Σημαντική πρόοδο διαπιστώνει για την Ελλάδα ο καναδικός οίκος DBRS - «Πρωταθλήτρια» στις μεταρρυθμίσεις η χώρα μας
Η Ελλάδα (CCC, θετικό trend) έχει πραγματοποιήσει βήματα προόδου που επιβραβεύτηκαν με την πρόσφατη έγκριση για χορήγηση της δόσης, ύψους 6,7 δισεκ. ευρώ, από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), αναφέρει σε έκθεσή του ο καναδικός οίκος DBRS, υπενθυμίζοντας την επιτυχή ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης.
Από το ποσό αυτό, καταβάλλεται πλέον η πρώτη υπο-δόση (5,7 δισεκ. ευρώ), η οποία ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση του χρέους, την εκκαθάριση των εγχώριων ληξιπρόθεσμων οφειλών και να προστεθεί στο προσωρινό ταμειακό απόθεμα που διαθέτει η Ελλάδα για το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, επισημαίνεται.
Επιπλέον 1 δισεκ. ευρώ διατεθεί στην Αθήνα πιθανότατα το Μάιο.
Οι συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και δανειστών για την τέταρτη και τελευταία αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος στήριξης έχουν ήδη ξεκινήσει, με 88 προαπαιτούμενα ενέργειες που πρέπει να ολοκληρωθούν μέχρι τον Αύγουστο.
«Καθώς το πρόγραμμα πλησιάζει στο τέλος του, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να ανακάμπτει.
Μετά από τρία χρόνια ύφεσης, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 1,4% το 2017.
Ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν χαμηλότερος από το 1,8% που υπολόγισε η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό του 2018, που υποβλήθηκε τον Δεκέμβριο.
Ωστόσο, μετά την μέτρια ανάπτυξη του 2014, είναι η δεύτερη φορά που η Ελλάδα κατέγραψε οικονομική ανάπτυξη, από την αρχή της κρίσης.
Οι κυριότεροι κινητήριοι παράγοντες ήταν οι εξαγωγές αγαθών-υπηρεσιών και οι επενδύσεις, ενώ οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είχαν αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ να φθάσει το 2,5% τόσο στο 2018 όσο και στο 2019, κυρίως λόγω της εγχώριας ζήτησης και των επενδύσεων.
Είναι σημαντικό ότι η Ελλάδα σημείωσε σημαντική πρόοδο στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις από το 2010, όταν υπέγραψε το πρώτο μνημόνιο με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ «Going for Growth», η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη θέση σε συνολική ανταπόκριση στις συστάσεις του ΟΟΣΑ, από το 2011 έως το 2014», αναφέρει ο οίκος.

Συνεχίζοντας, σχολιάζει ότι από το 2010, η Ελλάδα έχει υποστεί μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή, εξαλείφοντας δραματικά τα δημοσιονομικά της ελλείμματα. Το 2017, η σωρευτική βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου υπερέβαινε το 16%, του ΑΕΠ σε κυκλικά προσαρμοσμένους όρους.
Αυτό είναι περισσότερο από το διπλάσιο σε σύγκριση με την προσαρμογή λοιπών χωρών της Ευρωζώνης που έλαβαν βοήθεια από την Ε.Ε..
Για το 2017, το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα αναμένεται να είναι πολύ υψηλότερο από το στόχο του 1,75% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, το πρωτογενές ισοζύγιο θα μπορούσε να υπερβεί ακόμη και το 3,5% του ΑΕΠ.
Από πλευράς δαπανών, η Ελλάδα κατάφερε να εξορθολογίσει τις συνταξιοδοτικές της δαπάνες με σημαντικές συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, το 2010 και το 2016. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις μεταρρυθμίσεις από το 2009 έως το 2015, η προβλεπόμενη μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών έως το 2060 υπερβαίνει το 14% του ΑΕΠ!
Ανεξάρτητα από την πρόοδο που έχει επιτευχθεί όσον αφορά τη βελτίωση της βιωσιμότητας του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος, οι δημόσιες δαπάνες για τις συντάξεις παραμένουν οι υψηλότερες στην ΕΕ, σχεδόν κατά 18% το 2015, σύμφωνα με την Eurostat, επισημαίνεται.

Από το ποσό αυτό, καταβάλλεται πλέον η πρώτη υπο-δόση (5,7 δισεκ. ευρώ), η οποία ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση του χρέους, την εκκαθάριση των εγχώριων ληξιπρόθεσμων οφειλών και να προστεθεί στο προσωρινό ταμειακό απόθεμα που διαθέτει η Ελλάδα για το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, επισημαίνεται.
Επιπλέον 1 δισεκ. ευρώ διατεθεί στην Αθήνα πιθανότατα το Μάιο.
Οι συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και δανειστών για την τέταρτη και τελευταία αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος στήριξης έχουν ήδη ξεκινήσει, με 88 προαπαιτούμενα ενέργειες που πρέπει να ολοκληρωθούν μέχρι τον Αύγουστο.
«Καθώς το πρόγραμμα πλησιάζει στο τέλος του, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να ανακάμπτει.
Μετά από τρία χρόνια ύφεσης, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 1,4% το 2017.
Ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν χαμηλότερος από το 1,8% που υπολόγισε η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό του 2018, που υποβλήθηκε τον Δεκέμβριο.
Ωστόσο, μετά την μέτρια ανάπτυξη του 2014, είναι η δεύτερη φορά που η Ελλάδα κατέγραψε οικονομική ανάπτυξη, από την αρχή της κρίσης.
Οι κυριότεροι κινητήριοι παράγοντες ήταν οι εξαγωγές αγαθών-υπηρεσιών και οι επενδύσεις, ενώ οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είχαν αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ να φθάσει το 2,5% τόσο στο 2018 όσο και στο 2019, κυρίως λόγω της εγχώριας ζήτησης και των επενδύσεων.
Είναι σημαντικό ότι η Ελλάδα σημείωσε σημαντική πρόοδο στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις από το 2010, όταν υπέγραψε το πρώτο μνημόνιο με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ «Going for Growth», η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη θέση σε συνολική ανταπόκριση στις συστάσεις του ΟΟΣΑ, από το 2011 έως το 2014», αναφέρει ο οίκος.

Συνεχίζοντας, σχολιάζει ότι από το 2010, η Ελλάδα έχει υποστεί μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή, εξαλείφοντας δραματικά τα δημοσιονομικά της ελλείμματα. Το 2017, η σωρευτική βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου υπερέβαινε το 16%, του ΑΕΠ σε κυκλικά προσαρμοσμένους όρους.
Αυτό είναι περισσότερο από το διπλάσιο σε σύγκριση με την προσαρμογή λοιπών χωρών της Ευρωζώνης που έλαβαν βοήθεια από την Ε.Ε..
Για το 2017, το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα αναμένεται να είναι πολύ υψηλότερο από το στόχο του 1,75% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, το πρωτογενές ισοζύγιο θα μπορούσε να υπερβεί ακόμη και το 3,5% του ΑΕΠ.
Από πλευράς δαπανών, η Ελλάδα κατάφερε να εξορθολογίσει τις συνταξιοδοτικές της δαπάνες με σημαντικές συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, το 2010 και το 2016. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις μεταρρυθμίσεις από το 2009 έως το 2015, η προβλεπόμενη μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών έως το 2060 υπερβαίνει το 14% του ΑΕΠ!
Ανεξάρτητα από την πρόοδο που έχει επιτευχθεί όσον αφορά τη βελτίωση της βιωσιμότητας του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος, οι δημόσιες δαπάνες για τις συντάξεις παραμένουν οι υψηλότερες στην ΕΕ, σχεδόν κατά 18% το 2015, σύμφωνα με την Eurostat, επισημαίνεται.

Οικονομικές μεταρρυθμίσεις
Παράλληλα, συνεχίζει η DBRS, εφαρμόστηκαν πολύ σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που πιθανότατα συνέβαλαν στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, από τη μαζική συρρίκνωση που ακολούθησε την οικονομική κρίση.
Από ύφεση της τάξεως του 9% το 2011, η Ελλάδα πέτυχε ανάπτυξη 1,4% το 2017, αναφέρεται χαρακτηριστικά.
«Η Ελλάδα εφάρμοσε ένα τολμηρό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, γεγονός που βελτίωσε ουσιαστικά την ευελιξία της.
Τα προγράμματα περιελάμβαναν αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών απολύσεων, την εισαγωγή πιο ευέλικτων μορφών εργασίας και πιο πρόσφατα τις αλλαγές στις διαδικασίες για τις απεργίες.
Η συνεχιζόμενη βελτίωση στην αγορά εργασίας αντανακλάται στο μειωμένο ποσοστό ανεργίας, στο 20,8% του εργατικού δυναμικού στα τέλη Δεκεμβρίου 2017, από 27,5% το 2013».
Η DBRS αναγνωρίζει, επίσης, την πρόοδο στην επίλυση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), μέσω εξωδικαστικής λύσης και ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Η επίτευξη μιας μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα βοηθούσε στην αύξηση πιστώσεων προς την οικονομία και τη στήριξη της ανάπτυξης, ενώ ταυτόχρονα, θα μπορούσε επίσης να ωφελήσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε από 47,2% τον Ιούνιο του 2016, σε 46,9% τον Ιούνιο του 2017.
Παρά τη βελτίωση, ο δείκτης παραμένει ο υψηλότερος στην Ευρώπη, σημειώνει ο οίκος.
Επίσης, σημειώθηκε πρόοδος στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας για την ελληνική οικονομία, η οποία αντανακλάται στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας «Doing Business», όπου η θέση της Ελλάδας βελτιώθηκε σημαντικά, στην 61η το 2017, από 109η το 2010.
Βέβαια, εξακολουθεί να υστερεί σε σύγκριση με τα άλλα κράτη της Ε.Ε., υπογραμμίζεται.
Κλείνοντας, η DBRS υπενθυμίζει ότι η ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης θα απελευθερώσει την τελευταία δόση των 11,7 δισεκ. ευρώ, η οποία θα υποστηρίξει τη δημιουργία ενός σημαντικού αποθέματος μετρητών για την υποστήριξη της πρόσβασης στην αγορά της Ελλάδας και την «καθαρή έξοδο» από το πρόγραμμα.
Επίσης, έχουν αρχίσει οι τεχνικές συζητήσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Αναμένεται μεγαλύτερη σαφήνεια καθώς η Ελλάδα προσεγγίζει περισσότερο το τέλος του προγράμματος.
Επισημαίνεται ότι η DBRS θα δημοσιεύσει την επόμενη δράση αξιολόγησης για την Ελλάδα στις 4 Μαΐου 2018.
Παράλληλα, συνεχίζει η DBRS, εφαρμόστηκαν πολύ σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που πιθανότατα συνέβαλαν στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, από τη μαζική συρρίκνωση που ακολούθησε την οικονομική κρίση.
Από ύφεση της τάξεως του 9% το 2011, η Ελλάδα πέτυχε ανάπτυξη 1,4% το 2017, αναφέρεται χαρακτηριστικά.
«Η Ελλάδα εφάρμοσε ένα τολμηρό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, γεγονός που βελτίωσε ουσιαστικά την ευελιξία της.
Τα προγράμματα περιελάμβαναν αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών απολύσεων, την εισαγωγή πιο ευέλικτων μορφών εργασίας και πιο πρόσφατα τις αλλαγές στις διαδικασίες για τις απεργίες.
Η συνεχιζόμενη βελτίωση στην αγορά εργασίας αντανακλάται στο μειωμένο ποσοστό ανεργίας, στο 20,8% του εργατικού δυναμικού στα τέλη Δεκεμβρίου 2017, από 27,5% το 2013».
Η DBRS αναγνωρίζει, επίσης, την πρόοδο στην επίλυση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), μέσω εξωδικαστικής λύσης και ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Η επίτευξη μιας μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα βοηθούσε στην αύξηση πιστώσεων προς την οικονομία και τη στήριξη της ανάπτυξης, ενώ ταυτόχρονα, θα μπορούσε επίσης να ωφελήσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε από 47,2% τον Ιούνιο του 2016, σε 46,9% τον Ιούνιο του 2017.
Παρά τη βελτίωση, ο δείκτης παραμένει ο υψηλότερος στην Ευρώπη, σημειώνει ο οίκος.
Επίσης, σημειώθηκε πρόοδος στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας για την ελληνική οικονομία, η οποία αντανακλάται στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας «Doing Business», όπου η θέση της Ελλάδας βελτιώθηκε σημαντικά, στην 61η το 2017, από 109η το 2010.
Βέβαια, εξακολουθεί να υστερεί σε σύγκριση με τα άλλα κράτη της Ε.Ε., υπογραμμίζεται.
Κλείνοντας, η DBRS υπενθυμίζει ότι η ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης θα απελευθερώσει την τελευταία δόση των 11,7 δισεκ. ευρώ, η οποία θα υποστηρίξει τη δημιουργία ενός σημαντικού αποθέματος μετρητών για την υποστήριξη της πρόσβασης στην αγορά της Ελλάδας και την «καθαρή έξοδο» από το πρόγραμμα.
Επίσης, έχουν αρχίσει οι τεχνικές συζητήσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Αναμένεται μεγαλύτερη σαφήνεια καθώς η Ελλάδα προσεγγίζει περισσότερο το τέλος του προγράμματος.
Επισημαίνεται ότι η DBRS θα δημοσιεύσει την επόμενη δράση αξιολόγησης για την Ελλάδα στις 4 Μαΐου 2018.

www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών