
Στιγμές... Ελλάδας του 2010 φαίνεται να ζουν -πιστοληπτικά- οι ΗΠΑ
Να σημειωθεί πως ο γερμανικός οίκος (ο πιο «νέος») δεν δίνει την ανώτατη ΑΑΑ για τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ, αλλά ΑΑ με αρνητικές προοπτικές επαναξιολόγησης (outlook).
Όπως αναφέρει στην έκθεσή της, χωρίς ουσιαστικά διορθωτικά δημοσιονομικά μέτρα, ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ των ΗΠΑ θα φτάσει το 133% έως το 2030, ξεπερνώντας τις προβλέψεις για τη Γαλλία (122%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (111%), ενώ οι πληρωμές τόκων θα αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 12% των εσόδων, τουλάχιστον το διπλάσιο σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες. Για σύγκριση, το αντίστοιχο ποσοστό είναι περίπου 7% για το Ηνωμένο Βασίλειο, 5% για τη Γαλλία και το Βέλγιο, και μόλις 2,5% για τη Γερμανία.
Δεδομένου ότι η μέση διάρκεια λήξης των αμερικανικών ομολόγων είναι χαμηλή, στις 5,9 έτη, σε σύγκριση με τον μέσο όρο των ανεπτυγμένων οικονομιών (7,2 έτη), τα υψηλότερα επιτόκια επηρεάζουν τις δυναμικές του χρέους πιο άμεσα.
Τα επίμονα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, οι αυξανόμενες δαπάνες για τόκους και η περιορισμένη δημοσιονομική ευελιξία είναι οι βασικοί παράγοντες που οδηγούν στην ανοδική πορεία του χρέους.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ διευρύνθηκε στο 7,3% του ΑΕΠ το 2024, σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο προ της πανδημίας, που κυμαινόταν γύρω στο 4,8% την περίοδο 2015-2019.
Αναμένεται το έλλειμμα να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα το 2025, στο 6,4% περίπου του ΑΕΠ, με μέσο όρο περίπου 7% για την περίοδο 2026-2030. Αυτό θα οφείλεται στην άνοδο των επιτοκίων και στις αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης για προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης, Medicare και υπηρεσίες συνταξιοδότησης και αναπηρίας για στρατιωτικούς και δημόσιους υπαλλήλους. Η πιθανή παράταση του Νόμου για τις Φορολογικές Μειώσεις του 2017, οι προτεινόμενες πρόσθετες φορολογικές μειώσεις, καθώς και η αυξημένη αμυντική και συνοριακή δαπάνη, θα εντείνουν περαιτέρω τις πιέσεις στα δημόσια οικονομικά.
Οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες παραμένουν υψηλές, στο 38% του ΑΕΠ φέτος, και θα παραμείνουν έτσι, με μέσο όρο 34% την περίοδο 2026-2030 – το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ όλων των κρατών που αξιολογούνται από τον οίκο Scope, εκτός της Ιαπωνίας (A/Stable).
Το 2024, οι υποχρεωτικές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των βασικών προγραμμάτων υγειονομικής περίθαλψης και της Κοινωνικής Ασφάλισης, αντιστοιχούσαν σε περίπου 60% των ετήσιων ομοσπονδιακών δαπανών. Οι διακριτικές δαπάνες, που καθορίζονται από το Κογκρέσο και την κυβέρνηση στον ετήσιο προϋπολογισμό και τη διαδικασία κατανομής πόρων, αντιστοιχούσαν σε περίπου 27%, εκ των οποίων σχεδόν οι μισές αφορούσαν την άμυνα. Τέλος, οι καθαρές δαπάνες για τόκους αντιστοιχούσαν σε περίπου 13% των συνολικών ετήσιων δαπανών.
Οι συνεχείς πιέσεις στις δαπάνες, ιδίως λόγω της αύξησης των υποχρεωτικών δαπανών και των πληρωμών τόκων, πιθανότατα θα ωθήσουν τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ στο 169% έως το 2055, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO). Αυτή η πορεία αντανακλά επίσης μακροπρόθεσμες πιέσεις που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η καθαρή παρούσα αξία των δαπανών για υγειονομική περίθαλψη (112%) και συντάξεις (15%) φτάνει συνολικά το 127,5% του ΑΕΠ για την περίοδο 2024-2050 – το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών.
Οι προτεινόμενες μειώσεις στις διακριτικές δαπάνες για το οικονομικό έτος 2026 από τον Πρόεδρο Donald Trump, σε συνδυασμό με τα αναμενόμενα αυξημένα έσοδα από δασμούς, είναι απίθανο να μειώσουν σημαντικά το δημοσιονομικό έλλειμμα. Οι προτάσεις περιλαμβάνουν σημαντικές περικοπές στις μη αμυντικές διακριτικές δαπάνες ύψους 22,6%, ή 163 δισ. δολάρια.
Με συνολικές κρατικές δαπάνες 6,75 τρισ. δολαρίων το 2024, τέτοιες περικοπές αντιστοιχούν μόλις στο 0,5% του ΑΕΠ. Επιπλέον, οι προτάσεις για αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 13% υποδηλώνουν ότι οι συνολικές διακριτικές δαπάνες θα παραμείνουν σε γενικές γραμμές αμετάβλητες.
Επίσης, οι νέοι δασμοί που ανακοινώθηκαν τον Απρίλιο του 2025 θα μπορούσαν να αποφέρουν περίπου 145 δισ. δολάρια ετησίως για την επόμενη δεκαετία (λιγότερο από 0,5% του ΑΕΠ).

Τέλος, ακόμη κι αν προκύψουν πρόσθετες εξοικονομήσεις από τη μείωση της απάτης και των ακατάλληλων πληρωμών, η ουσιαστική μείωση του ελλείμματος μέσω περικοπών δαπανών θα απαιτούσε επίσης μειώσεις στις υποχρεωτικές δαπάνες. Ωστόσο, οι πολιτικοί περιορισμοί καθιστούν τέτοια μέτρα απίθανα.
Ελλείψει περικοπών στην Κοινωνική Ασφάλιση, το Medicare ή τις αμυντικές δαπάνες, η σταθεροποίηση της πορείας του χρέους θα αποδειχθεί δύσκολη χωρίς νέα μέτρα αύξησης εσόδων, όπως ευρείας βάσης φορολογικές αυξήσεις, καταλήγει η Scope.

www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών