Τελευταία Νέα
Απόψεις - Άρθρα

Δρ. Νικόλαος Λάος: Ναρκοπολιτική, Γεωστρατηγική και Αφγανιστάν

Δρ. Νικόλαος Λάος: Ναρκοπολιτική, Γεωστρατηγική και Αφγανιστάν
Οι ρίζες της ναρκοπολιτικής μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο
Σχετικά Άρθρα

Αμέσως μετά το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, οι κύριες δυτικές δυνάμεις αγωνίζονταν για να ανακτήσουν τον έλεγχο στις πρώην αποικίες τους. Η Ασία αποτελούσε μια περιοχή όπου η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ κατέληξαν σε αμοιβαία συμφωνία για τις σφαίρες επιρροής τους. Τον Σεπτέμβριο του 1945, η Γαλλία προσπαθούσε να επιβάλει εκ νέου την ηγεμονία της στην Ινδοκίνα και σε άλλες πρώην αποικίες όπου είχε υποστεί ταπείνωση από τις δυνάμεις του Άξονα. Με τη βοήθεια του Ηνωμένου Βασιλείου και ενισχυμένοι από την πολιτική του Αμερικανού προέδρου Τρούμαν εναντίον των κινημάτων ανεξαρτησίας της Ινδοκίνας, οι Γάλλοι επέστρεψαν στην Ινδοκίνα αρχίζοντας τον καταστροφικό εννεαετή πόλεμό τους εναντίον των Βιετμίνχ, δηλαδή του κινήματος ανεξαρτησίας του Βιετνάμ.
Σε αντάλλαγμα για την υποστήριξη της Γαλλίας προς το Σχέδιο Μάρσαλ των ΗΠΑ και για τις αντικομμουνιστικές επιχειρήσεις που διεξήγε η Γαλλία ανά την Ευρώπη, οι ΗΠΑ βοήθησαν τη Γαλλία να ανακαταλάβει την Ινδοκίνα. Όταν πλέον η Γαλλία ηττήθηκε στο Ντιέν Μπιέν Φου, στο Βιετνάμ, το 1954, οι ΗΠΑ είχαν ήδη δαπανήσει 3,5 δισεκατομμύρια δολάρια, που αντιστοιχούσαν στο 75% του κόστους του πολέμου των Γάλλων στην Ινδοκίνα. Παρ’ όλα αυτά, οι Γάλλοι αντιμετώπισαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα αναφορικώς με τη χρηματοδότηση των συγκαλυμμένων πολεμικών επιχειρήσεών τους εναντίον των Βιετμίνχ. Εξού και, το 1951, η γαλλική μυστική υπηρεσία SDECE (Service de Documentation Extérieure et du Contre-Espionnage) και ο κλάδος των συγκαλυμμένων επιχειρήσεών της, Service d’Action, ανέλαβαν το τεράστιο εμπόριο οπίου (ηρωίνης) στη γαλλική Ινδοκίνα (βλ. Alfred McCoy, The Politics of Heroin in Southeast Asia, New York: Harper & Row, 1972, σελ. 92-109).
Γνωστό ως το «Μονοπώλιο του Οπίου», το εμπόριο οπίου οργανώθηκε και αναπτύχθηκε αρχικώς από τους Γάλλους στη δεκαετία του 1880 για να χρηματοδοτήσουν την αποικιοκρατική κυριαρχία τους στην Ινδοκίνα (όπ.π., σελ. 73-75). Ο κλάδος Service d’Action της γαλλικής μυστικής υπηρεσίας SDECE είχε, μάλιστα, δώσει την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Χ» στον συγκαλυμμένο πόλεμο που διεξήγε η Γαλλία στη Ινδοκίνα χρηματοδοτώντας τον με τα έσοδα που αποκόμιζε από το εμπόριο οπίου (όπ.π., σελ. 99-100).
Οι γαλλικές στρατιωτικές επιχειρήσεις περιλάμβαναν αφενός εκπαιδευμένους από τις γαλλικές ένοπλες δυνάμεις κομάντο που προέρχονταν από τη φυλή Χμονγκ (του βορείου Λάος) και άλλες τοπικές φυλές και αποστέλλονταν να επιτεθούν εναντίον των οχυρών των Βιετμίνχ, αφετέρου υποστηριζόμενα από τη Γαλλία δίκτυα διανομής τοπικών πειρατών που διατηρούσαν εκατοντάδες κρησφύγετα οπίου στο Βιετνάμ και στο Λάος.
Η μαφία της Κορσικής είχε επίσης δεσμούς με τους Γάλλους λαθρεμπόρους στη νοτιοανατολική Ασία. Μάλιστα, στη μεταπολεμική μητροπολιτική Γαλλία, η αμερικανική μυστική υπηρεσία CIA είχε συνεργαστεί με τον υπόκοσμο της Κορσικής στο πλαίσιο προγραμμάτων της για την εξουδετέρωση της επιρροής κομμουνιστικών γαλλικών συνδικαλιστικών οργανώσεων (όπ.π., σελ. 37-47).
Κατά την ίδια χρονική περίοδο, είχαν εγκατασταθεί ισχυρές δυνάμεις των ΗΠΑ στη γειτονική Ταϊλάνδη. Οι δραστηριότητες των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ στην Ταϊλάνδη αποτελούσαν τμήμα ενός μεγάλου συγκαλυμμένου προγράμματος που είχε εγκριθεί από το Γενικό Επιτελείο των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ και από τον Λευκό Οίκο του Τρούμαν εναντίον της νεοεγκαθιδρυθείσας κομμουνιστικής κυβέρνησης της Κίνας. Από το 1948, το Γραφείο για τον Συντονισμό της Πολιτικής (Office for Policy Coordination), γνωστό ως OPC, όπως ονομαζόταν ο κλάδος των συγκαλυμμένων επιχειρήσεων της CIA, υπό τη διοίκηση του Frank Wisner, είχε ήδη πραγματοποιήσει μια σειρά συγκαλυμμένων επιχειρήσεων στην Ευρώπη και επέκτεινε τις δραστηριότητές του στην Ασία για την πραγματοποίηση περαιτέρω αντικομμουνιστικών επιχειρήσεων εκεί.
H Civil Air Transport (CAT), η πρώτη ιδιόκτητη αεροπορική εταιρεία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στην Άπω Ανατολή, εξυπηρετούσε συγκαλυμμένες αποστολές και πτήσεις για λογαριασμό του OPC και αργότερα για λογαριασμό της CIA γενικώς στην Ινδοκίνα, στην Ταϊλάνδη, στη Μπούρμα και στη νότια και ανατολική Κίνα. Στις αρχές του Φεβρουαρίου 1951, η CIA έθεσε σε εφαρμογή την επιχείρηση PAPER, την πρώτη κύρια παραστρατιωτική επιχείρηση σε εκείνο το τμήμα της νοτιοανατολικής Ασίας. Περιλάμβανε την εισβολή στην επαρχία Γιουνάν, στη νότια Κίνα, από μια δύναμη περίπου τεσσάρων χιλιάδων Κουομιτάνγκ (δηλαδή μαχητών του Εθνικιστικού Κόμματος της Κίνας) που έδρευαν στο Μονγκ Χσατ, στη Μπούρμα (βλ. William M. Leary, Perilous Missions: Civil Air Transport and CIA Covert Operations in Asia, University, Ala.: University of Alabama Press, 1984, σελ. 129). Τα στρατεύματα των Κουομιτάνγκ του στρατηγού Λι Μι ηττήθηκαν και οπισθοχώρησαν στη Μπούρμα. Με συνεχή υποστήριξη από τη CIA, οι Κουομιτάνγκ αποπειράθηκαν ανεπιτυχώς δύο ακόμη φορές να εισβάλουν στην κινεζική επαρχία Γιουνάν, πριν καταλήξουν τελικώς να περιοριστούν στην Πολιτεία του Σαν, στη Μπούρμα.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η Ταϊλάνδη έγινε το σημείο εκκίνησης πολυάριθμων συγκαλυμμένων επιχειρήσεων των ΗΠΑ εναντίον της Κίνας. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, καθώς ενισχυόταν η παρουσία των ΗΠΑ στο Λάος και στο Νότιο Βιετνάμ, η CIA διαμόρφωσε συγκαλυμμένα παραστρατιωτικά προγράμματα με έδρα την Ταϊλάνδη με στόχους την Ινδοκίνα και την υπόλοιπη νοτιοανατολική Ασία. Αυτό το πεδίο συγκαλυμμένων επιχειρήσεων αποτελούσε συγχρόνως μια περιοχή αυξανόμενης παραγωγής οπίου, εκτεινόμενη από τη νότια Γιουνάν προς τρεις άλλες περιοχές: τη γειτονική Πολιτεία Σαν της Μπούρμας, τη βόρεια Ταϊλάνδη και το βόρειο Λάος. Αυτή η περιοχή έγινε γνωστή ως το «Χρυσό Τρίγωνο» του οπίου και των λαθρεμπόρων ηρωίνης, καθώς, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ήταν η πηγή του 70% της παγκόσμιας παραγωγής οπίου, ενώ, στη δεκαετία του 1980, παρήγε τουλάχιστον 90 τόνους ηρωίνης ετησίως προορισμένους για την αμερικανική αγορά (βλ. U.S. News and World Report, May 4, 1987, σελ. 33).
Τα υποστηριζόμενα από τη CIA στρατεύματα των Κουομιτάνγκ εγκαταστάθηκαν στη Μπούρμα μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο και έλεγχαν τη διακίνηση οπίου στη βόρεια Ταϊλάνδη και στη Μπανγκόκ. Από το 1948 και μετά, οι δραστηριότητες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στο Χρυσό Τρίγωνο ήταν συνυφασμένες με το εμπόριο οπίου. Οι οδοί διείσδυσης των ομάδων κομάντο της CIA στη νότια Κίνα χρησιμοποιούνταν επίσης ως οδοί λαθρεμπορίου ναρκωτικών στη Μπούρμα και στην Ταϊλάνδη. Οι τοπικές φυλές της Πολιτείας Σαν (στη Μπούρμα) προμήθευαν ξεναγούς τόσο στη CIA όσο και στα καραβάνια του οπίου στα σύνορα μεταξύ της Μπούρμας και της Κίνας. Στην Πολιτεία Σαν, η CIA συντηρούσε πέντε μυστικά στρατόπεδα εκπαίδευσης και δύο κύριους σταθμούς ακροάσεων υπό την προστασία των λαθρεμπόρων οπίου Κουομιτάνγκ και τοπικών φυλών (Alfred McCoy, The Politics of Heroin in Southeast Asia, New York: Harper & Row, 1972, σελ. 306-308).
Η Ταϊλάνδη αποτελούσε μια μείζονα αγορά οπίου στην κορυφή του Χρυσού Τριγώνου. Οι στρατιωτικές κλίκες των ισχυρών ανδρών της Ταϊλάνδης, όπως ο στρατηγός Phao Siyanon, το 1947, έλεγχαν επίσης την εθνική αστυνομία της Ταϊλάνδης (Thai National Police Department), η οποία αποτελούσε το μεγαλύτερο συνδικάτο διακινητών οπίου στη χώρα. Αυτοί οι «ισχυροί άνδρες» απέκτησαν αμύθητα πλούτη από το μονοπώλιο ναρκωτικών που είχαν και από τους δεσμούς τους με τη CIA (βλ. Thomas Lobe, United States Security Policy and Aid to Thailand Police, University of Denver Graduate School of International Affairs: Monograph Series in World Affairs, Vol. 14, No. 2, 1977, σελ. 20). Σημαντικό τμήμα αυτών των δικτύων λαθρεμπορίου παραμένει δραστήριο και σήμερα και έχει βαθείς δεσμούς στους στρατιωτικούς και παραστρατιωτικούς κύκλους της Ταϊλάνδης.
Ο ρόλος της CIA στην Ταϊλάνδη υπήρξε πολύ πιο διεισδυτικός από ό,τι ο ρόλος της γαλλικής Service d’Action στο Βιετνάμ. Η CIA ίδρυσε και εκπαίδευσε την παραστρατιωτική αστυνομία του στρατηγού Phao Siyanon και την εφοδίασε με πυροβόλα όπλα, τεθωρακισμένα και ελικόπτερα. Έτσι η εθνική αστυνομία της Ταϊλάνδης δεν προστάτευε μόνο τα ταϊλανδικά σύνορα, αλλά και διεξήγαγε καταδρομικές επιχειρήσεις στην Ινδοκίνα, στη Μπούρμα και στην Κίνα. Αμερικανοί ειδικοί στις παραστρατιωτικές οργανώσεις και επιχειρήσεις, κυρίως απόστρατοι των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ και στελέχη άλλων υπηρεσιών των ΗΠΑ, μεταφέρθηκαν στη Μπανγκόκ για να εκπαιδεύσουν τη νέα ταϊλανδική υπηρεσία συνοριακής φύλαξης, που έφερε τα αρχικά BPP (Border Patrol Police).
Για να καλύψει τις ανάγκες εκπαίδευσης και εφοδιασμού της BPP, η CIA ζήτησε από τον Paul Halliwell (ο οποίος είχε διατελέσει κατάσκοπος της αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας OSS, προκατόχου της CIA, στην Κίνα και εργαζόταν ως δικηγόρος και τραπεζίτης) να δημιουργήσει μια μυστική οργάνωση στο Μαϊάμι. Η εταιρεία με την επωνυμία Overseas Southeast Asia Supply Company, ή απλώς Sea Supply, είχε το αποκλειστικό συμβόλαιο με την Ταϊλάνδη για τον εφοδιασμό της BPP (όπ.π., σελ. 23). Ο Paul Halliwell, ο οποίος ήταν και ο πρόξενος της Ταϊλάνδης στο Μαϊάμι στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ήταν ένας από τους ειδικούς της CIA στον σχηματισμό εταιρειών-βιτρίνα και στη διακίνηση κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση «μαύρων» επιχειρήσεων στην Καραϊβική με σκοπό την εξυπηρέτηση του μυστικού πολέμου της CIA εναντίον της Κούβας, ιδιαιτέρως κατά την προετοιμασία της εισβολής στον Κόλπο των Χοίρων το 1961 (βλ. Penny Lernoux, In Banks We Trust, Garden City, N.Y.: Anchor Press/Doubleday, 1984, σελ. 80-83). Η πρώτη αεροπορική εταιρεία της CIA, δηλαδή η CAT, μετονομάστηκε σε Air America στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετέφερε στρατιωτικό εξοπλισμό από αποθήκες της CIA στην Οκινάουα με προορισμό τη Μπανγκόκ για λογαριασμό της προαναφερθείσας εταιρείας Sea Supply (βλ. William M. Leary, Perilous Missions: Civil Air Transport and CIA Covert Operations in Asia, University, Ala.: University of Alabama Press, 1984, σελ. 129). Στο πεδίο Ταϊλάνδης-Μπούρμας, οι πτήσεις της αεροπορικής εταιρείας CAT/Air America μετέφεραν όπλα, παραστρατιωτικό προσωπικό καθώς και όπιο για τους ισχυρούς άνδρες της Ταϊλάνδης.
Το 1950, η CIA είχε πλέον δημιουργήσει τη δική της «Επιχείρηση Χ» στην Ταϊλάνδη, μεγαλύτερη και πιο αποτελεσματική από την «Επιχείρηση Χ» που είχε δημιουργήσει η γαλλική Service d’Action στη γειτονική γαλλική Ινδοκίνα. Αυτές οι επιχειρήσεις πρόσφεραν στη CIA σημαντική εμπειρία στη διαχείριση μυστικών πολέμων και δικτύων εμπορίου ναρκωτικών. Αυτή η τεχνογνωσία, που απέκτησε η CIA μέσω των παραστρατιωτικών προγραμμάτων της με τους Κουομιτάνγκ και της BPP στη νοτιανατολική Ασία εφαρμόστηκε εκ νέου από τη CIA στη Μέση Ανατολή (με επίκεντρο το εμπόριο ναρκωτικών των συνεργαζόμενων με τη CIA παραστρατιωτικών δυνάμεων των Μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 και των επίσης συνεργαζόμενων με τη CIA παραστρατιωτικών δυνάμεων των Ταλιμπάν στη δεκαετία του 2000) και στη Λατινική Αμερική (όπως, λ.χ., στην περίπτωση του εμπορίου ναρκωτικών των συνεργαζόμενων με τη CIA παραστρατιωτικών δυνάμεων των Κόντρας στον εμφύλιο πόλεμο της Νικαράγουας στη δεκαετία του 1980).
Η συγκαλυμμένη επιχείρηση που διεξήγαγε η CIA εναντίον του Pathet Lao (Απελευθερωτικού Στρατού του Λαού του Λάος), δηλαδή του κομμουνιστικού πολιτικού κινήματος στο Λάος, περιλάμβανε τουλάχιστον πενήντα χιλιάδες Ταϊλανδέζους και Χμονγκ μισθοφόρους και ορισμένα στρατεύματα των Κουομιτάνγκ και θεωρείται η μεγαλύτερη συγκαλυμμένη, παραστρατιωτική επιχείρηση της CIA έως σήμερα. Από το 1968 και μετά, η αεροπορική εταιρεία Air America διέθετε έναν στόλο αρκετών εκατοντάδων αεροσκαφών όλων των τύπων, λειτουργώντας μέσω έξι βάσεων στην Ταϊλάνδη και στο Λονγκ Τιένγκ του Λάος. Στο Λονγκ Τιένγκ βρισκόταν η επιχειρησιακή διοίκηση της CIA στο βόρειο Λάος. Επίσης, στο Λονγκ Τιένγκ βρίσκονταν η κύρια βάση του διοικητή των Χμονγκ (του Βασιλικού Στρατού του Λάος), αντισυνταγματάρχη Vang Pao, καθώς και το κύριο εργαστήριό του για την παραγωγή ηρωίνης. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η CIA βοήθησε τον Vang Pao να εξαγοράσει αεροσκάφη της Air America και έτσι να δημιουργήσει τη δική του αεροπορική εταιρεία, την Xieng Khouang Air Transport (XKAT). Η αεροπορική εταιρεία XKAT μετέφερε φορτία οπίου και ηρωίνης μεταξύ της περιοχής Λονγκ Τιένγκ (όπου έδρευε το εργοστάσιο ηρωίνης του Vang Pao) και της Βιεντιάν (πρωτεύουσας του Λάος), και η παραγωγή ηρωίνης των Χμονγκ μισθοφόρων εποπτευόταν από τον αρχηγό του εμπορίου ναρκωτικών του Λάος, που ήταν ο στρατηγός Ouane Rattikone, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των ενόπλων δυνάμεων του Λάος στη δεκαετία του 1960 (βλ. Christopher Robbins, Air America: The Story of the CIA’s Secret Airlines, New York: Putnam’s, 1979, σελ. 237).
Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου, δηλαδή μεταξύ του 1966 και του 1969, στη νοτιοανατολική Ασία, πολλοί αμερικανικοί παράγοντες που αργότερα πρωταγωνίστησαν στον εξοπλισμό των Μουτζαχεντίν και των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν καθώς και των Κόντρας στη Νικαράγουα απέκτησαν την υψηλή τους τεχνογνωσία στη διεξαγωγή μυστικών πολέμων και στο εμπόριο ναρκωτικών, προκειμένου το τελευταίο να προσφέρει τα μυστικά κονδύλια για τη χρηματοδότηση μυστικών πολέμων και γενικώς «μαύρων επιχειρήσεων». Ο Theodore Shackley ήταν ο σταθμάρχης της CIA στο Λάος από το 1966 έως το 1969 και ο de facto αρχηγός του μυστικού πολέμου που διεξήγε η CIA στη νοτιοανατολική Ασία. Αργότερα, ο Theodore Shackley πραγματοποίησε μια περιοδεία στο Νότιο Βιετνάμ όπου διεύθυνε την «Επιχείρηση Φοίνιξ», ένα «ειρηνευτικό» πρόγραμμα εναντίον των Βιετναμέζων. Ο Tom Clines εργαζόταν υπό τις εντολές του Shackley στο Λάος, όπου διεύθυνε επιχειρήσεις επίγειας υποστήριξης για τον μυστικό πόλεμο της CIA στην περιοχή. Ο Richard Secord, τότε αντισυνταγματάρχης αποσπασμένος στη CIA, διεύθυνε την αεροπορική υποστήριξη, η οποία περιλάμβανε την Air America και άλλες μικρότερες αεροπορικές εταιρείες που ανήκαν στη CIA. Ο Richard Secord μετατέθηκε στην Ταϊλάνδη στις αρχές της δεκαετίας του 1970, προκειμένου να διοικήσει επιχειρήσεις των Ειδικών Δυνάμεων των ΗΠΑ και στρατεύματα των Χμονγκ στο Λάος.
Οι προαναφερθέντες Theodore Shackley, Tom Clines και Richard Secord μαζί με τον Robert “Red” Jantzen (σταθμάρχη της CIA στην Ταϊλάνδη από το 1958 έως το 1969) και τον Edwin Wilson (υψηλόβαθμο πράκτορα της CIA) πρωταγωνίστησαν στα δημοσιεύματα που αφορούσαν στο σκάνδαλο της κατάρρευσης της αυστραλιανής τράπεζας με την επωνυμία Nugan Hand Bank στα τέλη της δεκαετίας του 1970 (βλ. Commonwealth-New South Wales Joint Task Force on Drug Trafficking Report, Vol. 4, Nugan Hand (Part II), Sydney: Government Printing Office, 1983). Η τράπεζα Nugan Hand ιδρύθηκε από τη CIA στο Σύδνεϋ (Αυστραλία), το 1973, για να εξυπηρετεί το εμπόριο ναρκωτικών μεταξύ της Ταϊλάνδης και της Αυστραλίας και να ξεπλένει «μαύρο χρήμα» από άνομες συναλλαγές ναρκωτικών και όπλων στη νότια Αφρική και στην Ασία. Οι κατά νόμο (τυπικοί) ιδρυτές της Nugan Hand Bank, όπως υποδηλώνεται από την επωνυμία της, ήταν ο Αυστραλός δικηγόρος Francis John Nugan και ο Αμερικανός απόστρατος πρασινοσκούφης (δηλαδή, απόστρατος αξιωματικός των Ειδικών Δυνάμεων των ΗΠΑ) Michael Jon Hand. Ο William Egan Colby, ο οποίος διετέλεσε διοικητής της CIA από το 1973 έως το 1976, διετέλεσε και επίσημος, διορισμένος νομικός σύμβουλος της Nugan Hand Bank. Η κατάρρευση της τράπεζας επήλθε μετά τον θάνατο του Francis John Nugan (δηλαδή του ενός από τους δύο ιδρυτές της), ο οποίος αντιμετώπιζε κατηγορίες για χρηματιστηριακή διαφθορά και, στις 27 Ιανουαρίου 1980, βρέθηκε νεκρός από πυροβόλο όπλο μέσα στη σταθμευμένη Μερσεντές του στην πόλη Λίθγκοου, στη Νέα Νότια Ουαλία (Αυστραλία). Μετά την κατάρρευση της Nugan Hand Bank, ο άλλος ιδρυτής της, ο Michael Jon Hand κατόρθωσε να φύγει από την Αυστραλία με ψευδή ταυτότητα, τον Ιούνιο του 1980.

Ναρκοπολιτική και συγκαλυμμένες επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν

Μετά την προαναφερθείσα μυστική πολεμική επιχείρηση της CIA στο Λάος, η δεύτερη μεγαλύτερη μυστική πολεμική επιχείρηση της CIA διεξήχθη στο Αφγανιστάν στη δεκαετία του 1980, καθώς οι ΗΠΑ υποστήριζαν τους Μουτζαχεντίν, όπως ονομάζονταν Αφγανοί αντάρτες που μάχονταν εναντίον της τότε Σοβιετικής Ένωσης και του φιλοσοβιετικού καθεστώτος της Καμπούλ. Επίσης, οι ΗΠΑ ζήτησαν από την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και το Πακιστάν να υποστηρίξουν τους Μουτζαχεντίν. Ο λόγος που οι ΗΠΑ απευθύνθηκαν και προς το Πεκίνο ήταν ο εξής: μετά την επίσημη συνάντηση μεταξύ του Αμερικανού προέδρου Νίξον και του Κινέζου ομολόγου του Μάο Τσετούνγκ, στις 21 Φεβρουαρίου 1972, είχε επέλθει μια σημαντική εξομάλυνση στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, είχε ενισχυθεί η ανάπτυξη μιας καπιταλιστικής τάξης μέσα στην Κίνα, και οι ΗΠΑ ήθελαν να αξιοποιήσουν τις γεωστρατηγικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα ασιατικό γεωπολιτικό «αντίπαλο δέος» εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Το μοτίβο που ακολούθησε η CIA για τη διεξαγωγή του μυστικού της πολέμου στο Αφγανιστάν ήταν παρόμοιο με το μοτίβο που είχε ακολουθήσει προηγουμένως στη νοτιοανατολική Ασία, δηλαδή βασιζόταν σε παραστρατιωτικές οργανώσεις χρηματοδοτούμενες από το εμπόριο ναρκωτικών. Η μεγαλύτερη βάση των Μουτζαχεντίν στο Πακιστάν ήταν η πόλη Πεσαβάρ, η οποία αποτελούσε επίσης ένα από τα κύρια κέντρα επεξεργασίας οπίου.
Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Νίξον και στο πλαίσιο της συμμαχίας μεταξύ των ΗΠΑ και του Σάχη του Ιράν, η CIA, σε συνεργασία με την ιρανική μυστική αστυνομία SAVAK, επιχείρησε μέσα στο Αφγανιστάν, προσπαθώντας να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση της Καμπούλ, η οποία για δεκαετίες ήταν σύμμαχος της Σοβιετικής Ένωσης (βλ. Robert Brister, “Afghanistan in Perspective”, Churchman, March 1980). Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η CIA χρηματοδότησε προγράμματα εκπαίδευσης που αποσκοπούσαν στη δημιουργία ενός ανταρτικού στρατού ικανού να ανατρέψει την κυβέρνηση της Καμπούλ. Το 1975 υπήρχε ήδη ένας εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος από τη CIA στρατός πέντε χιλιάδων Μουτζαχεντίν στην κοιλάδα Παντζσίρ, βορείως της Καμπούλ (βλ. Kunhanandan Nair, Devil and His Dart: How the CIA Is Plotting in the Third World, New Delhi: Sterling, 1986, σελ. 81). Τον Δεκέμβριο του 1979, όταν η αφγανική κυβέρνηση του Χαφιζουλά Αμίν φαινόταν έτοιμη να καταρρεύσει, η Σοβιετική Ένωση επενέβη στο Αφγανιστάν στρατιωτικώς για να υποστηρίξει τον σύμμαχό της (βλ. Robert Brister, “Afghanistan in Perspective”, Churchman, March 1980).
Η αμερικανική εφημερίδα The New York Times, στο φύλλο της 31 Ιουλίου 1980, έγραψε ότι, τον Ιούλιο του 1980, η Mathea Falco, βοηθός υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ αρμόδια για διεθνή ζητήματα ναρκωτικών, είχε αποφανθεί ως εξής: «Στο Αφγανιστάν…πρόσφατες εκθέσεις υποδεικνύουν ότι σε συγκεκριμένες περιοχές η καλλιέργεια οπίου ανθεί. Πολλοί από αυτούς τους πρόσφυγες που συρρέουν στο Πακιστάν έχουν μεταφέρει σπόρους οπίου μαζί τους…Στα χέρια ομάδων που αντιτίθενται στα κατεστημένα καθεστώτα, το όπιο συχνά αποτελεί σκληρό συνάλλαγμα που ανταλλάσσεται με όπλα, φάρμακα και άλλα αναγκαία».
Στη δεκαετία του 1980, η «Χρυσή Ημισέληνος», όπως ονομάζονται από κοινού οι περιοχές καλλιέργειας οπίου στο Αφγανιστάν, στο Ιράν και στο Πακιστάν, προμήθευε περίπου το 75% της ηρωίνης στη Δυτική Ευρώπη και περίπου το 50% της ηρωίνης στις ΗΠΑ. Για παράδειγμα, το 1983, 4,5 τόνοι ηρωίνης, με εμπορική αξία περίπου 9 δισεκατομμύρια δολάρια (εκείνης της εποχής), εισήλθαν στις ΗΠΑ προερχόμενοι από τη Χρυσή Ημισέληνο (βλ. United Press International, December 15, 1983).
Οι κύριες βάσεις των Μουτζαχεντίν βρίσκονταν στις περιοχές της Χρυσής Ημισελήνου όπου η παραγωγή οπίου ήταν η μέγιστη. Στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν, οι επαρχίες Μπαντακσάν και Ταχάρ, η επαρχία Κουνάρ ανατολικώς της Καμπούλ και το Βόρειο Βαζιριστάν στο Πακιστάν αποτελούν περιοχές καλυμμένες από οπιούχο παπαρούνα. Το όπιο αυτών των περιοχών διοχετεύεται λαθραία στην Ευρώπη για επεξεργασία ή ραφινάρεται ώστε να γίνει ηρωίνη σε εργαστήρια του Αφγανιστάν και του Πακιστάν. Η ίδια η DEA (Drug Enforcement Administration), δηλαδή η υπηρεσία των ΗΠΑ που είναι αρμόδια για τη δίωξη των ναρκωτικών, έχει παραδεχθεί επισήμως ότι οι υποστηριζόμενοι από τις ΗΠΑ Μουτζαχεντίν ήταν υπεύθυνοι για το λαθρεμπόριο ηρωίνης από το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Με αυτά τα χρήματα, οι Μουτζαχεντίν πλήρωναν τα «δίδακτρα» για τη στρατιωτική εκπαίδευση και τον εξοπλισμό που λάμβαναν από τη CIA. Το 1983, μετά την επιστροφή του από διαπιστωτικό ταξίδι στη νοτιοδυτική Ασία, ο David Melocik, σύνδεσμος της DEA με το Κονγκρέσο των ΗΠΑ, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου τα εξής αναφορικώς με τους υποστηριζόμενους από τη CIA Αφγανούς αντάρτες (Μουτζαχεντίν): «Μπορείτε να πείτε ότι οι αντάρτες κερδίζουν τα χρήματά τους από το εμπόριο οπίου. Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό…οι αντάρτες συνεχίζουν τον αγώνα τους μέσω της πώλησης οπίου» (βλ. Associated Press, December 16, 1983).
Το 1985, παρότι το Κονγκρέσο των ΗΠΑ ενέκρινε τον διπλασιασμό της οικονομικής βοήθειας που προσέφερε η κυβέρνηση Ρέιγκαν προς τους Μουτζαχεντίν, οι πολέμαρχοι της CIA θεωρούσαν ότι εκείνα τα χρήματα δεν αρκούσαν. Εξού και αργότερα το ίδιο έτος, το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ (State Department) και η CIA ζήτησαν από τη Σαουδική Αραβία πρόσθετη χρηματοδότηση υπέρ των Αφγανών ανταρτών και έλαβαν 250 εκατομμύρια δολάρια, και, το 1986, οι Σαουδάραβες προσέφεραν επιπλέον 275 εκατομμύρια δολάρια, και ο ίδιος ο Βασιλέας Φαχντ της Σαουδικής Αραβίας φιλοξένησε ηγετικά στελέχη των Αφγανών ανταρτών ως μια επίδειξη της υποστήριξής του προς το «τζιχάντ» που διεξήγαν εναντίον των Σοβιετικών και της φιλοσοβιετικής κυβέρνησης της Καμπούλ (βλ. Washington Post, June 20, 1986, σελ. A30).
Στο πλαίσιο των ανωτέρω σχεδιασμών και μηχανισμών, το 1981, ο τότε διοικητής της CIA William J. Casey συνεργάστηκε με τον αρχηγό των σαουδαραβικών μυστικών υπηρεσιών (GID) πρίγκιπα Turki bin Faisal και με τον αρχηγό των πακιστανικών μυστικών υπηρεσιών (ISI) για να δημιουργήσουν μια μεγάλη δύναμη τζιχαντιστών Μουσουλμάνων στο Αφγανιστάν, με σκοπό, για μεν τους Αμερικανούς, την αποδυνάμωση της Σοβιετικής Ένωσης, για δε τους Σαουδάραβες και τους Πακιστανούς αφενός την υπονόμευση των «άπιστων» Σοβιετικών αφετέρου την προώθηση των συντηρητικών σαουδαραβικών και πακιστανικών σουνιτικών μοντέλων. Περισσότεροι από εκατό χιλιάδες Μουσουλμάνοι μαχητές εκπαιδεύτηκαν στο Πακιστάν μεταξύ του 1986 και του 1992, σε στρατόπεδα που επέβλεπαν οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου (CIA, MI6, SAS), παράγοντας τα στελέχη και τους μαχητές των Ταλιμπάν και αυτούς που αργότερα επάνδρωσαν την τρομοκρατική οργάνωση Αλ Κάιντα.
Όταν οι Σοβιετικοί αποσύρθηκαν από το Αφγανιστάν, το 1989, οι συγκρούσεις στη χώρα συνεχίστηκαν, μεταξύ της κυβέρνησης, που υποστηριζόταν από τη Σοβιετική Ένωση, και των Μουτζαχεντίν, που υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ, τη Σαουδική Αραβία και το Πακιστάν. Όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, το 1991, έπαψε η σοβιετική βοήθεια προς την αφγανική κυβέρνηση, η οποία ανατράπηκε το 1992. Όμως ξέσπασαν νέες συγκρούσεις: αυτή τη φορά, μεταξύ διαφόρων φυλών του Αφγανιστάν.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μια παράξενη κοινότητα με το όνομα Ταλιμπάν της φυλής των Παστούν αναδείχθηκε σε ισχυρή στρατιωτική και πολιτική δύναμη στο Αφγανιστάν. Ο όρος «Ταλιμπάν», που κυριολεκτικώς σημαίνει «μαθητές» και «αναζητητές», είναι το όνομα που έλαβε ένα φανατικό ισλαμιστικό κίνημα Αφγανών ανταρτών που αυτοπροσδιορίστηκε ως το «Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν», και, κατά το χρονικό διάστημα 1996-2001, έλεγχε περίπου τα τρία τέταρτα του Αφγανιστάν. Συγκεκριμένα, οι Ταλιμπάν αναδύθηκαν το 1994 μέσα από τον αφγανικό εμφύλιο πόλεμο, κήρυξαν μια αυστηρή και πολύ περιοριστική ερμηνεία της «σαρία» (δηλαδή του ισλαμικού νόμου) και εξαρχής θεωρούσαν τους εαυτούς τους μαθητές («ταλίμπ») από τις περιοχές των Παστούν του ανατολικού και νότιου Αφγανιστάν οι οποίοι είχαν εκπαιδευθεί σε παραδοσιακά ισλαμικά σχολεία (που χρηματοδοτούσε η CIA κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου) και είχαν πολεμήσει εναντίον των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν.
Το 1994 οι Ταλιμπάν δόμησαν μια ισχυρή συμμαχία με τις μυστικές υπηρεσίες του Πακιστάν (ISI). Σταδιακά, οι Ταλιμπάν έγιναν όργανο των πακιστανικών μυστικών υπηρεσιών και σημαντικός πελάτης των πακιστανικών ενόπλων δυνάμεων (βλ. Steve Coll, Ghost Wars: The Secret History of the CIA, Afghanistan, and Bin Laden from the Soviet Invasion to September 10, 2001, New York: Penguin, 2005). Επίσης, οι ΗΠΑ, μαζί με τη Σαουδική Αραβία και το Πακιστάν, κατά το χρονικό διάστημα 1994-1996, βοήθησαν τους Ταλιμπάν, επειδή η Ουάσινγκτον τους θεωρούσε μια χρήσιμη δύναμη εναντίον του Ιράν και του σιιτικού συνασπισμού γενικώς και υπέρ των σχεδίων της Δύσης (όπ.π.). Μεταξύ των Ταλιμπάν, βρήκε ασφαλές καταφύγιο και ο εμβληματικός τρομοκράτης Οσάμα μπιν Λάντεν.
Οι «φιλανθρωπικές οργανώσεις» του Οσάμα μπιν Λάντεν, ιδιαιτέρως η οργάνωση Μακτάμπ αλ-Κινταμάτ (MAK), προσέφεραν βοήθεια ύψους περίπου 600 εκατομμυρίων δολαρίων προς τους Μουτζαχεντίν, μεταξύ του 1980 και του 1989 (βλ. Robert Dreyfuss, Devil’s Game: How the United States Helped Unleash Fundamentalist Islam, New York: Henry Holt and Company, 2005). Αυτά τα χρήματα προέρχονταν από δωρεές πλούσιων Σαουδαράβων και άλλων κατοίκων του Περσικού Κόλπου (όπ.π.). Επίσης, στη δεκαετία του 1980, οι βρετανικές Ειδικές Δυνάμεις (SAS) εκπαίδευαν Μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν και σε μυστικά στρατόπεδα στη Σκωτία, κατ’ εντολή της CIA, η οποία, εμμέσως, είχε αναλάβει τον εξοπλισμό του Οσάμα μπιν Λάντεν (βλ. Simon Reeve, The New Jackals: Ramzi Yousef, Osama bin Laden and the Future of Terrorism, London: André Deutsch, 1999).
Η Véronique Maurus και ο Marc Rock έγραψαν στη γαλλική εφημερίδα Le Monde Diplomatique, στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, ότι ο Οσάμα μπιν Λάντεν στρατολογήθηκε από τη CIA στην Κωνσταντινούπολη το 1979, έλαβε σημαντική υποστήριξη από τον πρίγκιπα Turki bin Faisal, φίλο του και αρχηγό των σαουδαραβικών μυστικών υπηρεσιών, και ανέπτυξε στενές σχέσεις με τον φημισμένο Αφγανό πολέμαρχο Hekmatyar, ο οποίος πολέμησε σκληρά εναντίον των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν. Ο πρώην Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ρόμπιν Κουκ (Robin Cook), σε άρθρο του με θέμα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα The Guardian, στις 8 Ιουλίου 2005, έγραψε ότι, αρχικά, ο όρος «Αλ Κάιντα» (που κυριολεκτικώς σημαίνει «βάση δεδομένων») ήταν η ονομασία ενός ηλεκτρονικού αρχείου που περιείχε προσωπικά στοιχεία χιλιάδων Μουτζαχεντίν που είχαν στρατολογηθεί και εκπαιδευτεί με τη βοήθεια της CIA για να πολεμήσουν εναντίον των Σοβιετικών.

Συμπεράσματα και ένα πλαίσιο ανάλυσης

Στο σύγχρονο «δυτικό κράτος», με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις ΗΠΑ, η πολιτική ελίτ μοιράζεται την έδρα της εξουσίας με το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, τη χρηματοπιστωτική ελίτ και τις κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών και ασφάλειας. Σε αυτό το πλαίσιο, δεσπόζει η λογική του λόμπι και όχι της τυπικής συνταγματικής τάξης. Εξού και ένα κρίσιμης σημασίας τμήμα των αποφάσεων και των δράσεων των προαναφερθέντων εταίρων της κρατικής εξουσίας λαμβάνει χώρα παρασκηνιακώς, πίσω από ερμητικά κλειστές πόρτες, και βασίζεται σε συγκαλυμμένες επιχειρήσεις, «μαύρα κεφάλαια», γεωστρατηγικούς ανταγωνισμούς και τρομοκρατικές προβοκάτσιες (δηλαδή βίαια γεγονότα που παράγονται σκοπίμως ώστε, διά μέσου αυτών, να εξυπηρετηθούν μυστικά σχέδια των μυστικών δραστών). Υπό το προαναφερθέν πρίσμα, και σύμφωνα με τις πληροφορίες που παραθέσαμε προηγουμένως, μπορεί να εξηγηθούν η παρουσία και η δράση δυτικών δυνάμεων στη νοτιανατολική και στη νοτιοδυτική Ασία γενικώς καθώς και η κυριαρχία της CIA στο διεθνές εμπόριο ναρκωτικών για τουλάχιστον εξήντα έτη μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στη μεταψυχροπολεμική (μάλλον μετασοβιετική) εποχή, και καθώς οι διεθνείς πολιτικές και οικονομικές σχέσεις γίνονται όλο και πιο πολύπλοκες στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, η οικονομική υπεροχή των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα αμφισβητείται αποφασιστικά από την Κίνα καθώς και από την ίδια την ενδογενή δυναμική της παγκοσμιοποίησης της διεθνούς πολιτικής οικονομίας, ενώ η στρατιωτική υπεροχή καθώς και η πολιτική υπεροχή των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα αμφισβητούνται αποφασιστικά από τη Ρωσική Ομοσπονδία. Εξού και οι ΗΠΑ αναπροσαρμόζουν αναλόγως την εξωτερική πολιτική τους στη νοτιοανατολική και στη νοτιοδυτική Ασία καθώς και έναντι της Ρωσίας. Συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ μειώνουν την άμεση εμπλοκή τους (και τα συνεπακόλουθα κόστη) στο Αφγανιστάν και γενικώς στη Μέση Ανατολή, επιδιώκοντας να παρεμβαίνουν εκεί μέσω τοπικών πολιτικο-οικονομικών υποτελών τους και να ασχολούνται επιλεκτικά με υψηλά πολιτικά και οικονομικά-επιχειρηματικά ζητήματα.
Επιπλέον, στο πλαίσιο της προσπάθειας των ΗΠΑ να ανταγωνιστούν γεωστρατηγικώς συγχρόνως τη Ρωσία και την Κίνα και να αποτρέψουν τη δημιουργία ενός αντιαμερικανικού ρωσο-κινεζικού συνασπισμού, οι ΗΠΑ, μετά την απόφασή τους, τον Αύγουστο του 2021, να αποχωρήσουν στρατιωτικώς από το Αφγανιστάν, επιδιώκουν δύο στόχους. Ο πρώτος στόχος των ΗΠΑ είναι να διαμορφώσουν ένα φιλοαμερικανικό καθεστώς στο Αφγανιστάν μέσω των Ταλιμπάν (παλαιών «γνωρίμων» της CIA), οι οποίοι θα αλλάξουν επίσημη ονομασία και θα καθοδηγηθούν σε μια πιο πραγματιστική πολιτική (και ρητορική), προκειμένου έτσι το καθεστώς των Ταλιμπάν να αποκτήσει νομιμοποίηση και πολιτικά ερείσματα στον ΟΗΕ. Ο δεύτερος στόχος των ΗΠΑ είναι να προσπαθήσουν να δωροδοκήσουν την Κίνα μέσω του Αφγανιστάν, συγκεκριμένα μέσω του εμπορίου ναρκωτικών του Αφγανιστάν, ώστε η Κίνα να συμβιβαστεί με την πολιτική των ΗΠΑ στην Ταϊβάν και γενικώς στον Ειρηνικό και να μη προβεί σε στρατηγική συμμαχία με τη Ρωσία εναντίον των ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ προτίθενται να διαπραγματευθούν τη μαζική είσοδο κινεζικών κεφαλαίων στο Αφγανιστάν και την εξυπηρέτηση του εμπορίου ναρκωτικών του Αφγανιστάν μέσω του κινεζικού «Δρόμου του Μεταξιού», με τα κατάλληλα γεωστρατηγικά και οικονομικο-πολιτικά ανταλλάγματα εκ μέρους της Κίνας προς τις ΗΠΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, μάλιστα, η Τουρκία του Ερντογάν θα προσπαθήσει να διεκδικήσει πρόσθετα οικονομικά οφέλη, καθώς σημαντικοί επιχειρηματικοί παράγοντες της Τουρκίας επιδιώκουν, εδώ και πολύ καιρό, να παίξουν στρατηγικό ρόλο στην εξυπηρέτηση του «Δρόμου του Μεταξιού» με την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και κρυπτονομισμάτων. Από την άλλη πλευρά, οι δυνάμεις της Ρωσικής Ομοσπονδίας επιδιώκουν να αποτρέψουν ή να αντισταθμίσουν την πραγματοποίηση των προαναφερθέντων σχεδίων.
«Το Μεγάλο Παίγνιο» (“The Great Game”), όπως είχε ονομαστεί, στον δέκατο ένατο αιώνα, ο ανταγωνισμός μεταξύ των τότε Μεγάλων Δυνάμεων (ιδίως της Μεγάλης Βρετανίας και της Ρωσίας) στο Αφγανιστάν και στις γειτονικές περιοχές της κεντρικής και της νότιας Ασίας, συνεχίζεται με άλλους τρόπους και νέους δρώντες.

Ο Δρ. Νικόλαος Λάος είναι Εταίρος της Ιδιωτικής Εταιρείας Πληροφοριών R-Techno International Limited Business Intelligence, Geopolitics, Security
Email: nicolaslaos@r-techno.com
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης