οι εξαγωγές και οι τουριστικές εισπράξεις, ενώ θα συνεχίσουν να μειώνονται οι εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών.
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΣΟΒΑΡΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Αναγκαία προς το παρόν η παροχή κρατικών εγγυήσεων για την ενίσχυση της ρευστότητας
Είναι γνωστό ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν δημιούργησαν την κρίση όπως συνέβη σε άλλες χώρες, αλλά υπέστησαν τις συνέπειες του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής τους ικανότητας, συνέπεια των υποβαθμίσεων της χώρας, τις αποξένωσε από τις αγορές, ενώ απώλεσαν σημαντικό τμήμα των καταθέσεών τους. Για να αντιμετωπιστούν οι αυξημένες ανάγκες ρευστότητας που δημιουργήθηκαν από αυτές τις εξελίξεις, χρησιμοποιήθηκαν μέτρα που είχε υιοθετήσει και το σύνολο των χωρών της ΕΕ το 2008 κατά την έξαρση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, δηλαδή μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας της οικονομίας μέσω της παροχής εγγυήσεων.
Υπενθυμίζεται ότι το μέτρο των εγγυήσεων συνίσταται στην έναντι αμοιβής παροχή εγγυήσεων του Δημοσίου για τους τίτλους που εκδίδουν οι τράπεζες και όχι στην καταβολή χρηματικών ποσών σε αυτές. Οι παρεχόμενες εγγυήσεις διευκολύνουν τις τράπεζες να αντλούν ρευστότητα από το Ευρωσύστημα έναντι αποδεκτού ενεχύρου. Υπενθυμίζεται επίσης ότι, λόγω της περικοπής αποτίμησης, τα κεφάλαια που αντλούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα μέσω των τίτλων που είναι εγγυημένοι από το κράτος υπολείπονται σημαντικά της ονομαστικής αξίας των τίτλων.
Η δυνατότητα των τραπεζών να αντλούν ρευστότητα από το Ευρωσύστημα αξιοποιώντας την παροχή κρατικών εγγυήσεων απέτρεψε την εμφάνιση συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας. Μολονότι το 2010 το ονομαστικό ΑΕΠ υποχώρησε κατά 2,1%, το υπόλοιπο της τραπεζικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα διαμορφώθηκε το Δεκέμβριο του 2010 στο ίδιο επίπεδο όπως και το Δεκέμβριο του 2009. Χωρίς την έκτακτη παροχή ρευστότητας από το Ευρωσύστημα και με δεδομένο το χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, οι τράπεζες θα ήταν αναγκασμένες να επισπεύδουν την είσπραξη απαιτήσεων, να περικόπτουν την ανακύκλωση δανείων, να περιορίζουν τις ρυθμίσεις συμβάσεων που διευκολύνουν την εξυπηρέτηση παλαιών δανείων και να απορρίπτουν νέες αιτήσεις δανειοδότησης φερέγγυων πελατών.
Τα έκτακτα μέτρα στήριξης της ρευστότητας που ελήφθησαν από την ΕΚΤ και το κράτος έχουν ωστόσο προσωρινό χαρακτήρα. Στόχος τους είναι να διευρύνουν τα χρονικά περιθώρια εντός των οποίων οι τράπεζες θα προσαρμόσουν, όπως απαιτούν οι περιστάσεις, το επιχειρηματικό υπόδειγμα λειτουργίας τους. Η προσαρμογή αυτή χρειάζεται να γίνει συντεταγμένα, με τρόπους που δεν θα επιδεινώνουν τη σημερινή οικονομική ύφεση ούτε θα ανακόπτουν τους ρυθμούς της ανάκαμψης, όταν αυτή ξεκινήσει. Χρειάζεται δηλαδή, το συντομότερο δυνατόν, οι τράπεζες να είναι σε θέση να διαμεσολαβούν αυτοδύναμα μεταξύ των αποταμιευτών και επενδυτών, έχοντας απεξαρτηθεί από την ανάγκη έκτακτης στήριξης της ΕΚΤ ή του κράτους.
Οι νέες συνθήκες επιτάσσουν αλλαγή επιχειρηματικού μοντέλου και στον τραπεζικό τομέα
Το τραπεζικό σύστημα, όπως το σύνολο της οικονομίας, βρέθηκε μπροστά σε πρωτόγνωρες προκλήσεις και έπρεπε να αντιμετωπίσει παράγοντες που επηρέασαν τις επιδόσεις του και διαμόρφωσαν συνθήκες αβεβαιότητας.
Η σημερινή πραγματικότητα είναι δεδομένη και για το μέλλον τα μηνύματα είναι σαφή όσον αφορά τις βασικές παραμέτρους του οικονομικού περιβάλλοντος και του ρυθμιστικού πλαισίου. Επιβάλλεται συνεπώς οι τράπεζες να προσαρμόσουν ανάλογα το επιχειρηματικό τους μοντέλο, στηρίζοντάς το σε ολική ανασύνταξη δυνάμεων. Οι ανασυντάξεις και οι συνενώσεις είναι επιτυχέστερες όταν δρομολογούνται με προβλεπτική ικανότητα, λαμβάνουν υπόψη όλα τα δεδομένα και είναι αποτέλεσμα φιλικής διαπραγμάτευσης.
Η αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα θα ενισχύσει σημαντικά τη συμβολή του στην αναπτυξιακή διαδικασία, όταν ξεκινήσει η ανάκαμψη της οικονομίας. Θα αποτελέσει επίσης παράγοντα ισχυρής στήριξης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι θα συντρέξει και ο πρωταρχικός για τη σταθερότητα παράγοντας, που είναι η αποκατάσταση και παγίωση της εμπιστοσύνης των οικονομικών φορέων, των αγορών και της διεθνούς κοινότητας. Καμία αναδιάταξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη συνέχισης της δημοσιονομικής προσπάθειας και επίσπευσης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο κράτος και στην οικονομία.
ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
α) Σταθεροποίηση με μέτρα διαρθρωτικής προσαρμογής
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η επίσπευση της ανάκαμψης και η ανάπτυξη αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα της επιτυχίας στα επόμενα χρόνια. Δεν θα υπάρξει όμως ανάκαμψη, αν δεν θεραπευθούν οι βασικές αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση: η γιγάντωση των ελλειμμάτων και των χρεών του Δημοσίου και η σοβαρή υποχώρηση της ανταγωνιστικής θέσης της χώρας. Πρώτο βήμα συνεπώς για την ανάπτυξη είναι η σταθεροποίηση της οικονομίας. Όπως έχει δείξει και η διεθνής εμπειρία, η ύπαρξη μεγάλων δημόσιων ελλειμμάτων και χρεών δεν στηρίζει την ανάπτυξη. Αντίθετα, την υπονομεύει.
Επιτάχυνση των αλλαγών στο δημόσιο τομέα
Η σταθεροποίηση έχει εισέλθει στη δεύτερη και δυσκολότερη φάση. Μετά τις οριζόντιες περικοπές στους μισθούς και τις αυξήσεις των φόρων, πρέπει τώρα να στραφεί αποφασιστικά στις διαρθρωτικές αλλαγές στο δημόσιο τομέα για να μειώσει, σε μόνιμη βάση, δαπάνες που προέρχονται από την αναποτελεσματική του λειτουργία.
Περιθώρια στο χώρο αυτό υπάρχουν και είναι μεγάλα. Πρέπει ταυτόχρονα να αξιοποιηθούν δύο σημαντικές ευκαιρίες που παρουσιάζονται σήμερα και οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν καταλύτη για την επανεκκίνηση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.
● Πρώτον, το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής δίνει τη δυνατότητα να ακολουθηθεί μια δημοσιονομική πολιτική με σαφείς στόχους, εξειδικευμένα μέτρα και συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα εφαρμογής, αντί για αποσπασματικές παρεμβάσεις και έκτακτα μέτρα. Για να έχει το Πλαίσιο τα αναμενόμενα αποτελέσματα θα πρέπει να εξαλείψει τους παράγοντες που γεννούν ελλείμματα, κυρίως να περικόψει τις δαπάνες.
● Δεύτερον, το Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων και Αξιοποίησης της Δημόσιας Περιουσίας μπορεί, αν εφαρμοσθεί με τόλμη και ταχύτητα, να συμβάλει ουσιαστικά στον περιορισμό του χρέους και να ενισχύσει την εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων.
β) Άμβλυνση των συνεπειών της ύφεσης και επίσπευση της ανάκαμψης
Η οικονομική πολιτική πρέπει, χωρίς εκπτώσεις στη δημοσιονομική προσαρμογή, να επιδιώξει παράλληλα την άμβλυνση της ύφεσης και την ταχύτερη δυνατή επαναφορά των ρυθμών μεταβολής του ΑΕΠ σε θετικές τιμές.
● Σε πρώτη φάση πρέπει να αποφευχθεί η περαιτέρω επιβάρυνση των επιχειρήσεων, των εργαζομένων και των συνταξιούχων που πληρώνουν κανονικά τους φόρους και, αντ’ αυτού, να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος όσον αφορά την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής. Αυτό είναι κρίσιμο και για να ενισχυθεί το αίσθημα δικαιοσύνης και να αυξηθεί ο βαθμός συναίνεσης στο πρόγραμμα προσαρμογής.
● Ταυτόχρονα, πρέπει να εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες για:
-- εξοικονόμηση δαπανών με εξάλειψη της σπατάλης, κατάργηση φορέων που δεν προσφέρουν έργο και συγχωνεύσεις άλλων,
-- ανακατανομή των συνολικών δαπανών με βάση αναπτυξιακά και κοινωνικά κριτήρια και βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους.
Έτσι θα είναι εφικτό να στηριχθούν οι πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, να διευκολυνθεί η κινητικότητα της εργασίας μεταξύ κλάδων και ειδικοτήτων και να αυξηθεί το μερίδιο των δημόσιων πόρων που διατίθενται για επενδύσεις.
• Πρέπει επίσης να επιταχυνθεί η αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων που παραμένουν στη διάθεση της χώρας, με χρησιμοποίηση των εργαλείων που προβλέπονται στο νέο αναπτυξιακό νόμο και με πλήρη ενεργοποίηση του ΕΤΕΑΝ.
• Τέλος, πρέπει να προχωρήσει αμέσως η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μηδενικού ή χαμηλού δημοσιονομικού κόστους και άμεσης απόδοσης, όπως είναι αυτές που αφορούν την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς και την εξάλειψη των αγκυλώσεων στις αγορές προϊόντων και εργασίας.
γ) Προσέλκυση ξένων επενδύσεων
Καθώς οι εγχώριοι πόροι που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη είναι στην παρούσα φάση εξαιρετικά περιορισμένοι, πρέπει να ενθαρρυνθεί η εισαγόμενη αποταμίευση, να προσελκυστούν δηλαδή ξένες άμεσες επενδύσεις. Βεβαίως, οι συνθήκες είναι αντίξοες, καθώς το κλίμα που επικρατεί για την Ελλάδα είναι δυσμενές και οι αβεβαιότητες μεγάλες. Μπορούν όμως να υπάρξουν παράπλευρες ωφέλειες από το Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων και βεβαίως από τα μέτρα βελτίωσης του περιβάλλοντος της επιχειρηματικής δραστηριότητας που επείγει να υλοποιηθούν.
δ) Βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων
Η ανάπτυξη προϋποθέτει ταχεία βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Αυτό σημαίνει τη λειτουργία ανταγωνιστικών επιχειρήσεων που θα προσανατολίζονται στις διεθνείς αγορές. Προϋποθέτει επίσης τη ριζική αλλαγή του κλίματος, με τη δημιουργία περιβάλλοντος που θα ευνοεί την ανάληψη παραγωγικών-επενδυτικών πρωτοβουλιών. Πρέπει τώρα να προχωρήσουν με πολύ ταχύτερο βήμα οι διαρθρωτικές αλλαγές στις αγορές και κυρίως οι μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα – μεταρρυθμίσεις που θα εστιάζονται, πέρα από την ανάκτηση των απωλειών της διεθνούς ανταγωνιστικότητας κόστους, στη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
Οι βασικές κατευθύνσεις των μεταρρυθμίσεων – αρκετές από τις οποίες έχουν ήδη δρομολογηθεί -- πρέπει να αφορούν:
• την ενδυνάμωση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών,
• την ενίσχυση της ευελιξίας και της κινητικότητας στην αγορά εργασίας,
• τη βελτίωση της απορρόφησης των κοινοτικών πόρων, την ενθάρρυνση και διευκόλυνση των επενδύσεων και την ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού της οικονομίας,
• την αύξηση της αποτελεσματικότητας όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης και την ενθάρρυνση της καινοτομίας και της έρευνας,
• την αλλαγή του σημερινού προτύπου παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας.
ε) Αξιοποίηση των δυνατοτήτων ανάπτυξης
Οι κυριότερες πηγές ανάπτυξης είναι:
• Οι μεγάλες επενδύσεις στο χώρο της ενέργειας,
• Η αναβάθμιση του τουρισμού με προσέλκυση επισκεπτών υψηλοτέρου εισοδηματικού επιπέδου, ενθάρρυνση της μόνιμης ή εποχικής διαμονής εύπορων συνταξιούχων από άλλες χώρες αλλά και εργαζόμενων ελεύθερων επαγγελματιών, ενθάρρυνση του συνεδριακού τουρισμού, διευκόλυνση της κρουαζιέρας και προσέλκυση ξένων επισκεπτών και στην ηπειρωτική και ορεινή Ελλάδα.
• Η περαιτέρω ανάπτυξη των υπερπόντιων θαλάσσιων εμπορικών μεταφορών.
• Οι επιδόσεις των κλάδων εκείνων της μεταποίησης που έχουν επιδείξει αξιόλογο εξαγωγικό δυναμισμό, αλλά και πολλών δυναμικών επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους.
• Η αξιοποίηση της αγροτικής παραγωγής με μεταποίηση προϊόντων γεωργίας και κτηνοτροφίας.
• Η ανάδειξη της Ελλάδος σε διαμετακομιστικό κόμβο μεταξύ άλλων με την αξιοποίηση των λιμένων της, καθώς και η παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών τόσο υγείας όσο και εκπαίδευσης σε «καταναλωτές» από την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Η ανάπτυξη αυτών των κλάδων μπορεί να αποτρέψει την έξοδο του επιστημονικού δυναμικού από τη χώρα και να ενθαρρύνει ταυτόχρονα την επιστροφή Ελλήνων επιστημόνων από το εξωτερικό.
www.bankingnews.gr
Πράγματι, η Συμφωνία όχι μόνο εξασφάλισε τα αναγκαία κεφάλαια αλλά και έδρασε ως καταλύτης για το ριζικό αναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής προς δύο κύριες κατευθύνσεις: την ταχεία δημοσιονομική προσαρμογή και την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η στροφή αυτή έπρεπε βεβαίως να έχει γίνει πολλά χρόνια πριν, όταν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες. Τον Απρίλιο πάντως του 2010 όλα τα περιθώρια για αναβολές είχαν εξαντληθεί και η αλλαγή κατεύθυνσης ήταν επιτακτικά αναγκαία. Η πολιτική που άρχισε να εφαρμόζεται ήταν ο μόνος τρόπος για να ανακοπεί η περιθωριοποίηση της χώρας, η μόνη ελπίδα για τη δημιουργία προϋποθέσεων που θα επέτρεπαν μια συντεταγμένη πορεία πάνω σε νέες βάσεις το ταχύτερο δυνατόν.
Οι προβλέψεις για το 2011, παρά κάποιες θετικές ενδείξεις που διαφαίνονται, δεν επιτρέπουν εφησυχασμό.
• Η ύφεση θα συνεχιστεί. Το ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα μειωθεί κατά 3% χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί και κατά τι μεγαλύτερη πτώση.
• Η ανεργία θα συνεχίσει να αυξάνεται και θα υπερβεί το 15%.
• Ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού θα υποχωρήσει σημαντικά σε σχέση με το 2010, όμως θα πλησιάσει το 3¼%.
• Ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα, που ήδη ήταν αρνητικός τους δύο πρώτους μήνες του έτους, αναμένεται να παραμείνει σε αρνητικά επίπεδα καθ΄όλη τη διάρκεια του 2011.
• Η ανταγωνιστικότητα θα συνεχίσει να βελτιώνεται το 2011, καθώς θα εξακολουθήσει να μειώνεται το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει.
• Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα περιοριστεί κάτω του 9% του ΑΕΠ, αφού προβλέπεται ότι θα ανακάμψουν οι εξαγωγές και οι τουριστικές εισπράξεις, ενώ θα συνεχίσουν να μειώνονται οι εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών.
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΣΟΒΑΡΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Αναγκαία προς το παρόν η παροχή κρατικών εγγυήσεων για την ενίσχυση της ρευστότητας
Είναι γνωστό ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν δημιούργησαν την κρίση όπως συνέβη σε άλλες χώρες, αλλά υπέστησαν τις συνέπειες του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής τους ικανότητας, συνέπεια των υποβαθμίσεων της χώρας, τις αποξένωσε από τις αγορές, ενώ απώλεσαν σημαντικό τμήμα των καταθέσεών τους. Για να αντιμετωπιστούν οι αυξημένες ανάγκες ρευστότητας που δημιουργήθηκαν από αυτές τις εξελίξεις, χρησιμοποιήθηκαν μέτρα που είχε υιοθετήσει και το σύνολο των χωρών της ΕΕ το 2008 κατά την έξαρση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, δηλαδή μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας της οικονομίας μέσω της παροχής εγγυήσεων.
Υπενθυμίζεται ότι το μέτρο των εγγυήσεων συνίσταται στην έναντι αμοιβής παροχή εγγυήσεων του Δημοσίου για τους τίτλους που εκδίδουν οι τράπεζες και όχι στην καταβολή χρηματικών ποσών σε αυτές. Οι παρεχόμενες εγγυήσεις διευκολύνουν τις τράπεζες να αντλούν ρευστότητα από το Ευρωσύστημα έναντι αποδεκτού ενεχύρου. Υπενθυμίζεται επίσης ότι, λόγω της περικοπής αποτίμησης, τα κεφάλαια που αντλούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα μέσω των τίτλων που είναι εγγυημένοι από το κράτος υπολείπονται σημαντικά της ονομαστικής αξίας των τίτλων.
Η δυνατότητα των τραπεζών να αντλούν ρευστότητα από το Ευρωσύστημα αξιοποιώντας την παροχή κρατικών εγγυήσεων απέτρεψε την εμφάνιση συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας. Μολονότι το 2010 το ονομαστικό ΑΕΠ υποχώρησε κατά 2,1%, το υπόλοιπο της τραπεζικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα διαμορφώθηκε το Δεκέμβριο του 2010 στο ίδιο επίπεδο όπως και το Δεκέμβριο του 2009. Χωρίς την έκτακτη παροχή ρευστότητας από το Ευρωσύστημα και με δεδομένο το χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, οι τράπεζες θα ήταν αναγκασμένες να επισπεύδουν την είσπραξη απαιτήσεων, να περικόπτουν την ανακύκλωση δανείων, να περιορίζουν τις ρυθμίσεις συμβάσεων που διευκολύνουν την εξυπηρέτηση παλαιών δανείων και να απορρίπτουν νέες αιτήσεις δανειοδότησης φερέγγυων πελατών.
Τα έκτακτα μέτρα στήριξης της ρευστότητας που ελήφθησαν από την ΕΚΤ και το κράτος έχουν ωστόσο προσωρινό χαρακτήρα. Στόχος τους είναι να διευρύνουν τα χρονικά περιθώρια εντός των οποίων οι τράπεζες θα προσαρμόσουν, όπως απαιτούν οι περιστάσεις, το επιχειρηματικό υπόδειγμα λειτουργίας τους. Η προσαρμογή αυτή χρειάζεται να γίνει συντεταγμένα, με τρόπους που δεν θα επιδεινώνουν τη σημερινή οικονομική ύφεση ούτε θα ανακόπτουν τους ρυθμούς της ανάκαμψης, όταν αυτή ξεκινήσει. Χρειάζεται δηλαδή, το συντομότερο δυνατόν, οι τράπεζες να είναι σε θέση να διαμεσολαβούν αυτοδύναμα μεταξύ των αποταμιευτών και επενδυτών, έχοντας απεξαρτηθεί από την ανάγκη έκτακτης στήριξης της ΕΚΤ ή του κράτους.
Οι νέες συνθήκες επιτάσσουν αλλαγή επιχειρηματικού μοντέλου και στον τραπεζικό τομέα
Το τραπεζικό σύστημα, όπως το σύνολο της οικονομίας, βρέθηκε μπροστά σε πρωτόγνωρες προκλήσεις και έπρεπε να αντιμετωπίσει παράγοντες που επηρέασαν τις επιδόσεις του και διαμόρφωσαν συνθήκες αβεβαιότητας.
Η σημερινή πραγματικότητα είναι δεδομένη και για το μέλλον τα μηνύματα είναι σαφή όσον αφορά τις βασικές παραμέτρους του οικονομικού περιβάλλοντος και του ρυθμιστικού πλαισίου. Επιβάλλεται συνεπώς οι τράπεζες να προσαρμόσουν ανάλογα το επιχειρηματικό τους μοντέλο, στηρίζοντάς το σε ολική ανασύνταξη δυνάμεων. Οι ανασυντάξεις και οι συνενώσεις είναι επιτυχέστερες όταν δρομολογούνται με προβλεπτική ικανότητα, λαμβάνουν υπόψη όλα τα δεδομένα και είναι αποτέλεσμα φιλικής διαπραγμάτευσης.
Η αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα θα ενισχύσει σημαντικά τη συμβολή του στην αναπτυξιακή διαδικασία, όταν ξεκινήσει η ανάκαμψη της οικονομίας. Θα αποτελέσει επίσης παράγοντα ισχυρής στήριξης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι θα συντρέξει και ο πρωταρχικός για τη σταθερότητα παράγοντας, που είναι η αποκατάσταση και παγίωση της εμπιστοσύνης των οικονομικών φορέων, των αγορών και της διεθνούς κοινότητας. Καμία αναδιάταξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη συνέχισης της δημοσιονομικής προσπάθειας και επίσπευσης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο κράτος και στην οικονομία.
ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
α) Σταθεροποίηση με μέτρα διαρθρωτικής προσαρμογής
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η επίσπευση της ανάκαμψης και η ανάπτυξη αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα της επιτυχίας στα επόμενα χρόνια. Δεν θα υπάρξει όμως ανάκαμψη, αν δεν θεραπευθούν οι βασικές αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση: η γιγάντωση των ελλειμμάτων και των χρεών του Δημοσίου και η σοβαρή υποχώρηση της ανταγωνιστικής θέσης της χώρας. Πρώτο βήμα συνεπώς για την ανάπτυξη είναι η σταθεροποίηση της οικονομίας. Όπως έχει δείξει και η διεθνής εμπειρία, η ύπαρξη μεγάλων δημόσιων ελλειμμάτων και χρεών δεν στηρίζει την ανάπτυξη. Αντίθετα, την υπονομεύει.
Επιτάχυνση των αλλαγών στο δημόσιο τομέα
Η σταθεροποίηση έχει εισέλθει στη δεύτερη και δυσκολότερη φάση. Μετά τις οριζόντιες περικοπές στους μισθούς και τις αυξήσεις των φόρων, πρέπει τώρα να στραφεί αποφασιστικά στις διαρθρωτικές αλλαγές στο δημόσιο τομέα για να μειώσει, σε μόνιμη βάση, δαπάνες που προέρχονται από την αναποτελεσματική του λειτουργία.
Περιθώρια στο χώρο αυτό υπάρχουν και είναι μεγάλα. Πρέπει ταυτόχρονα να αξιοποιηθούν δύο σημαντικές ευκαιρίες που παρουσιάζονται σήμερα και οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν καταλύτη για την επανεκκίνηση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.
● Πρώτον, το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής δίνει τη δυνατότητα να ακολουθηθεί μια δημοσιονομική πολιτική με σαφείς στόχους, εξειδικευμένα μέτρα και συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα εφαρμογής, αντί για αποσπασματικές παρεμβάσεις και έκτακτα μέτρα. Για να έχει το Πλαίσιο τα αναμενόμενα αποτελέσματα θα πρέπει να εξαλείψει τους παράγοντες που γεννούν ελλείμματα, κυρίως να περικόψει τις δαπάνες.
● Δεύτερον, το Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων και Αξιοποίησης της Δημόσιας Περιουσίας μπορεί, αν εφαρμοσθεί με τόλμη και ταχύτητα, να συμβάλει ουσιαστικά στον περιορισμό του χρέους και να ενισχύσει την εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων.
β) Άμβλυνση των συνεπειών της ύφεσης και επίσπευση της ανάκαμψης
Η οικονομική πολιτική πρέπει, χωρίς εκπτώσεις στη δημοσιονομική προσαρμογή, να επιδιώξει παράλληλα την άμβλυνση της ύφεσης και την ταχύτερη δυνατή επαναφορά των ρυθμών μεταβολής του ΑΕΠ σε θετικές τιμές.
● Σε πρώτη φάση πρέπει να αποφευχθεί η περαιτέρω επιβάρυνση των επιχειρήσεων, των εργαζομένων και των συνταξιούχων που πληρώνουν κανονικά τους φόρους και, αντ’ αυτού, να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος όσον αφορά την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής. Αυτό είναι κρίσιμο και για να ενισχυθεί το αίσθημα δικαιοσύνης και να αυξηθεί ο βαθμός συναίνεσης στο πρόγραμμα προσαρμογής.
● Ταυτόχρονα, πρέπει να εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες για:
-- εξοικονόμηση δαπανών με εξάλειψη της σπατάλης, κατάργηση φορέων που δεν προσφέρουν έργο και συγχωνεύσεις άλλων,
-- ανακατανομή των συνολικών δαπανών με βάση αναπτυξιακά και κοινωνικά κριτήρια και βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους.
Έτσι θα είναι εφικτό να στηριχθούν οι πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, να διευκολυνθεί η κινητικότητα της εργασίας μεταξύ κλάδων και ειδικοτήτων και να αυξηθεί το μερίδιο των δημόσιων πόρων που διατίθενται για επενδύσεις.
• Πρέπει επίσης να επιταχυνθεί η αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων που παραμένουν στη διάθεση της χώρας, με χρησιμοποίηση των εργαλείων που προβλέπονται στο νέο αναπτυξιακό νόμο και με πλήρη ενεργοποίηση του ΕΤΕΑΝ.
• Τέλος, πρέπει να προχωρήσει αμέσως η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μηδενικού ή χαμηλού δημοσιονομικού κόστους και άμεσης απόδοσης, όπως είναι αυτές που αφορούν την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς και την εξάλειψη των αγκυλώσεων στις αγορές προϊόντων και εργασίας.
γ) Προσέλκυση ξένων επενδύσεων
Καθώς οι εγχώριοι πόροι που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη είναι στην παρούσα φάση εξαιρετικά περιορισμένοι, πρέπει να ενθαρρυνθεί η εισαγόμενη αποταμίευση, να προσελκυστούν δηλαδή ξένες άμεσες επενδύσεις. Βεβαίως, οι συνθήκες είναι αντίξοες, καθώς το κλίμα που επικρατεί για την Ελλάδα είναι δυσμενές και οι αβεβαιότητες μεγάλες. Μπορούν όμως να υπάρξουν παράπλευρες ωφέλειες από το Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων και βεβαίως από τα μέτρα βελτίωσης του περιβάλλοντος της επιχειρηματικής δραστηριότητας που επείγει να υλοποιηθούν.
δ) Βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων
Η ανάπτυξη προϋποθέτει ταχεία βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Αυτό σημαίνει τη λειτουργία ανταγωνιστικών επιχειρήσεων που θα προσανατολίζονται στις διεθνείς αγορές. Προϋποθέτει επίσης τη ριζική αλλαγή του κλίματος, με τη δημιουργία περιβάλλοντος που θα ευνοεί την ανάληψη παραγωγικών-επενδυτικών πρωτοβουλιών. Πρέπει τώρα να προχωρήσουν με πολύ ταχύτερο βήμα οι διαρθρωτικές αλλαγές στις αγορές και κυρίως οι μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα – μεταρρυθμίσεις που θα εστιάζονται, πέρα από την ανάκτηση των απωλειών της διεθνούς ανταγωνιστικότητας κόστους, στη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
Οι βασικές κατευθύνσεις των μεταρρυθμίσεων – αρκετές από τις οποίες έχουν ήδη δρομολογηθεί -- πρέπει να αφορούν:
• την ενδυνάμωση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών,
• την ενίσχυση της ευελιξίας και της κινητικότητας στην αγορά εργασίας,
• τη βελτίωση της απορρόφησης των κοινοτικών πόρων, την ενθάρρυνση και διευκόλυνση των επενδύσεων και την ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού της οικονομίας,
• την αύξηση της αποτελεσματικότητας όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης και την ενθάρρυνση της καινοτομίας και της έρευνας,
• την αλλαγή του σημερινού προτύπου παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας.
ε) Αξιοποίηση των δυνατοτήτων ανάπτυξης
Οι κυριότερες πηγές ανάπτυξης είναι:
• Οι μεγάλες επενδύσεις στο χώρο της ενέργειας,
• Η αναβάθμιση του τουρισμού με προσέλκυση επισκεπτών υψηλοτέρου εισοδηματικού επιπέδου, ενθάρρυνση της μόνιμης ή εποχικής διαμονής εύπορων συνταξιούχων από άλλες χώρες αλλά και εργαζόμενων ελεύθερων επαγγελματιών, ενθάρρυνση του συνεδριακού τουρισμού, διευκόλυνση της κρουαζιέρας και προσέλκυση ξένων επισκεπτών και στην ηπειρωτική και ορεινή Ελλάδα.
• Η περαιτέρω ανάπτυξη των υπερπόντιων θαλάσσιων εμπορικών μεταφορών.
• Οι επιδόσεις των κλάδων εκείνων της μεταποίησης που έχουν επιδείξει αξιόλογο εξαγωγικό δυναμισμό, αλλά και πολλών δυναμικών επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους.
• Η αξιοποίηση της αγροτικής παραγωγής με μεταποίηση προϊόντων γεωργίας και κτηνοτροφίας.
• Η ανάδειξη της Ελλάδος σε διαμετακομιστικό κόμβο μεταξύ άλλων με την αξιοποίηση των λιμένων της, καθώς και η παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών τόσο υγείας όσο και εκπαίδευσης σε «καταναλωτές» από την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Η ανάπτυξη αυτών των κλάδων μπορεί να αποτρέψει την έξοδο του επιστημονικού δυναμικού από τη χώρα και να ενθαρρύνει ταυτόχρονα την επιστροφή Ελλήνων επιστημόνων από το εξωτερικό.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών