Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Obstfeld (πρώην επικεφαλής ΔΝΤ) Παγκόσμιο οικονομικό χάος με φόντο το δολάριο – To Bretton Woods πέφτει, έρχεται νέα τάξη

Obstfeld (πρώην επικεφαλής ΔΝΤ) Παγκόσμιο οικονομικό χάος με φόντο το δολάριο – To Bretton Woods πέφτει, έρχεται νέα τάξη
Ο Maurice Obstfeld, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, είναι Senior Fellow στο Peterson Institute for International Economics και ομότιμος καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ
Για μια ανατροπή του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος με φόντο την κρίση του δολαρίου προειδοποιεί ο πρώην επικεφαλής του ΔΝΤ, Maurice Obstfeld.
Το σύστημα του Bretton Woods φαίνεται να καταρρέει, δίνοντας τη θέση του σε μια νέα οικονομική τάξη που υπόσχεται αναταράξεις και αβεβαιότητα για τις αγορές, επισημαίνει.
Ειδικότερα, «Όταν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, άρχισε να αναστατώνει την παγκόσμια οικονομία άμα τη επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, ο νομπελίστας οικονομολόγος Paul Krugman ανέσυρε τη ρήση του Charles P. Kindleberger: «Όποιος αφιερώνει υπερβολικά πολύ χρόνο σκεπτόμενος το διεθνές χρήμα, τρελαίνεται.»
Ευτυχώς, εν μέσω του χάους που προκάλεσε ο Trump στις αγορές συναλλάγματος, ομολόγων και μετοχών, οι εκδόσεις του Πανεπιστημίου Yale κυκλοφόρησαν πρόσφατα δύο συμπληρωματικούς οδηγούς για ένα κρίσιμο ζήτημα της διεθνούς χρηματοδότησης: την πρωτοκαθεδρία του αμερικανικού δολαρίου.
Τα βιβλία «King Dollar» του Paul Blustein και «Our Dollar, Your Problem» του Kenneth Rogoff οδηγούν τον αναγνώστη μέσα από την πρόσφατη οικονομική ιστορία, προκειμένου να αποτιμήσουν την τρέχουσα κατάσταση και τις προοπτικές του δολαρίου.
Και τα δύο έργα ολοκληρώθηκαν πριν ξεκινήσει η επίθεση του Trump στην παγκόσμια οικονομία και πριν κλιμακωθεί.
Η χρονική τους σύμπτωση προσφέρει μια ευκαιρία αναστοχασμού πάνω στους τελευταίους πέντε μήνες, κατά τους οποίους – για να παραφράσουμε τον Lenin – «συνέβησαν δεκαετίες μέσα σε μέρες».
Για λόγους διαφάνειας: Ο Rogoff και εγώ έχουμε συνυπογράψει πάνω από 20 μελέτες και ένα εγχειρίδιο μεταπτυχιακού επιπέδου από το 1983.
Η διανοητική μας συνεργασία ξεκίνησε νωρίτερα, όταν ήμασταν διδακτορικοί φοιτητές στο MIT τη δεκαετία του ’70.
Εκεί γνωρίσαμε έναν απολύτως λογικό Kindleberger, καθώς και τον νεαρό τότε Krugman.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που μάθαμε στο MIT είναι ότι στη μακροοικονομία όλα συνδέονται μεταξύ τους.
Στη διεθνή μακροοικονομία, οι συνδέσεις αυτές είναι παγκόσμιας εμβέλειας.
Η κατανόηση της σημερινής κυριαρχίας του δολαρίου – και της πιθανότητας να διατηρηθεί – απαιτεί μια εκτενή ανασκόπηση των παγκόσμιων οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων: από την άνοδο των ψηφιακών πληρωμών, έως την εξέλιξη της οικονομικής θεωρίας και τις μεταβαλλόμενες σχέσεις μεταξύ μεγάλων δυνάμεων.
Κατ’ επέκταση, αυτά τα εξαιρετικά ευανάγνωστα βιβλία καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων.
Ο Blustein – πρώην δημοσιογράφος της Wall Street Journal και της Washington Post και συγγραφέας βιβλίων για διεθνείς οικονομικές κρίσεις – προσεγγίζει το θέμα με τη ματιά έμπειρου ρεπόρτερ.
Ο Rogoff, από την πλευρά του, αντλεί από την εμπειρία του ως κορυφαίου ακαδημαϊκούκαι πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ.
Συνδυάζει προσωπικές αφηγήσεις με μια συναρπαστική περιγραφή των εξελίξεων στη διεθνή μακροοικονομία – έναν τομέα που έχει συμβάλει σημαντικά στο να διαμορφωθεί.

Το νόμισμα της Αμερικής, το πρόβλημα όλων

Η μοναδική θέση του δολαρίου σήμερα περιλαμβάνει τους ρόλους του ως κυρίαρχου αποθεματικού νομίσματος, μέσου επένδυσης και χρηματοδότησης, καθώς και νομίσματος τιμολόγησης στο διεθνές εμπόριο.
Όπως εξιστορούν οι Blustein και Rogoff, η κυριαρχία του δολαρίου μετά τον πόλεμο ξεκίνησε από τη Διάσκεψη του Bretton Woods το 1944, η οποία ίδρυσε το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα.
Ο ειδικός ρόλος του δολαρίου στη συμφωνία ήταν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, μια προσθήκη της τελευταίας στιγμής, ενορχηστρωμένη από τις ΗΠΑ – και αποτέλεσε έκπληξη ακόμα και για τα περισσότερα μέλη της βρετανικής αποστολής υπό τον John Maynard Keynes.
Ωστόσο, δεδομένης της στρατιωτικής και οικονομικής υπεροχής της Αμερικής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η επικράτηση του δολαρίου ήταν αναπόφευκτη.
Το σύστημα του Bretton Woods αποτέλεσε ακρογωνιαίο λίθο της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων.
Καθώς οι οικονομίες ανέκαμπταν, το διεθνές εμπόριο επεκτεινόταν σε ένα πλαίσιο σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, με τη στήριξη γενικά συνετών μακροοικονομικών πολιτικών.
Οι περισσότερες χώρες προσάρμοσαν τα νομίσματά τους στο δολάριο, το οποίο λειτούργησε ως άγκυρα του συστήματος.
Οι ΗΠΑ, με τη σειρά τους, δεσμεύτηκαν να ανταλλάσσουν τα αποθεματικά δολάρια που κατείχαν ξένες κεντρικές τράπεζες με χρυσό, σε σταθερή τιμή 35 δολαρίων ανά ουγγιά.
Στην πράξη, αυτή η ρύθμιση περιόριζε τις οικονομικές πολιτικές άλλων χωρών: χαμηλότερα επιτόκια από εκείνα των ΗΠΑ μπορούσαν να οδηγήσουν σε απώλειες συναλλαγματικών αποθεμάτων και πιέσεις για υποτίμηση έναντι του δολαρίου, ενώ υψηλότερα επιτόκια μπορούσαν να προσελκύσουν κεφάλαια και να προκαλέσουν πληθωρισμό.
Οι ΗΠΑ, αντίθετα, ήταν πολύ λιγότερο περιορισμένες.
Είχαν ευχέρεια στον καθορισμό της νομισματικής τους πολιτικής, αρκεί να τηρούσαν τη δέσμευση για ανταλλαγή με χρυσό.
Αυτό, ωστόσο, απαιτούσε αυτοσυγκράτηση, καθώς η αστάθεια στον πυρήνα του συστήματος μπορούσε να διαταράξει όλη την παγκόσμια οικονομική τάξη.
Μια ακόμη σημαντική ασυμμετρία αφορούσε τα αποθεματικά: οι περισσότερες χώρες (εκτός της περιοχής του βρετανικού στερλινών) κρατούσαν ένα μείγμα χρυσού και δολαρίων, ενώ οι ΗΠΑ – ως εκδότρια χώρα του κορυφαίου αποθεματικού νομίσματος – κρατούσαν μόνο χρυσό, χωρίς ουσιαστική ανάγκη για ξένα νομίσματα.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο ρόλος των ΗΠΑ ως θεματοφύλακα του συστήματος κατέστη μη βιώσιμος.
Οι αυξανόμενες δημοσιονομικές πιέσεις πυροδότησαν πληθωρισμό, αποδυνάμωσαν το εμπορικό πλεονέκτημα και επιβάρυναν τα αποθέματα χρυσού.
Ενώ οι περισσότερες χώρες μπορούσαν να υποτιμήσουν τα νομίσματά τους, οι ΗΠΑ – ως άγκυρα του συστήματος – έπρεπε να πείσουν τους εμπορικούς εταίρους τους να ανατιμήσουν τα δικά τους.
Για τον τότε Πρόεδρο Nixon, η «πειθώ» ήρθε με τη μορφή ενός πρόσθετου δασμού 10% στις εισαγωγές – που θα αποσυρόταν μόλις ολοκληρωνόταν η ανατίμηση – και μιας μονομερούς αποχώρησης από τη δέσμευση ανταλλαγής δολαρίων με χρυσό.
Ήταν τότε, κατά το λεγόμενο «Σοκ Nixon», που ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, John Connally, είπε χαρακτηριστικά στους ομολόγους του των G10: «Το δολάριο είναι το νόμισμά μας, αλλά είναι δικό σας πρόβλημα.»
Η ειλικρίνειά του προκάλεσε σοκ εκείνη την εποχή, όμως όπως επισημαίνουν τόσο ο Blustein όσο και ο Rogoff, η εκμετάλλευση του ρόλου του δολαρίου προς ίδιον όφελος δεν ήταν κάτι καινούργιο.
Ο Blustein αφιερώνει πολλά κεφάλαια σε μια αποκαλυπτική ανάλυση για το πώς οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν την παγκόσμια ηγεμονία του δολαρίου και την κυριαρχία του τραπεζικού τους συστήματος για να επιβάλουν εξοντωτικές εξωεδαφικές κυρώσεις.
Μέσα σε 18 ταραχώδεις μήνες από το Σοκ Nixon, οι μεγάλες οικονομίες του κόσμου άρχισαν να διακυμαίνουν τα νομίσματά τους έναντι του δολαρίου – ένα σύστημα που ισχύει μέχρι σήμερα.
Πολλοί προέβλεψαν τότε ότι αυτή η αλλαγή θα σήμαινε το τέλος της κυριαρχίας του δολαρίου και την αρχή ενός πιο ισορροπημένου συστήματος, στο οποίο κάθε χώρα θα ασκούσε ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, χωρίς κανένα νόμισμα να υπερισχύει.
Θεωρητικά, ένα τέτοιο σύστημα θα μπορούσε να εξαλείψει την ανάγκη κατοχής δολαρίων για τη διαχείριση των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Κι όμως, οι χώρες συνέχισαν να διατηρούν αποθεματικά σε δολάρια ως πηγή διεθνούς ρευστότητας.
Μετά την εγκατάλειψη του κανόνα του χρυσού από τον Nixon, ο Kindleberger δήλωσε ότι το δολάριο «έχει τελειώσει ως διεθνές χρήμα». Είχε απόλυτο άδικο.

Διεκδικητές του Θρόνου

Η πορεία προς τα εμπρός μόνο ομαλή δεν ήταν. Καθώς ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ εκτοξευόταν τη δεκαετία του 1970, οι εμπορικοί εταίροι της Αμερικής δυσανασχετούσαν στο να διακρατούν τα διεθνή τους αποθέματα σε ένα υποτιμούμενο δολάριο. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρχε κάποια βιώσιμη εναλλακτική λύση.
Το 1979, η ηγεσία του ΔΝΤ πρότεινε τη δημιουργία ενός «λογαριασμού υποκατάστασης», ο οποίος θα επέτρεπε στα κράτη-μέλη να ανταλλάξουν τα αποθέματα δολαρίων τους με υποχρεώσεις του ΔΝΤ, αποτιμημένες σε Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα (SDRs) – ένα συνθετικό αποθεματικό μέσο που βασίζεται σε ένα καλάθι μεγάλων νομισμάτων. Δημιουργημένα το 1969 για να συμπληρώσουν το δολάριο ως διεθνή αποθεματικά, τα SDRs έχουν πρόσφατα διανεμηθεί μόνο σε περιόδους διεθνών κρίσεων, όπου έχουν χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά ως έμμεσος τρόπος ενίσχυσης των φτωχότερων χωρών – μια πρακτική που ο Rogoff επικρίνει λόγω έλλειψης διαφάνειας, παρότι ορισμένοι τεχνοκράτες τη θεωρούν πλεονέκτημα και όχι πρόβλημα.
Ο λογαριασμός υποκατάστασης στόχευε στο να βοηθήσει τις χώρες να διαφοροποιήσουν τα συναλλαγματικά τους αποθέματα και ταυτόχρονα να αναβαθμίσει τα SDRs σε «κύριο αποθεματικό μέσο στο διεθνές νομισματικό σύστημα» – στόχος που αποτυπώθηκε στη ναναθεωρημένη Συνθήκη του ΔΝΤ το 1978. Ωστόσο, ένα βασικό αγκάθι ήταν το ποιος θα κάλυπτε τις ζημιές εάν το δολάριο συνέχιζε να υποτιμάται, αφήνοντας το ΔΝΤ εκτεθειμένο. Οι κάτοχοι αποθεμάτων σε δολάριο εύλογα ήθελαν οι ΗΠΑ να επωμιστούν τις ζημιές από την αποδυνάμωση του νομίσματός τους• το ίδιο εύλογα, οι ΗΠΑ αρνήθηκαν. Έτσι, το σχέδιο κατέρρευσε. Το δολάριό μας, το πρόβλημά σας.
Αυτό που παγίωσε την κυριαρχία του δολαρίου ήταν μια σειρά εξελίξεων, ξεκινώντας με τον διορισμό του Paul Volcker ως προέδρου της Fed τον Αύγουστο του 1979. Ο Volcker νίκησε τον πληθωρισμό, αποδεικνύοντας την αξιοπιστία της Fed και τη βούλησή της – και τη δυνατότητά της σε πολιτικό επίπεδο – να προκαλέσει βαθιά ύφεση για να μειώσει τις τιμές. Όπως παρατηρεί ο Rogoff, η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας έγινε το «προπύργιο της νομισματικής κυριαρχίας» του δολαρίου.
Στη συνέχεια, η χρηματοοικονομική απορρύθμιση προετοίμασε το έδαφος για τη χρηματοοικονομικοποίηση των ΗΠΑ και ενίσχυσε την υπεροχή του δολαρίου στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, οι οποίες επεκτάθηκαν ραγδαία καθώς χώρες όπως η Ευρώπη και η Ιαπωνία χαλάρωσαν τους κεφαλαιακούς ελέγχους. Τέλος, τα άνευ προηγουμένου ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών προσέλκυσαν ξένα κεφάλαια, ενώ τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα ενίσχυσαν την αξία του δολαρίου και παρείχαν στον κόσμο άφθονα, σχετικά ασφαλή αμερικανικά κρατικά ομόλογα.
Καθώς οι διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές αναπτύσσονταν, αυξανόταν η ανάγκη για ένα αξιόπιστο μέσο ανταλλαγής και ένα ασφαλές περιουσιακό στοιχείο. Το δολάριο ήταν μοναδικά κατάλληλο και για τα δύο. Παρά τα μεγάλα ελλείμματα της προεδρίας Reagan, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ ήταν λίγο πάνω από το 40% του ΑΕΠ όταν έφυγε από το αξίωμα – ποσοστό που σήμερα φαντάζει ονειρικό. Ο διάδοχός του, George H.W. Bush, αναγκάστηκε τελικά να αυξήσει φόρους – απόφαση που του κόστισε τη δεύτερη θητεία του. Μέχρι το τέλος της θητείας του Bill Clinton, ο προϋπολογισμός εμφάνιζε πλεόνασμα και το χρέος βρισκόταν κάτω από το 35% του ΑΕΠ.
Αυτή η σύντομη περίοδος δημοσιονομικής υπευθυνότητας παγίωσε την ηγετική θέση του δολαρίου. Ανήσυχος ότι ένα εξασθενημένο δολάριο θα μπορούσε να μειώσει τη ζήτηση για αμερικανικά ομόλογα και να αυξήσει το κόστος δανεισμού, ο Υπουργός Οικονομικών του Clinton, Robert Rubin, εισήγαγε την πολιτική του «ισχυρού δολαρίου» το 1995, προκαλώντας άλμα στην αξία του – τόσο ώστε ορισμένοι σχολιαστές (συμπεριλαμβανομένου του Rogoff και εμού) φοβήθηκαν κατάρρευση. Παρότι το δολάριο τελικά αποδυναμώθηκε σημαντικά, η πτώση ήταν σταδιακή και συνέπεσε με την αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Οι εξελίξεις αυτές κορυφώθηκαν με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-09, η οποία – παρά τον τραυματικό της χαρακτήρα – αποδείχθηκε άλλη μία λανθασμένη πρόβλεψη για το τέλος της κυριαρχίας του δολαρίου.
Το ευρώ, που εισήχθη το 1999 και θεωρήθηκε πιθανός διεκδικητής του θρόνου, παρέμεινε μακράν δεύτερο καθ’ όλη τη δεκαετία του 2000, καθώς οι χώρες συνέχιζαν να συσσωρεύουν αποθέματα σε δολάριο. Η κρίση της ευρωζώνης (2009–2012) ανέδειξε τα αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα του πράσινου χαρτονομίσματος.
Όπως παρατηρούν τόσο ο Blustein όσο και ο Rogoff, όλοι οι πιθανοί διεκδικητές του δολαρίου έχουν αποτύχει. Το ίδιο ισχύει και για το κινεζικό γουάν, παρά την πρόοδο της Κίνας με το ψηφιακό νόμισμα της κεντρικής της τράπεζας (CBDC), το e-CNY. Η ανάλυση του Rogoff καλύπτει ακόμη και τη Σοβιετική Ένωση, της οποίας η μεταπολεμική ανάπτυξη την κατέστησε υπερδύναμη έως τη δεκαετία του 1960.
Ο Rogoff επισημαίνει ένα κρίσιμο σημείο: η μεγαλύτερη ευελιξία στη συναλλαγματική ισοτιμία είναι προϋπόθεση για να μπορέσει το γουάν να ανταγωνιστεί σοβαρά το δολάριο. Όμως αυτή η ευελιξία πρέπει να συνοδευτεί από βαθύτερες μεταρρυθμίσεις στις κινεζικές χρηματοπιστωτικές αγορές και στο νομισματικό πλαίσιο. Αν και υπάρχει κάποια προσαρμογή ως αντίδραση στους υπέρογκους δασμούς του Trump στις κινεζικές εισαγωγές (124,1% έως τις 12 Απριλίου), η προοπτική ενός πλήρως ανοικτού λογαριασμού κεφαλαίων φαντάζει ολοένα και πιο μακρινή.

Ηγεμόνας σε υποχώρηση;

Η διεθνής κυριαρχία του δολαρίου ενισχύεται από ισχυρά «αποτελέσματα» δικτύωσης: όλοι το χρησιμοποιούν επειδή το χρησιμοποιούν όλοι.
Ο Krugman μοντελοποίησε αυτήν τη δυναμική δεκαετίες πριν, ακριβώς την περίοδο που το δολάριο εδραίωνε την παγκόσμια του θέση.
Καθώς αναπτύσσονταν οι διεθνείς αγορές και το εμπόριο, προέκυψαν ενισχυμένοι μηχανισμοί που τροφοδότησαν τη ζήτηση για συναλλαγές σε δολάρια.
Η αύξηση στις συναλλαγές συναλλάγματος υπήρξε ραγδαία. Σύμφωνα με την τελευταία τριετή έρευνα της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), η εξωχρηματιστηριακή αγορά συναλλάγματος έφτασε τα $7,5 τρισ. ημερησίως τον Απρίλιο του 2022, με το δολάριο να συμμετέχει στο 88% όλων των συναλλαγών.
Αντίθετα, η αντίστοιχη έρευνα του 1989 κατέγραφε ημερήσιο τζίρο μόλις $500 δισ. (αν και τότε συμμετείχαν λιγότερες κεντρικές τράπεζες).
Παρά τα ισχυρά φαινόμενα δικτύσης, τα οικονομικά μοντέλα δείχνουν ότι η ύπαρξη ενός και μόνο κυρίαρχου νομίσματος δεν είναι η μόνη δυνατή κατάληξη – σενάρια με περισσότερα από ένα διεθνή νομίσματα παραμένουν πιθανά.
Ό,τι είπε ο Hemingway για τη χρεοκοπία και ο Rudi Dornbusch για τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις ισχύει και εδώ: η αλλαγή έρχεται σταδιακά, και μετά απότομα.
Blustein και Rogoff συμφωνούν ότι αρκετοί παράγοντες στηρίζουν την παρούσα ισορροπία, στην οποία το δολάριο παραμένει το μοναδικό, πραγματικά διεθνές νόμισμα.
Αυτοί περιλαμβάνουν: βαθιές και ανοικτές χρηματοοικονομικές αγορές, ελευθερία στο εμπόριο, ισχυρό κράτος δικαίου, αποδοτικά δικαστήρια που προστατεύουν ακόμη και τα δικαιώματα ξένων πιστωτών, ιστορικό νομισματικής σταθερότητας, και επάρκεια ασφαλών επενδυτικών μέσων.
Άλλος ένας παράγοντας είναι το μέγεθος της οικονομίας: οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν περίπου το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ, πολύ μπροστά από την Κίνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία.
Ο Rogoff δίνει έμφαση και στη στρατιωτική και γεωπολιτική ισχύ των ΗΠΑ για τη διατήρηση της κυριαρχίας του δολαρίου.
Κάποιος θα μπορούσε να προσθέσει και τη «ήπια ισχύ», δηλαδή την προθυμία της χώρας να παρέχει παγκόσμια δημόσια αγαθά.
Οι εκδότες των δυνητικών αντίπαλων νομισμάτων υπολείπονται σε κάποιον από αυτούς τους τομείς.
Πάντως, ο πήχης για ένα περιφερειακό διεθνές νόμισμα είναι χαμηλότερος.
Η καταγραφή των πλεονεκτημάτων του δολαρίου αναδεικνύει και τις πιθανές του ευπάθειες.
Ο Blustein και ο Rogoff ανησυχούν για τη δημοσιονομική δυσλειτουργία των ΗΠΑ και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην οικονομική σταθερότητα.
Έχουν δίκιο όταν επισημαίνουν ότι τα υψηλά πραγματικά επιτόκια, τα οποία ενδέχεται να διατηρηθούν ή και να αυξηθούν τα επόμενα χρόνια, εντείνουν την πίεση στον προϋπολογισμό.
Αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να διαβρώσει την εμπιστοσύνη στην ασφάλεια των αμερικανικών κρατικών υποχρεώσεων ή να οδηγήσει σε πολιτικές χρηματοπιστωτικής καταστολής.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι οι εποχές που οι ΗΠΑ έπαιρναν στα σοβαρά τα ελλείμματά τους φαίνεται να έχουν περάσει.
Δεν μπορούμε πλέον να θεωρούμε δεδομένο ότι το Κογκρέσο θα περιορίσει τα ελλείμματα χωρίς την πίεση μιας κρίσης.
Όπως έχουν δείξει οι Alan Auerbach και Danny Yagan, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000, το Κογκρέσο συνήθως ανταποκρινόταν στα προβλεπόμενα ελλείμματα με περικοπές δαπανών – κάτι που πλέον δεν ισχύει.
Παρά τις επιφυλάξεις, ο Blustein παραμένει αισιόδοξος για το μέλλον του δολαρίου – ή τουλάχιστον έτσι ήταν στα τέλη του 2024.
«Είτε εγκρίνετε είτε αποδοκιμάζετε την κυριαρχία του δολαρίου», γράφει, «οι αμφιβολίες για τη βιωσιμότητά του πρέπει να τελειώνουν εδώ».
Ο Rogoff, αντιθέτως, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αλλαγής καθεστώτος.
Κατά τη γνώμη του, η κυριαρχία του δολαρίου στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην τύχη – και η τύχη έχει την τάση να εξαντλείται.
«Υπάρχουν πολλοί λόγοι να πιστεύουμε ότι η εποχή της Pax Dollar έχει κορυφωθεί», γράφει, παρατηρώντας ότι «οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για την υπεροχή του δολαρίου προέρχονται εκ των έσω».
Αμφότεροι οι συγγραφείς έγραψαν τελικές σκέψεις μετά τις εκλογές του 2024. Ο Rogoff επεσήμανε ότι οι αγορές περιουσιακών στοιχείων έδειχναν αδικαιολόγητα εφησυχασμένες παρά τους αυξανόμενους κινδύνους – κάτι όχι και τόσο παράξενο από τον συγγραφέα του εμβληματικού βιβλίου This Time Is Different.
Ο Blustein, από την πλευρά του, τόνισε τον κίνδυνο των αυτοκαταστροφικών τάσεων της Αμερικής, προειδοποιώντας πως, αν αυτοί οι κίνδυνοι υλοποιηθούν, «η κυριαρχία του δολαρίου θα χαθεί ή θα περιοριστεί» – και αυτό «θα είναι το μικρότερο από τα προβλήματά μας».

Ο Πόλεμος του Trump

Ποια είναι, λοιπόν, η προοπτική για το δολάριο το 2025; Όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου του Rogoff, οι ΗΠΑ ακολουθούν εδώ και καιρό τη δική τους ατζέντα.
Συνήθως όμως το έκαναν στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αντίληψης του εθνικού τους συμφέροντος, που αναγνώριζε τη σημασία ενός σχετικά συντεταγμένου και συνεργατικού πολυμερούς οικονομικού συστήματος.
Το 1993, ο πολιτικός επιστήμονας G. John Ikenberry περιέγραψε την παραδοσιακή αμερικανική προσέγγιση στην πολεμική πολυμέρεια:
«Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι συνειδητοποίησαν ότι η οικοδόμηση της διεθνούς οικονομικής τάξης στη βάση της καταναγκαστικής ισχύος θα ήταν δαπανηρή και τελικά αντιπαραγωγική.
Δεν σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν άσκησαν ηγεμονική δύναμη• σημαίνει ότι υπήρχαν πραγματικά όρια στην καταναγκαστική προώθηση της μεταπολεμικής αμερικανικής ατζέντας».
Αυτή η αυτοσυγκράτηση απουσιάζει εντυπωσιακά από την κοσμοαντίληψη του Trump, η οποία διακατέχεται από μνησικακία.
Είναι εύλογο να πούμε πως ο ριζοσπαστισμός των πολιτικών της κυβέρνησής του υπερβαίνει όσα μπορούσαν να προβλέψουν ακόμα και οι Bluestein και Rogoff ως τα τέλη του 2024.
Οι πολιτικές του Trump υπονομεύουν σταθερά τα θεμέλια της παγκόσμιας κυριαρχίας του δολαρίου.
Η αποχώρηση από διεθνείς οργανισμούς και συμφωνίες, οι περικοπές στη διεθνή βοήθεια και η συναλλακτική προσέγγιση απέναντι στις δεσμεύσεις ασφάλειας των ΗΠΑ έχουν αποσταθεροποιήσει συμμάχους και αντιπάλους.
Στο εσωτερικό, η πίεση προς τη Fed, η εργαλειοποίηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, οι προσπάθειες διάλυσης του ομοσπονδιακού δημόσιου τομέα εις βάρος κρίσιμων κρατικών λειτουργιών, καθώς και η υπονόμευση των θεσμών – από τα πανεπιστήμια και τους δικαστές έως το νομικό επάγγελμα – έχουν διαβρώσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη.
Και βέβαια υπάρχει και ο εμπορικός του πόλεμος, άνευ προηγουμένου ως προς την έκταση, την αυθαιρεσία και την οικονομική του αγραμματοσύνη.
Την ίδια στιγμή, η δημοσιονομική δυσλειτουργία έχει φτάσει σε νέα ύψη.
Οι Ρεπουμπλικάνοι του Κογκρέσου, με την ενθάρρυνση του Λευκού Οίκου, ετοιμάζονται να αυξήσουν το έλλειμμα παρακάμπτοντας τη συνήθη διαδικασία συμφιλίωσης και στηριζόμενοι σε αβέβαια έσοδα από δασμούς. Αυτό αποτελεί άλλο ένα σημάδι της θεσμικής παρακμής – και οι αγορές το έχουν ήδη αντιληφθεί.
Ένας τομέας ανησυχίας είναι η διεθνής συνεργασία στην εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η Επιτροπή της Βασιλείας και το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είναι ζωτικής σημασίας για τη διασυνοριακή ρυθμιστική συνεργασία, αλλά οι διεθνείς ρυθμιστικές αρχές ανησυχούν πλέον ότι οι ΗΠΑ θα προσεγγίσουν αυτούς τους θεσμούς με τον ίδιο μηδενιστικό φακό που εφαρμόζουν και αλλού – ή ότι θα αποχωρήσουν πλήρως.
Άλλοι εκφράζουν ανησυχία για την αξιοπιστία των γραμμών ανταλλαγής δολαρίων της Fed, ένας από τους βασικούς πυλώνες της κυριαρχίας του δολαρίου, που ο Rogoff αναλύει διεξοδικά.
Η διαβρωμένη εμπιστοσύνη θα μπορούσε να επιταχύνει τον κατακερματισμό των διεθνών κεφαλαιαγορών, θέτοντας σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο το παγκόσμιο κύρος του δολαρίου.
Η διεθνής ρυθμιστική συνεργασία είναι επίσης κρίσιμη για την αξιοποίηση του δυναμικού των αποκεντρωμένων χρηματοοικονομικών τεχνολογιών (DeFi), ιδιαίτερα για τη βελτίωση των διασυνοριακών πληρωμών, οι οποίες εξακολουθούν να είναι αργές και ακριβές.
Χωρίς εναρμονισμένα πρότυπα, οι αποκλίνουσες εθνικές προσεγγίσεις θα περιορίσουν σοβαρά τη διαλειτουργικότητα και τα ενδεχόμενα οφέλη αποδοτικότητας.
Ωστόσο, η υιοθέτηση από την κυβέρνηση Trump των κρυπτονομισμάτων, η αντίσταση στην εποπτεία των σχετικών πλατφορμών πληρωμών και η εκτελεστική εντολή που απαγορεύει «οποιαδήποτε ενέργεια για την καθιέρωση, έκδοση ή προώθηση Ψηφιακών Νομισμάτων Κεντρικής Τράπεζας (CBDCs) εντός των ΗΠΑ ή στο εξωτερικό» απειλούν να απομονώσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από τις εξελίξεις στις παγκόσμιες υποδομές πληρωμών.
Πρόκειται για μια συνταγή αποσύνδεσης των ΗΠΑ από το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό οικοσύστημα – εις βάρος του δολαρίου.
Ίσως τελικά, παρά τις διακηρύξεις και τις απειλές του, η υποβάθμιση της θέσης του δολαρίου να είναι ο πραγματικός στόχος.
Ο Stephen Mirran, επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Trump, υποστήριξε ότι ο παγκόσμιος ρόλος του δολαρίου «έχει επιβάλει δυσανάλογα βάρη στις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους μας», καθιστώντας τα αμερικανικά αγαθά και την εργασία «μη ανταγωνιστικά διεθνώς και οδηγώντας σε μείωση του μεταποιητικού εργατικού δυναμικού κατά περισσότερο από το ένα τρίτο από την κορύφωσή του».
Όπως έχω γράψει αλλού, αυτή η άποψη υπερβάλλει ως προς το «υπερβολικό κόστος» της παροχής του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, παραβλέποντας τα σημαντικά οφέλη για την παγκόσμια επιρροή των ΗΠΑ, τα οποία ο Bluestein τεκμηριώνει εκτενώς.
Από την κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου του Τραμπ με τους «δασμούς της Ημέρας Απελευθέρωσης» στις 2 Απριλίου, οι αγορές ομολόγων και συναλλάγματος εκπέμπουν προειδοποιητικά σήματα.
Το Διάγραμμα 1 καταγράφει τις αποδόσεις των δεκαετών και τριακονταετών ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου μαζί με τον ονομαστικό σταθμισμένο δείκτη του δολαρίου από λίγο πριν τις εκλογές του 2024.
8_110.JPG
Μέχρι τις αρχές Μαρτίου, όλα κυλούσαν κανονικά: οι υψηλότερες αποδόσεις προσείλκυαν ξένα κεφάλαια, ενισχύοντας το δολάριο.
Όμως στη συνέχεια, εν μέσω καθημερινών ανακοινώσεων δασμών και μερικών ανακλήσεων, το δολάριο κατέρρευσε απότομα, ανακάμπτοντας ελαφρώς τις επόμενες εβδομάδες.
Το δολάριο δέχθηκε νέο πλήγμα αμέσως μετά τους δασμούς της «Ημέρας Απελευθέρωσης».
Οι αποδόσεις των ομολόγων εκτινάχθηκαν και το νόμισμα υποχώρησε, σηματοδοτώντας ένα παγκόσμιο ξεπούλημα αμερικανικών τίτλων λόγω της μειωμένης εμπιστοσύνης των επενδυτών στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων σε δολάρια.
Η αναβολή εκ μέρους του Trump των αποκαλούμενων «ανταποδοτικών» δασμών ανέκοψε προσωρινά την πτώση των μετοχών, αλλά οι αγορές και το δολάριο βυθίστηκαν περαιτέρω εξαιτίας των λεκτικών επιθέσεών του στον πρόεδρο της Fed, Jerome Powell.
Το δράμα των τελευταίων εβδομάδων φέρνει στον νου την περίφημη πρώτη γραμμή του ποιήματος The Waste Land (1922) του Τ.Σ. Έλιοτ: «Ο Απρίλιος είναι ο σκληρότερος μήνας».
Το ποίημα δημοσιεύθηκε σε μια εξαιρετικά ταραχώδη περίοδο για τα διεθνή νομισματικά ζητήματα – ανάμεσα στο τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και την σύντομη, αποτυχημένη επιστροφή στον κανόνα του χρυσού.
Οι οικονομικές αναταράξεις της μεσοπολεμικής περιόδου συνέβαλαν τελικά στη δημιουργία του μεταπολεμικού συστήματος παγκόσμιου εμπορίου υπό την ηγεσία των ΗΠΑ – το οποίο τώρα ο Trump είναι αποφασισμένος να αποδομήσει.
Ασφαλώς, η ιστορία του δολαρίου είναι ακόμη εν εξελίξει.
Όμως τα κοσμοϊστορικά γεγονότα αυτού του Απριλίου ενδέχεται να σηματοδοτούν μια θεμελιώδη αλλαγή στην παγκόσμια εμπορική τάξη – και μαζί, την οριστική αποκαθήλωση του δολαρίου.
Αν ισχύει αυτό, τότε ίσως κατευθυνόμαστε προς ένα μέλλον κατακερματισμού των νομισμάτων και περιορισμένης παγκόσμιας ευημερίας, χωρίς κάποιον ξεκάθαρο διάδοχο του δολαρίου».
maurice-obstfeld-4729.jpg
Ο Maurice Obstfeld, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, είναι Senior Fellow στο Peterson Institute for International Economics και ομότιμος καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης