Το Παρίσι έτοιμο να εκραγεί: Κυβερνητική κατάρρευση, κοινωνική θύελλα και τρόμος στις αγορές…
«Όταν το Παρίσι βήχει, η Ευρώπη παθαίνει πνευμονία». Ο πρίγκιπας Μέττερνιχ διατύπωσε αυτή την παρατήρηση την εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων.
Στις χρηματοπιστωτικές αγορές, όμως, οι επενδυτές αναρωτιούνται ολοένα και περισσότερο αν οι πολιτικές και οικονομικές αναταράξεις στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης θα μολύνουν τη νομισματική ένωση, σημειώνει η γερμανική εφημερίδα FAZ.
Στις κεφαλαιαγορές, η Γαλλία πληρώνει ήδη ένα ασφάλιστρο κινδύνου σχεδόν εξίσου υψηλό με εκείνο του διαρκώς αβέβαιου «καντονιού» της Ιταλίας.
Κάθε κίνδυνος ανατροπής κυβέρνησης στην Ευρωζώνη αποτελεί λόγο ανησυχίας, δήλωσε αυτή την εβδομάδα η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Christine Lagarde.
Η δημοσιονομική πειθαρχία είναι απολύτως αναγκαία για τη Γαλλία.
Την ερχόμενη Δευτέρα, ο πρωθυπουργός Francois Bayrou έθεσε στο κοινοβούλιο το ζήτημα της ψήφου εμπιστοσύνης, και χρειαζόταν ένα θαύμα για να μην ανατραπεί.
Δύο μέρες αργότερα, ομάδες διαδηλωτών διαφόρων αποχρώσεων σχεδιάζουν να παραλύσουν τη χώρα.
Υπό τον τίτλο «Bloquons tout» («Ας τα μπλοκάρουμε όλα»), προγραμματίζονται διαδηλώσεις, αποκλεισμοί και σαμποτάζ. Οι αρχές αναμένουν συμμετοχή εξαψήφιου αριθμού διαδηλωτών.
Γενική απεργία στον ορίζοντα
Αν τα πράγματα εξελιχθούν άσχημα, η Γαλλία θα βρεθεί μπροστά στην απαρχή ενός ισχυρού κύματος διαμαρτυριών, όπως συνέβη με το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» τα έτη 2018 και 2019, όταν η οργή για την πολιτική και τα κοινωνικά προβλήματα εκφράστηκε επί εβδομάδες στους δρόμους.
Ακόμη και οι αγρότες, που διαμαρτύρονται για την επικείμενη επικύρωση της εμπορικής συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ομάδα Mercosur της Νότιας Αμερικής, σχεδιάζουν να συμμετάσχουν στο «Bloquons tout».
Για τις 18 Σεπτεμβρίου, τα ιδιαίτερα μαχητικά συνδικάτα της Γαλλίας έχουν ήδη εξαγγείλει πανεθνική γενική απεργία.
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι σχεδόν αδύνατο να σκεφτεί κανείς μια επιτυχημένη εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών της χώρας.
Ο Bayrou απέτυχε να μειώσει το διαρκώς υψηλό γαλλικό δημοσιονομικό έλλειμμα.
Τα σχέδια για το επόμενο δημοσιονομικό έτος προβλέπουν περικοπές και αυξήσεις φόρων ύψους 44 δισεκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να μειωθεί το έλλειμμα από το προβλεπόμενο 5,4% στο 4,6% του ΑΕΠ.
Ένα μέρος των κοινωνικών δαπανών πρόκειται να «παγώσει» για έναν χρόνο, ενώ θα καταργηθούν δύο αργίες.
Ωστόσο, χωρίς τέτοιες μεταρρυθμίσεις, το δημόσιο χρέος, που ανέρχεται περίπου στο 116% του ΑΕΠ, θα εκτιναχθεί έως τις αρχές της δεκαετίας του 2030 στο 150% ή και περισσότερο, προειδοποιούν οι οικονομολόγοι της Commerzbank.
Υπό αυστηρότερη παρακολούθηση
Η πτώση του Bayrou και η κοινωνική πίεση θα καταστήσουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δυσκολότερες - αν όχι αδύνατες.
Αν η κυβέρνηση καταρρεύσει, όπως αναμένεται, με τις ψήφους της αριστερής αντιπολίτευσης και των λαϊκιστών της Δεξιάς υπό τη Marine Le Pen, το πιθανότερο σενάριο είναι διαπραγματεύσεις σχηματισμού κυβέρνησης μεταξύ του στρατοπέδου του προέδρου Emmanuel Macron και των μετριοπαθών Σοσιαλιστών.
Ωστόσο, οι Σοσιαλιστές έχουν ξεκαθαρίσει ότι απαιτούν υψηλότερους φόρους για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους εύπορους, καθώς και την ανατροπή της πρόσφατης μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού.
Το πώς θα μπορέσει ο Macron, μέσα σε αυτό το φορτισμένο πολιτικό σκηνικό, να βρει νέο πρωθυπουργό που θα συσπειρώνει κόμματα από την Αριστερά έως το κέντρο-Δεξιά, παραμένει εντελώς αβέβαιο.
Ο Macron αποκλείει μέχρι στιγμής τόσο πρόωρες εκλογές όσο και την παραίτησή του.
Ήδη, η Γαλλία βρίσκεται υπό αυστηρότερη παρακολούθηση από επενδυτές και οίκους αξιολόγησης λόγω της διαρκώς υψηλής νέας δημοσιονομικής της επιβάρυνσης.
Με επιτόκιο άνω του 3,5% για δεκαετή κρατικά ομόλογα, η αγορά έχει φτάσει στα επίπεδα του 2011.
Το 2011 ήταν η εποχή της κρίσης του ευρώ, με θρυαλλίδα την Ελλάδα.
Σήμερα, όμως, ακόμη και η Ελλάδα πληρώνει χαμηλότερα επιτόκια από τη Γαλλία. Σε σχέση δε με τα ιταλικά ομόλογα επικρατεί σχεδόν ισοτιμία.
Χωρίς λειτουργική κυβέρνηση και δημοσιονομική εξυγίανση, η εμπιστοσύνη των δανειστών στην πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλίας θα διαβρωθεί περαιτέρω.
Ως επιταχυντές της κρίσης θα λειτουργήσουν οι επικείμενες αποφάσεις αξιολόγησης, καθώς οι οίκοι έχουν ήδη υποβαθμίσει τη χώρα αρκετές φορές τα τελευταία δυόμισι χρόνια.
Η Fitch έχει ανακοινώσει νέα αξιολόγηση για την ερχόμενη Παρασκευή.
Όχι κρίση χρέους σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα
Η Ελλάδα αποτελεί σήμερα αγαπημένο σημείο σύγκρισης.
Ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, Eric Lombard, δεν απέκλεισε παρέμβαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) σε περίπτωση αποτυχίας των δημοσιονομικών προσπαθειών - αν και ανασκεύασε αργότερα τη δήλωσή του λόγω νευρικότητας στην αγορά ομολόγων.
Το σενάριο «Γαλλία στον ορό του ΔΝΤ» ξυπνά μνήμες από την ελληνική κρίση χρέους που ξεκίνησε το 2010, εξελίχθηκε σε κρίση του ευρώ και στην οποία το ΔΝΤ έπαιξε κεντρικό ρόλο.
Τότε, οι επενδυτές έχασαν την εμπιστοσύνη τους στη βιωσιμότητα των ελληνικών δημοσίων οικονομικών λόγω της εκτίναξης των ελλειμμάτων και του χρέους.
Τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων εκτοξεύθηκαν και η χώρα βρέθηκε ουσιαστικά σε χρεοκοπία.
Ο φόβος ότι παρόμοια προβλήματα θα εμφανίζονταν και σε άλλες χώρες, οδήγησε σε άνοδο των αποδόσεων και των δικών τους ομολόγων.
Ταυτόχρονα, η κρίση απείλησε το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης, καθώς πολλές τράπεζες κατείχαν μεγάλες ποσότητες ομολόγων χωρών σε κρίση.
Τελικά, η Ευρωζώνη διέσωσε, εκτός από την Ελλάδα και την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Κύπρο.
Ο κοινός μηχανισμός ESM έγινε ο «ομπρέλα διάσωσης».
Σήμερα, οι περισσότεροι οικονομολόγοι δεν βλέπουν ούτε γαλλική κρίση χρέους σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα ούτε άμεσους κινδύνους μετάδοσης.
«Δεν υπάρχουν οξείες απειλές μετάδοσης», εξηγεί ο Moritz Kremer, επικεφαλής οικονομολόγος της Landesbank Baden-Württemberg (LBBW), ο οποίος εργαζόταν στην S&P κατά την κρίση του ευρώ.
Η γαλλική κρίση είναι, όπως λέει, «αποκλειστικά αυτοδημιούργητη».
Η Ιταλία, που με χρέος περίπου 140% του ΑΕΠ θα μπορούσε να θεωρηθεί ο πρώτος υποψήφιος για μετάδοση, εμφανίζει αντιθέτως μια «σχεδόν μη ιταλική σταθερότητα».
Άλλοι θεωρούν ότι η γαλλική κρίση δεν είναι ακόμη τόσο σοβαρή.
Ο Bruno Cavalier, επικεφαλής οικονομολόγος της ιδιωτικής τράπεζας Oddo BHF, παραπέμπει στην ισορροπημένη τρέχουσα συναλλαγματική ισοζυγία.
Ακόμη και αν οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους έχουν αυξηθεί σημαντικά, παραμένουν περίπου στο 2% του ΑΕΠ, δηλαδή στο μισό σε σχέση με την Ιταλία ή την Ελλάδα, τονίζει ο Ludovic Subran, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz.
Αυτό είναι διαχειρίσιμο.
Τα γαλλικά κρατικά ομόλογα εξακολουθούν να είναι περιζήτητα από θεσμικούς επενδυτές.
Ο Subran βλέπει στο Παρίσι μόνο μια πολιτική κρίση, όχι δημοσιονομική. Τελικά, η πολιτική θα οδηγήσει σε εξυγίανση μέσω αυξήσεων φόρων, το ζήτημα είναι μόνο το πότε.
Το δόγμα Draghi ισχύει ακόμη
«Αυτό που πραγματικά θα με ανησυχούσε θα ήταν νέες εκλογές και μια νίκη του ακροδεξιού Rassemblement National» λέει ο Subran.
Το κόμμα, όπως και η άκρα Αριστερά, υπόσχεται δαπανηρές παροχές, π.χ. στο συνταξιοδοτικό.
Έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει τη Γαλλία και την Ευρώπη σε επικίνδυνη ανισορροπία. Δεν έχουμε φτάσει ακόμη εκεί.
Όμως όσο διαρκεί το πολιτικό αδιέξοδο, τόσο μεγαλώνει η πίεση των αγορών, λέει ο Cavalier της Oddo BHF.
Υπάρχει «έντονη νευρικότητα» μεταξύ των επενδυτών, οι οποίοι δεν δρουν πάντα με καθαρά ορθολογικά κριτήρια.
Τι θα συμβεί αν κυριαρχήσουν οι ανησυχίες στις αγορές, π.χ. σε περίπτωση εξωγενούς σοκ όπως τραπεζικής κρίσης ή αν τα hedge funds δοκιμάσουν την αντοχή της νομισματικής ένωσης;
Στην κρίση του ευρώ, μόνον η περίφημη ομιλία του τότε προέδρου της ΕΚΤ, Mario Draghi, «Whatever it takes» το 2012 στο Λονδίνο, έφερε ηρεμία.
Τόνισε τότε ότι η ΕΚΤ ήταν έτοιμη να αγοράσει κρατικά ομόλογα για να σώσει το ευρώ.
Αυτό το δόγμα ισχύει ακόμη. Κατά την πανδημία, η ΕΚΤ απέδειξε ότι έχει τη βούληση να προχωρήσει σε μαζικές αγορές ομολόγων.
Κυρίως, δημιούργησε με το «Transmission Protection Instrument» (TPI) ένα εργαλείο για να διασώσει μεμονωμένα κράτη-μέλη από κρίσεις.
Ο «φαύλος κύκλος» κρατών και τραπεζών
Με το TPI, η ΕΚΤ δεσμεύεται να συγκρατεί υπερβολικές διαφορές επιτοκίων μεταξύ κρατών-μελών μέσω αγορών ομολόγων.
Το εργαλείο δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί.
Παραμένει ασαφές πότε οι διαφορές επιτοκίων θεωρούνται «υπερβολικές».
Αν η δημοσιονομική κρίση στη Γαλλία κλιμακωθεί, οι οικονομολόγοι της Commerzbank αναμένουν ότι η ΕΚΤ θα παρέμβει μέσω TPI για να μειώσει τα ασφάλιστρα κινδύνου στα γαλλικά ομόλογα.
Η Ευρωζώνη είναι καλύτερα προστατευμένη από κινδύνους μετάδοσης σε σχέση με την κρίση του ευρώ, χάρη στα εργαλεία της ΕΚΤ, τον ESM και την εποπτεία τραπεζών, λέει ο Lars Feld, οικονομολόγος του Φράιμπουργκ και πρώην πρόεδρος του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων.
«Το αν είναι όμως επαρκώς θωρακισμένη, είναι άλλο ζήτημα».
Η τραπεζική ένωση δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, ο «φαύλος κύκλος» κρατών και τραπεζών – δηλαδή η αλληλεξάρτηση λόγω των υψηλών ποσοτήτων κρατικών ομολόγων στους ισολογισμούς των τραπεζών – δεν έχει σπάσει.
«Μια χρήση του TPI στην περίπτωση της Γαλλίας θα ισοδυναμούσε με νομισματική χρηματοδότηση του κράτους» λέει ο Feld.
«Σε μια εποχή ακόμη υπερβολικά υψηλού πληθωρισμού, θα δημιουργούνταν νέες πιέσεις».
Αμφιβάλλει επίσης ότι τα υφιστάμενα εργαλεία επαρκούν για να «σωθεί» η Γαλλία.
Η χώρα είναι υπερβολικά μεγάλη για να διασωθεί από την υπόλοιπη Ευρωζώνη.
«Η εμπιστοσύνη σε μια μακροπρόθεσμα βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική φθίνει»
Η χρήση του TPI είναι ένα σενάριο με πολλές μεταβλητές, στο οποίο κεντρικό ρόλο θα παίξει το πόσο πολιτική στάση θα τηρήσει η ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ και ο ESM θα μπορούσαν να παρέμβουν για να προστατεύσουν χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία από τις παρενέργειες μιας πιθανής γαλλικής κρίσης χρέους, λέει ο Friedrich Heinemann από το ZEW στο Mannheim.
Ωστόσο, ανοιχτό παραμένει τι θα πράξει η ΕΚΤ σε περίπτωση νίκης του κόμματος της Le Pen ή της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Ο Heinemann δεν αποκλείει η ΕΚΤ να αφήσει τη χώρα να «μπει σε κρίση χρέους» σε μια τέτοια περίπτωση.
Μια τέτοια απόφαση θα ήταν πολιτικά εξαιρετικά εκρηκτική: «Η ΕΚΤ θα αναλάμβανε ρόλο κριτή, ποια πολιτική παράταξη αξίζει στήριξη και ποια όχι», λέει. «Για τέτοιες εξελίξεις προειδοποιούσαν οι επικριτές εδώ και καιρό.
Η ΕΚΤ θα έμπαινε σε έναν ρόλο για τον οποίο, ως ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, δεν έχει εντολή».
Δεν είναι όμως μόνο η Γαλλία που θα μπορούσε να προκαλέσει μια νέα κρίση του ευρώ.
Όλο και περισσότερα κράτη της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή αδυναμία, σε συνδυασμό με συνεχώς αυξανόμενες –κυρίως δημογραφικά καθορισμένες– δαπάνες.
Αυτό ανησυχεί τον Kremer της LBBW: «Γι’ αυτό, σε βάθος χρόνου, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια γενικευμένη κρίση τύπου 2010», λέει, παραπέμποντας στις αυξανόμενες αποδόσεις σχεδόν όλων των κρατικών ομολόγων.
«Η εμπιστοσύνη σε μια μακροπρόθεσμα βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική φθίνει».
Δεν είναι μόνος σε αυτήν την εκτίμηση. Η Γερμανία θεωρούνταν μέχρι σήμερα ο «άξονας σταθερότητας» της Ευρωζώνης, λέει ο Heinemann του ZEW.
Όμως, με τα πρόσφατα πακέτα δαπανών δισεκατομμυρίων, κινδυνεύει τώρα η γερμανική αναλογία χρέους προς ΑΕΠ να εκτοξευθεί από περίπου 60% στο 100%.
Αυτό εγκυμονεί κινδύνους, καθώς η πιστοληπτική αξιολόγηση «ΑΑΑ» της Γερμανίας στηρίζει την αξιοπιστία των κοινών χρεών της ΕΕ.
«Μεσοπρόθεσμα αυξάνεται ο κίνδυνος κρίσης χρέους, αν υποβαθμιστεί η Γερμανία», προειδοποιεί ο Heinemann.
Με άλλα λόγια: μια «ευρωπαϊκή γρίπη» δεν χρειάζεται απαραίτητα να ξεκινήσει από το Παρίσι.
www.bankingnews.gr
Στις χρηματοπιστωτικές αγορές, όμως, οι επενδυτές αναρωτιούνται ολοένα και περισσότερο αν οι πολιτικές και οικονομικές αναταράξεις στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης θα μολύνουν τη νομισματική ένωση, σημειώνει η γερμανική εφημερίδα FAZ.
Στις κεφαλαιαγορές, η Γαλλία πληρώνει ήδη ένα ασφάλιστρο κινδύνου σχεδόν εξίσου υψηλό με εκείνο του διαρκώς αβέβαιου «καντονιού» της Ιταλίας.
Κάθε κίνδυνος ανατροπής κυβέρνησης στην Ευρωζώνη αποτελεί λόγο ανησυχίας, δήλωσε αυτή την εβδομάδα η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Christine Lagarde.
Η δημοσιονομική πειθαρχία είναι απολύτως αναγκαία για τη Γαλλία.
Την ερχόμενη Δευτέρα, ο πρωθυπουργός Francois Bayrou έθεσε στο κοινοβούλιο το ζήτημα της ψήφου εμπιστοσύνης, και χρειαζόταν ένα θαύμα για να μην ανατραπεί.
Δύο μέρες αργότερα, ομάδες διαδηλωτών διαφόρων αποχρώσεων σχεδιάζουν να παραλύσουν τη χώρα.
Υπό τον τίτλο «Bloquons tout» («Ας τα μπλοκάρουμε όλα»), προγραμματίζονται διαδηλώσεις, αποκλεισμοί και σαμποτάζ. Οι αρχές αναμένουν συμμετοχή εξαψήφιου αριθμού διαδηλωτών.
Γενική απεργία στον ορίζοντα
Αν τα πράγματα εξελιχθούν άσχημα, η Γαλλία θα βρεθεί μπροστά στην απαρχή ενός ισχυρού κύματος διαμαρτυριών, όπως συνέβη με το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» τα έτη 2018 και 2019, όταν η οργή για την πολιτική και τα κοινωνικά προβλήματα εκφράστηκε επί εβδομάδες στους δρόμους.
Ακόμη και οι αγρότες, που διαμαρτύρονται για την επικείμενη επικύρωση της εμπορικής συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ομάδα Mercosur της Νότιας Αμερικής, σχεδιάζουν να συμμετάσχουν στο «Bloquons tout».
Για τις 18 Σεπτεμβρίου, τα ιδιαίτερα μαχητικά συνδικάτα της Γαλλίας έχουν ήδη εξαγγείλει πανεθνική γενική απεργία.
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι σχεδόν αδύνατο να σκεφτεί κανείς μια επιτυχημένη εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών της χώρας.
Ο Bayrou απέτυχε να μειώσει το διαρκώς υψηλό γαλλικό δημοσιονομικό έλλειμμα.
Τα σχέδια για το επόμενο δημοσιονομικό έτος προβλέπουν περικοπές και αυξήσεις φόρων ύψους 44 δισεκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να μειωθεί το έλλειμμα από το προβλεπόμενο 5,4% στο 4,6% του ΑΕΠ.
Ένα μέρος των κοινωνικών δαπανών πρόκειται να «παγώσει» για έναν χρόνο, ενώ θα καταργηθούν δύο αργίες.
Ωστόσο, χωρίς τέτοιες μεταρρυθμίσεις, το δημόσιο χρέος, που ανέρχεται περίπου στο 116% του ΑΕΠ, θα εκτιναχθεί έως τις αρχές της δεκαετίας του 2030 στο 150% ή και περισσότερο, προειδοποιούν οι οικονομολόγοι της Commerzbank.
Υπό αυστηρότερη παρακολούθηση
Η πτώση του Bayrou και η κοινωνική πίεση θα καταστήσουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δυσκολότερες - αν όχι αδύνατες.
Αν η κυβέρνηση καταρρεύσει, όπως αναμένεται, με τις ψήφους της αριστερής αντιπολίτευσης και των λαϊκιστών της Δεξιάς υπό τη Marine Le Pen, το πιθανότερο σενάριο είναι διαπραγματεύσεις σχηματισμού κυβέρνησης μεταξύ του στρατοπέδου του προέδρου Emmanuel Macron και των μετριοπαθών Σοσιαλιστών.
Ωστόσο, οι Σοσιαλιστές έχουν ξεκαθαρίσει ότι απαιτούν υψηλότερους φόρους για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους εύπορους, καθώς και την ανατροπή της πρόσφατης μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού.
Το πώς θα μπορέσει ο Macron, μέσα σε αυτό το φορτισμένο πολιτικό σκηνικό, να βρει νέο πρωθυπουργό που θα συσπειρώνει κόμματα από την Αριστερά έως το κέντρο-Δεξιά, παραμένει εντελώς αβέβαιο.
Ο Macron αποκλείει μέχρι στιγμής τόσο πρόωρες εκλογές όσο και την παραίτησή του.
Ήδη, η Γαλλία βρίσκεται υπό αυστηρότερη παρακολούθηση από επενδυτές και οίκους αξιολόγησης λόγω της διαρκώς υψηλής νέας δημοσιονομικής της επιβάρυνσης.
Με επιτόκιο άνω του 3,5% για δεκαετή κρατικά ομόλογα, η αγορά έχει φτάσει στα επίπεδα του 2011.
Το 2011 ήταν η εποχή της κρίσης του ευρώ, με θρυαλλίδα την Ελλάδα.
Σήμερα, όμως, ακόμη και η Ελλάδα πληρώνει χαμηλότερα επιτόκια από τη Γαλλία. Σε σχέση δε με τα ιταλικά ομόλογα επικρατεί σχεδόν ισοτιμία.
Χωρίς λειτουργική κυβέρνηση και δημοσιονομική εξυγίανση, η εμπιστοσύνη των δανειστών στην πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλίας θα διαβρωθεί περαιτέρω.
Ως επιταχυντές της κρίσης θα λειτουργήσουν οι επικείμενες αποφάσεις αξιολόγησης, καθώς οι οίκοι έχουν ήδη υποβαθμίσει τη χώρα αρκετές φορές τα τελευταία δυόμισι χρόνια.
Η Fitch έχει ανακοινώσει νέα αξιολόγηση για την ερχόμενη Παρασκευή.
Όχι κρίση χρέους σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα
Η Ελλάδα αποτελεί σήμερα αγαπημένο σημείο σύγκρισης.
Ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, Eric Lombard, δεν απέκλεισε παρέμβαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) σε περίπτωση αποτυχίας των δημοσιονομικών προσπαθειών - αν και ανασκεύασε αργότερα τη δήλωσή του λόγω νευρικότητας στην αγορά ομολόγων.
Το σενάριο «Γαλλία στον ορό του ΔΝΤ» ξυπνά μνήμες από την ελληνική κρίση χρέους που ξεκίνησε το 2010, εξελίχθηκε σε κρίση του ευρώ και στην οποία το ΔΝΤ έπαιξε κεντρικό ρόλο.
Τότε, οι επενδυτές έχασαν την εμπιστοσύνη τους στη βιωσιμότητα των ελληνικών δημοσίων οικονομικών λόγω της εκτίναξης των ελλειμμάτων και του χρέους.
Τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων εκτοξεύθηκαν και η χώρα βρέθηκε ουσιαστικά σε χρεοκοπία.
Ο φόβος ότι παρόμοια προβλήματα θα εμφανίζονταν και σε άλλες χώρες, οδήγησε σε άνοδο των αποδόσεων και των δικών τους ομολόγων.
Ταυτόχρονα, η κρίση απείλησε το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης, καθώς πολλές τράπεζες κατείχαν μεγάλες ποσότητες ομολόγων χωρών σε κρίση.
Τελικά, η Ευρωζώνη διέσωσε, εκτός από την Ελλάδα και την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Κύπρο.
Ο κοινός μηχανισμός ESM έγινε ο «ομπρέλα διάσωσης».
Σήμερα, οι περισσότεροι οικονομολόγοι δεν βλέπουν ούτε γαλλική κρίση χρέους σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα ούτε άμεσους κινδύνους μετάδοσης.
«Δεν υπάρχουν οξείες απειλές μετάδοσης», εξηγεί ο Moritz Kremer, επικεφαλής οικονομολόγος της Landesbank Baden-Württemberg (LBBW), ο οποίος εργαζόταν στην S&P κατά την κρίση του ευρώ.
Η γαλλική κρίση είναι, όπως λέει, «αποκλειστικά αυτοδημιούργητη».
Η Ιταλία, που με χρέος περίπου 140% του ΑΕΠ θα μπορούσε να θεωρηθεί ο πρώτος υποψήφιος για μετάδοση, εμφανίζει αντιθέτως μια «σχεδόν μη ιταλική σταθερότητα».
Άλλοι θεωρούν ότι η γαλλική κρίση δεν είναι ακόμη τόσο σοβαρή.
Ο Bruno Cavalier, επικεφαλής οικονομολόγος της ιδιωτικής τράπεζας Oddo BHF, παραπέμπει στην ισορροπημένη τρέχουσα συναλλαγματική ισοζυγία.
Ακόμη και αν οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους έχουν αυξηθεί σημαντικά, παραμένουν περίπου στο 2% του ΑΕΠ, δηλαδή στο μισό σε σχέση με την Ιταλία ή την Ελλάδα, τονίζει ο Ludovic Subran, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz.
Αυτό είναι διαχειρίσιμο.
Τα γαλλικά κρατικά ομόλογα εξακολουθούν να είναι περιζήτητα από θεσμικούς επενδυτές.
Ο Subran βλέπει στο Παρίσι μόνο μια πολιτική κρίση, όχι δημοσιονομική. Τελικά, η πολιτική θα οδηγήσει σε εξυγίανση μέσω αυξήσεων φόρων, το ζήτημα είναι μόνο το πότε.
Το δόγμα Draghi ισχύει ακόμη
«Αυτό που πραγματικά θα με ανησυχούσε θα ήταν νέες εκλογές και μια νίκη του ακροδεξιού Rassemblement National» λέει ο Subran.
Το κόμμα, όπως και η άκρα Αριστερά, υπόσχεται δαπανηρές παροχές, π.χ. στο συνταξιοδοτικό.
Έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει τη Γαλλία και την Ευρώπη σε επικίνδυνη ανισορροπία. Δεν έχουμε φτάσει ακόμη εκεί.
Όμως όσο διαρκεί το πολιτικό αδιέξοδο, τόσο μεγαλώνει η πίεση των αγορών, λέει ο Cavalier της Oddo BHF.
Υπάρχει «έντονη νευρικότητα» μεταξύ των επενδυτών, οι οποίοι δεν δρουν πάντα με καθαρά ορθολογικά κριτήρια.
Τι θα συμβεί αν κυριαρχήσουν οι ανησυχίες στις αγορές, π.χ. σε περίπτωση εξωγενούς σοκ όπως τραπεζικής κρίσης ή αν τα hedge funds δοκιμάσουν την αντοχή της νομισματικής ένωσης;
Στην κρίση του ευρώ, μόνον η περίφημη ομιλία του τότε προέδρου της ΕΚΤ, Mario Draghi, «Whatever it takes» το 2012 στο Λονδίνο, έφερε ηρεμία.
Τόνισε τότε ότι η ΕΚΤ ήταν έτοιμη να αγοράσει κρατικά ομόλογα για να σώσει το ευρώ.
Αυτό το δόγμα ισχύει ακόμη. Κατά την πανδημία, η ΕΚΤ απέδειξε ότι έχει τη βούληση να προχωρήσει σε μαζικές αγορές ομολόγων.
Κυρίως, δημιούργησε με το «Transmission Protection Instrument» (TPI) ένα εργαλείο για να διασώσει μεμονωμένα κράτη-μέλη από κρίσεις.
Ο «φαύλος κύκλος» κρατών και τραπεζών
Με το TPI, η ΕΚΤ δεσμεύεται να συγκρατεί υπερβολικές διαφορές επιτοκίων μεταξύ κρατών-μελών μέσω αγορών ομολόγων.
Το εργαλείο δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί.
Παραμένει ασαφές πότε οι διαφορές επιτοκίων θεωρούνται «υπερβολικές».
Αν η δημοσιονομική κρίση στη Γαλλία κλιμακωθεί, οι οικονομολόγοι της Commerzbank αναμένουν ότι η ΕΚΤ θα παρέμβει μέσω TPI για να μειώσει τα ασφάλιστρα κινδύνου στα γαλλικά ομόλογα.
Η Ευρωζώνη είναι καλύτερα προστατευμένη από κινδύνους μετάδοσης σε σχέση με την κρίση του ευρώ, χάρη στα εργαλεία της ΕΚΤ, τον ESM και την εποπτεία τραπεζών, λέει ο Lars Feld, οικονομολόγος του Φράιμπουργκ και πρώην πρόεδρος του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων.
«Το αν είναι όμως επαρκώς θωρακισμένη, είναι άλλο ζήτημα».
Η τραπεζική ένωση δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, ο «φαύλος κύκλος» κρατών και τραπεζών – δηλαδή η αλληλεξάρτηση λόγω των υψηλών ποσοτήτων κρατικών ομολόγων στους ισολογισμούς των τραπεζών – δεν έχει σπάσει.
«Μια χρήση του TPI στην περίπτωση της Γαλλίας θα ισοδυναμούσε με νομισματική χρηματοδότηση του κράτους» λέει ο Feld.
«Σε μια εποχή ακόμη υπερβολικά υψηλού πληθωρισμού, θα δημιουργούνταν νέες πιέσεις».
Αμφιβάλλει επίσης ότι τα υφιστάμενα εργαλεία επαρκούν για να «σωθεί» η Γαλλία.
Η χώρα είναι υπερβολικά μεγάλη για να διασωθεί από την υπόλοιπη Ευρωζώνη.
«Η εμπιστοσύνη σε μια μακροπρόθεσμα βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική φθίνει»
Η χρήση του TPI είναι ένα σενάριο με πολλές μεταβλητές, στο οποίο κεντρικό ρόλο θα παίξει το πόσο πολιτική στάση θα τηρήσει η ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ και ο ESM θα μπορούσαν να παρέμβουν για να προστατεύσουν χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία από τις παρενέργειες μιας πιθανής γαλλικής κρίσης χρέους, λέει ο Friedrich Heinemann από το ZEW στο Mannheim.
Ωστόσο, ανοιχτό παραμένει τι θα πράξει η ΕΚΤ σε περίπτωση νίκης του κόμματος της Le Pen ή της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Ο Heinemann δεν αποκλείει η ΕΚΤ να αφήσει τη χώρα να «μπει σε κρίση χρέους» σε μια τέτοια περίπτωση.
Μια τέτοια απόφαση θα ήταν πολιτικά εξαιρετικά εκρηκτική: «Η ΕΚΤ θα αναλάμβανε ρόλο κριτή, ποια πολιτική παράταξη αξίζει στήριξη και ποια όχι», λέει. «Για τέτοιες εξελίξεις προειδοποιούσαν οι επικριτές εδώ και καιρό.
Η ΕΚΤ θα έμπαινε σε έναν ρόλο για τον οποίο, ως ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, δεν έχει εντολή».
Δεν είναι όμως μόνο η Γαλλία που θα μπορούσε να προκαλέσει μια νέα κρίση του ευρώ.
Όλο και περισσότερα κράτη της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή αδυναμία, σε συνδυασμό με συνεχώς αυξανόμενες –κυρίως δημογραφικά καθορισμένες– δαπάνες.
Αυτό ανησυχεί τον Kremer της LBBW: «Γι’ αυτό, σε βάθος χρόνου, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια γενικευμένη κρίση τύπου 2010», λέει, παραπέμποντας στις αυξανόμενες αποδόσεις σχεδόν όλων των κρατικών ομολόγων.
«Η εμπιστοσύνη σε μια μακροπρόθεσμα βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική φθίνει».
Δεν είναι μόνος σε αυτήν την εκτίμηση. Η Γερμανία θεωρούνταν μέχρι σήμερα ο «άξονας σταθερότητας» της Ευρωζώνης, λέει ο Heinemann του ZEW.
Όμως, με τα πρόσφατα πακέτα δαπανών δισεκατομμυρίων, κινδυνεύει τώρα η γερμανική αναλογία χρέους προς ΑΕΠ να εκτοξευθεί από περίπου 60% στο 100%.
Αυτό εγκυμονεί κινδύνους, καθώς η πιστοληπτική αξιολόγηση «ΑΑΑ» της Γερμανίας στηρίζει την αξιοπιστία των κοινών χρεών της ΕΕ.
«Μεσοπρόθεσμα αυξάνεται ο κίνδυνος κρίσης χρέους, αν υποβαθμιστεί η Γερμανία», προειδοποιεί ο Heinemann.
Με άλλα λόγια: μια «ευρωπαϊκή γρίπη» δεν χρειάζεται απαραίτητα να ξεκινήσει από το Παρίσι.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών