Η πραγματική αιτία των εμπορικών ελλειμμάτων των ΗΠΑ δεν είναι το δολάριο αλλά η ανισορροπία αποταμίευσης και επενδύσεων – και οι δασμοί δεν είναι η λύση, αναφέρει ο γνωστός οικονομολόγος Kenneth Rogoff
Το «Σχέδιο Mar-a-Lago» του Trump για αποδυνάμωση του δολαρίου μπορεί να φέρει οικονομικό χάος, προειδοποιεί ο Rogoff. Αν εφαρμοστεί, το αποτέλεσμα δεν θα είναι ανάκαμψη – αλλά εμπορικός Αρμαγεδδών, αναφέρει ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, Kenneth Rogoff.
Εν μέσω του εμπορικού πολέμου του προέδρου των ΗΠΑ, Donald Trump, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, οι επενδυτές σε όλο τον κόσμο αναρωτιούνται:
Ποιο είναι το επόμενο βήμα στην ατζέντα του για την ανατροπή της παγκόσμιας οικονομικής τάξης;
Πολλοί στρέφουν την προσοχή τους στη λεγόμενη «Συμφωνία του Mar-a-Lago» – μια πρόταση του Stephen Miran, πρόεδρου του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Trump, το οποίο προβλέπει συντονισμό με τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ για την αποδυνάμωση του δολαρίου.
Στην καρδιά του σχεδίου του βρίσκεται η ιδέα ότι το καθεστώς του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος δεν είναι προνόμιο, αλλά ένα δαπανηρό βάρος, που έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην αποβιομηχάνιση της αμερικανικής οικονομίας.
Η παγκόσμια ζήτηση για δολάρια, σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, αυξάνει την αξία του νομίσματος, καθιστώντας τα αμερικανικά προϊόντα ακριβότερα από τις εισαγωγές.
Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε χρόνιο εμπορικό έλλειμμα και ενθαρρύνει τις αμερικανικές βιομηχανίες να μεταφέρουν την παραγωγή τους στο εξωτερικό, παίρνοντας μαζί και τις θέσεις εργασίας.
«Έχει βάση αυτό το αφήγημα; Η απάντηση είναι και ναι και όχι» σημειώνει ο Rogoff.
Είναι σίγουρα πιθανό το ενδεχόμενο ξένοι επενδυτές, πρόθυμοι να διακρατούν αμερικανικά μετοχικά κεφάλαια, ομόλογα και ακίνητα, να προκαλούν σταθερή εισροή κεφαλαίων στις ΗΠΑ, ενισχύοντας την εγχώρια κατανάλωση και τη ζήτηση τόσο για εμπορεύσιμα αγαθά όπως τα αυτοκίνητα όσο και για μη εμπορεύσιμα αγαθά όπως τα ακίνητα και η εστίαση.
Η αυξημένη ζήτηση για μη εμπορεύσιμα αγαθά, ειδικά, τείνει να αυξάνει την αξία του δολαρίου, καθιστώντας τις εισαγωγές πιο ελκυστικές για τους Αμερικανούς καταναλωτές – ακριβώς όπως υποστηρίζει ο Miran. Ωστόσο, αυτή η λογική παραβλέπει κρίσιμες λεπτομέρειες, εκτιμά ο Rogoff.
Παρόλο που το καθεστώς του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος αυξάνει τη ζήτηση για κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ (Treasuries), δεν σημαίνει ότι αυξάνει εξίσου τη ζήτηση για όλα τα αμερικανικά στοιχεία ενεργητικού.
Οι κεντρικές τράπεζες της Ασίας, για παράδειγμα, κατέχουν τρισεκατομμύρια δολάρια σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, τα οποία χρησιμοποιούν για να σταθεροποιούν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες τους και να διατηρούν ένα χρηματοοικονομικό απόθεμα στην περίπτωση κρίσης.
Γενικά αποφεύγουν άλλου είδους αμερικανικά στοιχεία ενεργητικού, όπως μετοχές και ακίνητα, καθώς δεν εξυπηρετούν τους ίδιους πολιτικούς σκοπούς.
Αυτό σημαίνει ότι, αν οι ξένες χώρες απλώς χρειάζονται να συγκεντρώσουν αμερικανικά κρατικά ομόλογα, δεν είναι απαραίτητο να έχουν εμπορικά πλεονάσματα για να τα αποκτήσουν.
Τα απαιτούμενα κεφάλαια μπορούν επίσης να προκύψουν μέσω πώλησης υπαρχόντων ξένων περιουσιακών στοιχείων όπως μετοχές, ακίνητα ή εργοστάσια. Αυτό ακριβώς συνέβη τη δεκαετία του 1960 και έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Τότε, το δολάριο είχε εδραιώσει πλήρως τη θέση του ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, όμως οι ΗΠΑ κατέγραφαν σχεδόν πάντοτε πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – όχι έλλειμμα.
Οι ξένοι επενδυτές συγκέντρωναν αμερικανικά ομόλογα, ενώ οι αμερικανικές εταιρείες επεκτείνονταν στο εξωτερικό αποκτώντας ξένες παραγωγικές μονάδες, είτε μέσω άμεσων εξαγορών είτε μέσω επενδύσεων «πράσινου πεδίου», χτίζοντας εργοστάσια από το μηδέν.
Η μοναδική φορά
Σύμφωνα με τον Rogoff, η μεταπολεμική περίοδος δεν ήταν η μοναδική φορά που η χώρα η οποία εξέδιδε το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα είχε πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η βρετανική λίρα ήταν το αδιαμφισβήτητο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα από το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων στις αρχές του 1800 έως την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914.
Σε όλη αυτή την περίοδο, το Ηνωμένο Βασίλειο διατηρούσε γενικά εξωτερικά πλεονάσματα, ενισχυμένα από τις υψηλές αποδόσεις των επενδύσεών του σε όλη την αποικιακή του αυτοκρατορία.
Υπάρχει και μια άλλη οπτική για το αμερικανικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που βοηθά στην κατανόηση του γιατί η σχέση μεταξύ συναλλαγματικής ισοτιμίας και εμπορικών ανισορροπιών είναι πιο περίπλοκη από ό,τι υπονοεί η θεωρία του Mirran.
Από λογιστική άποψη, το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών μιας χώρας ισούται με τη διαφορά μεταξύ των εθνικών αποταμιεύσεων και των επενδύσεων, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα.
Σημειωτέον ότι «επένδυση» εδώ σημαίνει φυσικά περιουσιακά στοιχεία όπως εργοστάσια, κατοικίες, υποδομές και εξοπλισμός – όχι χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Με βάση αυτή την οπτική, γίνεται σαφές ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών δεν επηρεάζεται μόνο από τη συναλλαγματική ισοτιμία, αλλά και από οποιονδήποτε παράγοντα επηρεάζει την ισορροπία μεταξύ εθνικών αποταμιεύσεων και επενδύσεων.
Το 2024, το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ ανερχόταν στο 6,4% του ΑΕΠ, σημαντικά μεγαλύτερο από το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο βρισκόταν κάτω από το 4% του ΑΕΠ.
Αν και η εξάλειψη του δημοσιονομικού ελλείμματος δεν θα εξαλείψει αυτόματα και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών –αυτό θα εξαρτηθεί από το πώς θα κλείσει το χάσμα και πώς θα αντιδράσει ο ιδιωτικός τομέας– παραμένει μια πολύ πιο απλή λύση από την έναρξη ενός εμπορικού πολέμου.
Η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, ωστόσο, θα απαιτούσε την πολιτικά δύσκολη αποστολή να πεισθεί το Κογκρέσο να εγκρίνει πιο υπεύθυνες φορολογικές και δαπανηρές πολιτικές.
Και σε αντίθεση με μια υψηλού προφίλ εμπορική αντιπαράθεση, δεν θα προκαλούσε την κολακεία των ξένων ηγετών προς τον Trump• αντίθετα, θα μετέφερε την προσοχή των μέσων ενημέρωσης ξανά στην εγχώρια πολιτική και τις διαπραγματεύσεις στο Κογκρέσο.
Ένας ακόμη βασικός παράγοντας πίσω από το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών είναι η ισχύς της αμερικανικής οικονομίας, η οποία τα τελευταία χρόνια είναι μακράν η πιο δυναμική μεταξύ των μεγάλων παγκόσμιων παικτών.
Αυτό έχει κάνει τις αμερικανικές επιχειρήσεις ιδιαίτερα ελκυστικές στους επενδυτές. Ακόμα και η μεταποίηση έχει αυξηθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ο λόγος που η απασχόληση δεν έχει αυξηθεί αναλόγως είναι ότι τα σύγχρονα εργοστάσια είναι πλέον εξαιρετικά αυτοματοποιημένα.
«Το σχέδιο του Mirran, όσο ευφυές και αν φαίνεται, βασίζεται σε εσφαλμένη διάγνωση.
Παρότι ο ρόλος του δολαρίου ως κορυφαίου αποθεματικού νομίσματος παίζει έναν ρόλο, είναι απλώς ένας από τους πολλούς παράγοντες που συμβάλλουν στα επίμονα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ.
Κι αν οι αιτίες του εμπορικού ελλείμματος είναι πολλές, η ιδέα ότι οι δασμοί αποτελούν πανάκεια είναι, το λιγότερο, αμφισβητήσιμη» καταλήγει ο Rogoff.
www.bankingnews.gr
Εν μέσω του εμπορικού πολέμου του προέδρου των ΗΠΑ, Donald Trump, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, οι επενδυτές σε όλο τον κόσμο αναρωτιούνται:
Ποιο είναι το επόμενο βήμα στην ατζέντα του για την ανατροπή της παγκόσμιας οικονομικής τάξης;
Πολλοί στρέφουν την προσοχή τους στη λεγόμενη «Συμφωνία του Mar-a-Lago» – μια πρόταση του Stephen Miran, πρόεδρου του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Trump, το οποίο προβλέπει συντονισμό με τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ για την αποδυνάμωση του δολαρίου.
Στην καρδιά του σχεδίου του βρίσκεται η ιδέα ότι το καθεστώς του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος δεν είναι προνόμιο, αλλά ένα δαπανηρό βάρος, που έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην αποβιομηχάνιση της αμερικανικής οικονομίας.
Η παγκόσμια ζήτηση για δολάρια, σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, αυξάνει την αξία του νομίσματος, καθιστώντας τα αμερικανικά προϊόντα ακριβότερα από τις εισαγωγές.
Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε χρόνιο εμπορικό έλλειμμα και ενθαρρύνει τις αμερικανικές βιομηχανίες να μεταφέρουν την παραγωγή τους στο εξωτερικό, παίρνοντας μαζί και τις θέσεις εργασίας.
«Έχει βάση αυτό το αφήγημα; Η απάντηση είναι και ναι και όχι» σημειώνει ο Rogoff.
Είναι σίγουρα πιθανό το ενδεχόμενο ξένοι επενδυτές, πρόθυμοι να διακρατούν αμερικανικά μετοχικά κεφάλαια, ομόλογα και ακίνητα, να προκαλούν σταθερή εισροή κεφαλαίων στις ΗΠΑ, ενισχύοντας την εγχώρια κατανάλωση και τη ζήτηση τόσο για εμπορεύσιμα αγαθά όπως τα αυτοκίνητα όσο και για μη εμπορεύσιμα αγαθά όπως τα ακίνητα και η εστίαση.
Η αυξημένη ζήτηση για μη εμπορεύσιμα αγαθά, ειδικά, τείνει να αυξάνει την αξία του δολαρίου, καθιστώντας τις εισαγωγές πιο ελκυστικές για τους Αμερικανούς καταναλωτές – ακριβώς όπως υποστηρίζει ο Miran. Ωστόσο, αυτή η λογική παραβλέπει κρίσιμες λεπτομέρειες, εκτιμά ο Rogoff.
Παρόλο που το καθεστώς του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος αυξάνει τη ζήτηση για κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ (Treasuries), δεν σημαίνει ότι αυξάνει εξίσου τη ζήτηση για όλα τα αμερικανικά στοιχεία ενεργητικού.
Οι κεντρικές τράπεζες της Ασίας, για παράδειγμα, κατέχουν τρισεκατομμύρια δολάρια σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, τα οποία χρησιμοποιούν για να σταθεροποιούν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες τους και να διατηρούν ένα χρηματοοικονομικό απόθεμα στην περίπτωση κρίσης.
Γενικά αποφεύγουν άλλου είδους αμερικανικά στοιχεία ενεργητικού, όπως μετοχές και ακίνητα, καθώς δεν εξυπηρετούν τους ίδιους πολιτικούς σκοπούς.
Αυτό σημαίνει ότι, αν οι ξένες χώρες απλώς χρειάζονται να συγκεντρώσουν αμερικανικά κρατικά ομόλογα, δεν είναι απαραίτητο να έχουν εμπορικά πλεονάσματα για να τα αποκτήσουν.
Τα απαιτούμενα κεφάλαια μπορούν επίσης να προκύψουν μέσω πώλησης υπαρχόντων ξένων περιουσιακών στοιχείων όπως μετοχές, ακίνητα ή εργοστάσια. Αυτό ακριβώς συνέβη τη δεκαετία του 1960 και έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Τότε, το δολάριο είχε εδραιώσει πλήρως τη θέση του ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, όμως οι ΗΠΑ κατέγραφαν σχεδόν πάντοτε πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – όχι έλλειμμα.
Οι ξένοι επενδυτές συγκέντρωναν αμερικανικά ομόλογα, ενώ οι αμερικανικές εταιρείες επεκτείνονταν στο εξωτερικό αποκτώντας ξένες παραγωγικές μονάδες, είτε μέσω άμεσων εξαγορών είτε μέσω επενδύσεων «πράσινου πεδίου», χτίζοντας εργοστάσια από το μηδέν.
Η μοναδική φορά
Σύμφωνα με τον Rogoff, η μεταπολεμική περίοδος δεν ήταν η μοναδική φορά που η χώρα η οποία εξέδιδε το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα είχε πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η βρετανική λίρα ήταν το αδιαμφισβήτητο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα από το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων στις αρχές του 1800 έως την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914.
Σε όλη αυτή την περίοδο, το Ηνωμένο Βασίλειο διατηρούσε γενικά εξωτερικά πλεονάσματα, ενισχυμένα από τις υψηλές αποδόσεις των επενδύσεών του σε όλη την αποικιακή του αυτοκρατορία.
Υπάρχει και μια άλλη οπτική για το αμερικανικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που βοηθά στην κατανόηση του γιατί η σχέση μεταξύ συναλλαγματικής ισοτιμίας και εμπορικών ανισορροπιών είναι πιο περίπλοκη από ό,τι υπονοεί η θεωρία του Mirran.
Από λογιστική άποψη, το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών μιας χώρας ισούται με τη διαφορά μεταξύ των εθνικών αποταμιεύσεων και των επενδύσεων, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα.
Σημειωτέον ότι «επένδυση» εδώ σημαίνει φυσικά περιουσιακά στοιχεία όπως εργοστάσια, κατοικίες, υποδομές και εξοπλισμός – όχι χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Με βάση αυτή την οπτική, γίνεται σαφές ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών δεν επηρεάζεται μόνο από τη συναλλαγματική ισοτιμία, αλλά και από οποιονδήποτε παράγοντα επηρεάζει την ισορροπία μεταξύ εθνικών αποταμιεύσεων και επενδύσεων.
Το 2024, το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ ανερχόταν στο 6,4% του ΑΕΠ, σημαντικά μεγαλύτερο από το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο βρισκόταν κάτω από το 4% του ΑΕΠ.
Αν και η εξάλειψη του δημοσιονομικού ελλείμματος δεν θα εξαλείψει αυτόματα και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών –αυτό θα εξαρτηθεί από το πώς θα κλείσει το χάσμα και πώς θα αντιδράσει ο ιδιωτικός τομέας– παραμένει μια πολύ πιο απλή λύση από την έναρξη ενός εμπορικού πολέμου.
Η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, ωστόσο, θα απαιτούσε την πολιτικά δύσκολη αποστολή να πεισθεί το Κογκρέσο να εγκρίνει πιο υπεύθυνες φορολογικές και δαπανηρές πολιτικές.
Και σε αντίθεση με μια υψηλού προφίλ εμπορική αντιπαράθεση, δεν θα προκαλούσε την κολακεία των ξένων ηγετών προς τον Trump• αντίθετα, θα μετέφερε την προσοχή των μέσων ενημέρωσης ξανά στην εγχώρια πολιτική και τις διαπραγματεύσεις στο Κογκρέσο.
Ένας ακόμη βασικός παράγοντας πίσω από το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών είναι η ισχύς της αμερικανικής οικονομίας, η οποία τα τελευταία χρόνια είναι μακράν η πιο δυναμική μεταξύ των μεγάλων παγκόσμιων παικτών.
Αυτό έχει κάνει τις αμερικανικές επιχειρήσεις ιδιαίτερα ελκυστικές στους επενδυτές. Ακόμα και η μεταποίηση έχει αυξηθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ο λόγος που η απασχόληση δεν έχει αυξηθεί αναλόγως είναι ότι τα σύγχρονα εργοστάσια είναι πλέον εξαιρετικά αυτοματοποιημένα.
«Το σχέδιο του Mirran, όσο ευφυές και αν φαίνεται, βασίζεται σε εσφαλμένη διάγνωση.
Παρότι ο ρόλος του δολαρίου ως κορυφαίου αποθεματικού νομίσματος παίζει έναν ρόλο, είναι απλώς ένας από τους πολλούς παράγοντες που συμβάλλουν στα επίμονα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ.
Κι αν οι αιτίες του εμπορικού ελλείμματος είναι πολλές, η ιδέα ότι οι δασμοί αποτελούν πανάκεια είναι, το λιγότερο, αμφισβητήσιμη» καταλήγει ο Rogoff.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών