σύμβολα :
ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Οι τρεις επιδράσεις του Δανέζικου Συμβιβασμού στους Χρηματοοικονομικούς ομίλους
Ολοκληρώνεται εν ευθέτω χρόνω η εξαγορά της χρονιάς... η Τράπεζα Πειραιώς εξαγόρασε την Εθνική Ασφαλιστική.
Ποια είναι η πρακτική επίδραση του Δανέζικου Συμβιβασμού στην πώληση και πόσα κεφάλαια πρέπει να δεσμεύσει η Τράπεζα, σε ποιες περιπτώσεις απαιτείται δέσμευση κεφαλαίων και ποιες, όχι.
Πώς υπολογίζονται τα κεφάλαια και πότε η Τράπεζα δικαιούται να αιτηθεί την εφαρμογή της ευνοϊκής κεφαλαιακής μεταχείρισης του Δανέζικου Συμβιβασμού.
Απαντήσεις για την αθέατη πλευρά της πώλησης τις παραθέτει σήμερα ο Σύλλογος Εθνική Ασφαλιστική, Ριζοσπαστική Πρωτοβουλία.
Το μοντέλο του χρηματοοικονομικού ομίλου (Financial Conglomerate)
Το παγιωμένο μοντέλο του χρηματοοικονομικού ομίλου ενσαρκώνει την προσέγγιση της «τράπεζοασφάλισης» (bancassurance): Ένας τραπεζικός όμιλος κατέχει μια ουσιαστική συμμετοχή στον ασφαλιστικό τομέα. Θεωρητικά, όλοι οι όμιλοι λαμβάνουν ίση κεφαλαιακή μεταχείριση για τις ασφαλιστικές τους δραστηριότητες. Ωστόσο, μόλις τα ασφαλιστικά στοιχεία ξεπεράσουν ένα συγκεκριμένο όριο στον ισολογισμό, οι κανόνες τιμωρούν.
Ο «Δανέζικος Συμβιβασμός» (Danish compromise) προέκυψε ως απάντηση το 2012, επιτρέποντας στους ομίλους με σημαντικές ασφαλιστικές δραστηριότητες να εφαρμόσουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 370% σε αυτά τα στοιχεία ενεργητικού, ένας τύπος που προσφέρει πιο ευνοϊκή κεφαλαιακή μεταχείριση.
Ο τελευταίος ευρωπαϊκός κανονισμός κεφαλαίου, ο CRR3 που εκδόθηκε στις 19/7/2024 με γενική εφαρμογή την 1/1/2025, μειώνει αυτόν τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου στο 250%, τον ίδιο που εφαρμόζεται σε συμμετοχές σε μη χρηματοπιστωτικούς τομείς, όπως οι κατασκευές ή η ενέργεια.
Προϋποθέσεις και Εποπτεία
Για να πληροί τις προϋποθέσεις, μια τράπεζα πρέπει πρώτα να ικανοποιήσει ποσοτικά όρια για τις ασφάλειες στον ισολογισμό της, θεσπίζοντας την ιδιότητά της ως χρηματοοικονομικός όμιλος. Επιπλέον, πρέπει να υποβληθεί σε αυξημένη, συντονισμένη εποπτεία τόσο από τις ρυθμιστικές αρχές τραπεζών όσο και από αυτές των ασφαλειών.
Ωστόσο, οι τοπικές εποπτικές αρχές ενδέχεται να χορηγήσουν παρεκκλίσεις (waivers), εξαιρώντας ορισμένες τράπεζες από την ενισχυμένη εποπτεία και τη συνοδευτική κεφαλαιακή μεταχείριση, ακόμη και όταν πληρούν τα κριτήρια για την ιδιότητα του ομίλου.
Σταθμίσεις Αποφάσεων
Πριν επιδιώξει αυτήν την ταξινόμηση, μια τράπεζα πρέπει να σταθμίσει εάν οι ασφαλιστικές της συμμετοχές είναι αρκετά ουσιαστικές ώστε να δικαιολογούν ένα εναλλακτικό κεφαλαιακό καθεστώς. Στη συνέχεια, πρέπει να εξετάσει εάν η τοπική εποπτική αρχή θα απαιτήσει ενισχυμένη εποπτεία.
Τέλος, η τράπεζα πρέπει να υπολογίσει εάν τα οφέλη της προνομιακής κεφαλαιακής μεταχείρισης υπερτερούν του πιθανού κόστους της αυστηρότερης εποπτείας.
Ο «Δανέζικος Συμβιβασμός» και η κεφαλαιακή μεταχείριση της τράπεζας
Ο «Δανέζικος Συμβιβασμός» (Danish Compromise) είναι ένας κανονισμός της ΕΕ που επιτρέπει στους χρηματοοικονομικούς ομίλους να εφαρμόζουν μια λιγότερο επαχθή κεφαλαιακή απαίτηση στις επενδύσεις τους σε ασφαλιστικές θυγατρικές, δίνοντας έτσι κίνητρα για τον συνδυασμό τραπεζικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων.
Θεσπίστηκε το 2012 και επιτρέπει στις τράπεζες να εφαρμόζουν μια προσέγγιση στάθμισης κινδύνου (risk-weighting approach) στις ασφαλιστικές συμμετοχές αντί της πλήρους αφαίρεσης της επένδυσης από τα κεφάλαιά τους. Αυτή η στάθμιση κινδύνου έχει μειωθεί από το 370% στο 250% βάσει του CRR3. Αυτό το μέτρο βοηθά τους χρηματοοικονομικούς ομίλους να βελτιστοποιήσουν τα κεφάλαιά τους και υποστηρίζει το μοντέλο «τραπεζοασφάλισης» (bancassurance), καθιστώντας πιο ελκυστικό οικονομικά για τις τράπεζες για να κατέχουν ασφαλιστικές εταιρείες.
Πώς Λειτουργεί
Ευνοϊκή Κεφαλαιακή Μεταχείριση: Αντί να αφαιρούν πλήρως την αξία μιας ασφαλιστικής θυγατρικής από τα ίδια κεφάλαιά τους, οι τράπεζες μπορούν να εφαρμόσουν έναν συντελεστή στάθμισης κινδύνου στην επένδυση.
Μειωμένη Κεφαλαιακή Επιβάρυνση: Αυτή η προσέγγιση απαιτεί από τις τράπεζες να διατηρούν λιγότερα κεφάλαια έναντι των ασφαλιστικών τους συμμετοχών από ό,τι θα απαιτούνταν με μια πλήρη αφαίρεση, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική εξοικονόμηση κεφαλαίου.
Κίνητρο για Εξαγορά: Η λύση ενθαρρύνει τις τράπεζες να αποκτήσουν ή να ενισχύσουν την ιδιοκτησία τους σε ασφαλιστικές εταιρείες, μια στρατηγική γνωστή ως τράπεζοασφάλιση (bancassurance).
Ρυθμιστική Βάση: Ο κανόνας αποτελεί μέρος του Κανονισμού Κεφαλαιακών Απαιτήσεων της ΕΕ (CRR) και πήρε το όνομά του από τη Δανέζικη Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ το 2012, όταν θεσπίστηκε.
Επιδράσεις στους Χρηματοοικονομικούς Ομίλους
Βελτιστοποίηση Κεφαλαίου: Επιτρέπει στους χρηματοοικονομικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται τόσο στον τραπεζικό όσο και στον ασφαλιστικό τομέα να διαχειρίζονται πιο αποτελεσματικά τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις.
Στρατηγικές Εξαγορές: Ο κανονισμός έχει καταστήσει πιο εφικτή την εξαγορά ασφαλιστικών επιχειρήσεων από τράπεζες, οδηγώντας σε αυξημένη δραστηριότητα Συγχωνεύσεων και Εξαγορών (M&A) στον ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς οι τράπεζες επιδιώκουν να διαφοροποιήσουν τις πηγές εσόδων τους και να επιστρέψουν σε πιο ολοκληρωμένα μοντέλα.
Ρυθμιστική Συμμόρφωση: Η απόκτηση της ιδιότητας του χρηματοοικονομικού ομίλου από τις ρυθμιστικές αρχές αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της Δανέζικης Λύσης και των συναφών κεφαλαιακών οφελών της.
Τι σημαίνει όμως αυτή η μείωση της στάθμισης κινδύνου (risk-weighting) από το 370% στο 250% βάσει του κανονισμού CRR3
Αυτό έχει πολύ σημαντικές πρακτικές επιπτώσεις για τις τράπεζες που κατέχουν ασφαλιστικές εταιρείες (χρηματοοικονομικούς ομίλους).
Πρακτικά, σημαίνει ότι μειώνεται το ποσό κεφαλαίου που πρέπει να δεσμεύει η τράπεζα για να καλύψει την επένδυσή της στην θυγατρική της ασφαλιστική εταιρία.
Τι Σημαίνει η Στάθμιση Κινδύνου (Risk Weighting)
Ο Ρόλος του Κεφαλαίου: Οι τράπεζες υποχρεούνται από τους κανονισμούς (όπως ο CRR) να διατηρούν ένα ελάχιστο επίπεδο κεφαλαίου ως «μαξιλάρι» έναντι απροσδόκητων ζημιών. Αυτό το κεφάλαιο υπολογίζεται ως ποσοστό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού (RWA - Risk-Weighted Assets).
Ο Υπολογισμός: Η στάθμιση κινδύνου είναι ένας συντελεστής (ποσοστό) που εφαρμόζεται στην αξία ενός στοιχείου ενεργητικού (π.χ. ένα δάνειο, μια επένδυση) για να αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που ενέχει.
Εάν ένα στοιχείο έχει στάθμιση κινδύνου 0% (π.χ. κρατικά ομόλογα Γερμανίας), δεν απαιτείται καθόλου κεφάλαιο.
Εάν ένα στοιχείο έχει στάθμιση κινδύνου 100%, απαιτείται πλήρες κεφάλαιο.
Η Πρακτική Επίδραση της Μείωσης (370% σε 250%)
Η επένδυση της τράπεζας στην ασφαλιστική θυγατρική της αντιμετωπίζεται ως ένα στοιχείο ενεργητικού στον ισολογισμό της τράπεζας.
Με βάση τα δεδομένα που έχουμε η Τράπεζα Πειραιώς επένδυσε €540 εκατομμύρια για την απόκτηση του 90% της Εθνικής Ασφαλιστικής.
Η κεφαλαιακή επιβάρυνση αφορά το ποσό της επένδυσης (€540 εκατ.), το οποίο θα αντιμετωπιστεί με τον ευνοϊκό συντελεστή 250% μέσω της Δανέζικης Λύσης (CRR3).
1. Υπολογισμός των RWA (Σταθμισμένα Στοιχεία Ενεργητικού)
Η επένδυση των €540 εκατ. πρέπει να μετατραπεί σε RWA χρησιμοποιώντας τον εγκεκριμένο συντελεστή κινδύνου 250%:
RWA = Αξία Επένδυσης x Συντελεστής Στάθμισης Κινδύνου
RWA = € 540.000.000 x 250%
RWA = €1.350.000.000 (1,35 δισ. ευρώ)
Αυτό σημαίνει ότι η εξαγορά «προσθέτει» 1,35 δισ. ευρώ σε σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού στον ισολογισμό της Πειραιώς.
2. Υπολογισμός του Απαιτούμενου Κεφαλαίου
Χρησιμοποιώντας ξανά τον ενδεικτικό ελάχιστο δείκτη CET1 10,5% για μια συστημική τράπεζα:
Απαιτούμενο Κεφάλαιο = RWA x Ελάχιστος Δείκτης CET1
Απαιτούμενο Κεφάλαιο = €1.350.000.000 x 10,5%
Απαιτούμενο Κεφάλαιο = €141.750.000
Πρακτικό Συμπέρασμα σε Ευρώ:
Η Τράπεζα Πειραιώς, για την επένδυση των €540 εκατ. (για το 90% της Εθνικής Ασφαλιστικής), πρέπει να δεσμεύσει επιπλέον €141,75 εκατομμύρια από τα ίδια κεφάλαιά της για να καλύψει την κεφαλαιακή απαίτηση του 10,5% έναντι αυτού του κινδύνου.
Απαιτείται όμως κατώφλι ενεργητικού της ασφαλιστικής ή της τράπεζας για να ενταχθεί η τράπεζα στον Δανέζικο συμβιβασμό;
Ναι, απαιτείται κατώφλι (ποσοτικό όριο) για να μπορέσει μια τράπεζα να ενταχθεί στον «Δανέζικο Συμβιβασμό» (Danish Compromise).
Αυτό το κατώφλι δεν αφορά απευθείας το συνολικό ενεργητικό της ασφαλιστικής εταιρείας, αλλά το μέγεθος της συμμετοχής της τράπεζας στην ασφαλιστική, σε σχέση με τον δικό της ισολογισμό.
Το Ποσοτικό Όριο
Η βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή του Δανέζικου Συμβιβασμού είναι η τράπεζα να πληροί τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί Χρηματοοικονομικός Όμιλος (Financial Conglomerate - FICO), σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία (οδηγία FCD).
Για να θεωρηθεί χρηματοοικονομικός όμιλος, πρέπει να πληρούνται (μεταξύ άλλων) ποσοτικά κατώφλια που αποδεικνύουν τη σημαντική παρουσία του ομίλου και στους δύο τομείς (τραπεζικό και ασφαλιστικό).
Τα βασικά κατώφλια, όπως ορίζονται στην Οδηγία για τους Χρηματοοικονομικούς Ομίλους, είναι:
Κατώφλι Σημαντικότητας: Η συμμετοχή στον ασφαλιστικό τομέα πρέπει να είναι σημαντική σε σχέση με το συνολικό ενεργητικό του ομίλου.
Κατώφλι 40% (Δραστηριότητα): Οι δραστηριότητες στον ασφαλιστικό τομέα (π.χ. ενεργητικό ή κεφάλαια) πρέπει να υπερβαίνουν το 40% των αντίστοιχων μεγεθών του μικρότερου από τους δύο χρηματοοικονομικούς τομείς του ομίλου.
Κατώφλι 10% (Ολικό Ενεργητικό): Η συμμετοχή στον ασφαλιστικό τομέα πρέπει να αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 10% του συνολικού ενεργητικού του χρηματοοικονομικού ομίλου.
Η Σύνδεση με τον Δανέζικο Συμβιβασμό
Η πρακτική σύνδεση είναι η εξής:
Μια τράπεζα πρέπει πρώτα να αποκτήσει το status του Χρηματοοικονομικού Ομίλου (FICO) από τις ρυθμιστικές αρχές.
Μόλις αποκτήσει αυτό το status (πληρώντας τα ποσοτικά όρια), δικαιούται να αιτηθεί την εφαρμογή της ευνοϊκής κεφαλαιακής μεταχείρισης του Δανέζικου Συμβιβασμού (άρθρο 49 του CRR3).
Στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς και της Εθνικής Ασφαλιστικής, η Τράπεζα κάνει τα απαραίτητα βήματα για να εξασφαλίσει ότι πληροί αυτά τα κριτήρια και αναγνωριστεί ως FICO, προκειμένου να εφαρμόσει τον συντελεστή κινδύνου 250% και να μειώσει την κεφαλαιακή της επιβάρυνση.
Καταλήγοντας και για να διαλύσουμε το fake news των εκάστοτε κυβερνητικών παπαγάλων, ποτέ στην Ευρώπη δεν υπήρχε απαγόρευση στο να κατέχουν οι τράπεζες ασφαλιστικές εταιρίες. Πριν το 2012 όμως μια τράπεζα υποχρεούταν να αφαιρέσει (διαγράψει) την πλήρη αξία της επένδυσής της στην ασφαλιστική θυγατρική, απευθείας από τα ίδια κεφάλαιά της (συγκεκριμένα, από τα κεφάλαια Tier 1).
Ο Δανέζικος Συμβιβασμός εφαρμόστηκε το 2012, ακριβώς για να αντικαταστήσει αυτήν την επαχθή πλήρη αφαίρεση με τον ευνοϊκότερο μηχανισμό της στάθμισης κινδύνου (αρχικά 370% και σήμερα 250%), αναγνωρίζοντας τη σημασία των χρηματοοικονομικών ομίλων στην Ευρώπη.
Ελ.Ερ.
www.bankingnews.gr
Ποια είναι η πρακτική επίδραση του Δανέζικου Συμβιβασμού στην πώληση και πόσα κεφάλαια πρέπει να δεσμεύσει η Τράπεζα, σε ποιες περιπτώσεις απαιτείται δέσμευση κεφαλαίων και ποιες, όχι.
Πώς υπολογίζονται τα κεφάλαια και πότε η Τράπεζα δικαιούται να αιτηθεί την εφαρμογή της ευνοϊκής κεφαλαιακής μεταχείρισης του Δανέζικου Συμβιβασμού.
Απαντήσεις για την αθέατη πλευρά της πώλησης τις παραθέτει σήμερα ο Σύλλογος Εθνική Ασφαλιστική, Ριζοσπαστική Πρωτοβουλία.
Το μοντέλο του χρηματοοικονομικού ομίλου (Financial Conglomerate)
Το παγιωμένο μοντέλο του χρηματοοικονομικού ομίλου ενσαρκώνει την προσέγγιση της «τράπεζοασφάλισης» (bancassurance): Ένας τραπεζικός όμιλος κατέχει μια ουσιαστική συμμετοχή στον ασφαλιστικό τομέα. Θεωρητικά, όλοι οι όμιλοι λαμβάνουν ίση κεφαλαιακή μεταχείριση για τις ασφαλιστικές τους δραστηριότητες. Ωστόσο, μόλις τα ασφαλιστικά στοιχεία ξεπεράσουν ένα συγκεκριμένο όριο στον ισολογισμό, οι κανόνες τιμωρούν.
Ο «Δανέζικος Συμβιβασμός» (Danish compromise) προέκυψε ως απάντηση το 2012, επιτρέποντας στους ομίλους με σημαντικές ασφαλιστικές δραστηριότητες να εφαρμόσουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 370% σε αυτά τα στοιχεία ενεργητικού, ένας τύπος που προσφέρει πιο ευνοϊκή κεφαλαιακή μεταχείριση.
Ο τελευταίος ευρωπαϊκός κανονισμός κεφαλαίου, ο CRR3 που εκδόθηκε στις 19/7/2024 με γενική εφαρμογή την 1/1/2025, μειώνει αυτόν τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου στο 250%, τον ίδιο που εφαρμόζεται σε συμμετοχές σε μη χρηματοπιστωτικούς τομείς, όπως οι κατασκευές ή η ενέργεια.
Προϋποθέσεις και Εποπτεία
Για να πληροί τις προϋποθέσεις, μια τράπεζα πρέπει πρώτα να ικανοποιήσει ποσοτικά όρια για τις ασφάλειες στον ισολογισμό της, θεσπίζοντας την ιδιότητά της ως χρηματοοικονομικός όμιλος. Επιπλέον, πρέπει να υποβληθεί σε αυξημένη, συντονισμένη εποπτεία τόσο από τις ρυθμιστικές αρχές τραπεζών όσο και από αυτές των ασφαλειών.
Ωστόσο, οι τοπικές εποπτικές αρχές ενδέχεται να χορηγήσουν παρεκκλίσεις (waivers), εξαιρώντας ορισμένες τράπεζες από την ενισχυμένη εποπτεία και τη συνοδευτική κεφαλαιακή μεταχείριση, ακόμη και όταν πληρούν τα κριτήρια για την ιδιότητα του ομίλου.
Σταθμίσεις Αποφάσεων
Πριν επιδιώξει αυτήν την ταξινόμηση, μια τράπεζα πρέπει να σταθμίσει εάν οι ασφαλιστικές της συμμετοχές είναι αρκετά ουσιαστικές ώστε να δικαιολογούν ένα εναλλακτικό κεφαλαιακό καθεστώς. Στη συνέχεια, πρέπει να εξετάσει εάν η τοπική εποπτική αρχή θα απαιτήσει ενισχυμένη εποπτεία.
Τέλος, η τράπεζα πρέπει να υπολογίσει εάν τα οφέλη της προνομιακής κεφαλαιακής μεταχείρισης υπερτερούν του πιθανού κόστους της αυστηρότερης εποπτείας.
Ο «Δανέζικος Συμβιβασμός» και η κεφαλαιακή μεταχείριση της τράπεζας
Ο «Δανέζικος Συμβιβασμός» (Danish Compromise) είναι ένας κανονισμός της ΕΕ που επιτρέπει στους χρηματοοικονομικούς ομίλους να εφαρμόζουν μια λιγότερο επαχθή κεφαλαιακή απαίτηση στις επενδύσεις τους σε ασφαλιστικές θυγατρικές, δίνοντας έτσι κίνητρα για τον συνδυασμό τραπεζικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων.
Θεσπίστηκε το 2012 και επιτρέπει στις τράπεζες να εφαρμόζουν μια προσέγγιση στάθμισης κινδύνου (risk-weighting approach) στις ασφαλιστικές συμμετοχές αντί της πλήρους αφαίρεσης της επένδυσης από τα κεφάλαιά τους. Αυτή η στάθμιση κινδύνου έχει μειωθεί από το 370% στο 250% βάσει του CRR3. Αυτό το μέτρο βοηθά τους χρηματοοικονομικούς ομίλους να βελτιστοποιήσουν τα κεφάλαιά τους και υποστηρίζει το μοντέλο «τραπεζοασφάλισης» (bancassurance), καθιστώντας πιο ελκυστικό οικονομικά για τις τράπεζες για να κατέχουν ασφαλιστικές εταιρείες.
Πώς Λειτουργεί
Ευνοϊκή Κεφαλαιακή Μεταχείριση: Αντί να αφαιρούν πλήρως την αξία μιας ασφαλιστικής θυγατρικής από τα ίδια κεφάλαιά τους, οι τράπεζες μπορούν να εφαρμόσουν έναν συντελεστή στάθμισης κινδύνου στην επένδυση.
Μειωμένη Κεφαλαιακή Επιβάρυνση: Αυτή η προσέγγιση απαιτεί από τις τράπεζες να διατηρούν λιγότερα κεφάλαια έναντι των ασφαλιστικών τους συμμετοχών από ό,τι θα απαιτούνταν με μια πλήρη αφαίρεση, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική εξοικονόμηση κεφαλαίου.
Κίνητρο για Εξαγορά: Η λύση ενθαρρύνει τις τράπεζες να αποκτήσουν ή να ενισχύσουν την ιδιοκτησία τους σε ασφαλιστικές εταιρείες, μια στρατηγική γνωστή ως τράπεζοασφάλιση (bancassurance).
Ρυθμιστική Βάση: Ο κανόνας αποτελεί μέρος του Κανονισμού Κεφαλαιακών Απαιτήσεων της ΕΕ (CRR) και πήρε το όνομά του από τη Δανέζικη Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ το 2012, όταν θεσπίστηκε.
Επιδράσεις στους Χρηματοοικονομικούς Ομίλους
Βελτιστοποίηση Κεφαλαίου: Επιτρέπει στους χρηματοοικονομικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται τόσο στον τραπεζικό όσο και στον ασφαλιστικό τομέα να διαχειρίζονται πιο αποτελεσματικά τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις.
Στρατηγικές Εξαγορές: Ο κανονισμός έχει καταστήσει πιο εφικτή την εξαγορά ασφαλιστικών επιχειρήσεων από τράπεζες, οδηγώντας σε αυξημένη δραστηριότητα Συγχωνεύσεων και Εξαγορών (M&A) στον ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς οι τράπεζες επιδιώκουν να διαφοροποιήσουν τις πηγές εσόδων τους και να επιστρέψουν σε πιο ολοκληρωμένα μοντέλα.
Ρυθμιστική Συμμόρφωση: Η απόκτηση της ιδιότητας του χρηματοοικονομικού ομίλου από τις ρυθμιστικές αρχές αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της Δανέζικης Λύσης και των συναφών κεφαλαιακών οφελών της.
Τι σημαίνει όμως αυτή η μείωση της στάθμισης κινδύνου (risk-weighting) από το 370% στο 250% βάσει του κανονισμού CRR3
Αυτό έχει πολύ σημαντικές πρακτικές επιπτώσεις για τις τράπεζες που κατέχουν ασφαλιστικές εταιρείες (χρηματοοικονομικούς ομίλους).
Πρακτικά, σημαίνει ότι μειώνεται το ποσό κεφαλαίου που πρέπει να δεσμεύει η τράπεζα για να καλύψει την επένδυσή της στην θυγατρική της ασφαλιστική εταιρία.
Τι Σημαίνει η Στάθμιση Κινδύνου (Risk Weighting)
Ο Ρόλος του Κεφαλαίου: Οι τράπεζες υποχρεούνται από τους κανονισμούς (όπως ο CRR) να διατηρούν ένα ελάχιστο επίπεδο κεφαλαίου ως «μαξιλάρι» έναντι απροσδόκητων ζημιών. Αυτό το κεφάλαιο υπολογίζεται ως ποσοστό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού (RWA - Risk-Weighted Assets).
Ο Υπολογισμός: Η στάθμιση κινδύνου είναι ένας συντελεστής (ποσοστό) που εφαρμόζεται στην αξία ενός στοιχείου ενεργητικού (π.χ. ένα δάνειο, μια επένδυση) για να αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που ενέχει.
Εάν ένα στοιχείο έχει στάθμιση κινδύνου 0% (π.χ. κρατικά ομόλογα Γερμανίας), δεν απαιτείται καθόλου κεφάλαιο.
Εάν ένα στοιχείο έχει στάθμιση κινδύνου 100%, απαιτείται πλήρες κεφάλαιο.
Η Πρακτική Επίδραση της Μείωσης (370% σε 250%)
Η επένδυση της τράπεζας στην ασφαλιστική θυγατρική της αντιμετωπίζεται ως ένα στοιχείο ενεργητικού στον ισολογισμό της τράπεζας.
Με βάση τα δεδομένα που έχουμε η Τράπεζα Πειραιώς επένδυσε €540 εκατομμύρια για την απόκτηση του 90% της Εθνικής Ασφαλιστικής.
Η κεφαλαιακή επιβάρυνση αφορά το ποσό της επένδυσης (€540 εκατ.), το οποίο θα αντιμετωπιστεί με τον ευνοϊκό συντελεστή 250% μέσω της Δανέζικης Λύσης (CRR3).
1. Υπολογισμός των RWA (Σταθμισμένα Στοιχεία Ενεργητικού)
Η επένδυση των €540 εκατ. πρέπει να μετατραπεί σε RWA χρησιμοποιώντας τον εγκεκριμένο συντελεστή κινδύνου 250%:
RWA = Αξία Επένδυσης x Συντελεστής Στάθμισης Κινδύνου
RWA = € 540.000.000 x 250%
RWA = €1.350.000.000 (1,35 δισ. ευρώ)
Αυτό σημαίνει ότι η εξαγορά «προσθέτει» 1,35 δισ. ευρώ σε σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού στον ισολογισμό της Πειραιώς.
2. Υπολογισμός του Απαιτούμενου Κεφαλαίου
Χρησιμοποιώντας ξανά τον ενδεικτικό ελάχιστο δείκτη CET1 10,5% για μια συστημική τράπεζα:
Απαιτούμενο Κεφάλαιο = RWA x Ελάχιστος Δείκτης CET1
Απαιτούμενο Κεφάλαιο = €1.350.000.000 x 10,5%
Απαιτούμενο Κεφάλαιο = €141.750.000
Πρακτικό Συμπέρασμα σε Ευρώ:
Η Τράπεζα Πειραιώς, για την επένδυση των €540 εκατ. (για το 90% της Εθνικής Ασφαλιστικής), πρέπει να δεσμεύσει επιπλέον €141,75 εκατομμύρια από τα ίδια κεφάλαιά της για να καλύψει την κεφαλαιακή απαίτηση του 10,5% έναντι αυτού του κινδύνου.
Απαιτείται όμως κατώφλι ενεργητικού της ασφαλιστικής ή της τράπεζας για να ενταχθεί η τράπεζα στον Δανέζικο συμβιβασμό;
Ναι, απαιτείται κατώφλι (ποσοτικό όριο) για να μπορέσει μια τράπεζα να ενταχθεί στον «Δανέζικο Συμβιβασμό» (Danish Compromise).
Αυτό το κατώφλι δεν αφορά απευθείας το συνολικό ενεργητικό της ασφαλιστικής εταιρείας, αλλά το μέγεθος της συμμετοχής της τράπεζας στην ασφαλιστική, σε σχέση με τον δικό της ισολογισμό.
Το Ποσοτικό Όριο
Η βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή του Δανέζικου Συμβιβασμού είναι η τράπεζα να πληροί τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί Χρηματοοικονομικός Όμιλος (Financial Conglomerate - FICO), σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία (οδηγία FCD).
Για να θεωρηθεί χρηματοοικονομικός όμιλος, πρέπει να πληρούνται (μεταξύ άλλων) ποσοτικά κατώφλια που αποδεικνύουν τη σημαντική παρουσία του ομίλου και στους δύο τομείς (τραπεζικό και ασφαλιστικό).
Τα βασικά κατώφλια, όπως ορίζονται στην Οδηγία για τους Χρηματοοικονομικούς Ομίλους, είναι:
Κατώφλι Σημαντικότητας: Η συμμετοχή στον ασφαλιστικό τομέα πρέπει να είναι σημαντική σε σχέση με το συνολικό ενεργητικό του ομίλου.
Κατώφλι 40% (Δραστηριότητα): Οι δραστηριότητες στον ασφαλιστικό τομέα (π.χ. ενεργητικό ή κεφάλαια) πρέπει να υπερβαίνουν το 40% των αντίστοιχων μεγεθών του μικρότερου από τους δύο χρηματοοικονομικούς τομείς του ομίλου.
Κατώφλι 10% (Ολικό Ενεργητικό): Η συμμετοχή στον ασφαλιστικό τομέα πρέπει να αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 10% του συνολικού ενεργητικού του χρηματοοικονομικού ομίλου.
Η Σύνδεση με τον Δανέζικο Συμβιβασμό
Η πρακτική σύνδεση είναι η εξής:
Μια τράπεζα πρέπει πρώτα να αποκτήσει το status του Χρηματοοικονομικού Ομίλου (FICO) από τις ρυθμιστικές αρχές.
Μόλις αποκτήσει αυτό το status (πληρώντας τα ποσοτικά όρια), δικαιούται να αιτηθεί την εφαρμογή της ευνοϊκής κεφαλαιακής μεταχείρισης του Δανέζικου Συμβιβασμού (άρθρο 49 του CRR3).
Στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς και της Εθνικής Ασφαλιστικής, η Τράπεζα κάνει τα απαραίτητα βήματα για να εξασφαλίσει ότι πληροί αυτά τα κριτήρια και αναγνωριστεί ως FICO, προκειμένου να εφαρμόσει τον συντελεστή κινδύνου 250% και να μειώσει την κεφαλαιακή της επιβάρυνση.
Καταλήγοντας και για να διαλύσουμε το fake news των εκάστοτε κυβερνητικών παπαγάλων, ποτέ στην Ευρώπη δεν υπήρχε απαγόρευση στο να κατέχουν οι τράπεζες ασφαλιστικές εταιρίες. Πριν το 2012 όμως μια τράπεζα υποχρεούταν να αφαιρέσει (διαγράψει) την πλήρη αξία της επένδυσής της στην ασφαλιστική θυγατρική, απευθείας από τα ίδια κεφάλαιά της (συγκεκριμένα, από τα κεφάλαια Tier 1).
Ο Δανέζικος Συμβιβασμός εφαρμόστηκε το 2012, ακριβώς για να αντικαταστήσει αυτήν την επαχθή πλήρη αφαίρεση με τον ευνοϊκότερο μηχανισμό της στάθμισης κινδύνου (αρχικά 370% και σήμερα 250%), αναγνωρίζοντας τη σημασία των χρηματοοικονομικών ομίλων στην Ευρώπη.
Ελ.Ερ.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών